«Λεόντων
θερμότεραι…»
Ἐδῶ καί μερικές δεκαετίες, σέ κύκλους τῆς θεολογικῆς ἰντελιγκέντσια τοῦ ἀκαδημαϊκοῦ χῶρου,
ὑφέρπουν συζητήσεις κατά πόσον ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία θά μποροῦσε νά ἀξιοποιήσει τή
γυναίκα σέ θέσεις λατρευτικῆς καί ποιμαντικῆς εὐθύνης, πιό ἀξιόλογες ἀπό αὐτές,
στίς ὁποῖες σήμερα ἔχει τή δυνατότητα νά ἐργασθεῖ. Διαφαίνεται δηλαδή κάτι σάν «κρυφός
γογγυσμός», ὅτι τάχα ἡ Ἐκκλησία τηρεῖ ἐκ παραδόσεως ἀδικαιολόγητα ἐπιφυλακτική στάση
γιά τή γυναίκα καί τά πνευματικά προσόντα της. Καί τοῦτο, σέ ἐποχές πού ἡ
γυναίκα, ὅπως ἀφήνεται νά ἐννοηθεῖ, μπορεῖ νά καυχηθεῖ ὅτι καταξιώνεται σέ σημαντικούς
τομείς δημόσιας δράσης, οἱ δέ θεολογικές σχολές βρίθουν φοιτητριῶν, πολλές ἀπό
τίς ὁποῖες ἐξελίσσονται σέ ἐμβριθείς θεολόγους. Οἱ σχετικές ζυμώσεις ἔχουν ἀνακύψει
μέσα στά πλαίσια τοῦ γενικότερου φεμινιστικοῦ ἀκτιβισμοῦ, ἀπό τότε πού γυναῖκες
εἰσῆλθαν στόν κλῆρο τῶν Ἀγγλικανῶν καί ἄλλων Προτεσταντῶν. Εἶναι ὅμως ἄραγε τόσο
στενά τά ὅρια στή δομή τῆς Ἐκκλησίας, μέσα στά ὁποῖα θά μποροῦσε νά κινηθεῖ μιά
γυναίκα, πού θά ἤθελε νά ἐργασθεῖ καί νά προσφέρει τά τάλαντά της;
Στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὅπως καί στίς πιό
πολλές Χριστιανικές Ὁμολογίες, ὅσες τηροῦν τήν Παράδοση, δέν γίνονται γυναῖκες
δεκτές στόν κλῆρο. Ἡ ἀνδρική ἱεροσύνη ἀποτελεῖ, κατά ἀρχαιοτάτη παράδοση, εἰδική
ἀποστολή, πού ἔχει καθορίσθεῖ ἀπό τόν ἴδιο τό Κυρίο καί τή διδασκαλία καί πράξη
τῶν Ἀποστόλων, ὅπως ἐπίσης ἔχει προτυπωθεῖ καί στό Νόμο καί τήν Παράδοση τῆς
Παλαιᾶς Διαθήκης. Ὄντως τό ἱερατικό σῶμα ἀντλεῖται ἀπό τή δεξαμενή τῶν ἀνδρῶν, ἀποτελεῖ
ὅμως ἕνα πολύ μικρό τμῆμα αὐτῶν. Στή συντριπτική τους πλειοψηφία οἱ ἄνδρες
παραμένουν ἁπλοί λαϊκοί, πού σέ τίποτα δέν ὑπερέχουν ἀπό τίς γυναῖκες σέ σχέση
μέ τό ἐκκλησιαστικό τους status. Ἄνδρες καί γυναῖκες ἀποτελοῦν
τό λαϊκό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, πού μαζί μέ τό ἱερατεῖο συγκροτοῦν τό Λαό τοῦ Θεοῦ.
Κατά τήν διδαχή δέ τῆς Ἐκκλησίας, ὁ πιστός, ἀπό τή στιγμή τῆς βαπτίσεώς του καί
τῆς χρίσεώς του, γίνεται «καινή κτίσις»
(Γαλ. στ΄ 15), πεθαίνει ὡς πρός τόν κόσμο τῆς κίβδηλης «προόδου», καί σέ
κατάσταση βαθειᾶς μετάνοιας, ἀφιερώνεται στή λογική λατρεία τοῦ Θεοῦ. Μέ ἄλλα
λόγια, «στρατεύεται» στόν ἀγῶνα γιά τήν πραγμάτωση τῶν τριῶν πρώτων αἰτημάτων τῆς
«Κυριακῆς προσευχῆς»: Τή διακήρυξη τῆς ἁγιότητας τοῦ Θεοῦ, τήν ἐγκαθίδρυση τῆς βασιλείας
Του καί τήν πραγμάτωση τοῦ θελήματός Του μεταξύ τῶν ἀνθρώπων, ὅπως γίνεται στόν
κόσμο τῶν ἀγγέλων.
Ὁ Ἀπόστολος
Πέτρος δίδοντας μιά ἀδρή εἰκόνα τῆς Ἐκκλησίας τῶν Χριστιανῶν θά τούς πεῖ: εἶστε
«γένος ἐκλεκτόν, βασίλειον ἱεράτευμα, ἔθνος ἅγιον, λαός εἰς περιποίησιν, ὅπως τάς ἀρετάς
ἐξαγγείλητε τοῦ ἐκ σκότους ὑμᾶς καλέσαντος εἰς τό θαυμαστόν αὐτοῦ φῶς» (Α΄
Πετρ. β΄ 9). Δηλαδή, εἶστε γένος ἐπιλεγμένο γιά νά δράσετε στόν κόσμο ὡς βασιλεῖς,
(κυρίαρχοι, ὄχι δοῦλοι τῆς φθορᾶς τοῦ κόσμου), καί ἱερεῖς, (λάτρεις τοῦ Θεοῦ, ἐνεργοί
συμμέτοχοι κατά τήν τέλεση τῆς ἀναιμάκτου θυσίας), ὡς ἔθνος ἀφιερωμένο στό Θεό,
ὡς λαός, πού ἀνήκετε στό Θεό, καί μέ τή λατρεία, τή ζωή καί τό λόγο σας διακηρύσσετε
τήν ἁγιότητα τοῦ Χριστοῦ, πού σᾶς κάλεσε ἀπό τό σκοτάδι τῆς ἀποστασίας ἀπό Αὐτόν,
στό θαυμαστό φῶς τῆς καταλλαγῆς καί τῆς γνώσης τοῦ Προσώπου Του. Ὁ λαός τοῦ Θεοῦ
ἀνεξαρτήτως φύλου, γνώσεων, προσόντων, ἤ εἰδικῶν κλήσεων, εἶναι τό πάνδημο «ἱερατεῖο»,
πού καλεῖται νά «ἱερουργεῖ» στό ἔργο τῆς φανέρωσης τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ καί τῆς
σωτηρίας τοῦ κόσμου. Αὐτή εἶναι ἡ γενική ἱεροσύνη τῆς Ἐκκλησίας, ἀπό τήν ὁποία
ποτέ ἡ Ὀρθόδοξη Ἱ. Παράδοση δέν ἐξαίρεσε κανένα πιστό, οὔτε ἄνδρα οὔτε γυναίκα.
Στά
πλαίσια τῆς γενικῆς ἱεροσύνης τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ οἱ γυναῖκες ἔχουν νά ἐπιδείξουν
λαμπρές ἐπιδόσεις καί ἔχουν ἐγκωμιασθεῖ ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριο. Ὅταν δέχτηκε τή
λατρεία τῆς γυναίκας, πού Τοῦ ἄλειψε τήν κεφαλήν μέ μύρο, λίγο πρίν ἀπό τό
πάθος Του, εἶπε: «ὅπου ἐάν κηρυχθῇ τό εὐαγγέλιον
τοῦτο ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ, λαληθήσεται καί ὅ ἐποίησεν αὕτη εἰς μνημόσυνον αὐτῆς»
(Ματθ. κστ΄ 13). Ὡς παράδειγμα, δηλαδή, θά προβάλλεται σ’ ὅλο τόν κόσμο μέχρι
συντελείας τῶν αἰώνων ἡ πράξη λατρείας τῆς γυναίκας αὐτῆς. Τό ἴδιο θά συμβεῖ μέ
πλῆθος ἄλλων γυναικῶν, πού εἶναι εὐφήμως καταχωρημένες στήν Ἁγία Γραφή: τῶν
Μυροφόρων, τῶν ἀδελφῶν Μάρθας καί Μαρίας, τῆς Ταβιθᾶς, τῆς Πρίσκιλλας, τῆς
Λυδίας, τῆς Δαμάρεως, τῆς Φοίβης, τῆς Σαμαρείτιδος, τῆς μετανοιωμένης πόρνης,
πού μέ μύρο καί δάκρυα συντριβῆς τοῦ ἔνιψε τά πόδια, κ.α. Πάνω ἀπ’ ὅλα δέ εἶναι
ἀδύνατο σέ νοῦ ἀνθρώπου νά συλλάβει τό μεγαλεῖο τοῦ ἔργου, πού τέλεσε μέσα στά
πλαίσια τοῦ σωτήριου ἔργου τῆς Ἐκκλησίας τό ἕνα καί μοναδικό γυναικεῖο πρόσωπο
τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου Μαρίας.
Οἱ
διακονίες στήν Ἐκκλησία εἶναι πολλές. Καί οἱ ἀνάγκες στόν ἀγῶνα Της μεγάλες. Ὁ Ἀπ.
Παῦλος παραλληλίζει τήν Ἐκκλησία πρός τό ἀνθρώπινο σῶμα, ὅπου πολλά μέλη μέ
ποικίλη λειτουργικότητα συγκροτοῦν μιά εὔρυθμη ἑνότητα (βλ. Α΄ Κορ. ιβ΄ 4-31). Ἔτσι,
διαχωρίζει καί τίς διακονίες: «οὕς μέν ἔθετο
ὁ Θεός ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ πρῶτον ἀποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους,
ἔπειτα δυνάμεις, εἴτα χαρίσματα ἰαμάτων, ἀντιλήψεις, κυβερνήσεις, γένη γλωσσῶν».
Χωρίς νά ὑπεισέλθουμε στήν ἑρμηνεία κάθε διακονίας χωριστά, θά τονίσουμε ὅτι ἀπό
τό κείμενο τοῦ Ἀπ. Παύλου καί ἀπό τήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, φαίνεται ὅτι αὐτά
τά χαρίσματα καί οἱ διακονίες ἀφοροῦν καί τόν κλῆρο καί τό λαό.
Ἔτσι
βλέπουμε στήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας νά προβάλλονται καί νά τιμῶνται ἅγιες γυναῖκες
γιά ἱεροποστολικό ἔργο. Ἔχουμε τίς συνεργάτιδες τῶν Ἀποστόλων, πολλές ἀπό τίς ὁποῖες
ἀναφέρονται στίς Πράξεις. Ὁ ἱερός Χρυσόστομος λέγει γι’ αὐτές: «λεόντων θερμότεραι αἱ τότε γυναῖκες ἦσαν
διανεμόμεναι πρός τούς ἀποστόλους τούς ὑπέρ τοῦ κηρύγματος πόνους (πιό
ψυχωμένες κι’ ἀπό λιοντάρια, συμμερίζονταν μέ τούς Ἀποστόλους τούς κόπους τῆς ἱεραποστολῆς)»
(PG 60, 669). Ὁ παλαιός ἐξ
ἄλλου ἑρμηνευτής τῆς Γραφῆς Ἀμμώνιος ἐπαινεῖ τόν γνωστό ἀπό τίς Πράξεις ἀπόστολο
Ἀπολλώ, σοφό γνώστη τῆς Π. Διαθήκης, διότι «καίπερ
λόγιος ὤν … οὐκ ἀπηξίωσε τό ἀκριβές τῆς πίστεως παρά γυναικός μαθεῖν».
Πρόκειται γιά τήν Ἁγ. Πρίσκιλλα (Πράξ. ιη΄ 26). Ἄλλος δέ ἑρμηνευτής, ὁ Οἰκουμένιος,
λέγει γιά τήν συνεργάτιδα τοῦ Ἀποστόλου Παύλου Μαριάμ, «ἥτις πολλά ἐκοπίασεν» (Ρωμ. ιστ΄ 6), ὅτι «οὐ μόνον εἰς ἑαυτήν ἐκοπίασεν, ἵνα σωθῇ, … ἀλλά καί ἀποστόλου τάξιν
πληροῦσα καί εὐγγελιστοῦ».
Ἔχουμε ἐξ ἄλλου στήν Ἐκκλησία ἅγιες προφήτιδες, πού ἀξιώθηκαν νά δεχθοῦν
τή χάρη τῆς πρόσβασης στίς βουλές τοῦ Θεοῦ καί νά καθοδηγοῦν τό λαό κατά τό θεῖο
θέλημα. Ἤδη ὁ Προφήτης Ἰωήλ ἀναφερόμενος στήν ἵδρυση τῆς Ἐκκλησίας κατά τήν
Πεντηκοστή εἶχε προείπει, ὡς ἐκ στόματος τοῦ Θεοῦ: «ἐκχεῶ τό Πνεῦμα μου ἐφ’ ὑμᾶς … καί προφητεύσουσιν οἱ υἱοί ὑμῶν καί αἱ
θυγατέρες ὑμῶν» (γ΄ 1). Ἔχουμε ἀκόμα ἁγίες σοφές κατά Θεόν, ἀλλά καί ἐγκρατεῖς
παχυλῆς θύραθεν σοφίας καί πολλῶν ταλάντων, ὅπως π.χ. τήν Ἁγ. Αἰκατερίνη, πού ἀναμετρήθηκε
μέ εἰδωλολάτρες φιλοσόφους, τήν Ἁγ.
Κασσιανή, σπουδαία θεολόγο, ὑμνογράφο, καί μελωδό, κ.α. Ἡ Ἐκκλησία σεμνύνεται
γιά στρατιές ἁγίων γυναικῶν μέ εἰδικά χαρίσματα, ὅπως θαυματουργές, ὁσίες, ἀσκήτριες,
ἀκόμα καί «κατά Χριστόν σαλές». Τιμᾶ δέ ἀναρίθμητο πλῆθος γυναικῶν μαρτύρων, ὁμολογητῶν,
δικαίων, κτλ. Τό ἔργο φιλανθρωπίας τῆς Ἐκκλησίας σέ μεγάλο βαθμό βασίστηκε ἀπό
παλιά στίς γυναῖκες. Ἡ Ἐκκλησία δέ χρησιμοποίησε, καί συχνά κατέταξε ἐν ἁγίοις
γυναῖκες, πού κατηχοῦσαν, παρηγοροῦσαν, στήριζαν ὑλικά καί ἠθικά ναυαγούς τῆς
ζωῆς. Ὁδηγοῦσαν ψυχές στόν Παράδεισο.
Ἀλλά,
πάνω ἀπ’ ὅλα, οἱ γυναῖκες ἔχουν τό προνόμιο τοῦ φύλου τους, τήν μητρότητα. Κατά
τήν κοσμική θεώρηση, ἡ μητρότητα εἶναι ἁπλά μιά βιολογική ἰδιαιτερότητα τοῦ
θήλεος, πού ἡ σύγχρονη γυναίκα πρέπει νά ὑποτάσσει στούς ἐπαγγελματικούς
σχεδιασμούς της. Κάποτε δέ καί νά τήν καταστέλλει, ὥστε νά μήν ἀποτελεῖ τροχοπέδη
στήν καλλιέργεια τῶν ταλάντων της εἴτε στόν ἐκκλησιαστικό χῶρο θέλει νά κινηθεῖ,
εἴτε στόν κοσμικό. Γιά τήν Ἐκκλησία ὅμως ἡ μητρότητα ἔχει ὑπαρξιακό βάθος. Στήν
ὀρθόδοξη Ι. Παράδοση, ὁ Θεός καλεῖται Πατέρας, ἀλλά ἡ Ἐκκλησία Μητέρα. Μητέρα ὅλων
τῶν πιστῶν. Ἄμωμη καί ὑπερένδοξη ὡς σῶμα Χριστοῦ, πού κυοφορεῖ τά τέκνα της,
τούς πιστούς, καί ὠδίνει γιά νά τά φέρει στήν πνευματική ὕπαρξη· καί τά γαλουχεῖ
καί τά ἐκτρέφει ἐν Χριστῷ· καί πάσχει γι’ αὐτά καί ἀγωνιᾶ «ἄχρις οὗ μορφωθῇ Χριστός» μέσα τους καί προοδεύσουν «εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ»
(Πρβλ. Γαλ. δ΄ 19 καί Ἐφ. δ΄ 13). Ἕως ὅτου, δηλαδή, ὠριμάσουν πνευματικά καί μοιάσουν
στό Χριστό. Καί ὅλ’ αὐτά σ’ ἕνα περιβάλλον διαρκοῦς ἀποστασίας, σέ κλίμα διαχρονικά
βαρύ καί ἐχθρικό, πού ἀπωθεῖ τήν Ἐκκλησία στό περιθώριο καί θέλει νά Τῆς πάρει τά
παιδιά, νά τά κάνει γενιτσάρους, νά τά στρέψει
ἐναντίον Της, νά ἀκυρώσει τή σωστική παρέμβασή Της στόν κόσμο.
Ὁ διάπλους
τῆς Ἐκκλησίας στά πέλαγη τοῦ κόσμου, πού σέρνει τή «μητρική σαγήνη» Της γιά νά ἀλιεύσει
ἀνθρώπους μέσα ἀπ’ τούς τυφῶνες τῆς μεταπτωτικῆς ζωῆς, δέν εἶναι ἀποκλειστική εὐθύνη
τοῦ κλήρου. Ὁ ἱερός Χρυσόστομος καλεῖ ὅλα τά λαϊκά μέλη τῆς Ἐκκλησίας νά
συστρατευθοῦν: «Παρακαλῶ μή τό πᾶν ἐφ' ἡμᾶς (τούς κληρικούς) ρίψαντες, νομίζειν ἀνευθύνους εἶναι ὑμᾶς αὐτούς"
(PG 62,88). Λαϊκά μέλη, πού δέν διακονοῦν τήν Ἐκκλησία, εἶναι μέλη
νεκρά. Ὅσο καί ἄν βολεύει κάποιους κληρικούς ἡ ἐξουσιαστική αὐθαιρεσία, ἤ
λαϊκούς τό χουζούρι τῆς ἀνευθυνότητας, συνιστᾶ σοβαρή αἱρετική παρέκλυση τό νά
περιορίζουμε τήν Ἐκκλησία μέσα σ’ ἕνα κλειστό σύστημα κληρικῶν, πού παρέχει θρησκευτικές
«ὑπηρεσίες», σ’ ἕνα λαό ἀναίσθητο, ἀνεύθυνο καί ἀδιάφορο. Καί ιδίως ὅταν αὐτές
οἱ «ὑπηρεσίες» προσφέρονται γιά νά κολακεύουν, τήν ματαιοδοξία κάποιων πιστῶν, ἤ
συνυφαίνονται μέ θεαματικά δρώμενα στά πλαίσιο τῆς διατήρησης τῶν ἐθίμων τῆς λαϊκῆς
παράδοσης, ἥ ἀκόμα τελοῦνται «γιά τό καλό». Ἐκλαμβάνονται δηλαδή σάν τελετές σαμανικῆς
χροιᾶς, πρός ἐξασφάλιση τῆς εὐνοίας ὑπερφυσικῶν δυνάμεων ἥ ἐξορκισμό «τοῦ κακοῦ».
Αὐτή καθ’ αὐτήν ἡ «μητρική σαγήνη» τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι
φτιαγμένη ἀπό ἄψυχα σκοινιά καί σπάγκους, οὔτε ἀπό μαγικά φετίχ, ἀλλά ἀπό νηφάλιες
καί γενναῖες καρδιές καί προαιρέσεις ἀνθρώπων, πού στρατεύονται στό ἔργο αὐτό. Χωρίς
οἱ ἄνδρες νά ἀπαλλάσσονται ἀπό τή στράτευση … λόγω φύλου(!), ἡ ὑφή τοῦ ἔργου ἁρμόζει
ἄριστα στή γυναίκα: ἡ σύλληψη καί ἐκτροφή «λογικῶν ἰχθύων», τέκνων τῆς Ἐκκλησίας,
δέν κινεῖται γι’ αὐτήν μόνο στή σφαίρα τῆς ἀλληγορίας, ἀλλά μπορεῖ νά ἐνταχθεῖ
στή ἀναπαραγωγική της φυσιολογία. Καί αὐτό ἀφορᾶ τήν συντριπτική πλειοψηφία τῶν
γυναικῶν, πού ἐπιλέγουν τόν ἔγγαμο βίο: μποροῦν, ἄν θέλουν, νά εἶναι ὄχι μόνο βιολογικές
μητέρες νέων ἀνθρώπων, ἀλλά καί κατά πνεῦμα ἀγωγοί νέων μελῶν στήν Ἐκκλησία. Σέ
τελευταία ἀνάλυση, αὐτοί οἱ κατά Χριστόν «μητρικοί πυρῆνες» στόν κόσμο, οἱ κατά
φύση ἤ οἱ πνευματικοί, εἶναι οἱ ψηφίδες τοῦ ὑπέροχου ψηφιδωτοῦ τῆς ἁγιασμένης Μητρότητας
τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ
μητρότητα, βέβαια, γιά τήν Ὀρθοδοξία, ἄν καί εὐλογημένη, δέν εἶναι λειτούργημα
καταναγκαστικό, ὅπως τή βλέπουμε κάποτε στό Ἰσλάμ. Ἡ γυναίκα, πού δέν ἔγινε σύζυγος
καί μητέρα, εἴτε ἀπό ἐπιλογή, εἴτε λόγω περιστάσεων, εἶναι πολύτιμο μέλος τῆς Ἐκκλησίας
ἐξ ἴσου μέ τή μητέρα, ἀρκεῖ καί οἱ δύο νά πολιτεύονται μέσα στά πλαίσια τῶν ἐντολῶν
τοῦ Θεοῦ καί τῶν ὅρων τῆς φυσικῆς τάξης. Τό πεδίο δράσεως εἶναι γιά ὅλες ἀνοικτό,
(βλ. ἀνωτ. κάποιες νύξεις). Ἐξ ἄλλου στήν Ἐκκλησία ὑπάρχει καί ἡ τάξη τῶν ἀφιερωμένων
παρθένων. Ἡ συμβολή τους μπορεῖ νά ἀναδειχθεῖ ἀνεκτίμητη, ὅπως ὑπῆρξε καί στό
παρελθόν. Ἄλλωστε λέγονται καί αὐτές Μητέρες. Ἐδῶ ὄμως νιώθω ἀδυναμία νά καταγράψω
εἰδικά πεδία δράσεως. Ὑποκλίνομαι σέ ὅσους καί ὅσες παίρνουν τέτοιες ἀποφάσεις
στή ζωή τους. Ὁ νοῦς μου μόνο ἁπλά πετάει στό ἁγιογραφικό χωρίο, πού βεβαιώνει ὅτι:
«Πολλά τά τέκνα τῆς ἐρήμου μᾶλλον ἤ τῆς ἐχούσης τόν ἄνδρα» (Γαλ. δ΄
27)….
Οἱ γυναῖκες ὅπως καί ἡ μεγάλη μάζα τῶν λαϊκῶν ἀνδρῶν δέν
μποροῦν νά ἐπιτελέσουν εἰδικό ἔργο κληρικοῦ. Αὐτό ὅμως δέν σημαίνει ἀπαξίωση.
Στήν Ὀρθοδοξία ὁ κλῆρος δέν ἀποτελεῖ μιά ἐλίτ, μέσα στήν ὁποία καί
μόνο, θά μποροῦσε κανείς, ἄνδρας ἤ γυναίκα, νά ἀξιοποιήσει τάλαντα, πού ἐκτός
κλήρου μένουν ἄχρηστα. Ἡ θέση τοῦ κληρικοῦ ἔχει τίς ἰδιαίτερες ἀπαιτήσεις της. Γιαυτό
χρειάζεται εἰδική προσοχή καί δοκιμασία γιά ὅποιον κληθεῖ νά ἀναλάβει τέτοιο ἔργο.
Ἡ κλήση ὅμως αὐτή καθ’ αὐτήν δέν συνιστᾶ κοινωνική διάκριση, οὔτε ἀπονέμεται σά
βραβεῖο ἀκαδημαϊκῶν ἐπιδόσεων, οὔτε ἀποτελεῖ πεδίο καταξίωσης, ὅπως φαντάζουν
χιμαιρικά τά περίοπτα κοσμικά πόστα. Ὁ κληρικός καλεῖται σέ εἰδική διακονία, κατά
τήν ὁποία, ὅταν εἶναι ἄξιος τῆς κλήσεώς του, δέν διακατέχεται ἀπό ναρκισσιστικά
κόμπλεξ ἀνωτερότητας. Ἀναγνωρίζει τά χαρίσματα τοῦ λαϊκοῦ στοιχείου, καί δέν ἀπαξιώνει,
οὔτε παραγκωνίζει τίς διακονίες τῶν λαϊκῶν, ἀνδρῶν καί γυναικῶν. Μᾶλλον τίς ἀναδεικνύει.
Ὅλοι δέ μαζί συνυφαίνονται ἁρμονικά μεταξύ τους, καί συγκροτοῦν τή «θεία παρεμβολή»
τοῦ Λαοῦ τοῦ Θεοῦ, τή στρατευομένη Ἐκκλησία ἐπί τῆς γῆς, μέ προοπτική νά
συγκροτήσουν, κατά τό ἄπειρον ἔλεος τοῦ Θεοῦ, τή θριαμβεύουσα Ἐκκλησία στή
Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.
Ἐ. Χ. Οἰκονομάκος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου