Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2015

Η Ζωή μετά το θάνατο

thanatos
Συζητώντας με έναν φίλο γιατρό για τη Ζωή μετά τον θάνατον, εκείνος μου είπε:
– «Θέλω να πιστέψω, έχω ανάγκη να πιστέψω, αλλά ήρθε ποτέ κανείς από την άλλη μεριά για να μας διαβεβαιώσει πως υπάρχει Ζωή μετά το θάνατο»;
Του μίλησα τότε για ένα αληθινό περιστατικό που έζησε ένας μεγάλος Έλληνας, ο Φώτης Κόντογλου, στο οποίο
παρεμπιπτόντως, ένας γιατρός φανερώνει τι υπάρχει μετά το θάνατο.
Αλλά είναι προτιμότερο να αφήσουμε τον αγαπητό μας Κυρ Φώτη, να μας διηγηθεί:
«Ένα βράδυ, τήν Δευτέρα τού Πάσχα, τού έτους 1964… , περασμένα μεσάνυχτα, λίγο πρίν κοιμηθώ, βγήκα στο μικρό περιβολάκι που έχουμε πίσω από το σπίτι μας, και στάθηκα γιά λίγο, κοιτάζοντας τον σκοτεινό ουρανό με τ΄ άστρα.
Ένας αγιασμένος γέροντας, μου είχε πεί μια φορά, πως γύρω από αυτές τις ώρες ανοίγουν τα ουράνια…
Θα στεκόμουνα εκεί πέρα μονάχος ως το ξημέρωμα. Σαν να μην είχα σώμα, μήτε κανένα δεσμό με τη γή. Αλλά συλλογίστηκα μήπως ξυπνήσει κανένας μέσα στο σπίτι και ανησυχήσουνε που έλειπα, και γι’ αυτό μπήκα μέσα και ξάπλωσα.
Δε με είχε θολώσει καλά — καλά ο ύπνος, δεν ξέρω αν ήμουνα ξυπνητός ή κοιμισμένος, και βλέπω μπροστά μου έναν άνθρωπο με αλλόκοτη όψη.
Ήτανε κατακίτρινος, σαν πεθαμένος, μα τα μάτια του ήτανε ανοιχτά και μέ έβλεπε τρομαγμένος. Τό πρόσωπο του ήτανε σαν μάσκα, σαν μούμια, με το πετσί του σάν γυαλιστερό, μαυροκίτρινο, και κολλημένο στο νεκροκέφαλο με όλα τα βαθουλώματα. Κοντανάσαινε σαν λαχανιασμένος.
Στό ένα χέρι του βαστούσε κάποιο παράξενο πράγμα, που δεν κατάλαβα τι ήτανε, και με τ’ άλλο έσφιγγε το στήθος του, λές και πονούσε.
Εκείνο το πλάσμα μ’ έκανε ν’ ανατριχιάσω. Τό κοίταζα, και με κοίταζε, δίχως να μιλήσει, σαν να περίμενε να το γνωρίσω. Και στ’ αλήθεια, μ’ όλο που ήτανε τόσο αλλόκοτο, σαν να μου είπε μια φωνή στό μυαλό μου:
–Είναι ο τάδε …
Μόλις άκουσα τη φωνή, τον γνώρισα ποιός ήτανε. Τότε κι εκείνος άνοιξε το στόμα του κι αναστέναξε. Μα η φωνή του σαν να ερχότανε από πολύ μακριά, σα να ‘βγαινε από κανένα βαθύ πηγάδι.
Έβλεπα πως βρισκότανε σε μια μεγάλη αγωνία. Τα χέρια του, τα πόδια του, τα μάτια του, όλα φανερώνανε πως βασανιζότανε. Απάνω στην απελπισία μου, πήγα κοντά του να τον βοηθήσω, μα εκείνος μου έκανε νόημα με το χέρι του να σταματήσω, νά μή πλησιάσω…
ΘΕΛΩ ΝΑ ΠΕΘΑΝΩ ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ…
Άρχισε να βογκάει, με τέτοιον τρόπο, που πάγωσα. Έπειτα μου λέγει:
« Δεν ήρθα, αλλά με ” στείλανε…” Εδώ, ολοένα τρέμω! Βρίσκομαι σε μεγάλη ζάλη. Παρακάλεσε τον Θεό να με λυπηθεί. Θέλω να πεθάνω, μα δεν μπορώ.

Αχ! Όσα έλεγες Φώτη, βγήκαν αληθινά. Θυμάσαι, λίγες μέρες πριν πεθάνω, που ήρθες στο σπίτι μου και μιλούσες για θρησκευτικά; Ήτανε και δύο άλλοι φίλοι μου, άπιστοι κι αυτοί σαν κι εμένα. Εκεί που μιλούσες, εκείνοι χαμογελούσανε…
Σαν έφυγες μού είπανε:
Κρίμα, να έχει τέτοιο μυαλό ό Φώτης, και να πιστεύει στις ανοησίες που πιστεύουνε οι γριές!
Μια άλλη μέρα, σού είχα πεί, όπως και πολλές άλλες φορές:
«Βρε Φώτη, μάζευε λεφτά, θα πεθάνεις στην ψάθα. Βλέπεις εγώ, πόσα λεφτά έχω, και πάλι θέλω κι άλλα». Τότε μου είπες:
« Έχεις κάνει συμβόλαιο με τόν Χάρο πως θα ζήσεις τόσα χρόνια που θέλεις, για να καλοπεράσεις στα γηρατειά σου; »
Σου λέγω εγώ: « Θα δεις πόσο χρονών θα πάγω! Τώρα είμαι εβδομηνταπέντε. Θα περάσω τα εκατό. Έχω εξασφαλίσει τα παιδιά μου, ο γιος μου βγάζει λεφτά πολλά, την κόρη μου την πάντρεψα μ’ έναν πλούσιο από την Αβησσυνία, εγώ κι η γυναίκα μου έχουμε και παραέχουμε…
Όχι σαν κι εσένα, που ακούς αυτά που λένε οι παπάδες…

” Χριστιανά τα τέλη της ζωής ημών “. Τι θα βγάλεις από τα ” Χριστιανά τέλη”;
Λεφτά, παρά, να έχεις στην τσέπη σου, και μη σε μέλει. Εγώ να δώσω ελεημοσύνη; Και γιατί έκανε φτωχούς ο πολυεύσπλαχνος Θεός σας; Για να τους τρέφω εγώ; Αμ βάζουνε εσάς και ταΐζετε τους τεμπέληδες, για να πάτε στον Παράδεισο… Χά ! Χά !
Εγώ ξέρεις πως είμαι γιός παπά, και τα γνωρίζω καλά αυτά τα κόλπα. Μα να τα πιστεύουνε αυτά οι μικρόμυαλοι. Όχι όμως κι εσύ Φώτη μου, που έχεις τέτοια σπουδή, και να πας χαμένος. Εσύ, όπως πάς, θα πεθάνεις πριν από μένα, θα πάρεις στον λαιμό σου και την οικογενειά σου.
Μα εγώ, σου λέγω και σου υπογράφω, σαν γιατρός που είμαι, πως θα ζήσω εκατόν δέκα χρόνια!…».

Λέγοντας αυτά, στριφογύριζε από δώ κι από κει, σαν να ψηνότανε σε καμμιά σχάρα, βγάζοντας κάτι μουγκρίσματα από το στόμα του: « Αχ! Αχ! Ωχ! …”
Ησύχασε για λίγο και ξαναείπε:

« Αυτά έλεγα, μα σε λίγες μέρες πέθανα! Πέθανα, κι έχασα το στοίχημα.
Τι ταραχή! Τι τρομάρα τράβηξα! Σαστισμένος, μια βούλιαζα και μια ανέβαινα απάνω και φώναζα:

Έλεος! Έλεος !
Μα κανένας δε μ’ άκουγε. Ένα ρεύμα με κλωθογύριζε σαν να ήμουνα κανένα ψόφιο ποντίκι. Τι τράβηξα ως τα τώρα, και τι τραβώ. Τι αγωνία είναι αυτή! Όλα όσα έλεγες βγήκαν αληθινά. Το κέρδισες το στοίχημα.
Εγώ, τότε, που βρισκόμουνα στον κόσμο που ζεις, ήμουνα ο έξυπνος. Ήμουνα γιατρός, κι είχα μάθει να μιλώ και να μ’ ακούνε όλοι, να κοροϊδεύω την θρησκεία, να συζητώ για χειροπιαστά πράγματα…

ΕΚΕΙ ΕΣΤΙ, Ο ΒΡΥΓΜΟΣ ΤΩΝ ΟΔΟΝΤΩΝ… ( Ματθ. ιγ΄ 42 )
Τώρα όμως βλέπω πως χειροπιαστά είναι εκείνα που τα έλεγα τότε παραμύθια και χαρτοφάναρα. Χειροπιαστή είναι η αγωνία που βρίσκομαι.
Άχ! Τούτος θα είναι ο σκώληξ ο ακοίμητος, τούτος θα είναι ο βρυγμός των οδόντων…»
Απάνω σ’ αυτά, χάθηκε από τα μάτια μου, κι άκουγα μονάχα τα βογγητά του, που κι εκείνα σβήσανε σιγά — σιγά. Με πήρε λίγο ο ύπνος, μα σε μια στιγμή, κατάλαβα να με σπρώχνει ένα παγωμένο χέρι. Άνοιξα τα μάτια μου, και τον βλέπω πάλι μπροστά μου. Τούτη την φορά ήτανε ακόμα πιο φριχτός και πιο μικρόσωμος. Είχε γίνει ίσαμε ένα μικρό παιδάκι, μ’ ένα μεγάλο γέρικο κεφάλι, που το κουνούσε πέρα δώθε.
Άνοιξε το στόμα του και μου είπε:
«Σε λίγη ώρα θα ξημερώσει και θα ‘ρθουνε να με πάρουνε, εκείνοι που με στείλανε…» Του λέγω:
« Ποιοί σε στείλανε»;
Είπε κάτι μπερδεμένα λόγια δίχως να καταλάβω τίποτα. Ύστερα μου λέγει:
« Εκεί που βρίσκομαι, είναι κι άλλοι πολλοί από εκείνους που σε περιπαίζανε για την πίστη σου, και τώρα καταλάβανε πως οι εξυπνάδες δεν περνούνε παραπέρα από το νεκροταφείο. Είναι και κάποιοι άλλοι που τους έκανες καλό, κι αυτοί σε κακολογούσανε. Κι όσο τους συγχωρούσες, τόσο αυτοί γίνονταν χειρότεροι.
Γιατί ο πονηρός άνθρωπος αντί να τον κάνει η καλοσύνη να χαίρεται, αυτός πικραίνεται, επειδή τον κάνει να νιώθει τον εαυτόν του νικημένο.
Τούτοι εδώ, βρίσκονται σε χειρότερη κατάσταση από μένα, και δεν μπορούνε να βγούνε από την σκοτεινή φυλακή τους για να έρθουνε να σε βρούνε, όπως έκανα εγώ. Βασανίζονται πολύ σκληρά, γιατί δέρνονται με την μάστιγα της αγάπης, όπως έλεγε ένας άγιος…»
Πόσο αλλιώτικος είναι ο κόσμος από ό,τι τον βλέπαμε! Ανάποδος από την έξυπνη αντίληψη μας. Τώρα καταλάβαμε πως η εξυπνάδα μας ήτανε βλακεία, οι κουβέντες μας πονηρές μικρολογίες, κι οι χαρές μας ψευτιά και απάτη.
Εσείς που έχετε στην καρδιά σας τον Χριστό, και που για σάς ο λόγος Του είναι αλήθεια, η μοναχή αλήθεια, εσείς κερδίσατε το Μεγάλο Στοίχημα, που μπαίνει ανάμεσα στους πιστούς και στους άπίστους, αυτό το στοίχημα που το έχασα εγώ ο ελεεινός, και χάθηκα, και τρέμω κι αναστενάζω, και δεν βρίσκω ησυχία».
Κάποιοι φίλοι που θα διαβάσουν την ιστορία θα προβληματιστούν, κάποιοι θα θεωρήσουν ανόητους εμάς που πιστεύουμε αυτά που πιστεύουν οι “γριές” (οι πολυαγαπημένες μου). Δεν με πειράζει, δεν κακίζω κανένα, είναι ανθρώπινο να μην είμαστε έτοιμοι να πιστέψουμε στην Αλήθεια.
Αχ και να ‘ρχόταν ξανά ο Άγιος Πατροκοσμάς μας, να μας διδάξει, να ανοίξει τα μάτια της ψυχής μας, όπως άνοιξε τα μάτια των προγόνων μας σε μια πολύ δύσκολη και σκοτεινή εποχή, που όλα τα “σκιάζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά, να γνωρίσουμε και εμείς την Αλήθεια.
Αλλά να, θυμήθηκα κάποια λόγια, λόγια σοφά, λόγια του Αγίου Πνεύματος από έναν σύγχρονο μας Άγιο, τον Άγιο Σιλουανό τον Αθωνίτη που μπορούν να μας βοηθήσουν. Είναι αν θέλετε, η εξήγηση της απιστίας μας…
«Zούμε στη γη και δεν βλέπουμε το Θεό, δεν μπορούμε να Tον δούμε. Αλλά σαν έρθει το Άγιο Πνεύμα στην ψυχή, τότε θα δούμε το Θεό, όπως Tον είδε ο άγιος Στέφανος (Πραξ. 7:55-56). Η ψυχή και ο νούς αναγνωρίζουν αμέσως με το Άγιο Πνεύμα ότι Aυτός είναι ο Κύριος. Έτσι ο άγιος Συμεών ο Θεοδόχος, με το Άγιο Πνεύμα, αναγνώρισε στο μικρό βρέφος τον Κύριο (Λουκ. 2:25-32). Έτσι και ο άγιος Ιωάννης ο Bαπτιστής, με το Άγιο Πνεύμα επίσης, αναγνώρισε τον Κύριο και Tον υπέδειξε στους ανθρώπους.
Καί στον ουρανό και στη γη ο Θεός γνωρίζεται μόνο με το Άγιο Πνεύμα, όχι με την επιστήμη. Καί τα παιδιά που δεν σπούδασαν καθόλου, γνωρίζουν τον Κύριο με το Άγιο Πνεύμα. Xωρίς το Άγιο Πνεύμα κανείς δεν μπορεί να γνωρίσει το Θεό και πόσο πολύ μας αγαπάει.
Ακόμα κι αν διαβάζουμε ότι μας αγάπησε και έπαθε από αγάπη για μας, σκεφτόμαστε γι” αυτά μόνο με το νού, αλλά δεν καταλαβαίνουμε όπως πρέπει, με την ψυχή, την αγάπη του Xριστού. Όταν όμως μας διδάξει, τότε γνωρίζουμε με ενάργεια και αισθητά την αγάπη• τότε γινόμαστε όμοιοι με τον Κύριο. Καθένας μας μπορεί να κρίνει για το Θεό κατά το μέτρο της χάριτος του Αγίου Πνεύματος που γνώρισε. Γιατί πως είναι δυνατό να σκεφτόμαστε και να κρίνουμε για πράγματα που δεν είδαμε ή δεν ακούσαμε και δεν ξέρουμε; Oι άγιοι λένε πως είδαν το Θεό. Αλλά υπάρχουν και άνθρωποι που λένε ότι δεν υπάρχει Θεός. Eίναι φανερό πως μιλούν έτσι, γιατί δεν Τον γνώρισαν• αυτό όμως δεν σημαίνει καθόλου πως ο Θεός δεν υπάρχει. Oι άγιοι μιλούν για πράγματα που πραγματικά είδαν και γνωρίζουν. Δεν λένε, για παράδειγμα, πως είδαν ένα άλογο μήκους ενός χιλιομέτρου ή ένα πλοίο δέκα χιλιομέτρων, που δεν υπάρχουν. Κι εγώ νομίζω, πως, αν δεν υπήρχε Θεός, δεν θα μιλούσαν καν γι” Aυτόν στη γη. Oι άνθρωποι όμως θέλουν να ζούν σύμφωνα με το δικό τους θέλημα και γι” αυτό λένε πως δεν υπάρχει Θεός, βεβαιώνοντας έτσι μάλλον πως υπάρχει. Όποιος δεν γνωρίζει τη χάρη, δεν την επιζητεί.
Oι άνθρωποι προσκολλήθηκαν στη γη, γι” αυτό οι πιο πολλοί δεν ξέρουν πως τίποτα το γήινο δεν μπορεί να συγκριθεί με τη γλυκύτητα του Αγίου Πνεύματος. Tα επίγεια μαθαίνονται με την επίγεια διάνοια, ενώ ο Θεός και όλα τα επουράνια γνωρίζονται μόνο με το Άγιο Πνεύμα. Γι” αυτό παραμένουν απρόσιτα στο νού που δεν αναγεννήθηκε. Η απιστία προέρχεται από την υπερηφάνεια. Ο υπερήφανος ισχυρίζεται πως θα γνωρίσει τα πάντα με το νού του και την επιστήμη, αλλά η γνώση του Θεού παραμένει ανέφικτη γι” αυτόν, γιατί ο Θεός γνωρίζεται μόνο με αποκάλυψη του Αγίου Πνεύματος. Ο Κύριος αποκαλύπτεται στις ταπεινές ψυχές. Σ” αυτές δείχνει τα έργα Tου, που είναι ακατάληπτα για το νού μας. Mε τον φυσικό μας νού μπορούμε να γνωρίσουμε μόνο τα γήινα πράγματα, κι αυτά μερικώς, ενώ ο Θεός και όλα τα ουράνια γνωρίζονται με το Άγιο Πνεύμα. Πολλοί άνθρωποι λένε σήμερα πως δεν υπάρχει Θεός. Mιλούν έτσι γιατί στην καρδιά τους ζεί υπερήφανο πνεύμα, που τους υποβάλλει ψέματα εναντίον της Αλήθειας και της Εκκλησίας του Θεού. Nομίζουν πως είναι σοφοί, ενώ στην πραγματικότητα δεν αντιλαμβάνονται καν ότι τέτοιοι λογισμοί δεν είναι δικοί τους, αλλά προέρχονται από τον εχθρό.
Αν όμως κανείς τους δεχθεί στην καρδιά του και τους αγαπήσει, τότε γίνεται συγγενής με το πονηρό πνεύμα. Καί είθε να μη δώσει ο Θεός σε κανένα να πεθάνει σε τέτοια κατάσταση. Η υπερηφάνεια εμποδίζει την ψυχή να μπεί στο δρόμο της πίστεως. Στον άπιστο δίνω μια συμβουλή. Ας πεί: “Κύριε, αν υπάρχεις, φώτισέ με, και θα Σε υπηρετήσω μ” όλη μου την καρδιά και μ” όλη μου την ψυχή”. Καί ο Κύριος θα φωτίσει οπωσδήποτε μια τέτοια ταπεινή σκέψη… Γιά να σωθείς, είναι ανάγκη να ταπεινωθείς. Γιατί τον υπερήφανο, και με τη βία να τον βάλεις στον παράδεισο, κι εκεί δεν θα βρεί ανάπαυση. Κι εκεί δεν θα είναι ικανοποιημένος και θα λέει: “Γιατί δεν είμαι εγώ στην πρώτη θέση;”. Αντίθετα, η ταπεινή ψυχή είναι γεμάτη αγάπη και δεν επιδιώκει πρωτεία, αλλά επιθυμεί για όλους το καλό και ευχαριστιέται με όλα».
Α.Δ.

ΠΗΓΗ:   ΚΛΙΚ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου