Η ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ «ΔΟΛΙΟΦΘΟΡΑΣ» καὶ ΤΟ ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΒΑΠΤΙΣΜΑ!
Ἀπάντηση στὸν καθηγητὴ Γ. Δημακόπουλο (ΗΠΑ)
γιὰ τὸ ἄρθρο: «Καινοτομίες μὲ πρόσχημα τὴν Παράδοση:
Ἀντὶ-οἰκουμενικὲς προσπάθειες
μὲ σκοπὸ νὰ ἐκτροχιαστεῖ ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος»
Πρωτ. π. Ἀναστάσιος Γκοτσόπουλος
Ἐφημέριος Ι. Ν. Ἁγ. Νικολάου Πατρῶν
τηλ. 6945-377621, agotsopo@gmail.com
ΕΙΣ. ΣΧ. «ΧΡ. ΒΙΒΛΙΟΓΡ.»: Ἡ
ἐκκλησιολογικὴ αὐτοσυνειδησία τῶν Ὀρθοδόξων εἶναι εὐαίσθητη καὶ
ΑΚΡΙΒΗΣ. Ὁ Ὀρθόδοξος Λαός, ποὺ δὲν ἔχει διαβρωθεῖ ἀπὸ τὰ μινιμαλιστικὰ
πανουργεύματα τῶν τεχνοκρατῶν τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἀντιδρᾶ στὴν ἀπονομὴ
πλήρους ἐκκλησιολογικοῦ τίτλου στὶς διάφορες ἄλλες «ἐκκλησίες». Ἤδη
γίνεται πολλὴ συζήτηση. Τὸ πράγμα εἶναι ἁπλό, ἂν ἐπικρατήσει ἡ
νηφαλιότης καὶ γίνει ἀποδεκτὴ ἡ χρήση τοῦ ὅρου ΚΟΙΝΟΤΗΤΕΣ (βλ. σχετ. κατωτέρω Εἰσήγ. Μητρ. Μεσσηνίας)
γιὰ ὁποιαδήποτε ἀναφορὰ τῶν Ὀρθοδόξων στὶς λεγόμενες «ἐκκλησίες»
(ρωμαιοκαθολικούς-παπικούς, μυριάδες προτεστάντες, κ.λπ.). Σὲ ἀντίθετη
περίπτωση, ἡ πόλωση μόνον κακὸ θὰ προξενήσει…
. Εἶναι ὅμως ΝΤΡΟΠΗ γιὰ ἐκπροσώπους τῆς ἀκαδημαϊκῆς
θεολογίας νὰ προσάπτουν ὑποτιμητικοὺς χαρακτηρισμούς -οὔτε λίγο, οὔτε
πολὺ δολιοφθορέων (= προσπάθειες μὲ σκοπὸ νὰ ἐκτροχιαστεῖ ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος) –
στὸ μεγάλο μέρος τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ Σώματος, ποὺ ὁμολογεῖ πὼς πιστεύει
εἰς ΜΙΑΝ Ἐκκλησίαν. Ὡς πιθανὴ ἱκανοποιητικὴ ἐξήγηση γιὰ μιὰ τέτοια
σπουδὴ μπορεῖ δυστυχῶς νὰ φαντασθεῖ κάποιος μόνον τὸ «λιβάνισμα»!
Πάτρα 8 . 4 . 2016
. Δημοσιεύθηκε ἄρθρο τοῦ
καθηγητοῦ Γ. Δημακόπουλου (Ν. Ὑόρκη-ΗΠΑ) στὸ ὁποῖο ἐγκαλεῖ ὅσους ἀσκοῦν
κριτικὴ στὸ προσυνοδικὸ κείμενο «Σχέσεις Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μὲ τὸ λοιπὸ
Χριστιανικὸ κόσμο» (τῆς Ε´ Πανορθοδόξου Προσυνοδικῆς Διασκέψεως,
Σαμπεζὺ 2015) γιὰ «ἁπλουστευτικὴ προσέγγιση τῆς πλούσιας κανονικῆς
παράδοσης, ἡ ὁποία ἐπιδιώκει νὰ δικαιολογήσει ποικίλες ἁπλοϊκὲς
ἰδεολογικὲς κατασκευές». Ὡς παραδείγματα παρουσιάζει τὴν κριτικὴ τῶν
Σεβ. Μητροπολιτῶν Πειραιῶς Σεραφεὶμ καὶ Ναυπάκτου Ἱεροθέου.
Πιὸ συγκεκριμένα:
α)
Μέμφεται τὸν Σεβ. Μητροπολίτη Πειραιῶς Σεραφεὶμ γιὰ τὴν κριτική του στὴν
υἱοθέτηση ἐκ μέρους τοῦ προσυνοδικοῦ κειμένου τῆς λέξεως «Ἐκκλησία» γιὰ
τὶς αἱρετικὲς Χριστιανικὲς Κοινότητες. Σημειώνει δὲ μὲ περισσὴ ἔμφαση:
«Ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ ὅτι ὁ Μητροπολίτης Πειραιῶς δὲν προσήγαγε καμία
πατερικὴ μαρτυρία προκειμένου νὰ δικαιολογήσει τὴν ἀντίρρησή του στὴ
χρήση τοῦ ὄρου αὐτοῦ. Ὅμως οὔτε θὰ μποροῦσε, καθὼς ἦταν σύνηθες στοὺς
Πατέρες νὰ ἀποδίδουν τὸν ὄρο “ἐκκλησία” καὶ σὲ κοινότητες ποὺ θεωροῦνταν
ὡς αἱρετικές». Γιὰ τὴν τεκμηρίωση τοῦ ἰσχυρισμοῦ του παραπέμπει σὲ …
τηλεοπτικὴ ἐκπομπὴ μὲ τὸν χαρακτηριστικὸ τίτλο «Coffee with Sr. Vassa»!
1. Κύριε ἐλέησον! Ἕνας καθηγητὴς τοῦ
Fordham προκειμένου νὰ τεκμηριώσει τὶς θεολογικές του ἀπόψεις νὰ
παραπέμπει ἀντὶ γιὰ βιβλιογραφία στὸ «Coffee with …»! Ἡ σημειολογία τῆς
ὑπόθεσης εἶναι τραγικὴ γιὰ τὸν ἀρθρογράφο: στὴν Ἑλλάδα ἡ φράση
«κουβέντες καφενείου» κάθε ἄλλο παρὰ κολακευτικὴ εἶναι γιὰ ἕνα
ἐπιστήμονα καὶ μάλιστα θεολόγο. Καὶ γιὰ νὰ ξεφύγουμε ἀπὸ τὴ σημειολογία
καὶ νὰ ἔρθουμε στὴν οὐσία τῆς παραπομπῆς τοῦ καθηγητοῦ Δημακόπουλου:
οὔτε ἡ ἀδελφὴ Βάσσα στὴν ἐκπομπή της παραπέμπει σὲ συγκεκριμένα πατερικὰ
κείμενα γιὰ νὰ τεκμηριώσει τὶς ἀπόψεις της. Τὸ ὅτι στὴ βιβλιοθήκη πίσω
της ὑπάρχει τὸ κλασικὸ ἔργο τοῦ G.W.H. Lampe, «A Patristic Greece
Lexicon», τὸ ὁποῖο ἡ Sister Vassa κάποια στιγμὴ (στὸ 0:51) δείχνει μὲ τὸ χέρι της, δὲν προσδίδει τὴν παραμικρὴ ἐγκυρότητα καὶ τεκμηρίωση στοὺς ἰσχυρισμούς της… (youtube.com/watch?v=V5x3IEi1C7w)
Βέβαια ἡ παρουσιάστρια μπορεῖ νὰ δικαιολογηθεῖ γιὰ τὸν χαλαρὸ τρόπο
προσέγγισης τοῦ ζητήματος. Ἄλλωστε σὲ «coffee with Sr. Vassa» προσκαλεῖ
τοὺς τηλεθεατὲς τῆς ἐκπομπῆς της. Δὲν ἰσχύει τὸ ἴδιο ὅμως γιὰ ἀρθρογράφο
ποὺ ὑπογράφει ὡς καθηγητὴς τοῦ Fordham…
2. Ἀσφαλῶς θὰ πρέπει νὰ ἐπισημανθεῖ γιὰ
νὰ μὴν ὑπάρξουν ἠθελημένες παρερμηνεῖες: ὁ ὅρος «Ἐκκλησία» εἶναι
πολυσήμαντος καὶ χρησιμοποιεῖται πολλαπλῶς στὴν καθημερινὴ ἐπικοινωνία
(δηλώνοντας τὴν ἁπλὴ συνάθροιση λαοῦ ἢ ἀκόμα καὶ ἀκραῖες κοινότητες:
Ἐκκλησία Μορμόνων, Σαϊεντολογίας κ.ο.κ). Ὅμως σὲ συνοδικά, ἐκκλησιολογικὰ κείμενα τέτοιου ὑψηλοῦ ἐπιπέδου, ὅπως τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Πανορθοδόξου Συνόδου, μὲ τὸν ὅρο «Ἐκκλησία» εἶναι αὐτονόητο ὅτι προσδιορίζεται ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο τὸ ἴδιο τὸ Σῶμα τοῦ Σαρκωθέντος Θεοῦ Λόγου, ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Τίποτα περισσότερο καὶ τίποτα λιγότερο! Ἂν ἡ Σύνοδος ἤθελε νὰ δώσει κάποια ἄλλη σημασία, ἀπὸ τὶς πολλὲς ποὺ ἔχει ὁ ὅρος «ἐκκλησία», ὀφείλει νὰ τὸ διευκρινίσει μὲ τὴν ἀπαραίτητη σαφήνεια. Τέτοια διευκρίνιση ὅμως δὲν ὑπάρχει στὸ προσυνοδικὸ κείμενο τῆς Ε´ ΠΠΔ.
3. Ἀπορῶ πῶς διαφεύγει τῆς προσοχῆς τοῦ κ. καθηγητὴ ὅτι ὑπάρχουν ὄχι μόνο πατερικές, ἀλλὰ καὶ συνοδικὲς ἀποφάσεις, καὶ μάλιστα Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ποὺ ἀρνοῦνται κατηγορηματικὰ στὶς αἱρέσεις τὴν προσωνυμία «Ἐκκλησία» (μὲ τὴ θεολογικὴ-ἐκκλησιολογικὴ ἔννοια).
Οἱ τρεῖς Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι (Δ´, ϛ´, Ζ´) ποὺ ἐπικύρωσαν τὸν Κανόνα
τῆς Τοπικῆς Συνόδου τῆς Καρχηδόνος (255 μ.Χ.) ὑπὸ τὸν Ἅγ. Κυπριανὸ
δέχθηκαν ὅτι στὴν αἵρεση δὲν ὑπάρχει Ἐκκλησία (μὲ τὴν αὐστηρὴ
θεολογικὴ-ἐκκλησιολογικὴ σημασία): «Παρὰ δὲ τοῖς αἱρετικοῖς, ἐκκλησία
οὐκ ἔστιν… ἁγιᾶσαι δὲ ἔλαιον οὐ δύναται ὁ αἱρετικός, ὁ μήτε θυσιαστήριον
ἔχων, μήτε ἐκκλησίαν», διότι «ἡ καθολικὴ Ἐκκλησία,… ἐστὶ μία», γι’ αὐτὸ
ὁ αἱρετικὸς «ἔξω ὤν, Πνεῦμα ἅγιον οὐκ ἔχει, … ἑνὸς ὄντος τοῦ ἁγίου
Πνεύματος καὶ μιᾶς ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν, ἐπάνω Πέτρου
τοῦ Ἀποστόλου, ἀρχῆθεν λέγοντος, τῆς ἑνότητος τεθεμελιωμένης»! Νομίζω
ὅτι καὶ μόνο ὁ ἐπικυρωμένος ἀπὸ τρεῖς Οἰκουμενικὲς Συνόδους Κανόνας τῆς
Καρχηδόνος (τοῦ Ἁγ. Κυπριανοῦ) εἶναι ἀρκετὸς γιὰ νὰ ἀποκλείσει τὴ χρήση
τοῦ ὄρου «Ἐκκλησία» γιὰ τὶς αἱρέσεις σὲ ἐπίσημο συνοδικὸ κείμενο!
4. Τὸ ἄρθρο τοῦ κ. Δημακόπουλου
παρουσιάζει ὅσους ἀσκοῦν κριτικὴ στὴ χρήση τοῦ ὅρου «Ἐκκλησία» γιὰ τὶς
Χριστιανικὲς Κοινότητες, περίπου ὡς διαβιοῦντες στὸ περιθώριο τῆς
ἐκκλησιαστικῆς καὶ θεολογικῆς ζωῆς τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας (γράφει:
«βάζουν ἐμπόδια στὴν πορεία τῆς οἰκουμενικῆς κίνησης»,
«αὐτοαποκαλουμένοι “παραδοσιακοί”», «ἁπλουστευτικὴ προσέγγιση…νὰ
δικαιολογήσει ποικίλες ἁπλοϊκὲς ἰδεολογικὲς κατασκευές», «ψευδαίσθηση
τῆς ὀρθόδοξης καθαρότητας»).
. Σὲ αὐτὸ τὸ πλαίσιο “βολεύεται” νὰ μνημονεύσει μόνο δύο
Ἕλληνες Ἐπισκόπους καὶ νὰ ἀποφύγει νὰ ἀναφέρει ὅτι ὑπάρχουν ὄχι μόνο
πολλοὶ ἄλλοι Ἐπίσκοποι ἀπὸ πολλὲς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ποὺ διαφωνοῦν μὲ
τὴ χρήση τοῦ ὅρου «Ἐκκλησία» γιὰ τὶς αἱρέσεις στὸ προσυνοδικὸ κείμενο,
ἀλλὰ ἀκόμα καὶ Σύνοδοι Πατριαρχείων καὶ Ἐκκλησιῶν ἔχουν ἐκφράσει
σοβαρότατες ἐπιφυλάξεις καὶ πάντως δὲν ἔχουν υἱοθετήσει τὴν καινοτόμο
ὁρολογία τοῦ κειμένου. Ὡς γνωστὸν τὸ Πατριαρχεῖο Γεωργίας ἤδη ἔχει
ἀπορρίψει τὸ κείμενο (βλ. ἐπιστολὴ τοῦ Μητροπολίτου Γκόρι καὶ Ἀτένι
Ἀνδρέου, amen.gr/article/o-mitropolitis-gori-kai-ateni-andreas-apada-ston-mprotopresvytero-georgio-tsetsi),
ἐξαιρετικὰ ἀποκαλυπτικὴ τῶν «παρασκηνίων» τῆς Ε´ ΠΠΔ, Σαμπεζὺ 2015),
ἐνῶ οἱ Σύνοδοι τῆς Ἱεραρχίας τοῦ Πατριαρχείου τῆς Βουλγαρίας καὶ τῆς
Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος λόγῳ τῶν σφοδρῶν ἀντιδράσεων πολλῶν Ἱεραρχῶν
παρέπεμψαν τὸ θέμα σὲ προσεχῆ Σύνοδο μετὰ τὸ Πάσχα γιὰ τὴ λήψη σχετικῶν
ἀποφάσεων ἐπὶ τῶν κειμένων. Ἡ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου ἐνέκρινε
ἤδη πρόταση γιὰ τροποποίηση τῶν προσυνοδικῶν κειμένων (romfea.gr/ekklisia-kyprou/7462-apofaseis-ektaktis-sunodou-tis-ekklisias-tis-kuprou).
Ἄξια προσοχῆς εἶναι καὶ ἡ ἀπὸ 24.7.2015 ἐπιστολὴ τῆς Ἱ. Συνόδου τοῦ
Πατριαρχείου τῆς Σερβίας ἀναφορικὰ μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ αὐτοσυνειδησία
τῆς ἴδιας τῆς Πανορθοδόξου Συνόδου (impantokratoros.gr/C909497D.el.aspx).
. Ἐνδεικτικὰ ἀναφέρουμε ὀνόματα Ἐπισκόπων ποὺ δημοσίως
ἔχουν ἀρθρογραφήσει ἀσκώντας αὐστηρὴ κριτικὴ στὸ προσυνοδικὸ κείμενο:
Λεμεσοῦ Ἀθανάσιος (Κύπρος), Ἠλείας Γερμανὸς (στὴν ἐπίσημη εἰσήγησή του
ἐνώπιον τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος), Ν. Σμύρνης Συμεὼν
(Ἑλλάδα), Γόρτυνος καὶ Μεγαλοπόλεως Ἱερεμίας (Ἑλλάδα), Γλυφάδας Παῦλος
(Ἑλλάδα), Κυθήρων Σεραφεὶμ (Ἑλλάδα), Λόβετς Γαβριὴλ (Βουλγαρία),
Μπάντσεν καὶ Βικάριος τῆς Ἐπαρχίας τοῦ Τσέρνοβιτς Λογγίνος (Οὐκρανία),
Γκόρι καὶ Ἀτένι Ἀνδρέας (Πατριαρχεῖο Γεωργίας).
. Καὶ ἐπειδὴ Ἐκκλησία δὲν εἶναι μόνο οἱ Ἱεράρχες, στὶς
ἀντιδράσεις τῶν Ἐπισκόπων θὰ πρέπει νὰ προσθέσουμε τὸ Ἅγιον Ὄρος, τοὺς
ἐγκρίτους καθηγητὲς Θεολογικῶν Σχολῶν, π. Γ. Μεταλληνὸ (Ὁμότιμος), π.
Θεοδ. Ζήση (Ὁμότιμος), κ. Δημ. Τσελεγγίδη καὶ μεγάλο μέρος τοῦ Ὀρθοδόξου
λαοῦ ποὺ ἀνησυχεῖ γιὰ τὴν ἀλλοίωση τῆς ἐκκλησιολογίας τῆς Ὀρθοδοξίας
(βλ. Ἡμερίδα στὸν Πειραιὰ τὴν 23.3.2016)
. Ἀκόμα καὶ ὁ ἐκ τῶν συντακτῶν τοῦ προσυνοδικοῦ κειμένου
Σεβ. Μητροπολίτης Μεσσηνίας Χρυσόστομος (καθηγητὴς Πανεπιστημίου καὶ
μέλος τῆς ἀντιπροσωπείας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στὴν Ε´ ΠΠΔ στὸ
Σαμπεζὺ 2015) σὲ ὑπόμνημά του στὴν Ι. Σύνοδο ἀναγνωρίζει ὅτι «ὄντως ἡ
παροῦσα ἔκφρασις (“μετὰ διαφόρων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ Ὁμολογιῶν” §
6) δημιουργεῖ καὶ ἐν ταυτῷ τὴν δυνατότητα ἀναπτύξεως μίας δικαιολογημένης ἀντιρρήσεως» καὶ προτείνει λόγῳ τῆς πληθώρας τῶν ἀντιδράσεων ἀντὶ γιὰ τὸν ὄρο «Ἐκκλησία» νὰ χρησιμοποιηθεῖ ἡ λέξη «Κοινότητες» γιὰ τὶς αἱρέσεις:
«εἶναι δυνατὸν νὰ υἱοθετηθεῖ ὡς διορθωτικὴ πρότασις, ἐπὶ τῆς ἀνωτέρω
ἐκφράσεως τοῦ κειμένου, ἡ “ἄλλων ἢ λοιπῶν Χριστιανικῶν Ὁμολογιῶν καὶ
Κοινοτήτων”»!
β) Ὁ
κ. Δημακόπουλος ἐπικρίνει τὸν Σεβ. Μητροπολίτη Ναυπάκτου Ἰερόθεο, διότι
σὲ ὑπόμνημά του στὴν Ἱ. Σύνοδο «ζητάει τὴν τροποποίηση τοῦ κειμένου,
προκειμένου νὰ καταστεῖ σαφὲς ὅτι οἱ προσήλυτοι στὴν Ὀρθοδοξία ποὺ δὲν
βαπτίστηκαν ἀρχικὰ “μὲ τὴν τριπλῆ κατάδυση καὶ ἀνάδυση σύμφωνα μὲ τὴν
ἀποστολικὴ καὶ πατερικὴ παραδοση” θὰ πρέπει νὰ ἀναβαπτίζονται». Ἐπειδὴ
τὴν ἄποψή του αὐτὴ ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου τὴν τεκμηριώνει στοὺς ἴδιους
τοὺς Ἱ. Κανόνες, τοὺς ὁποίους ἐπικαλεῖται τὸ προσυνοδικὸ κείμενο τῆς Ε´
ΠΠΔ (Β-7 καὶ ϛ-95), ὁ κ. Δημακόπουλος προβαίνει σὲ αὐθαίρετους καὶ
ἀναπόδεικτους συλλογισμοὺς διαστρεβλώνοντας πλήρως τόσο τὸ κείμενο τῶν
ἰ. Κανόνων ὅσο καὶ τὴν ἐξ αὐτῶν πράξη τῆς Ἐκκλησίας. [Εἶχε ὁ ὁλοκληρωθεῖ
τὸ παρόν ὅταν δημοσιεύθηκε τὸ πολὺ ἐνδιαφέρον ἄρθρο τοῦ Μητρ. Ναυπάκτου
Ἰεροθέου μὲ τίτλο «Ἡ Σύνοδος τῶν Τριῶν Πατριαρχῶν τοῦ ἔτους 1756» (romfea.gr/katigories/10-apopseis/7499-i-sunodos-ton-trion-patriarxon-tou-etous-1756), μὲ τὸ ὁποῖο ἐμμέσως πλὴν σαφῶς ἀπαντᾶ στὸν κ. Δημακόπουλο].
Ἂς δοῦμε ὅμως τί λένε οἱ ἱεροὶ κανόνες:
. Οἱ κανόνες Β-7 καὶ ϛ-95
εἶναι ἀπολύτως σαφεῖς. Στοὺς αἱρετικοὺς ποὺ ἐπιθυμοῦν νὰ ἐνταχθοῦν στὴν
Ὀρθοδοξία ἡ Ἐκκλησία ἐφαρμόζει τὴν ἀκρίβεια (βάπτισμα) ἢ τὴν οἰκονομία
(λίβελος καὶ χρίσμα). Ἡ κατ’ οἰκονομία πράξη ἐφαρμόζεται ὑπὸ
προϋποθέσεις σὲ περιπτώσεις πρώην Ἀρειανῶν, Μακεδονιανῶν, Νεστοριανῶν,
Μονοφυσιτῶν κ.ἄ., ἐνῶ ἡ ἀκρίβεια τοῦ (ἀνα)βαπτισμοῦ σὲ Εὐνομιανούς,
Σαβελλιανούς, Μοντανιστές, Μανιχαίους, Μαρκιωνιστὲς κ.ἄ.
. Ἀξιοπρόσεκτη εἶναι ἡ ἀναφορὰ καὶ τῶν δύο κανόνων (Β-7 καὶ
ϛ-95) στοὺς Εὐνομιανούς, στοὺς ὁποίους δὲν παραχωρεῖται ἡ κατ’ οἰκονομία
πράξη, ἀλλὰ (ἀνα)βαπτίζονται. Οἱ Εὐνομιανοὶ ἦσαν ἀρειανόφρονες. Ἐν
τούτοις, ἐνῶ στοὺς Ἀρειανοὺς ἡ Ἐκκλησία
προσφέρει τὴν οἰκονομία, στοὺς ὁμοδόξους τους Εὐνομιανοὺς τὴν ἀρνεῖται!
Γιατί; Οἱ κανόνες εἶναι κατηγορηματικοὶ καὶ σαφεῖς στὴν αἰτιολόγηση τῆς
ἄρνησης: διότι οἱ Εὐνομιανοὶ ἦσαν «οἱ εἰς μίαν κατάδυσιν βαπτιζόμενοι», σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς ἄλλους Ἀρειανούς, οἱ ὁποῖοι ἐβαπτίζοντο σύμφωνα μὲ τὸν Ὀρθόδοξο τύπο τῆς τριπλῆς κατάδυσης καὶ ἀνάδυσης καὶ στοὺς ὁποίους χορηγεῖται ἡ οἰκονομία.
. Ἐπίσης, σύμφωνα μὲ τοὺς κανόνες ἡ Ἐκκλησία δὲν παρέχει
οἰκονομία στοὺς Σαβελλιανούς, οἱ ὁποῖοι δὲν βάπτιζαν στὸ Ὄνομα τῶν Τριῶν
Προσώπων τῆς Ἁγ. Τριάδος, ἀλλὰ συνέχεαν τὰ Θεῖα Πρόσωπα ἤ, ὅπως
σημειώνουν οἱ κανόνες: «Σαβελλιανούς, τοὺς υἱοπατορίαν δοξάζοντας».
. Ἀπὸ τὰ ἀνωτέρω εἶναι σαφὲς ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῶν Οἰκουμενικῶν
Συνόδων μὲ τοὺς Ἱ. Κανόνες ἔθεσε δύο βασικὲς προϋποθέσεις γιὰ τὴ
χορήγηση τῆς κατ’ οἰκονομίαν πράξεως στοὺς «προστιθεμένους τῇ
Ὀρθοδοξίᾳ»: α) ἡ βαπτισματικὴ τελετὴ στὴν αἵρεση νὰ ἔχει γίνει μὲ ἐπίκληση στὸ ὄνομα τῆς Ἁγ. Τριάδος καὶ β) νὰ ἔχει τηρηθεῖ ὁ ὀρθόδοξος βαπτισματικὸς τύπος τῶν τριῶν καταδύσεων
καὶ ἀναδύσεων. Αὐτὴ ἀκριβῶς τὴν πράξη τῆς Ἐκκλησίας ὑποστηρίζει καὶ ὁ
Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ἰερόθεος καὶ τὴν προεκτείνει καὶ στοὺς Λατίνους.
Μὲ συνέπεια πρὸς τοὺς ἀνωτέρω Ἱ. Κανόνες εἰσηγεῖται ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ
ἐφαρμοστεῖ ἡ κατ’ οἰκονομία πράξη στοὺς Λατίνους ποὺ θέλουν νὰ ἐνταχθοῦν
στὴν Ὀρθοδοξία, διότι δὲν ἔχει τηρηθεῖ στὸ βάπτισμα μὲ τὸ ὁποῖο
ἐντάχθηκαν στὴν αἵρεση ὁ κανονικὸς ἀποστολικὸς καὶ πατερικὸς τύπος τῶν
τριῶν καταδύσεων καὶ ἀναδύσεων. Ἔτσι οἱ Λατίνοι, ὅπως οἱ Εὐνομιανοί, ποὺ δὲν τηροῦσαν τὸν ὀρθὸ βαπτιστικὸ τύπο, πρέπει νὰ ἀναβαπτίζονται.
. Μὲ τὴν ἄποψη αὐτὴ δὲν συμφωνεῖ ὁ καθηγητὴς
Δημακόπουλος. Στὸ ἄρθρο του ἐγκαλεῖ τὸν Ἅγιο Ναυπάκτου ὅτι «ἔχει
υἱοθετήσει μία ἀναμφισβήτητα “καινοτόμο” ἀνάγνωση τῶν κανόνων καὶ τῆς
ἱστορίας προκειμένου νὰ στηρίξει τὴν θέση του ἐνάντια στὸ βάπτισμα τῶν
ἑτεροδόξων»:
α) Ἰσχυρίζεται ὅτι ἡ ἄρνηση χορήγησης οἰκονομίας στοὺς Εὐνομιανοὺς δὲν
ὀφείλεται στὴ μὴ τήρηση τοῦ ὀρθοῦ βαπτιστικοῦ τύπου ἀλλὰ στὴν
διαφορετικὴ διδασκαλία τους περὶ Ἁγ. Τριάδος ποὺ εἶχε ἀντίκτυπο στὸν
τρόπο βαπτίσεως μὲ μία κατάδυση. Πρὸς ἀπόδειξη τῶν ἀπόψεών του
ἐπικαλεῖται τοὺς «βυζαντινοὺς κανονολόγους», γράφοντας: «Πράγματι,
κανένας βυζαντινὸς κανονολόγος δὲν ἑρμήνευσε ποτὲ τὸ λάθος τῶν
Εὐνομιανῶν ὡς ἕνα λάθος ποὺ ἀφορᾶ πρωτίστως στὸ τελετουργικό. Τὸ λάθος
τους ἀφοροῦσε τὴν ἀπόρριψη τῆς Ἁγίας Τριάδας».
. Δυστυχῶς ὅμως γιὰ τὸν κ. Δημακόπουλο οἱ ἰσχυρισμοί του εἶναι παντελῶς ἀνυπόστατοι:
i) Οἱ κανόνες γιὰ τοὺς Εὐνομιανοὺς εἶναι
ἀπολύτως σαφεῖς: «Εὐνομιανοὺς μέντοι, τοὺς εἰς μίαν κατάδυσιν
βαπτιζομένους». Ἀναφέρονται μόνο στὸ λανθασμένο τελετουργικὸ καὶ ὄχι στὴ
διδασκαλία τους, ὅπως θὰ ἤθελε ὁ κ. Δημακόπουλος. Ἀντίθετα γιὰ τοὺς
Σαβελλιανοὺς οἱ κανόνες παραπέμπουν στὴ αἱρετικὴ διδασκαλία τους περὶ
τῆς Ἁγ. Τριάδος: «Σαβελλιανούς, τοὺς υἱοπατορίαν δοξάζοντας».
ii) Ἡ ἀναφορὰ τοῦ ἀρθρογράφου ὅτι
«κανένας βυζαντινὸς κανονολόγος δὲν ἑρμήνευσε ποτὲ τὸ λάθος τῶν
Εὐνομιανῶν ὡς ἕνα λάθος ποὺ ἀφορᾶ πρωτίστως στὸ τελετουργικό. Τὸ λάθος
τους ἀφοροῦσε τὴν ἀπόρριψη τῆς Ἁγίας Τριάδας», καταδεικνύει, ἂν μή τι
ἄλλο, ὅτι δὲν ἔχει στὴ διάθεσή του, καὶ ὡς ἐκ τούτου δὲν διάβασε, τὰ
κείμενά τους. Οἱ περίφημοι τρεῖς «βυζαντινοὶ κανονολόγοι» Ζωναρᾶς,
Βαλσαμὼν καὶ Ἀριστινὸς εἶναι ἀπολύτως ξεκάθαροι καὶ ἐνισχύουν τὴν
ἑρμηνευτικὴ προσέγγιση τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου, ἐνῶ ἀποδομοῦν πλήρως
τοὺς ἰσχυρισμοὺς τοῦ κ. Δημακόπουλου.
. Καὶ οἱ τρεῖς ἑρμηνευτές, ἀντίθετα μὲ τὴν ἐπιθυμία τοῦ
ἀρθρογράφου, δὲν ἀσχολοῦνται καθόλου, δὲν κάνουν καμμία ἀναφορὰ στὶς
θεολογικὲς διδασκαλίες τῶν Εὐνομιανῶν, ἀλλὰ ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο στὴ μὴ
τήρηση τοῦ βαπτισματικοῦ τύπου τῶν τριῶν καταδύσεων καὶ ἀναδύσεων «κατὰ
τὸν τύπον τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησίας»:
α) Ζωναρᾶς (12ος αἰ.): «Ἀπολλιναρισταί. Οὐκ ἀναβαπτίζονται οὖν οὗτοι,
ὅτι περὶ τὸ ἅγιον βάπτισμα κατ’ οὐδὲν ἡμῖν διαφέρονται, ἀλλ’ ἐπισης τοις
ὀρθοδόξοις βαπτίζονται … [τοὺς δὲ Εὐνομιανούς…] τούτους τοίνυν, καὶ
τοὺς ἄλλους πάντας αἱρετικοὺς βαπτίζεσθαι οἱ ἱεροὶ Πατέρες ἐθέσπισαν· ἢ
γὰρ οὐκ ἔτυχον τοῦ θείου βαπτίσματος, ἤ τυχόντες οὐκ ὀρθῶς, οὐδὲ κατὰ τὸν τύπον τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησίας αὐτοῦ ἔτυχον. διὸ καὶ ὡς μηδὲ τὴν ἀρχὴν βαπτισθέντας αὐτοὺς λογίζονται».
β) Βαλσαμών (12ος αἰ.): «Τοὺς δὲ ἀναβαπτίζεσθαι ὀφείλοντας εἶπεν εἶναι, Εὐνομιανούς, τοὺς εἰς μίαν κατάδυσιν βαπτιζομένους …Σημείωσαι δὲ ἀπὸ τοῦ παρόντος κανόνος, ὅτι πάντες οἱ βαπτιζόμενοι εἰς μίαν κατάδυσιν, πάλιν βαπτίζονται».
γ) Ἀριστινὸς (12ος αἰ.): «Οἱ καταδύσει μιᾷ βαπτιζόμενοι Εὐνομιανοὶ … ὡς
Ἕλληνες δεχέσθωσαν. Οὗτοι καὶ βαπτίζονται, καὶ χρίονται, ὅτι ὡς Ἕλληνες
δεχέσθωσαν».
. Ὁ Βαλσαμὼν εἶναι κατηγορηματικὸς καὶ γιὰ τὴ σημερινὴ πράξη
μὲ τοὺς Λατίνους: «Σημείωσαι δὲ ἀπὸ τοῦ παρόντος κανόνος, ὅτι πάντες οἱ
βαπτιζόμενοι εἰς μίαν κατάδυσιν, πάλιν βαπτίζονται».
. Τὴν ἴδια ἑρμηνευτικὴ προσέγγιση ἀκολουθεῖ καὶ ὁ μεγάλος
κανονολόγος Ἅγ. Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης (18ος αἰ.) στὸ Πηδάλιο: «Τούτους
δὲ πάντας οὕτω δεχόμεθα μὴ ἀναβαπτίζοντες, ἐπειδὴ κατὰ τὸν Ζωναρᾶ κατ’
οὐδὲν ἡμῖν διαφέρονται, ἀλλ’ ἐπίσης τοῖς ὀρθοδόξοις βαπτίζονται. Τοὺς δὲ
Ἀρειανοὺς καὶ Μακεδονιανοὺς αἱρετικοὺς φανερῶς ὄντας, ἐδέχθη χωρὶς
ἀναβαπτισμοῦ ὁ Κανὼν οἰκονομικῶς, κατὰ α΄ μὲν λόγον διὰ τὸ πολὺ πλῆθος
ὅπου ἦτο τότε τῶν τοιούτων αἱρετικῶν. Κατὰ β΄ δὲ λόγον, καὶ διατὶ ἐπίσης
ἡμῖν ἐβαπτίζοντο. Τοὺς δὲ Εὐνομιανοὺς ὅμως, οἵτινες εἰς μίαν κατάδυσιν
βαπτίζονται … ὡς Ἕλληνας δεχόμεθα, ἤτοι ὡς πάντι ἀβαπτίστους»(Πηδάλιον,
ερμηνεία στον Β-7.). Ἐπίσης στὴν ἑρμηνεία τοῦ Ἀποστ-46 ὁ Ἅγ. Νικόδημος
Ἁγιορείτης σημειώνει: «Ἐκεῖνοι μὲν οἱ αἱρετικοί, τῶν ὁποίων ἐδέχθησαν τὸ
βάπτισμα, ἐφύλαττον ἀπαράλλακτον καὶ τὸ εἶδος καὶ τὴν ὕλην τοῦ
βαπτίσματος τῶν Ὀρθοδόξων, καὶ ἐβαπτίζοντο κατὰ τὸν τύπον τῆς Καθολικῆς
Ἐκκλησίας. Ἐκεῖνοι δὲ οἱ αἱρετικοί, τῶν ὁποίων τὸ βάπτισμα δὲν
ἐδέχθησαν, ἐπαραχάραξαν τὴν τελετὴν τοῦ βαπτίσματος καὶ διέφθειραν, ἢ
τὸν τρόπον τοῦ εἴδους, ταυτὸν εἰπεῖν τῶν ἐπικλήσεων, ἢ τὴν χρῆσιν τῆς
ὕλης, ταυτὸν εἰπεῖν τῶν καταδύσεων καὶ ἀναδύσεων … διατὶ οὒν οἱ
ἰσοδύναμοι ὄντες κατὰ τὰς αἱρέσεις, δὲν ἀπεδέχθησαν καὶ ἰσοδυνάμως ἀπὸ
τὴν σύνοδον; Φανερὸν εἶναι ὅτι οἱ μὲν Ἀρειανοὶ καὶ Μακεδονιανοὶ
ἐβαπτίζοντο ἀπαραλλάκτως, ὡς καὶ οἱ ὀρθόδοξοι, εἰς τρεῖς ἀναδύσεις καὶ
καταδύσεις, καὶ εἰς τρεῖς ἐπικλήσεις τῆς ἁγίας Τριάδος, χωρὶς νὰ
παραχαράζουν οὔτε τὸ εἶδος τῶν ἐπικλήσεων, οὔτε τὴν ὕλην τοῦ ὕδατος … Οἱ
δὲ Εὐνομιανοὶ παραχαράξαντες τὸν τρόπον τῆς ὕλης τοῦ βαπτίσματος, εἰς
μίαν μόνην κατάδυσιν ἐβαπτίζοντο. ὡς αὐτὰ τὰ λόγια ἐπὶ λέξεως ἔχει τοῦ
κανόνος» (Πηδάλιον, ἑρμηνεία στὸν Ἀποστ-46, σημ. 1.).
. Παρόμοια προσέγγιση μὲ τὸν Ἄγ. Νικόδημο καὶ τοὺς
βυζαντινοὺς κανονολόγους ἔχουμε καὶ ἀπὸ τοὺς λοιποὺς Κολλυβάδες Ἁγίους
Πατέρες καὶ σημαντικοὺς μεταβυζαντινοὺς ἐκκλησιαστικοὺς συγγραφεῖς (Ἅγ.
Ἀθανάσιο Πάριο, Κωνσταντῖνο Οἰκονόμο, Νεόφυτο Καυσοκαλυβίτη, Εὐστράτιο
Ἀργέντη, Εὐγένιο Βούλγαρη, Χριστόφορο Αἰτωλό, Πατριάρχη Ἱεροσολύμων
Δοσίθεο, τοὺς Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως Κύριλλο Ε´, Σωφρόνιο Β´,
Προκόπιο, Καλλίνικο Ε´ καὶ Γερμανό), ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴ Σύνοδο τῆς Μόσχας
τοῦ 1620, τῆς Κωνσταντινουπόλεως τοῦ 1722 μὲ τὴ συμμετοχὴ τῶν Πατριαρχῶν
Ἀντιοχείας Ἀθανασίου Δ´ καὶ Ἱεροσολύμων Χρυσάνθου, καθὼς καὶ τὴ
Συνοδικὴ Ἐπιστολὴ τοῦ 1878 (Ἀναλυτικότερα βλ. πρωτ. Γ. Μεταλληνοῦ,
«Ὁμολογῶ ἓν Βάπτισμα», Ἑρμηνεία και ἐφαρμογή τοῦ Ζ´ κανόνος τῆς Β´
Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀπὸ τοὺς Κολλυβάδες Πατέρες καὶ τὸν Κων/νο
Οἰκονόμο, ἐκδ. «Τῆνος», Ἀθήνα 1996, Ἑλ. Γιαννακοπούλου, «Ὁ ἀναβαπτισμός
τῶν αἰρετικῶν 1453-1756», Σταθμοί ἔρευνας καὶ πράξης, ἱστορικοκανονική
θεώρηση, Ἀθήνα 2009).
. Στὸ αὐτὸ πνεῦμα ἡ Σύνοδος τῶν τριῶν Πατριαρχῶν τῆς
Ἀνατολῆς τοῦ 1755/6, (Κωνσταντινουπόλεως Κύριλλος Ε΄, Ἀλεξανδρείας
Ματθαῖος καὶ Ἱερουσολύμων Παρθένιος), στὸν περίφημο ὅρο της ἀποφαίνεται:
«τῇ τε δευτέρᾳ καὶ πενθέκτῃ ἁγίαις οἰκουμενικαῖς συνόδοις,
διαταττομέναις τοὺς μὴ βαπτιζομένους εἰς τρεῖς ἀναδύσεις, καὶ
καταδύσεις, καὶ ἐν ἑκάστῆ τῶν καταδύσεων μίαν ἐπίκλησιν τῶν θείων
ὑποστάσεων ἐπιβοῶντας, ἀλλ’ ἄλλως πως βαπτιζομένους, ὡς ἀβαπτίστους
προσδέχεσθαι, τῇ ὀρθοδοξίᾳ προσιόντας».
β) Ἐπίσης, στερεῖται
θεολογικοῦ-κανονικοῦ ἐρείσματος καὶ ὁ ἄλλος ἰσχυρισμὸς τοῦ κ.
Δημακόπουλου ὅτι «κανένας βυζαντινὸς κανονολόγος ἢ ἀντιρρητικὸς θεολόγος
δὲν θεώρησε ποτὲ τὰ λάθη τῆς λατινικῆς θεολογίας, ὅπως τὸ filioque,
ἦταν τόσο σημαντικά, ὥστε νὰ ἀπαιτοῦν ἀναβαπτισμό. Οὔτε ὁ Βαλσαμών, οὔτε
ὁ Χωματιανός… οὔτε κἂν ὁ ἅγιος Μάρκος ὁ Εὐγενικὸς δὲν διατύπωσε ποτὲ
τὴν ἄποψη ὅτι οἱ Λατίνοι θὰ πρέπει νὰ ἀναβαπτίζονται». Βέβαια οἱ Κανόνες
ἀναφέρονται καὶ συνεκτιμοῦν καὶ τὴν πίστη τῶν αἱρετικῶν (μιλοῦν γιὰ
«τοὺς υἱοπατορίαν δοξάζοντας»). Ὅμως ἡ πίστη τῆς αἵρεσης ἢ ἡ ἐγγύτητά
της πρὸς τὴν πίστη τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶχε γιὰ τὶς Συνόδους πρωταρχικὴ
σημασία στὴν ἐφαρμογὴ τῆς οἰκονομίας. Ἡ Ἐκκλησία ἐφαρμόζει τὴν οἰκονομία
στὶς σοβαρὲς ἀντιτριαδικὲς αἱρέσεις τῶν Ἀρειανῶν (εἰδωλολάτρες
χαρακτηρίζονται στὴν Ζ΄ Οἰκουμενικὴ) καὶ τῶν Πνευματομάχων μὲ τὶς
αὐστηρὲς καταδίκες καὶ ἀναθεματισμοὺς ἀπὸ ὅλες τὶς Οἰκουμενικὲς
Συνόδους. Τὴν ἴδια οἰκονομία ἐφαρμόζει καὶ στοὺς «Καθαροὺς καὶ
Ἀριστερούς, καὶ τοὺς Τεσσαρακαιδεκατίτας», μὲ τοὺς ὁποίους δὲν ὑπῆρχαν
θεολογικὲς διαφορὲς στὰ βασικὰ δόγματα τῆς πίστεως, ἀλλὰ μόνο σὲ θέματα
ἐκκλησιαστικῆς τάξεως καὶ λατρείας (πχ. οἱ Τεσσαρακαιδεκατίτες ἑόρταζαν
τὸ Πάσχα στὶς 14 τοῦ Νισσάν, οἱ Καθαροὶ δὲν ἀποδέχονταν τὸ β΄ γάμο καὶ
τὴ μετάνοια στοὺς πεπτωκότες). Ἀντίθετα, ἐνῶ στοὺς Ἀρειανοὺς ἐφαρμοζόταν
ἡ οἰκονομία, στοὺς ὁμοπίστους μὲ αὐτοὺς Εὐνομιανοὺς τηροῦνταν ἡ
ἀκρίβεια (βάπτισμα), διότι αὐτοὶ βάπτιζαν μὲ μία μόνο κατάδυση! Ὅπως
εἴπαμε, τοὺς Καθαρούς, οἱ ὁποῖοι, κατὰ τὸν Ζωναρᾶ, «οὐ περὶ τὴν πίστιν
ἐσφάλλοντο, ἀλλ’ εἰς μισαδελφίαν, καὶ ἄρνησιν μετανοίας τοῖς
παραπεπτωκόσι καὶ ἐπιστρέφουσι», τοὺς δέχονταν μὲ λίβελο καὶ χρίσμα, ἐνῶ
τοὺς καταδικασμένους ἀπὸ Οἰκουμενικὲς Συνόδους Νεστοριανούς,
Εὐτυχιανιστὰς καὶ Σεβηριανοὺς καὶ «τοὺς ἐκ τῶν ὁμοίων αἱρέσεων» μόνο μὲ
λίβελο, χωρὶς χρίσμα.
. Ἡ Ἐκκλησία, λοιπόν, ἀπαιτοῦσε
μόνο: ἡ βάπτιση στὴν αἱρετικὴ Κοινότητα νὰ εἶχε γίνει στὸ ὄνομα τῆς Ἄγ.
Τριάδος καὶ νὰ εἶχε τηρηθεῖ ὁ ὀρθὸς βαπτισματικὸς τύπος. Ἐπειδὴ τὶς δύο
αὐτὲς προϋποθέσεις, ἀρχικά, τὶς πληροῦσε ἡ Ρώμη (δὲν εἶχε γενικευθεῖ τὸ
ράντισμα), ἀνεξάρτητα μὲ τὶς αἱρετικὲς διδασκαλίες ποὺ εἶχε ἀποδεχθεῖ
(πολὺ λιγότερες ἀπὸ ὅσες αἱρέσεις διδάσκει σήμερα ἐπισήμως), γιὰ τὸ λόγο
αὐτὸ «οὔτε ὁ Βαλσαμών, οὔτε ὁ Χωματιανός… οὔτε κὰν ὁ ἅγιος Μάρκος ὁ
Εὐγενικὸς δὲν διατύπωσε ποτὲ τὴν ἄποψη ὅτι οἱ Λατίνοι θὰ πρέπει νὰ
ἀναβαπτίζονται», ἀλλὰ γίνονταν δεκτοὶ μὲ τὴν κατ’ οἰκονομία πράξη, ἀφοῦ
πληροῦσαν – τότε – τὶς κανονικὲς προϋποθέσεις (βλ. πρωτ. Γ.
Μεταλληνοῦ, «Ὁμολογῶ ἓν Βάπτισμα», Ἑρμηνεία και ἐφαρμογή τοῦ Ζ´ κανόνος
τῆς Β´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀπὸ τοὺς Κολλυβάδες Πατέρες καὶ τὸν Κων/νο
Οἰκονόμο, ἐκδ. «Τῆνος», Ἀθήνα 1996, σελ. 75-95)
. Τὰ πράγματα ὅμως ἄλλαξαν μὲ τὴν ἐν Τριδέντῳ Σύνοδο (1545-1563), στὴν ὁποία θεσμοθετήθηκε ἐπίσημα ὡς Κανόνας γιὰ ὁλόκληρη τὴν παπικὴ Δύση τὸ διὰ ραντισμοῦ ἢ ἐπιχύσεως βάπτισμα.
Ἀπὸ τότε δημιουργήθηκε σοβαρὸ θέμα στὸ ἂν μπορεῖ νὰ ἐφαρμοστεῖ στοὺς
Λατίνους ἡ οἰκονομία, ἀφοῦ ἔπαψαν νὰ πληροῦν τὴν κανονικὴ προϋπόθεση τοῦ
ὀρθοῦ βαπτιστικοῦ τύπου: οὔτε τὴ μία κατάδυση τῶν Εὐνομιανῶν δὲν κάνουν…
. Τὸ ζήτημα λύθηκε μὲ τὴν κοινὴ
Πατριαρχικὴ ἀπόφαση, τὸν περίφημο Ὅρο τῆς Συνόδου τοῦ 1755/6 τῶν τριῶν
Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς Κωνσταντινουπόλεως Κυρίλλου Ε´, Ἀλεξανδρείας
Ματθαίου καὶ Ἱεροσολύμων Παρθενίου, μὲ τὸν ὁποῖο οἱ ἐκ τῆς λατινικῆς
αἱρέσεως γίνονται κατ’ ἀκρίβεια δεκτοὶ μὲ βάπτισμα, διότι δὲν πληροῦν
τὶς προϋποθέσεις τῶν Β-7 καὶ ϛ-95. Ἡ ἀπόφαση αὐτὴ εἶναι ἐν ἰσχύει, διότι
δὲν ἔχει ἀρθεῖ μέχρι σήμερα. (romfea.gr/katigories/10-apopseis/7499-i-sunodos-ton-trion-patriarxon-tou-etous-1756)
. Ἡ ἀπόφαση τῆς Συνόδου τοῦ 1755/6 δὲν ἄρεσε καθόλου
στοὺς πανίσχυρους στὴν Ὑψηλὴ Πύλη Λατίνους (Ἰησουίτες καὶ πρεσβευτὲς τῶν
δυτικῶν Δυνάμεων, ἰδιαιτέρως τῆς Γαλλίας) οἱ ὁποῖοι, σύμφωνα μὲ τὸν
Μητρ. Αἴνου Γερμανό, «πολλὰ καὶ ποικίλα ἀπειλοῦντες παρέπεισαν τινὰς τῶν
ἀρχιερέων, τῶν εὐγενῶν καὶ προκρίτων τοῦ ἡμετέρου Γένους, ἵνα ἐξωθήσωσι
τοῦ θρόνου τὸν Κύριλλον» (Ἑλ. Γιαννακοπούλου, Ὁ ἀναβαπτισμός τῶν
αἰρετικῶν 1453-1756, Σταθμοί ἔρευνας καὶ πράξης, ἱστορικοκανονική
θεώρηση, Ἀθήνα 2009σ. 73-83). Ἔτσι ὁρισμένοι Μητροπολίτες, κατὰ τὸν
Runciman, «βρέθηκαν νὰ ἔχουν γίνει σύμμαχοι μὲ τοὺς ἀπεσταλμένους τῶν
καθολικῶν δυνάμεων» καὶ νὰ συμπράξουν στὴν ἐκθρόνιση τοῦ Κυρίλλου πρὸς
μεγάλη θλίψη τοῦ λαοῦ τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Γιὰ τὶς μεθοδεύσεις αὐτὲς
τῶν Λατίνων καὶ τῶν λατινοφρόνων στὴν ἐκθρόνιση τοῦ Κυρίλλου Ε´ σιωπᾶ ὁ
κ. καθηγητής…
. Συμπερασματικά: μελετώντας μὲ
προσοχὴ καὶ σεβασμὸ τὴν κανονικὴ παράδοση καθίσταται ἀπολύτως σαφὲς ὅτι
ἡ Ἐκκλησία τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἔδινε καὶ δίνει πολὺ μεγάλη σημασία
στὴν ἀκριβῆ τήρηση τοῦ βαπτιστικοῦ τύπου τῶν τριῶν καταδύσεων καὶ
ἀναδύσεων. Ὅταν ἡ Ἐκκλησία, στοὺς ἴδιους τοὺς κανόνες ποὺ θεσμοθετοῦν
τὴν κατ’ οἰκονομία εἰσδοχὴ τῶν αἱρετικῶν, ὁρίζει ρητὰ ὅτι δὲν μπορεῖ
αὐτὴ τὴν οἰκονομία νὰ τὴν ἐφαρμόσει στοὺς «εἰς μίαν κατάδυσιν
βαπτιζομένους», μποροῦμε ἐμεῖς ἐλαφρᾷ τῇ καρδία νὰ θεσμοθετήσουμε
ἀντίθετα, καὶ νὰ τὴν ἐφαρμόσουμε στοὺς Λατίνους οἱ ὁποῖοι δὲν τηροῦν
οὔτε τὴ μία κατάδυση;
. Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας
παρουσιάζεται ἀπὸ ὁρισμένους ὡς τὸ πλέον σημαντικὸ γεγονὸς στὴ νεότερη
ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μας. Βέβαια, ἂν θέλουμε νὰ εἴμαστε εἰλικρινεῖς,
τόσο ἡ θεματολογία τῆς Συνόδου ὅσο καὶ ἡ προετοιμασία της δὲν
ἀνταποκρίνονται στὴν ὀνομασία της (Εἶναι
φοβερὸ νὰ ἀκούγεται ἀπὸ χείλη Προκαθημένου ὅτι «ἡ Πανορθόδοξη ὅπως
ἐξελίχθηκε δὲν ἔχει καμία οὐσία καὶ γίνεται μόνο γιὰ τὸ prestige τοῦ …
[ἀναφέρει συγκεκριμένο ὄνομα πρωθιεράρχου]»! Καταδεικνύει,
δυστυχῶς, τὴν ἀπόλυτη ἔκπτωση τοῦ Συνοδικοῦ Θεσμοῦ στὴ ζωὴ τῆς
Ἐκκλησίας μας. Ἡ εὐθύνη τῶν ὑπευθύνων γιὰ τὸ κατάντημα αὐτὸ εἶναι
τεράστια!). Εἶναι βαθύτατα λυπηρὸ ὅτι ἐπαληθεύεται γιὰ τὴν ἐπὶ 90
χρόνια προετοιμαζομένη Πανορθόδοξο Σύνοδο ἡ θυμόσοφος ἀρχαία ρήση
«ὤδινεν ὄρος καὶ ἔτεκεν μῦν», διότι δυστυχῶς ἡ ὠδὶς αὐτὴ θὰ ἐξελιχθεῖ σὲ
ὄνειδος γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας…
. Τὸ
κρισιμότερο ζήτημα ἔγκειται στὸ ἂν θὰ ἀναδειχθεῖ πραγματικὰ ἑπομένη
ταῖς Ἁγίαις καὶ Οἰκουμενικαῖς Συνόδοις καὶ διατρανώσει τὴν «ἅπαξ
παραδοθεῖσα πίστιν». Δυστυχῶς τὰ μέχρι τώρα δεδομένα ἔχουν
δικαιολογημένα θορυβήσει πολλοὺς πιστούς, ἀκόμα καὶ σὲ ὑψηλὸ θεσμικὸ
ἐπίπεδο. Οἱ πρωτεργάτες τῆς Πανορθοδόξου θέλησαν –καὶ ἐν πολλοῖς τὸ
πέτυχαν– νὰ κρατήσουν τὸ Λαὸ τοῦ Θεοῦ (κληρικοὺς καὶ λαϊκοὺς) μακριὰ ἀπὸ
τὴν προετοιμασία τῆς Συνόδου. Στὸν ἐναπομείναντα ἐλάχιστο χρόνο ὁ κάθε
πιστός, ἀναλόγως τῆς θέσεως, τῆς διακονίας καὶ τῶν χαρισμάτων του,
ὀφείλει μὲ τὸ αἴσθημα εὐθύνης ποὺ τοῦ ἀναλογεῖ, νὰ καταθέτει τὴ δική του
Ὀρθόδοξη αὐτοσυνειδησία. Κυρίως, ὅμως, ἐπιβάλλεται νὰ εὐχόμαστε καὶ νὰ
προσευχόμαστε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα νὰ φωτίσει καὶ νὰ ἐνδυναμώσει τοὺς
Ἐπισκόπους μας νὰ σταθοῦν ἀντάξιοι τῆς ἐπισκοπικῆς τους διακονίας ἐν
Συνόδῳ, ὥστε ἐν ἱερᾷ καυχήσει νὰ διασαλπίσουν «ἔδοξε τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι
καὶ ἡμῖν» καί, «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσι», νὰ ὀρθοτομήσουν τὸν λόγον
τῆς Χριστοῦ Ἀληθείας. Τότε καὶ μόνο τότε ἡ Πανορθόδοξη Σύνοδος θὰ
ἀναδειχθεῖ ἀντάξια τοῦ ὀνόματός της. Σὲ ἀντίθετη περίπτωση τὰ τραύματα
ποὺ θὰ ἐπιφέρει στὸ Ἄχραντο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ θὰ εἶναι πολυώδυνα… Μὴ
γένοιτο!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου