Τρίτη 16 Δεκεμβρίου 2014



Η ΥΠΕΡΗΦΑΝΕΙΑ ΕΙΝΑΙ ΦΟΒΕΡΟ ΚΑΙ ΔΥΣΚΟΛΟΘΕΡΑΠΕΥΤΟ ΠΑΘΟΣ


Κάποιος αρχάριος μοναχός από τη Θηβαΐδα, χωρίς να συμβουλευτεί κανέναν, έκανε υπερβολικές ασκήσεις. Γρήγορα όμως κυριεύτηκε από λογισμούς υπερηφανείας.
-Έφτασες σε μεγάλα μέτρα, του ψιθύρισε ο διάβολος, που άλλος κανένας δεν μπορεί να φτάσει σε τόσο λίγο χρόνο. Σου αξίζει να πάρεις το χάρισμα των θαυμάτων, για να δοξάζεται εξ αιτίας σου ο
Ουράνιος Πατήρ.
Παρακαλούσε λοιπόν στην προσευχή του τον Θεό να του δώσει αυτό το χάρισμα. Μια μέρα σκέφτηκε να συμβουλευτεί το γείτονά του Αναχωρητή, ένα πολύ διακριτικό και άγιο Γέροντα. Ήταν οικονομία Θεού, για να μη χάσει τους κόπους του. Του φανέρωσε τις σκέψεις του και την προσευχή που έκανε, για να τον αξιώσει ο Θεός να κάνη θαύματα. Ύστερα τον παρακάλεσε να τον συμβουλέψει. Ο Γέροντας τον άκουγε συλλογισμένος. Κατάλαβε ευθύς την αρρώστεια, από την οποία έπασχε η ψυχή του αδελφού, αλλά σώπαινε. Εκείνος πάλι εξακολουθούσε να τον παρακαλεί να του ειπεί τη γνώμη του και να του δώσει μια καλή συμβουλή. Αφού έμεινε πολλή ώρα σιωπηλός ο Γέροντας , τέλος αποφάσισε να μιλήσει:
-Διστάζω, τέκνον, να σε συμβουλέψω, του είπε, γιατί είμαι βέβαιος πως δε θα θελήσεις να μ’ ακούσεις.
Ο αδελφός τότε έδωσε υπόσχεση, πως θα έκανε ό,τι έλεγε ο Γέροντας, σαν να του το έλεγε ο ίδιος ο Θεός.
-Πάρε αυτά τα νομίσματα, του είπε τότε εκείνος και του έδωσε λίγα χρήματα που είχε από το εργόχειρό του. Κατέβα στην πόλη κι αγόρασε δέκα λίτρες κρέας, δέκα ψωμιά και δέκα λίτρες κρασί.
Ο αδελφός απόρησε. Τι τα ήθελε όλα αυτά ο Αναχωρητής; Μα δε μπορούσε να αρνηθεί, γιατί είχε δώσει υπόσχεση να τον υπακούσει. Έφυγε στεναχωρημένος. Πώς να πήγαινε, μονάχος αυτός, ν’ αγοράσει κρασί και κρέας; Τι θα λέγανε εις βάρος του οι άνθρωποι;
Με πολλή ντροπή έκανε τα παράδοξα ψώνια και τα πήγε στον Αναχωρητή.
-Μου έδωσες υπόσχεση, του θύμισε εκείνος, πως θα κάνης ό,τι σου ειπώ.
Ο νέος είχε ήδη μετανοήσει για την υπόσχεση, μα τώρα πια δε μπορούσε να κάνει αλλιώς.
-Πάρε αυτά τα τρόφιμα στο κελλί σου, τον πρόσταξε ο Γέροντας, και τρώγε κάθε μέρα ένα ψωμί, μια λίτρα κρέας και πίνε άλλη μια κρασί. Όταν τελειώσουν, έλα πάλι να με ιδείς.
Απαρηγόρητος ο αδελφός γύρισε στο κελλί του. Ύστερα από τόση νηστεία να καταντήσει να τρώει κρέας και να πίνει κρασί; Γιατί μου το έκανε αυτό ο Γέροντας; Συλλογιζόταν. Του ερχόταν η επιθυμία να παρακούσει, αλλά τον συγκρατούσε η υπόσχεση που είχε δώσει, χωρίς να τον βιάσει κανείς. Όταν έφτανε η ώρα να φάγει, έβρεχε το ψωμί του με τα δάκρυά του. Έλεγε τον εαυτό του άθλιο και αμαρτωλό και θεωρούσε όλα αυτά εγκατάλειψη Θεού. Βλέποντας ο Θεός την ταπεινοσύνη του, τον φώτισε να καταλάβει από πού του ήρθε η τιμωρία. Ύστερα από δέκα μέρες πήγε πολύ συντριμμένος στον Άγιο Γέροντα. Απόρησε εκείνος, όταν τον είδε χλωμό και αδύνατο, παρ’ όλη την καλοφαγία.
-Παιδί μου, του είπε με πολύ καλοσύνη, ευχαρίστησε το Φιλάνθρωπο Θεό, που δεν άφησε το πνεύμα της υπερηφανείας να σε κυριέψει και να σε οδηγήσει στην καταστροφή. Ο διάβολος έχει αυτό το τέχνασμα πρόχειρο. Όταν δεν κατορθώσει να ρίξει τον αγωνιστή σε αμέλεια και οκνηρία, τον ρίχνει σε υπερβολές για να τον παραδώσει ύστερα αιχμάλωτο στην υπερηφάνεια. Και τώρα θα σου φανερώσω τι είδα, όταν πρωτοήρθες εδώ. Δύο δαίμονες με μορφή πιθήκων σε ακολουθούσαν και καθένας προσπαθούσε να σε τραβήξει με το μέρος του. Ήσαν τα πνεύματα της κενοδοξίας και της υπερηφανείας. Τώρα έχουν εξαφανιστεί. Αντί λοιπόν να ζητάς από τον Θεό να κάνης θαύματα, που δεν είναι τόσο σημαντικό, να τον ευχαριστείς που σε απάλλαξε από τις παγίδες του διαβόλου. Αυτό είναι το μεγαλύτερο και ωφελιμότερο θαύμα.
Ο αδελφός ευχαρίστησε τον Γέροντα για τις καλές του συμβουλές και γύρισε στο κελλί του διορθωμένος.    
                                                                               Από το γεροντικό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου