ΤΟ ΘΑΒΩΡΙΟ ΦΩΣ “ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ” ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν ὁμιλία
«Ὁ μοναχὸς καὶ τὸ θαβώριον φῶς»
τοῦ Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ Σιμωνοπετρίτου
ἐν «Λόγοι Ἑόρτιοι Μυσταγωγικοί»,
β´ ἔκδ., σελ. 194-198,
ἐκδ. Ἴνδικτος, Ἀθῆναι 2014
Ἠλ. στοιχειοθεσία «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ»
. Ἡ
ἑορτὴ τῆς Μεταμορφώσεως θέτει ἐνώπιόν μας τὸ φῶς καὶ τὸν πόθο τῆς
ἐλλάμψεως. Ἀναζητώντας ἢ ἀγαπώντας τὸ φῶς, δὲν ἀγαπᾶμε τίποτε ἄλλο παρὰ
τὸν Ἴδιον τὸν Θεὸν – διότι, ὅπως μᾶς παρέδωσε ἡ Ἐκκλησία μας,
μόνον ὡς φῶς μποροῦμε νὰ τὸν δοῦμε, νὰ μετάσχωμε στὴν ζωή του καὶ νὰ τὴν
ἀπολαύσωμε. Αὐτὸ γινόταν καὶ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ἀκόμη καὶ στὶς σκηνὲς
καὶ στὰ στρατόπεδα τῶν Ἰουδαίων, ὅταν ζοῦσαν στὴν ἔρημο, ἀλλὰ καὶ στοὺς
προφῆτες καὶ σὲ ὅλους τοὺς θεόπτες, πολὺ δὲ περισσότερο στὴν Καινὴ
Διαθήκη καὶ στὴν ἐκκλησιαστική μας ἱστορία.
. Προφανῶς, ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι φῶς, διότι, ἐὰν ἦταν, ὁ
Θεὸς δὲν θὰ ἦταν ὁ Θεός μας. Ὁ Θεός, μὲ τὸ νὰ εἶναι ἔξω καὶ πέρα ἀπὸ
κάθε νοητὴ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο οὐσία, δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι οὔτε καὶ φῶς.
Ἐνεργεῖ ὅμως ὡς πρὸς ἐμᾶς ὡς φῶς, τὸ ὁποῖο ἀποτελεῖ ἰδιότητά του. Στὴν
πραγματικότητα βέβαια δὲν θὰ μπορούσαμε κἂν νὰ μιλήσωμε γιὰ ἰδιότητες
τοῦ Θεοῦ, διότι ἔτσι πλάθομε ἕναν ἀνθρωπόμορφον Θεόν· τοῦ δίνομε τὰ
χαρακτηριστικά τῆς δικῆς μας σκέψεως, κινήσεως καὶ ζωῆς, ἀκόμη καὶ τὰ
δικά μας βιώματα. Ὁ Θεὸς βεβαίως εἶναι πέραν καὶ τῶν ἰδιοτήτων, ἀλλ᾽ ἐν
πάσῃ περιπτώσει, ἂς ποῦμε ὅτι ὁ Θεὸς ἐνεργεῖ ὡς φῶς. Ἔτσι, ὁποῖος ἀγαπᾶ
τὸ φῶς, ἀγαπᾶ τὸν Θεόν.
. Ὁ ἄνθρωπος λοιπὸν ὁρᾶ τὸν Θεὸν ὡς φῶς, τὸν λαμβάνει ὡς φῶς
καὶ ὡς φῶς τὸν κατέχει. Μὴ ἔχοντας τὸ φῶς ἢ μὴ λαμβάνοντας ἢ μὴ ὁρώντας
φῶς, σημαίνει ὅτι δὲν μετέχει τοῦ Θεοῦ, ὅτι ὁ Θεὸς δὲν εἶναι στὰ χέρια
του, ὅπως «οἱ κλῆροι του» (Ψαλμ. Λ´16), καὶ ἑπομένως ὁ Θεὸς δὲν εἶναι ἀκόμη κλῆρος του. Ἐδῶ ἰσχύει ἐκεῖνο ποὺ εἶπε ὁ Κύριος: «Ἔστω ὁ λόγος ὑμῶν ναὶ ναί, οὒ οὔ» (Ματθ. ε´ 37). Ὄντως, ἢ ἔχομε τὸν Θεὸν ὡς φῶς ἢ δὲν τὸν ἔχομε· δὲν χωρεῖ καὶ “ναὶ” καὶ “ὄχι”.
. Ὁμιλῶντας περὶ φωτός, δὲν ἐννοοῦμε οὔτε τὸ αἰσθητὸ οὔτε τὸ
νοητὸ φῶς, διότι αὐτὰ εἶναι συλλήψεις, ἁρπάγματα, ἐγχειρήματα τῆς
ἀνθρωπίνης ψυχῆς. Ἡ ψυχὴ ὁρᾶ, αἰσθάνεται, νοεῖ, ἀλλὰ δὲν μιλᾶμε γι᾽
αὐτό. Ὁ Θεὸς δὲν κατανοεῖται ἔτσι. Ἑπομένως, τὸ θέμα μας δὲν εἶναι
δoγματικό, εἶναι καθαρῶς βιωματικό. Ὁμιλῶντας περὶ τοῦ φωτός, ὁμιλοῦμε
σαφῶς περὶ τοῦ ἀκτίστου φωτός, ὅπως τὸ διδάσκουν οἱ Πατέρες μας· αὐτὸ
δὲν εἶναι ὑλικό, νοητικὸ ἢ διανοητικὸ φῶς.
. Τὸ ἄκτιστο φῶς ἔχει ἀρχικῶς σχέσι μὲ τὸ πνεῦμα τὸ ὁποῖο,
ἀναγνωρίζοντας τὸν ἑαυτό του καὶ τὴν ἀφετηρία του, συνάπτει τὴν
ἀνθρώπινη ζωὴ μὲ τὴν θεία ζωὴ κατὰ μονιμώτερο καὶ αἰσθαντικώτερο τρόπο.
Τὸ ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι φῶς, γιὰ μᾶς σημαίνει ὅτι μποροῦμε μέσα στὴν
βαθυτάτη ὕπαρξί μας, στὴν θεοειδῆ μας ὑπόστασι, νὰ ἑνωθοῦμε μὲ τὸν Θεόν,
ἀφοῦ μέσα μας ἔχομε τὸ θεῖο ἐμφύσημα ποὺ μᾶς δίνει τὴν δυνατότητα νὰ
«τραπῶμεν εἰς Θεόν», τουτέστι νὰ «μηκυνθῶμεν εἰς Θεὸν» (Βλ. σχετ. Μ. Βασιλείου Ὁμ. ἐν Λαζικοῖς 9, PG 31,1456C),
νὰ καλλιεργήσωμε τὸ ἐν ἡμῖν θεῖον σπέρμα. Ἔτσι, ὁ ἄνθρωπος φέροντας τὸ
θεῖον σπέρμα γίνεται θεο-τόκος, γεννᾶ Θεόν, ἔσωθεν ἐκπέμπει φῶς. Αὐτὸ τὸ
φῶς ἑνώνεται μὲ ὅλον τὸν ἄνθρωπο, διότι δὲν ὑπάρχει κάτι κεχωρισμένο
στὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξι. Τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀχώριστο ἀπ᾽ ὅ,τι
καθαρώτερο καὶ αἰώνιο ὑπάρχει μέσα στὸν ἄνθρωπο, καὶ ἑπομένως ὁ Θεός,
ἀναγνωρίζοντας τὴν εἰκόνα του στὸν ἄνθρωπο, τὸν καθιστᾶ θεὸν ὁλόκληρον
καὶ ὄχι µόνον ἕνα µέρος του. Δὲν µένει τίποτε ἀπρόσληπτο. Ὁλόκληρη ἡ
ὕπαρξις τοῦ ἀνθρώπου προσλαµβάνεται ἀπὸ τὸ φῶς, πληροῦται ὑπὸ τοῦ φωτός,
ὅπως δὲν ἐµεινε τίποτε ἀπρόσληπτο ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη φύσι κατὰ τὴν
κένωσι τοῦ Λόγου, κατὰ τὴν ἐνσάρκωσί του ἐπὶ τῆς γῆς.
. Λέγοντας ἐποµένως ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι φῶς, ἐννοοῦµε κάτι
µεγαλειῶδες καὶ φοβερὰ ἐνθαρρυντικὸ καὶ αἰσιόδοξο, ὅτι δηλαδὴ ὁ
Θεὸς προαιωνίως καὶ οἰκονοµικῶς, ὡς πρὸς τὴν πρόγνωσι καὶ τὴν
φιλανθρωπία του, εἶναι φτιαγµένος στὰ µέτρα µας, ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος τίποτε
δὲν καταλαβαίνει τόσο, ὅσο αὐτὸ ποὺ βλέπει. Οἱ ὀφθαλµοί, ὡς πιστότεροι
τῶν ὤτων, µᾶς κάνουν νὰ συνάπτωµε δυνατώτερη σχέσι µἐ τὸ κάθε τι.
. Ἔτσι, ὁ Θεὸς κατ᾽ οἰκονοµίαν
πρέβλεψε καὶ κατέστησε τὸν ἑαυτό του φωτεινὸ ἐνέργηµα, γιὰ νὰ µπορῆ νὰ
προσλαµβάνεται ἀπὸ ἐµᾶς. Ὁ Θεὸς ἔρχεται στὰ µέτρα µας. Σύµφωνα µἐ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ὁ
Θεὸς ἀπὸ τὴν ἀγάπη του ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο κατὰ τὸ δικό του πρότυπο,
δηλαδὴ ἱκανὸν νὰ δέχεται τὸ φῶς, νὰ συλλαμβάνη τὴν φωτεινότητά Του, τὸν
ἴδιον τὸν Θεόν. Βεβαίως, τὸ φῶς δὲν εἶναι ἀπόρροια τῆς οὐσίας τοῦ
Θεοῦ, εἶναι ἀκτινοβόληµά Του· ὁπότε, ἐνεργώντας ὁ Πατὴρ καὶ ὁ Υἱὸς καὶ
τὸ Ἅγιον Πνεῦµα ὡς φῶς, δὲν χάνεται κάτι ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ.
. Εἴµαστε λοιπὸν ἔτσι πλασµένοι, ὥστε νὰ µποροῦµε
ἀδιαλείπτως νὰ ἔχωµε τὸν Θεόν. Καὶ µόνον στὴν σκέψι αὐτοῦ,
καταλαµβάνεται κανεὶς ἀπὸ τέτοιον ἐνθουσιασµὸ καὶ ἀπὸ τέτοιο παραλήρηµα
χαρᾶς, ὥστε οἱ µὴ ἔχοντες αὐτὴ τὴν ἐµπειρία νὰ λένε γιὰ ἐκείνους ποὺ τὴν
ἔχουν, «αὐτοὶ ἤπιαν καὶ µέθυσαν» (Βλ. Πράξ. β´ 13), καὶ δίκαιο ἔχουν.
. Μετὰ ἀπὸ ἀγῶνες αἰώνων, τώρα ὑπάρχει µεγάλος ἐνθουσιασµὸς στὴν Ἐκκλησία
µας, διότι εἶναι ἡ µόνη ποὺ διέσωσε τὴν ἔννοια τοῦ ἀκτίστου ἐνεργήµατος
ἐν τῷ Θεῷ, καὶ ἡ µόνη ποὺ µπορεῖ νὰ προσλάβη Θεόν. Στὶς ἄλλες Ἐκκλησίες δὲν ὑπάρχει αὐτὴ ἡ πίστις, ἡ δὲ ἔλλειψίς της εἶναι οὐσιῶδες κριτήριο ὅτι δὲν µπορεῖ νὰ ὑπάρχη ἄλλη Ἐκκλησία, ἀφοῦ Ἐκκλησία εἶναι µόνον τὸ σῶµα τοῦ Χριστοῦ. Ἀσφαλῶς θὰ ὑπάρχουν πρόσωπα ποὺ πιστεύουν στὶς ἄκτιστες ἐνέργειες, ἀλλὰ εἶναι σὰν νὰ µπαίνουν καὶ νὰ εὐφραίνωνται στὰ περιουσιακὰ
στοιχεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, σὲ ὅ,τι ὡς θησαύρισµα διέσωσε ἡ
Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία· εἶναι ὅµως κάτι ποὺ δὲν µποροῦν νὰ τὸ κατέχουν καὶ
νὰ τὸ ἀπολαύσουν, διότι δὲν γίνεται κτῆµα τους, ἀφοῦ οἱ ἴδιοι δὲν εἶναι
µέσα στὸν χῶρο, µέσα στὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία, ὅπου τὸ ἄκτιστο ἐνέργηµα
εἶναι περιουσία της. Γι᾽ αὐτό, ὁ πιστὸς ἐνθουσιάζεται πολύ, ὅταν
γνωρίζη ὅτι εἶναι τόσον εὐχερὲς νὰ κοινωνῆ μὲ τὸν Θεὸν καὶ νὰ γίνεται
καὶ ὁ ἴδιος Θεός.
. Βεβαίως, ὁ Θεὸς ἀκτινοβολῶντας διὰ τῶν φωτεινῶν ἀκτίνων
Του δὲν πάσχει καµίαν ἀλλοίωσι, διότι οἱ ἀκτῖνες δὲν κενώνουν τὴν οὐσία
του, καθ᾽ ὅτι δὲν εἶναι στοιχεῖο τῆς οὐσίας του. Ἂς µὴ χρησιµοποιοῦµε
ὅµως τόσο τὸν ὅρο «ἀκτῖνες», γιατί µᾶς θυµίζει ἀνθρώπινη πραγµατικότητα,
ὅσο τὸν ὅρο «λαµπηδόνες», ποὺ τὸν συναντᾶµε στοὺς Πατέρες καὶ σηµαίνει
κυρίως κάτι ποὺ λάµπει καθ᾽ ἑαυτό. Ὁ Θεὸς λάµπει ἀληθῶς, καὶ µέσα σὲ
αὐτὴ τὴν λάµψι του γίνοµαι καὶ ἐγὼ φωτεινός. Γιὰ νὰ µπορέσω λοιπὸν νὰ δῶ
τὸ φῶς, πρέπει νὰ εἰσέλθω στὸν χῶρο τοῦ φωτὸς ἤ, καλύτερα, αὐτὸ νὰ
εἰσέλθη ἐντός µου. Τὸ φῶς δὲν κινεῖται· ἐγὼ εὑρίσκοµαι αἰφνιδίως ἐν τῷ
φωτί, καταλαµβάνοµαι ὑπὸ τοῦ φωτός. Ὅταν ἀνατείλη ὁ ἥλιος καὶ µὲ βρῆ
στὴν κορυφὴ τοῦ βουνοῦ, µἐ γεµίζει µὲ τὸ φῶς του. Τὸ ἴδιο ἀκριβῶς
συµβαίνει καὶ µὲ τὸ φῶς τοῦ Θεοῦ· καὶ τότε ἀνακαλύπτω µέσα µου τὸν Θεὸν
καὶ ὅτι ἐγὼ εἶµαι ἐντὸς τοῦ Θεοῦ, ὅτι γίνοµαι θεός, ὅτι λόγῳ τῆς
πληρότητος τῆς προσωπικότητός μου, ἐκ τοῦ εἶναι μου, ἐκ τῶν ἐγκάτων μου,
ἐκ τῶν θησαυρῶν μου, ἐκ τῆς καρδίας μου ἀκτινοβολῶ καὶ ἐγὼ τὸν Θεόν. Τὸ
φῶς πληροῖ τὸν νοῦν, τὶς αἰσθήσεις, τὸ σῶμα, ἀφοῦ προηγουμένως ὅλα αὐτὰ
ὑποστοῦν μίαν ἀλλοίωσιν διὰ τῆς θείας ἐνεργείας, διότι ἀπὸ μόνα τους
δὲν εἶναι ἱκανὰ νὰ γίνουν συμμέτοχα τοῦ φωτός, νὰ συλλάβουν τὸν Θεόν.
Μόνον τὸ ὅμοιο συλλαμβάνει τὸ ὅμοιον.
. Ἑπομένως ἡ ὅρασις τοῦ φωτός, ὅπως εἴθισται νὰ λέγεται, εἶναι δική μας μεταμόρφωσις καὶ ὄχι τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστὸς δὲν ἔπαθε κάτι τὴν ὥρα τῆς μεταμορφώσεως.
Ὁ Χριστὸς παρέμεινε ὅπως καὶ κατὰ τὴν σύλληψί Του στὴν κοιλία τῆς
Ἀειπαρθένου. Ἐφ᾽ ὅσον συνελήφθη ὡς Θεάνθρωπος, ἀπὸ τὴν στιγμὴ ἐκείνη
ἦταν ὅ,τι εἶδαν οἱ μαθηταὶ ἐπάνω στὸ Θαβώρ. Ἀλλὰ καὶ αὐτὸ ποὺ εἶδαν ἦταν
ἐλάχιστο ἐκείνου ποὺ εἶναι στὴν πραγματικότητα ὁ Χριστός.
. Τὸ θεῖο φῶς λοιπὸν μεταποιεῖ καὶ πληροῖ τὴν ὕπαρξί μας,
γίνεται ἕνα μὲ αὐτὴ καὶ ταυτοχρόνως ὑπέρκειται αὐτῆς. Ἔτσι
πραγματοποιεῖται καὶ ἡ θέωσίς μας, ἀλλὰ καὶ διασώζεται ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου