Πέμπτη 3 Σεπτεμβρίου 2015

Ο ΚΥΡΙΟΣ ΙΗΣΟΥΣ ΚΑΙ Η ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ-1

Ο ΚΥΡΙΟΣ ΙΗΣΟΥΣ
ΚΑΙ Η ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ

Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Νικ. Π. Βασιλειάδη: «Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη στὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν» – ἀπάντησι στοὺς κατηγόρους της ἔκδ. Ἀδελφ. Θεολόγων «Ο ΣΩΤΗΡ», Ἀθῆναι 2002

Στοιχειοθεσία: «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ»

βλ. σχετ.: O ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΚΑΙΝΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ ΔΕΝ ΚΑΤΗΡΓΗΣΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ

.             Ἀναφέραμε στὸ προηγούμενο κεφάλαιο ὅτι ἡ Παλαιὰ Διαθήκη διὰ τῆς ἐπὶ τοῦ Ὄρους ὁμιλίας τοῦ Κυρίου καθίσταται συμπάρεδρος τῆς Καινῆς Διαθήκης καὶ κληροδοτεῖται πλέον στὸν νέο Ἰσραὴλ τῆς Χάριτος, δηλαδὴ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Τὸ γεγονὸς τοῦτο ἀποδεικνύεται καὶ ἀπὸ τὰ ἀκόλουθα:
.         1. Στὴν Καινὴ Διαθήκη ἀναφέρονται περίπου 600 χωρία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, εἴτε κατὰ γράμμα εἴτε καθ’ ὑπαινιγμόν, ἀρκετὰ σαφῆ. Τοῦτο βεβαιώνει ὅτι Παλαιὰ καὶ Καινὴ Διαθήκη ἀποτελοῦν ἀχώριστο, ἑνιαῖο, ἀδιαίρετο καὶ ζωντανὸ σύνολο.

.       2. Ὑπάρχει πλῆθος προτυπώσεων γεγονότων ποὺ ἔχουν πραγματοποιηθῆ στὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅπως π.χ. ἡ προτύπωσι τῆς ὑπερφυσικῆς συλλήψεως τοῦ Κυρίου «ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς Παρθένου» μὲ τὸ ποκάρι τοῦ Γεδεών, τὸ ὁποῖο, ἂν καὶ στεγνὸ καὶ ξηρό, καὶ ἐνῶ γύρω του ἐπικρατοῦσε ξηρασία, ἐγέμισε ἀπὸ δροσιά, σημεῖο δηλωτικὸ τοῦ θαύματος τοῦ Θεοῦ (βλ. Κριτ. ϛ´ 36-40).
.             Ἐπίσης προτύπωσι τοῦ σωτηρίου καὶ λυτρωτικοῦ Πάθους τοῦ Κυρίου διὰ τοῦ Σταυροῦ εἶναι ἡ ὕψωσι τοῦ χάλκινου φιδιοῦ ἐκ μέρους τοῦ Μωϋσῆ στὴν ἔρημο, προκειμένου νὰ σωθοῦν οἱ Ἰσραηλίτες ἀπὸ τὸ δηλητήριο τῶν φιδιῶν ποὺ τοὺς ἐδάγκωσαν (Ἀριθ. κα´ [21] 8-9). Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἑρμηνεύει ἄριστα τὴν ὁμοιότητα καὶ ἀνταπόκρισι τοῦ τύπου πρὸς τὸ ἀντίτυπο μὲ τὰ ἀκόλουθα, τὰ ὁποῖα ἀναφέραμε καὶ σὲ προηγούμενο κεφάλαιο. Παραθέτομε ὅμως πάλι καὶ ἐδῶ τὸν ἴδιο Πατερικὸ λόγο, διότι εἶναι πολὺ ταιριαστὸς στὴν ἔννοια ποὺ ἀναπτύσσομε.
.             Ἐκεῖ (στὴν Παλαιὰ Διαθήκη) οἱ Ἰουδαῖοι διέφυγαν τὸν θάνατο, ἀλλὰ τὸν πρόσκαιρο θάνατο· ἐδῶ (στοὺς χρόνους τῆς Καινῆς Διαθήκης) ὅσοι πιστεύουν στὸν Ἐσταυρωμένο διαφεύγουν τὸν αἰώνιο θάνατο. Ἐκεῖ ὁ ὄφις ποὺ ὑψώθη ἐθεράπευε δαγκώματα φιδιῶν· ἐδῶ ὁ σταυρωθεῖς Ἰησοῦς ἐθεράπευσε τὶς πληγὲς τοῦ νοητοῦ δράκοντος, τοῦ Διαβόλου. Ἐκεῖ ἐθεραπεύετο ἐκεῖνος ποὺ προσέβλεπε πρὸς τὸ φίδι μὲ τὰ αἰσθητὰ μάτια· ἐδῶ ἀπαλλάσσεται ἀπὸ ὅλα τὰ ἁμαρτήματά του ἐκεῖνος ποὺ προσβλέπει μὲ τὰ πνευματικὰ μάτια στὸν ἐσταυρωμένο Κύριο. Ἐκεῖ ἐκεῖνος ποὺ ὑψώθη ἦταν χαλκός, ὁ ὁποῖος εἶχε τὸ σχῆμα φιδιοῦ· ἐδῶ ὑψώνεται σῶμα Δεσποτικόν, «ὑπὸ Πνεύματος κατασκευασθέν». Ἐκεῖ φίδι ἐδάγκωσε καὶ φίδι ἐθεράπευε· ἔτσι καὶ ἐδῶ, «θάνατος ἀπώλεσε, καὶ θάνατος ἔσωσεν». Ἀλλὰ τὸ μὲν ἕνα φίδι, αὐτὸ ποὺ ἐθανάτωνε, εἶχε δηλητήριο· ἐνῶ τὸ ἄλλο, αὐτὸ ποὺ ἔσωζε, ἦταν ἀπαλλαγμένο καὶ καθαρὸ ἀπὸ δηλητήριο. Καὶ ἐδῶ τὸ ἴδιο πάλι συνέβαινε. Διότι ὁ μὲν ἕνας θάνατος, αὐτὸς ποὺ ἔφερε τὴν καταστροφή, εἶχε ἁμαρτία, ὅπως ἀκριβῶς τὸ φίδι εἶχε δηλητήριο· ἐνῶ ὁ ἄλλος, ὁ θάνατος τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ, ἦταν ἀπαλλαγμένος ἀπὸ κάθε ἁμαρτία, ὅπως ἀκριβῶς ἦταν ἀπαλλαγμένο ἀπὸ δηλητήριο τὸ χάλκινο φίδι1.
.             Χαρακτηριστικὴ προτύπωσι εἶναι καὶ ἡ προφητεία τοῦ Ἡσαΐου περὶ αὐξήσεως τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἐξαγγέλλεται μὲ τὴν ὡραία εἰκόνα τῆς στείρας γυναίκας, ἡ ὁποία δὲ ἐδοκίμασε τοὺς πόνους καὶ τὴ χαρὰ τοῦ τοκετοῦ καὶ τῆς μητρότητος, τὴν ὁποία ὅμως ὁ Προφήτης καλεῖ νὰ εὐφρανθῆ καὶ νὰ ἀφήση κραυγὴ καὶ φωνὴ εὐφρόσυνη γιὰ τὴν ἀνέλπιστη πολυπαιδία (Ἡσ. νδ΄ [54] 1). Ἡ εἰκόνα ἀφορᾶ τὴν ἐξ ἐθνῶν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία πρὶν ἀπὸ τὴν «ἔνσαρκον ἐπιδημίαν» τοῦ Σωτῆρος ἦταν χήρα, ἀφοῦ δὲν εἶχε ἄνδρα· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν Ἰουδαϊκὴ Συναγωγή, ἡ ὁποία εἶχε πνευματικὸν Νυμφίον τὸν Θεόν. Ἐφ’ ὅσον λοιπὸν ἡ ἐξ ἐθνῶν Ἐκκλησία ἦταν χήρα, ἦταν ἄγονη, δὲν ἐτεκνοποιοῦσε. Ὅταν ὅμως ἐπίστευσε καὶ ἐδέχθη ὡς πνευματικὸν Νυμφίον τὸν Χριστόν, ἀπέκτησε πολλὰ τέκνα· πολὺ περισσότερα ἀπὸ τὴν Συναγωγὴ τοῦ Ἰσραήλ, ποὺ εἶχε «τὸν άνδρα», καὶ ἡ ὁποία «ἠτεκνώθη» πλέον, διότι ἀρνήθηκε καὶ ἐσταύρωσε τὸν Χριστόν, τὸν οὐράνιον Νυμφίον της.
.          3. Ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἐξ ἄλλου ἐπικαλεῖται συχνὰ αὐτούσια χωρία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, στὰ ὁποῖα παραπέμπει· ἢ προφητεῖες, ἄμεσες ἢ ἔμμεσες, ἢ πρόσωπα, ἢ γεγονότα, ἢ «τύπους» τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης (βλ. Ματθ. κϛ´ [26] 54, Μάρκ. ιδ´ [14] 49, Ματθ. ιβ´ [12] 39, κδ´ [24] 38). Τοῦτο εἶναι χαρακτηριστικὸ στὴ ζωντανὴ ἀφήγησι περὶ τῶν πειρασμῶν τοῦ Κυρίου, ὅπως μᾶς τὴν ἱστοροῦν οἱ τρεῖς συνοπτικοὶ εὐαγγελισταί, Ματθαῖος, Μᾶρκος καὶ Λουκᾶς (βλ. Ματθ. δ´ 1-11, Μάρκ. α´ 12, Λουκ. δ´ 1-13). Ὁ Κύριος μετὰ τὸ βάπτισμά του στὸν Ἰορδάνη ἀπεσύρθη στὴν ἔρημο καί, ἀφοῦ ἐνήστευσε ἐπὶ σαράντα ἡμέρες, ἐδέχθη τὴν ἐπίθεσι καὶ τὸν τριπλὸ πειρασμὸ τοῦ διαβόλου. Ὁ μισόθεος καὶ πάγκακος διάβολος, προκειμένου νὰ παραπείση τὸν Κύριο, ἐχρησιμοποίησε σκοπίμως, ἐκτὸς τῶν ἄλλων, καὶ κολοβωμένο χωρίο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης (Ψαλ. ϟ΄ [90] 11). Ἀλλ’ ὁ Κύριος τὸν ἀπέκρουσε διὰ τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Τοῦ ἀντέταξε καὶ στὶς τρεῖς φορὲς χωρία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης: στὴν πρώτη τὸ Δευτ. η´ 3· στὴ δεύτερη τὸ Δευτ. ϛ´ 13· καὶ στὴν τρίτη τὸ Δευτ. ς´ 16.
.             Χαρακτηριστικὰ τῆς σημασίας ποὺ ἀπέδιδε ὁ Κύριος στὴν Παλαιὰ Διαθήκη εἶναι καὶ τὰ λόγια τὰ ὁποῖα ὁ ἴδιος ἔθεσε στὴν ὡραιότατη παραβολὴ «τοῦ πλουσίου καὶ τοῦ πτωχοῦ Λαζάρου» στὰ χείλη τοῦ Ἀβραάμ. Ὁ πατριάρχης Ἀβραάμ, ἀντὶ νὰ πέμψη τὸν Λάζαρο πίσω στὴ γῆ, στοὺς ἀδελφούς τοῦ πλουσίου, γιὰ νὰ τοὺς διδάξη καταλλήλως ὥστε νὰ ἀποφύγουν τὰ δεινὰ τῶν ἀσεβῶν στὴ μέλλουσα ζωή, ἀπαντᾶ στὸν πλούσιο: Δὲν εἶναι ἀπαραίτητο· διότι «ἔχουσι Μωϋσέα καὶ τοὺς προφήτας» (δηλαδὴ τὸν Μωσαϊκὸ νόμο καὶ τὴν διδασκαλία τῶν Προφητῶν), οἱ ὁποῖοι τοὺς βεβαιώνουν γι’ αὐτά· «ἀκουσάτωσαν αὐτῶν»· ἂς ἀκούσουν λοιπὸν ἐκείνους (Λουκ. ιϛ´ [16] 29).
.            4.     Ὅταν ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς ἀναφέρεται στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, τὴν ὀνομάζει «γραφὴν» («γραφάς»). Δηλαδὴ τὴν θεωρεῖ ὡς τὸ βιβλίο στὸ ὁποῖο ἔχει καταγραφῆ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ πάνσοφο σχέδιό του γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ κόσμου. Ὅταν δὲ ἐπικαλῆται χωρία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, συνήθως συνοδεύει τὴν ἐπίκλησι μὲ τὸ ρῆμα «πληρῶ» (= ἐκπληρῶ, ἐπαληθεύω) (βλ. Ματθ. κϛ´ [26] 54, Μάρκ. ιδ´ [14] 49).
.             Ἀναφέραμε ἤδη σὲ προηγούμενο κεφάλαιο τὸν λόγο τοῦ Κυρίου «ἐρευνᾶτε τὰς γραφὰς (…) ἐκεῖναί εἰσιν αἱ μαρτυροῦσαι περὶ ἐμοῦ» (Ἰω. ε´ 39). Βεβαίως ἡ παραπομπὴ εἰς «τὰς γραφὰς» ὑπονοεῖ σαφῶς τὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Στὴν συνέχεια τῆς ἀνωτέρω βαρυσημάντου προτροπῆς του «καθορίζει καὶ περαιτέρω τὴν χριστολογικὴν κατανόησιν τῆς Παλαιᾶς Γραφῆς, ἀλλὰ καὶ τὸν ρόλον της καὶ μάλιστα καὶ τὴν στενήν, εἰς ἀδιάσπαστον ἑνότητα, σχέσιν της πρὸς τὴν Καινὴν Διαθήκην, διακηρύσσων»2 πρὸς τοὺς Ἰουδαίους, οἱ ὁποῖοι ἀπιστοῦσαν στὸ κήρυγμά του τὰ ἑξῆς: Μὴ φαντάζεσθε ὅτι ἐγὼ θὰ σᾶς κατηγορήσω στὸν Πατέρα. Ὑπάρχει ἄλλος ποὺ σᾶς κατηγορεῖ, ὁ Μωϋσῆς, στὸν ὁποῖον σεῖς ἔχετε στηρίξει τὶς ἐλπίδες σας. Ὁ Μωυσῆς εἶναι κατήγορός σας, διότι οὔτε στοὺς λόγους ἐκείνου πιστεύετε. Διότι ἂν ἐπιστεύατε στὸν Μωϋσῆ, θὰ ἐπιστεύατε καὶ εἰς ἐμέ· ἐπειδὴ περὶ ἐμοῦ ἔγραψε ἐκεῖνος προφητικῶς, καὶ σὲ πολλὰ μέρη τῶν συγγραμμάτων του (Γένεσις, Ἔξοδος, Λευϊτικόν, Ἀριθμοί, Δευτερονόμιον), εἴτε μὲ τύπους καὶ εἰκόνες εἴτε μὲ σαφεῖς προρρήσεις, προλέγεται ἡ ἔλευσί μου στὸν κόσμο. Ἐὰν δὲ δὲν πιστεύετε σὲ ὅσα ἔγραψε ἐκεῖνος, τὸν ὁποῖον τόσο πολὺ ἐκτιμᾶτε καὶ σέβεσθε, πῶς θὰ πιστεύσετε εἰς ἐμὲ καὶ τὰ ἰδικά μου λόγια, τὸν ὁποῖον γιὰ πρώτη φορὰ βλέπετε καὶ ἀκούετε; (Ἰω. ε´ 45-47).
.             Ὁ Κύριος δηλαδὴ ἔλεγε στοὺς Ἰουδαίους: Καυχᾶσθε γιὰ τὸν Μωϋσῆ· στηρίζεσθε μὲ πεποίθησι στὸ ὄνομά του. Δὲν ἀποδέχεσθε ὅμως τὴν διδασκαλία του! Δὲν κατανοεῖτε ὀρθῶς ὅσα ἔχει γράψει περὶ ἐμοῦ τοῦ Μεσσίου στὰ συγγράμματά του, ὅπου δὲν ὑπάρχει μέρος στὸ ὁποῖον νὰ μὴ σκιαγραφοῦμαι: «Ἐγὼ ἐν τοῖς ἐκείνου σκιαγραφοῦμαι βιβλίοις», ἑρμηνεύει ὁ θεῖος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας. Ὁ Μωϋσῆς λοιπὸν θὰ σᾶς κατηγορήση στὸν Πατέρα, διότι «πρὸ ἐμοῦ ἐκεῖνός ἐστιν ὁ ὑβρισμένος ἐν τοῖς εἰς ἐμέ. Μωϋσεῖ γὰρ μᾶλλον ἠπιστήσατε ἢ ἐμοί»3· πρὶν ἀπὸ ἐμὲ ἐκεῖνος εἶναι ποὺ ἔχει ὑποστῆ τὴν προσβολὴ καὶ τὴν περιφρόνησι μὲ ὅσα λέγετε καὶ πράττετε εἰς βάρος μου· διότι στὸν Μωϋσῆ μᾶλλον ἐδείξατε ἀπιστία παρὰ εἰς ἐμέ.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

ΠΗΓΗ:   ΚΛΙΚ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου