Δευτέρα 21 Μαρτίου 2016

ΤO ΘΑΥΜΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου

«Λέγει αὐτῷ Φίλιππος· Ἔρχου καὶ ἴδε» (᾿Ιωάν. 1,47)
ΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἑορτὴ μεγάλη καὶ ἔνδοξος. Δὲν ἑορτάζει ἕνας ἢ δύο ἅ­γιοι, ὅπως τὶς ἄλλες ἡμέρες· ἑορτάζει ὅλη ἡ Ἐκκλησία, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας.
Ποιός μπορεῖ νὰ ἐκφωνήσῃ λόγο ἀν­τάξιο τῆς μεγάλης ἑορτῆς; Θὰ ἔπρεπε νὰ βρίσκεται ἐδῶ ἕνας ἀπὸ τοὺς ἁγίους ἀγγέλους ἢ τοὺς πατέρας καὶ διδασκάλους τῆς
Ἐκκλησί­ας ἢ τοὺς μάρτυρες ποὺ ἔχυσαν τὸ αἷμα τους γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία. Ἐμεῖς λίγες σκέψεις θὰ διατυπώσουμε ἐπὶ τοῦ ἱεροῦ εὐαγγελίου.
* * *
Ὁμιλεῖ τὸ εὐαγγέλιο γιὰ κάποιο Ναθανα­ήλ, ποὺ εἶχε μικρὰ ἰδέα γιὰ τὸ Χριστό. Ἐπειδὴ ὁ Ἰ­ησοῦς καταγόταν ἀπὸ ἄσημο χωριὸ (τὴ Ναζαρέτ), ἐπειδὴ γεννήθηκε ἀπὸ πτωχὴ μητέρα καὶ ὑπὸ ταπεινὲς συνθῆκες, κρίνοντας ἀπ’ αὐ­τὰ εἶπε· «Ἐκ Ναζαρὲτ δύναταί τι ἀγαθὸν εἶ­ναι;» (᾿Ιωάν. 1,47), εἶνε δυνατὸν ἀπ’ τὸ χωριὸ αὐτὸ νὰ βγῇ κάτι καλό, νὰ βγῇ ὁ Σωτήρας τοῦ κόσμου;
Ἀλλ’ ὅπως τότε ὁ Ναθαναὴλ εἶπε τὸν περι­φρονητικὸ αὐτὸ λόγο, ἔτσι καὶ σήμερα ὑπάρ­χουν «Ναθαναήλ», ποὺ μιλοῦν περιφρονη­τικὰ γιὰ τὸ Χριστὸ καὶ γιὰ τὸ ἔργο του. Λένε κι αὐ­τοί, κατ᾿ ἄλλο τρόπο βέβαια· «Ἐκ Ναζαρὲτ δύ­ναταί τι ἀγαθὸν εἶναι;», καὶ θεωροῦν ὅτι ἡ Ἐκ­­­­κλησία μας εἶνε πλέον κάτι ξεπερασμένο, ἕ­νας θεσμὸς χρεωκοπημένος, ἀνάξιος λόγου, ποὺ πρέπει νὰ μπῇ στὸ μουσεῖο. Τί ἔχουμε νὰ ποῦμε σ’ αὐτοὺς τοὺς «Ναθαναήλ»; Θ’ ἀπαν­τήσουμε μὲ τὰ λόγια τοῦ Φιλίππου· «Ἔρχου καὶ ἴδε» (ἔ.ἀ.). Ἄπιστοι καὶ ἄθεοι, ἐλᾶτε νὰ θαυ­μάσετε σήμερα, τὴν ἅγια αὐτὴ ἡμέρα, τὴν Ἐκ­κλησία τοῦ Χριστοῦ.
* * *
Ὑπάρχουν, ἀγαπητοί μου, πολλὰ ἀξιοθαύμαστα. Γιὰ παράδειγμα, στὸν ἀρχαῖο κόσμο ἦ­ταν οἱ κρεμα­­στοὶ κῆποι τῆς Βαβυλῶνος, οἱ πυ­ραμίδες τοῦ Χέοπος, ὁ Κολοσσὸς τῆς ῾Ρό­δου, ἡ Ἀκρόπολις τῶν Ἀθηνῶν· καὶ σήμερα πολλὰ ἐ­πιτεύγματα τῆς ἐπιστήμης καὶ τῆς τεχνικῆς εἶνε θαυμαστά. Ἀλλὰ τὸ ἀνώτερο ἀπὸ ὅλα, ἐκεῖνο ποὺ προκαλεῖ τὸ θάμβος τῶν αἰώνων, εἶνε ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία.
Ἑορτάζει σήμερα ἡ Ἐκκλησία. Ἀλλὰ τί εἶνε Ἐκκλησία; Ἡ Ἐκκλησία, ἀγαπητοί μου, δὲν εἶ­νε τὸ κτήριο τοῦ ναοῦ· ὄχι. Τοὺς ναοὺς μπορεῖ μιὰ μέρα ἕνα ἄθεο καθεστὼς νὰ τοὺς γκρε­μί­σῃ, ὅπως ἔγινε στὴ Βόρειο Ἤπειρο ἐπὶ Ἐμβὲρ Χότζα. Ὁ ναὸς γκρεμίζεται, ἡ Ἐκκλη­σία δὲ γκρεμίζεται· ἐδῶ εἶνε ἡ μεγάλη διαφο­ρά. Για­τὶ ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶνε τὰ ντουβάρια· ἡ Ἐκ­κλησία εἶνε κάτι βαθύτερο καὶ ὑψηλότε­ρο, κά­τι ἅγιο καὶ πνευματικὸ καὶ ἀθάνατο. Ἡ Ἐκ­κλησία εἶνε τὸ σύνολο τῶν ψυχῶν ποὺ πιστεύ­ουν. Τί πιστεύουν· ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν εἶ­­νε ἁπλῶς ἕνας ἄνθρωπος, ἕνας φιλόσοφος ἢ κοινωνιολόγος, ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγάλους ἄν­δρες τῆς ἱστορίας· ὁ Χριστὸς εἶνε παραπά­νω ἀπὸ ἀγγέλους, ἀρχαγγέλους, ἁγίους, παραπάνω ἀπ’ ὅλο τὸν οὐράνιο κόσμο· εἶνε αὐ­­­τὸς ὁ Θεός. Αὐτὴ εἶνε ἡ πίστι μας, τὴν ὁποία διακηρύττει σήμερα ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία. Καὶ ὅσοι πιστεύουν στὸ Χριστὸ ὡς Θεό, αὐτοὶ ἀ­ποτελοῦν τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας του.
Ἡ Ἐκκλησία εἶνε τὸ βασίλειο – ἡ βασιλεία τοῦ Χριστοῦ, τῆς ὁποίας «οὐκ ἔσται τέλος» (Λουκ. 1,33 καὶ Σύμβ. πίστ.).
Ποιά ἦταν ἡ ἀρχή της; Ξεκίνησε ἀπὸ δώδε­κα ψαρᾶδες. Σ’ αὐτοὺς εἶπε ὁ Χριστός· Σᾶς στέλνω νὰ σαλπίσετε τὸ κήρυγμά μου σὲ ὅλο τὸν κόσμο· ἕνα κήρυγμα ἀντίθετο μὲ τὶς ἐπιθυμίες τοῦ ὄχλου, συγ­κρουόμενο μὲ ὅλο τὸν ἀρχαῖο εἰ­δω­λολατρικὸ κόσμο, ἀνατρεπτικὸ τοῦ κατεστημένου.
Πῶς ἔγινε ἡ ἐξάπλωσι τῆς Ἐκκλησίας; Ἐὰν ῥίξουμε μιὰ ματιὰ στὴν ἱ­στορία, θὰ δοῦ­με ὅτι ὡρισμένοι ἵδρυσαν βασιλεῖες καὶ αὐτοκρατο­ρίες μεγάλες, ὅπως εἶνε λό­γου χάριν τὸ Μα­­κε­δονικὸ κράτος τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου, ἡ ῾Ρωμαϊκὴ αὐτοκρατορία, τὸ κράτος τοῦ Μ. Ναπολέον­τος, ποὺ ἔφθασαν ὣς τὰ πέρατα τῆς γῆς. Ἔ­φθα­σαν· ἀλλὰ πῶς ἔφθασαν; Ὁ μὲν Ἀ­λέ­ξαν­δρος μὲ τὶς περίφημες φάλαγγες ποὺ ἐξ­ώπλισε, ὁ Καῖσαρ μὲ τὶς λεγεῶνες του, ὁ Να­πολέων μὲ τὶς στρατιές του. Ἡ βασιλεία ὅ­μως τοῦ Χριστοῦ δὲν ἐπεβλήθη μὲ ὅπλα. Πῶς ἁπλώθηκε; Ἐδῶ εἶνε τὸ θαυμαστό. Ποῦ εἶνε οἱ φάλαγγες, οἱ λεγεῶνες, τὰ στρατεύματά της; Ποῦ εἶνε τὰ ὅπλα καὶ τὰ πυροβόλα της;
Τί μέσα μεταχειρίστηκε λοιπόν; Χρῆμα; Οἱ ἀπόστο­­λοι δὲν εἶχαν στὶς τσέπες τους τίποτα. Ὅ­πλα; Ἕνα σουγιᾶ εἶχε ὁ Πέτρος, καὶ ὁ Χρι­στὸς τοῦ ἀπηγόρευσε νὰ τὸν ἔχῃ κι αὐτόν. Σοφία καὶ γνῶσι; Ἀγράμματοι ἦταν. Καὶ ὅμως, χω­ρὶς λεφτά, χωρὶς ὅπλα, χωρὶς γνώσεις καὶ ἐπιστῆ­μες, ξεκίνησαν οἱ δώδεκα ψαρᾶδες καὶ ἐξέτειναν στὸν κόσμο τὴν μεγαλυτέρα βασιλεία, τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μας.
Τὶς δυσκολίες αὐτὲς τὶς γνώριζε ὁ Χριστός, γι᾿ αὐτὸ τοὺς εἶπε· «Ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω ὑ­μᾶς ὡς πρόβατα ἐν μέσῳ λύκων»· σᾶς στέλ­νω σὰν πρόβατα ἀνάμεσα σὲ λύκους (Ματθ. 10,16). Πρό­βατα οἱ ἀπόστολοι, λύκοι ὁ κόσμος τῶν αὐ­τοκρατόρων, τῶν διωκτῶν, τῶν Νε­ρώ­νων. Γιά φαν­τα­στῆτε τώρα τὸ χειμῶνα νὰ πά­ρῃς δώ­δεκα πρόβατα καὶ νὰ τὰ σπρώξῃς μέ­σα σ’ ἕνα ἄγριο δάσος γεμᾶτο λύκους. Τί περι­μένετε, ποιό θὰ εἶνε τὸ ἀποτέλεσμα; Ἑ­κατὸ τοῖς ἑ­κατὸ τὰ πρόβατα θὰ γίνουν βο­ρὰ τῶν λύκων. Καὶ ὅμως ἐδῶ τὰ πρόβατα δὲν ἐξω­λοθρεύθηκαν, ἀλλὰ καὶ νίκησαν τοὺς λύκους! Καὶ μόνο αὐτό; ἔκαναν καὶ τοὺς λύ­κους πρό­βατα! Εἶνε ποτὲ δυνατὸν ὁ λύκος νὰ γίνῃ πρόβατο; Ἐν τούτοις ἔγινε· οἱ ἀπόστολοι κατώρθωσαν νὰ κά­νουν Χριστι­ανοὺς καὶ πολλοὺς ἀπὸ τοὺς δι­ῶκτες των.
Ποιά ἡ δύναμι τῆς Ἐκκλησίας; Φαίνεται, ὅ­τι παραπάνω ἀπὸ τὰ ὅπλα, τὰ χρήματα, τὴ σο­φία, ὑπάρχει μιὰ ἄλλη δύναμι, ἀόρατη. Ἂς μὴ πιστεύουν οἱ ἄπιστοι· δὲ νι­κοῦν τὰ ὑλικὰ μέ­σα. Μιὰ χούφτα ἀνθρώπων κατώρθωσε νὰ νι­κήσῃ ὁλόκληρο τὸν κόσμο. «Αὕτη ἡ ἀλλοίω­σις τῆς δεξιᾶς τοῦ Ὑψίστου» (Ψαλμ. 76,11). Ἀπὸ τὸν Ἐσταυρωμένο ἐκπορεύεται μία ἀήττητος δύ­ναμις, ποὺ νικᾷ τὰ πάντα.
Ἐὰν λοιπὸν ἀποβλέψουμε στὴν ἀρχὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἐὰν ἀ­ποβλέ­ψουμε στὴν ἐξάπλωσί της, ἐὰν δοῦμε τοὺς ἐχθροὺς ποὺ ἀντιμε­τώ­­πι­σε, παντοῦ βλέπουμε τὸ θαῦμα. Ἀξιοθαύμαστη ἡ Ἐκκλησία μας, ἀήττητη. Κανείς δὲν μπό­ρεσε νὰ τὴν καταβάλῃ. Ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας εἶνε ἱστορία ἀλ­λεπαλλήλων θαυ­μάτων. Ἀναφέρω δύο μόνο.
Τί ἑορτάζουμε στὶς 25 Μαρτίου; Πῶς σώ­θηκε ἕνας λαὸς ποὺ ἦταν 400 χρόνια σκλάβος. Πῶς σώθηκε; Ἐρώτημα μεγάλο. Ἄλλα ἔθνη, μέσα σὲ 50 – 60 χρό­νια δουλείας, ἀφωμοιώ­θη­­καν καὶ ἔσβησαν. Πῶς ἐδῶ τέσσερις ὁλό­κλη­­ροι αἰῶνες δὲν κατώρθωσαν νὰ διακόψουν τὴν ἱστορία τοῦ ἔθνους μας;
Τί ἀπαντᾷ ἡ ἱστορία; ὄχι οἱ πλαστογράφοι τῆς ἱστορίας, ἀλλὰ ἡ πραγματικὴ ἱστορία; Καὶ οἱ λίθοι ἀκόμα καὶ οἱ πέτρες φωνάζουν, ὅτι τὸ γένος τῶν Ἑλλήνων ἀνωρθώθηκε καὶ σώθηκε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Αὐτὴ στάθηκε ἡ κιβωτός, μέσα στὴν ὁποία δι­ατηρήθηκε. Αὐτὴ τὸ κράτησε στὶς ἀγ­κάλες της ὅπως ἡ μάνα τὸ νήπιο. Αὐτὸ ἔκανε τὸν ποιητὴ Κώστα Κρυστάλλη νὰ γράψῃ·
Ὦ Ἐκκλησία – «Θρησκεία! γλυκειὰ μάνα,
τί ὄμορφη δίνεις ἐσὺ λαλιὰ καὶ στὴν καμπάνα,
καὶ πόσο ἐκείνη ἡ λαλιὰ σαλεύει τὴν καρδιά μας!
Πόσες, ἐκεῖνος ὁ σταυρὸς ἀπ’ τὰ καμπαναριά μας,
στὴν ἀντηλιάδα χύνοντας τόσες χρυσὲς ἀχτῖδες,
χύνει βαθειά μας, στὴν ψυχή, γλυκὲς χρυσὲς ἐλπίδες!».
Θέλετε ἄλλο θαῦμα; ῾Ρίξτε ἕνα βλέμμα στὴ ῾Ρωσία. Τὸ 1917 ἔγινε τὸ πείραμα. Ἄθεο καθε­στὼς ἔβαλε μπροστὰ νὰ ξεῤῥιζώσῃ τὴν πίστι τοῦ Χριστοῦ. Κάψανε, γκρεμίσανε, καταστρέ­ψανε· ἔστειλαν σὲ στρατόπεδα, βασάνισαν, θανάτωσαν. Τελικὰ τί κατώρθωσαν; Στὸ Στάλινγκραντ καὶ στὴ Μόσχα λαὸς πολύς, καὶ ἄντρες καὶ παιδιὰ καὶ γέροντες, καὶ ἐπιστή­μονες καὶ ἄνθρωποι τῶν γραμμάτων, πηγαί­νουν στὶς ἐκκλησίες καὶ πιστεύουν περισσό­τερο ἀπὸ ὅ,τι πιστεύουμε ἐμεῖς. Ὦ Ἐκκλη­σία ἀήττητος! κανείς μὰ κανείς δὲ θὰ μπο­ρέσῃ ποτὲ νὰ σὲ κλονίσῃ.
* * *
Ἀγαπητοί μου!
Εἴμεθα παιδιὰ τῆς Ἐκκλησίας, τῆς Ὀρθοδο­ξίας. Δὲν εἴμεθα χιλιασταί, δὲν εἴμεθα μασό­­νοι, δὲν εἴμεθα ῥοταριανοί, δὲν εἴμεθα ὀ­­πα­δοὶ τοῦ ἀθέου ὑλισμοῦ, δὲ λατρεύουμε τὰ εἴδω­λα. Ἀνήκουμε στὴν μία, ἁγία, καθολικὴ καὶ ἀ­ποστολικὴ Ἐκκλησία, στὴ μητέρα Ἐκκλησία.
Τὸ συμπέρασμα ποιό εἶνε; Γράψατέ το· Ὅ­ποιος τὰ βάζει μὲ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, θὰ γίνῃ στάχτη. Θὰ ὁμολογήσῃ καὶ αὐτός· «Νε­­νίκηκάς με, Ναζωραῖε». Τὸ εἶπε ὁ Χριστὸς καὶ ὁ λόγος του εἶνε ἀληθινός· «Πύλαι ᾅ­δου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς» (Ματθ. 16,18). Ὅ­λοι οἱ δαί­μονες δὲ μποροῦν νὰ κλονίσουν τὴν Ἐκκλησία.
Σ᾿ αὐτὴν ἀνήκουμε, καὶ εἴθε ὁ Κύριος νὰ μᾶς ἀναδεικνύῃ πάντοτε πιστὰ καὶ ἀφωσιω­μένα τέκνα της, διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγί­ας Θεοτόκου καὶ πάντων τῶν ἁγίων· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου