Καρναβαλικὴ ἀντι-κανονικότητα
Γράφει ἡ Σοφία Τσέκου
Μία ἀπορία ἐτῶν, ποὺ ἐπὶ ἔτη
παραμένει ἀπορία:
Γιατί καρναβαλίζουμε ὡς
καρνάβαλοι, ἀποχαυνωμένοι μέσα στὸ πυκνὸ σκότος τῆς ἀγνοίας καὶ τῆς ἀσυνείδητης
προσαρμογῆς μας σὲ ὅτι ἀνερυθρίαστα μᾶς πλασάρουν καὶ ἀνεμπόδιστα μᾶς
πασάρουν;
Διάγουμε τίς ἡμέρες τοῦ
Τριωδίου καὶ ὁδεύουμε στὴν κατάνυξη τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ὅπου, σὲ κανονικὲς
συνθῆκες, ὁ νοῦς συστέλλεται καὶ ἡ διάνοια περιμαζεύεται. Ἐνσκήπτει
ὁ ταλαίπωρος ἄνθρωπος βαθύτερα στὰ ἐνδότερα τῆς ὕπαρξῆς του καὶ ὁδεύει ἀγωνιζόμενος
σὲ ἀναβάσεις περισσότερο πνευματικές. Σὲ κανονικὲς συνθῆκες, τέτοιες ἡμέρες,
τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο ἀπεκδύεται τὰ προσωπεῖα καὶ χωρὶς τὶς μάσκες ποὺ παραποιοῦν,
προσπαθεῖ νὰ δεῖ καὶ νὰ ἀντέξει τὴν ἀλήθειά του. Ἡ κανονικότητα ἀπαιτεῖ
συστολή, σιωπὴ καὶ προσοχὴ προκειμένου νὰ «εἰσέλθει εἰς ἑαυτόν». Σὲ
κανονικὲς καὶ ἄρα ὁμαλὲς συνθῆκες κάτι τέτοιο θὰ ἤταν δεδομένο καὶ εὐκόλως ἐννοούμενο.
Ποιὸς εἶπε ὅμως ὅτι ζοῦμε σὲ
κανονικὲς συνθῆκες; Πόσο κανονικὰ εἶναι ὅλα αὐτὰ τὰ ξέφρενα καὶ μανιώδη,
χαζοχαρούμενα εὐτράπελα, θορυβώδη καὶ ἀλλοπρόσαλλα ἀποκριάτικα καμώματά
μας; Ἔχουν καμιὰ σχέση μὲ τὴν νήψη τῶν ἡμερῶν; Προάγουν τὴν ἀνθρώπινη ψυχὴ νὰ ἐγκλιματιστεὶ
σταδιακὰ στὴν προετοιμασία γιὰ τὴν καθαρτήρια καὶ κατανυκτικὴ περίοδο τῆς
Σαρακοστῆς;
Ἐνῶ ὑμνεῖται διθυραμβικῶς καὶ ἀπρεπῶς
ἡ ὕλη, ἀγνοεῖται ἐμφανῶς καὶ περιφρονητικῶς τὸ πνεῦμα.
Καὶ αὐτό, οἱ δύστυχοι, τὸ
βιώνουμε ὡς φυσιολογικὴ καὶ κανονικὴ....
κατάσταση, τὸ ἀπολαμβάνουμε ὡς μορφὴ
ψυχαγωγίας καὶ νοιώθουμε κορεσμὸ καὶ εὐχαρίστηση ποὺ τὸ «ρίξαμε» καὶ πάλι
ἔξω, εὐχόμενοι οἱ ἀφελεῖς νὰ τὸ ξαναζήσουμε καὶ τοῦ χρόνου... Καὶ
γλεντοκοπᾶμε στὴν ἀμεριμνησία μας καὶ μεθοκοπᾶμε στὴν ἀσχετοσύνη μας,
χαριεντιζόμενοι καὶ βαυκαλιζόμενοι ὅτι τηροῦμε καὶ τις ἱερὲς παραδόσεις τοῦ
τόπου μας... τρομάρα μας!
Καὶ ὅμως δὲν εἶναι αὐτὸ τὸ
Τριώδιο, οὔτε Ἀπόκριες σημαίνει ἕνα ξέφρενο πανηγύρι στὸ ὁποῖο λατρεύεται
ἡ σάρκα καὶ θεοποιεῖται ἡ ὕλη.
Θὰ περίμενε κανεὶς ἀπέναντι ἀπὸ τὰ
καρναβαλίστικα δρώμενα μὲ ὅλα τὰ συμπαραμαρτούντα τους, ἀπέναντι σὲ αὐτὴ
τὴν ἀντικανονικότητα καὶ φιλοσοφία τοῦ παραλόγου, ποὺ οὐδόλως συνάδει μὲ
τὸ κλίμα τῶν ἡμερῶν, πρώτη νὰ ἄρθρωνε φωνὴ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Ὄχι γιὰ νὰ καταδικάσει, οὔτε νὰ ἐλέγξει,
πολλῶ δὲ μᾶλλον νὰ ἀπομονώσει ἢ νὰ καυτηριάσει. Ἁπλῶς νὰ κατηχήσει. Ἁπλά,
χαμηλόφωνα καὶ ταπεινά. Νὰ κάνει τὸ αὐτονόητο. Νὰ μιλήσει ἀνθρώπινα στὴν ἀνθρώπινη
ψυχή, ἡ ὁποία, ἐνῶ κανονικὰ θὰ ἔπρεπε νὰ θρηνεῖ τὴν πτώση τοῦ Ἀδὰμ (κυρίως τὴν
τελευταία Κυριακὴ τῶν Ἀποκριῶν), ἐκείνη, ὡς περιπλανώμενη ὕπαρξη καὶ ὡς τὸ «ἀπολωλός»,
ἐν πλήρει ἀγνωσία καὶ ἀσυνειδησία συνεχίζει νὰ ἀλητεύει ἐρωτοτροπώντας μὲ τὸν αἰώνιο
ἐχθρό της. Ὅταν λοιπόν, ἀνοίγει τὸ Τριώδιο, ἡ φωνὴ τοῦ Τελώνη δὲν ἀκούγεται
τόσο δυνατὰ ὅσο ἡ φωνὴ τοῦ περιφερόμενου μασκαρά. Ὅταν ὁ Ἄσωτος ἐπιστρέφει
σπίτι του, ὁ
καρνάβαλος τρέχει νὰ τὸν προλάβει πρὶν ἀπὸ τὸ πατρικὸ κατώφλι καὶ ὅταν ἡ Ἐκκλησία
μας μνημονεύει τὴν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν Τελικὴ Κρίση, καίγεται
τὸ πελεκούδι ἀπὸ τὸ γλεντοκόπι τῶν «μέσα στὴν τρελὴ χαρὰ» καὶ εὐθυμία ἀνυποψίαστων(;)
γιὰ τὰ μελλούμενα. Καὶ μὴν μοῦ πεῖτε ὅτι τὸ γεγονὸς τῆς καύσης τοῦ βασιλιᾶ
καρνάβαλου, πρὸς τέρψη καὶ εὐχαρίστηση τῶν πολλῶν, σηματοδοτεῖ την
κάθαρση ἐν ὄψει τῆς νηστείας καὶ ἄλλα τέτοια βολικὰ ποὺ ἀναπαύουν, ὑποτίθεται,
τὶς συνειδήσεις μας. Πρόκειται ἁπλῶς γιὰ ἐπίπεδη καὶ ἐπιδερμικὴ ἑρμηνεία, ποὺ τὴν
προσαρμόζουμε στὶς ἀδυναμίες μας καὶ τὴν ράβουμε στὰ μέτρα μας. Σὲ δουλειά, δηλαδή,
νὰ βρίσκονται οἱ σύγχρονοι ψυχολογικὸ-κοινωνικοὶ ἀναλυτές τῆς ὁμαδικῆς
συμπεριφορᾶς!!
Τέτοια, βλέπετε, μᾶς σερβίρουν,
τέτοια ἐξυπηρετεῖ νὰ ἀκολουθοῦμε, ἔτσι πορευόμαστε, κάπως ἔτσι ἱκανοποιεῖται καὶ
ἡ ἀγορὰ ποὺ ἐπενδύει στὴν ἀποκριάτικη καταναλωτικὴ ὑστερικὴ μανία μας.
Τέτοια καὶ μὲ τέτοιους τρόπους, ἐλαφριᾷ τῇ καρδίᾳ, πράττουμε...
Ὑπάρχει καὶ ἡ βλακώδης ἄποψη ὅτι ὅλα
αὐτὰ τὰ πανηγύρια τονώνουν τὰ παραδοσιακά μας ἔθιμα. Λὲς καὶ οἱ ρυθμοὶ «λάτιν»
μὲ τὶς ἡμίγυμνες ἀλλοδαπές, τὶς ἄσεμνες καὶ ἔκφυλες ὀρδὲς καρναβαλιστῶν, τὰ
βραζιλιάνικα σομπρέρος, φτερὰ καὶ πούπουλα καὶ τὰ ἐκ Λατινικῆς Ἀμερικῆς ἄσματα ἀοιδῶν
καὶ λοιπῶν ἀηδιῶν, εἶναι ἀναπόσπαστο κομμάτι τῆς κουλτούρας μας καὶ τῆς
παράδοσής μας. Ἡ καρναβαλικὴ ἀντικανονικότητα σὲ πολλοὺς τομεῖς καὶ σὲ πλήρη ἐξέλιξη....
Ἡ ἱστορία τοῦ παραλόγου καὶ τὸ μεγαλεῖο τῆς ἀντίφασης στὴν ἐπίπλαστη ἑορταστικὴ
ἀτμόσφαιρα!!
Ἡ ἀλήθεια ὅμως εἶναι ἄλλη καὶ
ἀλλοῦ. Ἐπαφίεται στὸν κατηχητικὸ λόγο τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ στὴν ὑγιῆ παράδοση
μας νὰ ἐπιφέρει τὸ μέτρο καὶ τὴν ἁρμονία ποὺ χάσαμε.
Πλὴν ὀλίγων ἐξαιρέσεων ὑψηλὰ ἱσταμένων
Ἱεραρχῶν, ἡ πλειοψηφία τῶν Μεγαλόσχημων πνευματικῶν ποιμένων μας, μπροστὰ στὸ
κατανυκτικὸ Τριώδιο, ἀντὶ νὰ προσπαθοῦν νὰ θέσουν τὰ πράγματα στὴν ὁμαλὴ ὑλικο-πνευματική
τους ἰσορροπία, ἐπιλέγουν τὴν ὁδὸ τῆς σιγῆς.
Ἀπὸ ἄμβωνος λοιπόν, σιγῆ ἀσυρμάτου.
Ἀπὸ χείλη ἱερέως, σιγῆ ἰχθύος. Τὸ ποίμνιο στὸ μεταξύ, βολοδέρνει ἀκατήχητο
στὶς πομπὲς τῶν ψυχοφθόρων καρνάβαλων σὲ μία ἐκκωφαντικὴ φασαρία, ποὺ μόνο μὲ τὴν
σιγὴ ἑνὸς νεκροῦ μπορεῖ νὰ συγκριθεῖ.
Σοφία Τσέκου, Ἐκπαιδευτικὸς
Κόρινθος
ΠΗΓΗ: ΚΛΙΚ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου