Τρίτη 24 Φεβρουαρίου 2015

ΟΣΙΟΥ ΠΕΤΡΟΥ ΤΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ, Η ΠΡΩΤΗ ΓΝΩΣΗ



                                                                                                                                                                     
                                                                                                  ΤΟΥ  ΝΙΚΟΛ.  ΒΟΪΝΕΣΚΟΥ

Ο Όσιος Πέτρος ο Δαμασκηνός (8ος αιώνας μ.Χ.) είναι ένας μεγάλος διδάσκαλος της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας. Στον τρίτο τόμο της Φιλοκαλίας μιλώντας για την πρώτη γνώση, που έχει σχέση με την αυτογνωσία, διδάσκει τα εξής αξιοπρόσεκτα:
Πρώτη γνώση είναι εκείνη δια της οποίας δίνονται και οι άλλες γνώσεις σε εκείνον που έχει την προαίρεση. Εκείνος, λοιπόν,

που θα αξιωθεί να φτάσει σε αυτήν πρέπει να κάνει ως εξής: Να καθίσει στραμμένος προς την ανατολή όπως κάποτε ο Αδάμ και να μελετά τα παρακάτω. Κάθισε ο Αδάμ μετά την πτώση και έκλαψε απέναντι στον Παράδεισο χτυπώντας  με τα χέρια του το πρόσωπό του και έλεγε: «Εύσπλαχνε, σπλαχνίσου με που παραστράτησα». Επίσης και το άλλο του Τριωδίου. Όταν είδε ο Αδάμ τον άγγελο που έσπρωξε και έκλεισε την θύρα του θείου κήπου, αναστέναξε δυνατά και έλεγε: «Εύσπλαχνε, σπλαχνίσου με που παραστράτησα». Κατόπιν κατανοώντας όσα έγιναν, αρχίζει να θρηνεί  με στεναγμούς μέσα από  την ψυχή του και κουνώντας το κεφάλι του λέει με πόνο καρδιάς: «Αλλοίμονο σε εμένα τον αμαρτωλό τι έπαθα, αλλοίμονο τι ήμουν και τι έγινα, αλλοίμονο τι έχασα και τι βρήκα, αντί για τον παράδεισο βρήκα τον φθαρτό αυτόν κόσμο, αντί για το Θεό και τη συναναστροφή των αγγέλων βρήκα τον διάβολο και τους ακάθαρτους δαίμονες, αντί για την ανάπαυση τον κόπο, αντί για την απόλαυση και τη χαρά, τη θλίψη του κόσμου και τη λύπη, αντί για την ειρήνη  και την ατέλειωτη ευφροσύνη, τον φόβο και τα επίπονα δάκρυα, αντί για την αγαθότητα και την απάθεια, την πονηρία και τα πάθη, αντί για τη σοφία και την οικειότητα με τον Θεό, την αγνωσία και την εξορία, αντί για την αμεριμνία και την ελευθερία, βρήκα την γεμάτη φροντίδες ζωή και την κάκιστη δουλεία. Αλλοίμονο, αλλοίμονο, πώς δημιουργήθηκα βασιλιάς και κατάντησα δούλος στα πάθη με την ανοησία μου, αλλοίμονο σε εμένα τον άθλιο πώς αντί για την ζωή τράβηξα κοντά μου τον θάνατο με την παρακοή. Αλλοίμονο, αλλοίμονο τι έπαθα ο ταλαίπωρος με την αμαρτία μου. Τι να κάνω; Από εδώ είναι πόλεμοι, από εκεί ταραχές, από εδώ αρρώστιες και από εκεί πειρασμοί, εδώ κίνδυνοι εκεί ναυάγια, εδώ φόβοι εκεί λύπες, εδώ πάθη εκεί αμαρτίες, εδώ πίκρες εκεί στεναχώριες. Αλλοίμονο σε εμένα τον άθλιο τι θα κάνω; Πού να φύγω; Από παντού αδιέξοδο όπως είπε η  αγνή Σωσάννα. Τι να ζητήσω, δεν ξέρω. Αν ζητήσω ζωή, φοβούμαι τους πειρασμούς, τις μεταβολές της ζωής και τα συναπαντήματα.  
Βλέπω τον εωσφόρο που ήταν σαν τον αυγερινό που ανατέλλει  το πρωί να καταντά και να λέγεται διάβολος. Τον πρωτόπλαστο εξόριστο. Τον Κάιν αδελφοκτόνο, τον Χαναάν  καταραμένο, τους σοδομίτες καμένους με φωτιά, τον Ησαύ έκπτωτο, τους Ισραηλίτες να δέχονται την οργή του Θεού, τον Γιεζί και τον απόστολο Ιούδα χαμένους, διότι νοσούσαν από φιλαργυρία, τον προφητάνακτα Δαυίδ να κλαίει για δύο βαριά αμαρτήματα, τον Σολομώντα με την τόση σοφία να πέφτει, έναν από τους σαράντα μάρτυρες να δειλιάζει και να χάνει όχι μόνο την επίγεια αλλά και την ουράνια ζωή, διότι μόλις πλησίασε την φωτιά για να ζεσταθεί, ξεψύχησε και πήγε στην αιώνια φωτιά. Και πολλούς άλλους αναρίθμητους βλέπω που ξέπεσαν, όχι μόνο απίστους αλλά και πολλούς από τους πατέρες που είχαν κάνει πολλούς αγώνες.
Ποιος είμαι λοιπόν εγώ, ο χειρότερος, ο πιο αναίσθητος και αδύνατος  από όλους; Τι να ονομάσω τον εαυτό μου; Ο Αβραάμ αποκαλεί τον εαυτό του χώμα και στάχτη, ο Δαβίδ ψόφιο σκύλο και ψύλλο μεταξύ των Ισραηλιτών, ο Σολομών μικρό παιδί που δεν ξεχωρίζει δεξιά ή αριστερά. Οι Τρείς Παίδες λένε: «Γίναμε ντροπή και ονειδισμός», ο προφήτης Ησαΐας λέει: «Ταλαίπωρος που είμαι» και ο προφήτης Αβακούμ: «Εγώ είμαι μικρός στην ηλικία», ο απόστολος Παύλος λέει τον εαυτό του πρώτο από τους αμαρτωλούς και όλοι οι άλλοι άγιοι λένε ότι δεν είναι τίποτα. Εγώ λοιπόν τι θα κάνω; Πού θα κρυφτώ από τις πολλές μου αμαρτίες; Τι θα γίνω εγώ που είμαι μηδέν και χειρότερος από το μηδέν; Διότι το μηδέν δεν αμάρτησε, ούτε ευεργετήθηκε όπως εγώ. Αλλοίμονο, πώς θα περάσω τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής μου και  πώς θα ξεφύγω τις παγίδες του διαβόλου; Οι δαίμονες είναι άγρυπνοι και άυλοι, ο θάνατος είναι  κοντά και  εγώ αδύναμος. Κύριε, βοήθησέ με, μην αφήσεις το πλάσμα σου να χαθεί αφού εσύ νοιάζεσαι για μένα τον άθλιο. Φανέρωσέ μου Κύριε, δρόμο να βαδίσω, διότι σε εσένα ανύψωσα την ψυχή μου. Μην με εγκαταλείψεις Κύριε Θεέ μου, μην απομακρυνθείς από εμένα, πλησίασε και βοήθησέ με, Κύριε της σωτηρίας μου.
Έτσι συντρίβεται η ψυχή από αυτά τα λόγια και όταν πολυκαιρίσει κανείς σε αυτά και αποκτήσει το θείο φόβο αρχίζει ο νους  να παρατηρεί και να μελετά τα λόγια της δεύτερης γνώσεως.                                                  


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου