Γιατί ο Θεός επέτρεψε την πτώση του ανθρώπου;
Ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο και του έδωσε τη δυνατότητα της κοινωνίας με το Δημιουργό μέσω της άκτιστης θείας χάρης, δηλαδή μέσω της ζωοποιού ενέργειας του Αγίου Πνεύματος.
Σ’ αυτό το περιβάλλον της θείας αγάπης ο άνθρωπος είχε τη δυνατότητα να καλλιεργήσει την κοινωνία, αναπτύσσοντας ελεύθερη και ανιδιοτελή αγάπη προς τον Θεό και τον πλησίον. Επομένως ο ίδιος ο άνθρωπος έπρεπε να φθάσει στην τελειότητα,
μένοντας ελεύθερα στο περιβάλλον του Θεού, έχοντας όμως πάντοτε τη δυνατότητα και να την αρνηθεί.
Δυστυχώς ο άνθρωπος, με την απάτη τού Διαβόλου, αρνήθηκε την αγαπητική σχέση με τον Θεό και απομακρύνθηκε από τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, με αποτέλεσμα να γίνει νεκρός πνευματικά, αφού ο ίδιος χωρίσθηκε από τη ζωοποιό ενέργεια του Θεού.
Ο φυσικός θάνατος πού ακολούθησε τον πνευματικό ήταν φυσικό αποτέλεσμα της αμαρτίας. Έτσι ο θάνατος μπήκε στη ζωή του ανθρώπου σαν παράσιτο, σαν αποτέλεσμα ελεύθερης πράξης του ανθρώπου: του χωρισμού του από τον Θεό (πρβλ Ιω. γ’ 36, η’ 51. Α’ Ιω. γ’ 10-14).
Ο Θεός δεν εμπόδισε τον θάνατο, τον επέτρεψε για να μη γίνει αθάνατο το κακό, για να δώσει στον άνθρωπο ευκαιρία μετανοίας, για να αναπλάσει τον άνθρωπο και να τον αναδείξει νέα δημιουργία εν Χριστώ. (Β’ Κορ. ε’ 17. Γαλ στ’ 15). «Ο Θεός θάνατον ουκ εποίησεν, ουδέ τέρπετε επ’ απωλεία ζώντων» (Σοφ. Σολ. α’ 13).
Ο Θεός βέβαια θα μπορούσε να δημιουργήσει τον άνθρωπο ηθικά τέλειο, ώστε να μη απομακρυνθεί από την αγάπη Του, τούτο όμως θα του αφαιρούσε την ελευθερία, τη δυνατότητα δηλαδή να εκλέξει ελεύθερα την αθανασία, χωρίς να βιάζεται από κανένα.
Αυτά φανερώνουν πώς η Ορθόδοξη Εκκλησία κάνει διαχωρισμό μεταξύ δημιουργίας και πτώσης του κόσμου με την απάτη του Σατανά.
Με την πτώση ο άνθρωπος απομακρύνθηκε από τη θεία ζωή. Έχασε την αφθαρτοποιό ενέργεια του Αγίου Πνεύματος και η φύση του αρρώστησε. Έτσι «δι’ ενός ανθρώπου η αμαρτία εισήλθεν εις τον κόσμον και δια της αμαρτίας ο θάνατoς, και ούτω διήλθεν ο θάνατος εις πάντας ανθρώπους, εφ’ ω πάντες ήμαρτον», δηλαδή όλοι οι άνθρωποι αμάρτησαν εξ αιτίας του φόβου του θανάτου (Ρωμ. ε’ 12).
Η σωτηρία του ανθρώπου συνίσταται στην αποκατάσταση της αθανασίας, δηλαδή στην επαναφορά του ανθρώπου στην κοινωνία του Θεού, μέσω των άκτιστων θείων ενεργειών.
Βέβαια ο απόστολος λέγει πώς ενώ είμαστε «εχθροί», «κατηλλάγημεν τω Θεώ δια του θανάτου του Υιού Αυτού» (Ρωμ. ε’ 10) αλλά, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο άγιος Iωάvvης ο Χρυσόστομος, δεν εχθρευόταν ο Θεός τον άνθρωπο, αλλά εμείς οι ίδιοι εχθρευόμασταν τον Θεό. Ο σταυρός του Χριστού προϋποθέτει όχι έχθρα, αλλά άπειρη αγάπη (Ιω. γ’ 16. Β’ Κορ. ε’ 19).
Η σωτηρία αναφέρεται στη θεραπεία της άρρωστης ανθρώπινης φύσης, στην απαλλαγή από τη δουλεία του Διαβόλου και του θανάτου και στην επαναφορά μας στο δρόμο για την αθανασία.
Η σωτηρία πραγματοποιείται στο πρόσωπο του Χριστού, ο οποίος «μετέλαβεν από των αυτών», δηλαδή προσέλαβε ολόκληρο τον άνθρωπο, «δια να καταργήσει δια του θανάτου τον έχοντα το κράτος του θανάτου, τουτέστι τον διάβολο και να ελευθερώσει εκείνους πού δια τον φόβον του θανάτου ήσαν δια παντός βίου υποκείμενοι στη δουλεία» (Έβρ. β’ 14-15. πρβλ ιβ’ 28. Λουκ. ω’ 20).
Η σωτηρία λοιπόν της ανθρώπινης φύσης ταυτίζεται με την πρόσληψή της από τον Υιό και Λόγο του Θεού και την επαναφορά της στην θεία κοινωνία (Β’ Πέτρ. α’ 4). Είναι καρπός της αφθαρτοποιού ενέργειας του Αγίου Πνεύματος (Α’ Κορ. ιε’ 45-49. Β’ Κορ. γ’ 6).
Ο άνθρωπος είναι αδύνατον να σώσει τον εαυτό του, ούτε με τα έργα, ούτε ακόμη και με την πίστη: «σάρξ και αίμα βασιλείαv Θεού δεν δύνανται να κληρονομήσουν» (Α’ Κορ. ιε’ 50). Αυτό όμως δεν σημαίνει πώς δεν σώζετω ή σάρκα του ανθρώπου. Βέβαια η σάρκα δεν μπορεί να κληρονομήσει τη βασιλεία του Θεού, μπορεί όμως να κληρονομηθεί από το Άγιο Πνεύμα, να ενδυθεί αφθαρσία και αθανασία και να μεταφερθεί στη βασιλεία των ουρανών (Α’ Κορ. ιε’ 51-54.). Έτσι ή σωτηρία αναφέρεται σε ολόκληρο τον άνθρωπο σαν ψυχοσωματική ενότητα.
Η σωτηρία είναι δώρο Θεού (πρβλ Πράξ. β’ 47. Ρωμ. η’ 15. Εφεσ. β’ 8-9). όμως ο Θεός δεν ενεργεί τυφλά. Σέβεται την ελευθερία του ανθρώπου. Ο άνθρωπος αποφασίζει τελικά αν θα δεχθεί η θα απορρίψει τη χάρη του Θεού, αντιστεκόμενος στην ενέργεια του Πνεύματος (Β’ Κορ. στ’ 1).
Ο Θεός θέλει τη σωτηρία του ανθρώπου, αλλά ο άνθρωπος πρέπει να δεχθεί την πρόσκληση του Θεού (Ματθ. κγ’ 37. Πραξ. ζ’ 51. Άποκ. γ’ 20), να πιστέψει συνειδητά και με συνέπεια στη δωρεά του Θεού. Τότε ο Θεός του λογαριάζει την πίστη αυτή δια δικαιοσύνη (Ρωμ. δ’ 2-11).
Χωρίς πνευματικό αγώνα με σκοπό να μείνουμε στην αγάπη του Θεού και του πλησίον, η σωτηρία είναι αδύνατη (Α’ Ίω. γ’ 14). Και αν ακόμη υπάρχει η πίστη, είναι νεκρά, οδηγεί στον θάνατο, όχι στη ζωή (Ματθ. κε’ 31-46. Ίακ. β’ 26). Επομένως τα έργα είναι απαραίτητα, παρ’ όλο που δεν έχουν εξιλεωτικό χαρακτήρα. Εκφράζουν την αμετάκλητη επιθυμία του ανθρώπου για σωτηρία και κρατούν τον άνθρωπο άγρυπνο εναντίον της πανουργίας του διαβόλου πού απειλεί να του αφαιρέσει τη χάρη (ΕΦεσ. στ’ 10-18). Διατηρούν τον πιστό «ανοικτό» στη χάρη και στην καρποφορία του Αγίου Πνεύματος, πού δεν πραγματοποιείται χωρίς τη συγκατάθεση (συνεργία) του ανθρώπου (Γαλ. ε’ 22-25).
Η σωτηρία πραγματοποιήθηκε βέβαια «εν Xριστώ» μία για πάντα. Όμως ο χριστιανός πού έλαβε τη χάρη πρέπει διαρκώς νά αγρυπνεί. Ο Θεός δωρίζει τη σωτηρία και ο άνθρωπος μπορεί να είναι βέβαιος γι’ αυτό πού εξαρτάται από τον Θεό (Ματθ. α’ 21. Πράξ. δ’ 12. ι’ 43. Α’ Τιμ. β’ 5-6). Όμως σε ο,τι αφορά τον άνθρωπο δεν υπάρχει βεβαιότητα σωτηρίας, γιατί η φύση του είναι τρεπτή. Ο πιστός μπορεί κάθε στιγμή να πέσει, ακόμη κι αν βρίσκεται στα ύψη της αγιότητας μία στιγμή έπαρσης αρκεί. Γι’ αυτό και ο ψαλμωδός εύχεται: «Το Πνεύμα σου το άγιον μη αντανέλης απ’ εμού» (Ψαλμ. ν/να’ 11), και ο απόστολος επιβεβαιώνει: «ο δοκών εστάναι βλεπέτω μη πέση» (Α’ Κορ. ι’ 12), «μη υψηλοφρόνει, αλλά φοβού» (Ρωμ. ια’ 25).
Ο τελικός προορισμός του πιστού είναι το «υπερώον της πεντηκοστής», στο οποίο βρίσκονται οι απόστολοι και ολόκληρη η Εκκλησία των πρωτοτόκων (Έβρ. ιβ’ 23). Γι’ αυτό το λόγο ο χριστιανός πρέπει να αναλάβει πνευματικό αγώνα, να μη χάσει εκείνο πού απέκτησε (Β’ Ίω. 8) και αποβεί ο αγώνας του μάταιος (Β’ Κορ. στ’ 1. Γαλ. β’ 2. Α’ Θεσ. γ’ 5).
Η σωτηρία δεν είναι ένα στιγμιαίο και αμετάκλητο γεγονός. Η Γραφή λέγει πώς η βασιλεία του Θεού είναι σαν να ρίψει ένας άνθρωπος το σπόρο στη γη και αυτός βλαστάνει και αυξάνεται και καρποφορεί, «πρώτον χόρτον, έπειτα στάχυν, έπειτα πλήρη σίτον εν τω στάχυι» (Μάρκ. δ’ 26-28). Ο «φωτισμός» με το άγιο βάπτισμα συντελείται «άπαξ», γιατί μόνο ένα βάπτισμα υπάρχει (ΕΦεσ. δ’ 5. Έβρ. στ’ 4). Όμως ο πιστός καλείται να φυλάξει την παρακαταθήκη της χάρης, για να δεχθεί το «βραβείον της άνω κλήσεως» και να «συγκαταριθμηθή τοίς πρωτοτόκοις, τοίς απογεγραμμένοις εν ουρανώ» (ακολουθία του βαπτίσματος).
Αν «ανοίξουμε» τον εαυτό μας στη χάρη του Θεού, τότε το δώρο πού λάβαμε θα αναπτυχθεί μέσα μας και θα εκδηλωθεί με τον καρπό του Πνεύματος, πού είναι τα διάφορα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος (Γαλ. ε’ 22). Αυτά τα χαρίσματα δεν είναι ηθικά προσόντα, τα οποία μετρούμε με τα μάτια των ανθρώπων, πού βρίσκονται μακριά από τον Χριστό. Όταν λόγου χάρη η Εκκλησία στην υμνολογία της χρησιμοποιεί τον όρο «σοφός» δεν εννοεί την κατά κόσμο σοφία, αλλά την «μωρία του σταυρού» (Α’ Κορ. α’ 21-25), δηλαδή τούς «διδακτούς του Πνεύματος του Αγίου λόγους» (Α’ Κορ. β’ 13).
Η ηθική Ζωή του πνευματοφόρου ανθρώπου δεν μετριέται με τα μέτρα του κόσμου τούτου, αλλά με τα μέτρα του Θεού. Είναι καρπός του Αγίου Πνεύματος και όχι αποτέλεσμα «καλλιέργειας» του ανθρώπου, καρπός «αυτόνομων» διαδικασιών, ανεξάρτητα από τη χάρη του Θεού. Το Άγιο Πνεύμα κατοικεί μέσα στον πιστό. Είναι το πνεύμα της υιοθεσίας, πού «κράζει» μαζί με το δικό του πνεύμα, «Αβά ο Πατήρ» (Ρωμ. η’ 15) και συμβοηθεί τον πιστό «εις τας ασθενείας», ικετεύοντας «υπέρ ημών δια στεναγμών αλλαλήτων»(Ρωμ. η’ 26).
ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΑΙΡΕΣΕΩΝ & ΠΑΡΑΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΩΝ ΟΜΑΔΩΝ
π. ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΑΛΕΒΙΖΟΠΟΥΛΟΥ Δρ. Θεολογίας Δρ. Φιλοσοφίας
aoratospolemostheblog0.wordpress.com
ΠΗΓΗ: ΚΛΙΚ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου