«ΕΙΣΑΙ ΠΑΛΙΟΓΕΡΟΣ»
Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο
τοῦ Γέρ. Ἐφραίμ Φιλοθεΐτου
«Ὁ Γέροντάς μου,
Ἰωσὴφ ὁ Ἡσυχαστὴς καὶ Σπηλαιώτης»
ἔκδ. Ἱ. Μονῆς Ἁγ. Ἀντωνίου Ἀριζόνας 2014
σελ. 72-74
Ἠλ. στοιχειοθεσία «Χριστιανικῆς Βιβλιογραφίας»
. Κάποια μέρα, στὰ Κατουνάκια,
ἕνας γείτονας μοναχός, Κρητικὸς στὴν καταγωγή, ἄρχισε νὰ φωνάζῃ καὶ νὰ
βρίζῃ ἄδικα τὸν Γερο-Ἐφραίμ, γιὰ κάποιο ὁροθέσιο κοντὰ στὴν καλύβη τους.
— Εἶσαι παλιόγερος, εἶσαι τέτοιος, εἶσαι τέτοιος…
. Τοῦ ’λεγε, καὶ ὁ Γερο-Ἐφραίμ, ἐπειδὴ ἦταν πολὺ πράος καὶ ἁπλὸς δὲν ἤθελε νὰ ἀπαντήσῃ καὶ γι’ αὐτὸ φώναζε:
— Τί τραβάω ἀπ’ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο! Τί τραβάω ἀπ’ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο!
. Ὁ Φραγκίσκος, νέος τότε μὲ ζωντανὰ τὰ πάθη ἀκόμα μέσα του,
μόλις εἶδε τὸ σκηνικὸ ἄναψε ἀπὸ τὸν θυμό. Σκέφθηκε νὰ βγῇ ἔξω
ἀγανακτισμένος καὶ νὰ «τακτοποιήσῃ» τὸν ἀγενῆ γείτονα, διότι ἄδικα
στενοχωροῦσε τὸν Γέροντά του.
. Ἡ καρδιὰ τοῦ νεαροῦ ὑποτακτικοῦ ἄρχισε νὰ κτυπάῃ γρήγορα, τὸ
αἷμα νὰ βράζῃ καὶ ὁ νοῦς νὰ θολώνῃ, διότι ἦταν ἐκ φύσεως λίαν θυμώδης. Ὁ
λογισμὸς τοῦ ἔλεγε: «Βγὲς ἔξω καὶ κτύπα τον!»
. Κατάλαβε ὅμως πώς, ἐὰν ἔβγαινε ἔξω, δὲν μποροῦσε νὰ προβλέψῃ
ποῦ θὰ ἔφθανε. Σὰν ἀνδρεῖος καὶ ὁρμητικὸς ποὺ ἦταν, θὰ ἔκανε μεγάλη
ζημιά. «Ἂν βγῶ ἔξω τώρα, δὲν μοῦ γλυτώνει!» ἔλεγε μέσα του. Γι’ αὐτὸ
μόλις εἶδε τὸν κίνδυνο κρατήθηκε καὶ ἀμέσως ἔτρεξε μέσα στὸ παρεκκλήσι
τοῦ Εὐαγγελισμοῦ. Ἔπεσε ξαπλωτὸς μέσα στὸ πάτωμα τοῦ ναοῦ καὶ μὲ δάκρυα
καὶ λυγμοὺς ἄρχισε νὰ ἐπικαλῆται τὴν Παναγία μας νὰ τὸν συγκρατήσῃ ἀπὸ
κάποια ἀκραία συμπεριφορά.
— Βοήθα με! Βοήθα με, τώρα, Παναγιά μου, νὰ μὴ βγῶ ἔξω! Βοήθα με Χριστέ μου, σῶσε με. Διότι ἂν βγῶ ἔξω τώρα, δὲν ξέρω τί θὰ γίνῃ. Βοήθα με, σῶσε με, κατεύνασε τὸ πάθος.
. Κλαίγοντας καὶ ὀδυρόμενος βρέχοντας τὸ ἔδαφος μὲ τὴν
πλημμύρα τῶν δακρύων του, τὸ πάθος τοῦ θυμοῦ ὑποχώρησε καὶ ὁ νεαρὸς
ὑποτακτικὸς ἠρέμησε καὶ λογικεύθηκε. Καὶ ἀφοῦ εἰρήνευσε, βγῆκε ἔξω καὶ
τακτοποίησε τὸ πρᾶγμα μὲ πολλὴ ἀγάπη καὶ γλυκύτητα:
— Ἔ, δὲν εἶναι καὶ τίποτε σπουδαῖο. Δὲν ἤρθαμε ἐδῶ νὰ κληρονομήσουμε
καλύβες καὶ ἐλιὲς καὶ βράχια. Ἐδῶ ἤρθαμε γιὰ τὴν ψυχή μας, ἤρθαμε γιὰ
ἀγάπη. Ἂν χάσουμε τὴν ἀγάπη, χάσαμε τὸν Θεό. Αὐτὰ θὰ τ’ ἀφήσουμε, ἀλλὰ
τὴν ἀγάπη θὰ τὴν πάρουμε καὶ θὰ πάρουμε καὶ τὸ μῖσος. Καὶ τί βγαίνει,
Γέροντα, ἐμεῖς ἀφήσαμε γονεῖς, ἀφήσαμε τόσα καὶ τόσα καὶ τώρα θὰ
μαλώνουμε γι’ αὐτό, θὰ γίνουμε ρεζίλι «Ἀγγέλοις καὶ ἀνθρώποις» καὶ σ’
ὅλη τὴν κτίσι;
. Καὶ ἔτσι ὁ ἄξεστος μοναχὸς ὑποχώρησε. Καὶ ὁ Γέροντας Ἰωσὴφ
ἐκ τῶν ὑστέρων ὡμολογοῦσε: «Ἂν δὲν κυριαρχοῦσα στὸν θυμό μου ἐκείνη τὴ
μέρα, ἴσως καὶ νὰ σκότωνα τὸν μοναχό, γιατί εἶχα τόση ἀνδρεία καὶ δύναμι
μέσα μου, ποὺ μποροῦσα νὰ τὰ βάλω μὲ δέκα καὶ νὰ τοὺς νικήσω. Ἔτσι ἦταν
ἡ πρώτη νίκη ποὺ ἔκανα στὸ ἀρχικό μου στάδιο. Ἀπὸ τότε ἔνοιωσα τὸν
θυμό, τὴν ὀργὴ νὰ ἔχῃ πέσει, νὰ μὴν ἔχῃ αὐτὴ τὴν ἔντασι».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου