Δευτέρα 15 Δεκεμβρίου 2014

«Ο ΚΑΙΝΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ»: ΘΕΜΕΛΙΟ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ-1

Ὁ ἄνθρωπος κατά τό λόγο τῆς θείας οἰκονομίας Κωνσταντίνου Β. Σκουτέρη, Καθηγητοῦ Πανεπιστημίου

[…] Ὁ ἄνθρωπος, κατά τό λόγο τῆς θείας οἰκονομίας, ἐνῶ ζῆ καί ἐπιβιώνει μέσα στήν πολλαπλότητα τῆς κοσμικῆς καί τῆς ἱστορικῆς πραγματικότητας, στήν οὐσία συνιστᾶ “καινήν κτίσιν” (Β´ Κορ. ε´ 17). Ἐνῶ πορεύεται μέσα στήν ἀκατανόητη ἀναγκαιότητα τοῦ χρόνου καί τοῦ χώρου εἶναι ὀντότης μιᾶς ἄλλης τάξεως καί κοινωνίας. Χωρίς νά ἀρνεῖται τόν κόσμο καί τό ἱστορικό, κοινωνικό καί πολιτισμικό του περιβάλλον, ὅπως θά ἤθελε μιά μονιστική μεταφυσική ἤ ἡ μανιχαϊκή ὀντολογία, ἀνατρέπει τή γνωστή κατεύθυνση, ἀπό τή ζωή στό θάνατο, ἀφοῦ ἐν Χριστῷ “μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τήν ζωήν” (Ἰω. ε´ 24). Χωρίς νά ἀπαρνεῖται τόν κοσμικό χῶρο στόν ὁποῖο ὑπάρχει, δρᾶ καί πορεύεται, ὁ ἄνθρωπος τῆς νέας Διαθήκης ἀντιλαμβάνεται ὅτι ἡ ζωή του “κέκρυπται σύν τῷ Χριστῷ ἐν τῷ Θεῷ” (Κολ. γ´ 2-3).
.               Μιά προσεκτική μελέτη τῶν βιβλικῶν δεδομένων μᾶς φέρνει μπροστά στήν ἔννοια τοῦ “καινοῦ ἀνθρώπου”. Ἡ ἔννοια αὐτή κατανοήθηκε στή χριστιανική παράδοση σάν ἀφετηριακό καί θεμελιῶδες στοιχεῖο τῆς χριστιανικῆς ἀνθρωπολογίας. Θά μπορούσαμε ἀπερίφραστα νά ποῦμε ὅτι, ἡ χριστιανική περί ἀνθρώπου διδασκαλία δέν εἶναι στήν οὐσία ἄλλο παρά θεολογία τοῦ “καινοῦ” ἀνθρώπου. Στήν Καινή Διαθήκη καί εἰδικώτερα στή θεολογία τοῦ Παύλου ὁ “καινός ἄνθρωπος” παρίσταται ὡς προϊόν τῆς οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ, ἀντιδιαστέλλεται δέ ἀπό τόν “παλαιόν ἄνθρωπον”. Εἶναι γνωστό ὅτι μέ τήν ἔννοια “παλαιός ἄνθρωπος” ὁ Παῦλος περιγράφει τόν ἄνθρωπο τῆς ἁμαρτίας (Ρωμ. ϛ´ 6. Κολ. γ´ 9), τόν “ἀπηλλοτριωμένον τῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ” (Ἐφ. δ´ 18), “τόν φθειρόμενον κατά τάς ἐπιθυμίας τῆς ἀπάτης” (Ἐφ. δ´22). Ὁ παλαιός αὐτός ἄνθρωπος παρομοιάζεται μέ “παλαιάν ζύμην”, μέ τήν “ζύμην τῆς κακίας καί πονηρίας”, πού σέ τελευταία ἀνάλυση εἶναι ἄχρηστη καί πρέπει νά ἀντικατασταθῆ μέ νέα ζύμη “εἰλικρινείας καί ἀληθείας” (Α´ Κορ. ε´7-8).
.               Ἡ διαλεκτική παράσταση τοῦ παλαιοῦ καί τοῦ νέου ἀνθρώπου ἔχει τρεῖς πτυχές, τρεῖς, ἄν θέλετε, ἰδιάζουσες ἀναφορές στή θεολογία τοῦ Παύλου. Κατά πρῶτο λόγο ἔχει ἕνα μυστηριακό χαρακτῆρα, χρησιμοποιεῖται δηλ. σέ σχέση μέ τό Βάπτισμα. “Ὁ παλαιός ἡμῶν ἄνθρωπος συνεσταυρώθη” καί συνετάφη στό ὕδωρ τοῦ Βαπτίσματος, “ἵνα ὥσπερ ἠγέρθη Χριστός ἐκ νεκρῶν διά τῆς δόξης τοῦ Παρός, οὕτω καί ἡμεῖς ἐν καινότητι ζωῆς περιπατήσωμεν” (Ρωμ. ϛ´ 3-6). Τό Βάπτισμα κατανοεῖται ὡς “λουτρόν παλιγγενεσίας καί ἀνακαινώσεως Πνεύματος Ἁγίου” (Τίτ. γ´ 5). Πρόκειται γιά τήν ἐν Χριστῷ ἀρχή τοῦ καινοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι ἡ ἔνδυση τοῦ Χριστοῦ (Γαλ. γ´ 27), πού πραγματώνεται μέ τήν ὑπαρξιακή μετοχή στό θάνατο καί στήν ἀνάστασή Του. Ἔτσι, ἡ μυστηριακή σχέση ἀνάγει τό ἀνθρώπινο πρόσωπο στή θεανδρική ζωή.
.               Ἀπό τό μυστηριακό κύκλο ἡ παράσταση μεταφέρεται στόν κύκλο τῆς προσωπικῆς πνευματικῆς ζωῆς τοῦ πιστοῦ. Ὁ ἄνθρωπος ἐδῶ καλεῖται νά κινηθῆ ἐλεύθερα καί νά ἐγκαταλείψη “τήν προτέραν ἀναστροφήν, τόν παλαιόν ἄνθρωπον” (Ἐφ. ε´ 22). Ἡ παλαιά ζωή, τήν ὁποία πρέπει νά ἀπαρνηθῆ καί νά νεκρώση ὁ πιστός, περιλαμβάνει κάθε μορφή σαρκικῆς λαγνείας, “πορνείαν, ἀκαθαρσίαν, πάθος, ἐπιθυμία κακήν, καί τήν πλεονεξίαν ἥτις ἐστίν εἰδωλολατρία” (Κολ. γ´ 5). Γιά νά κτισθῆ ὁ καινός ἄνθρωπος αὐτές οἱ ἐπιθυμίες καί εἰδωλολατρικές ὀρέξεις πρέπει νά φύγουν ἀπό τό σῶμα του, ὅπως φεύγει τό ἔνδυμα μέ τήν ἀπέκδυση. Ἔτσι οἱ πιστοί, “ἀπεκδυσάμενοι τόν παλαιόν ἄνθρωπον”, θά ἐνδυθοῦν, μέ τήν προσωπική τους πλέον ἄσκηση, “τόν νέον τόν ἀνακαινούμενον εἰς ἐπίγνωσιν κατ’ εἰκόνα τοῦ κτίσαντος αὐτόν” (Κολ. γ´ 9-10).
.               Τήν παράσταση τοῦ παλαιοῦ καί τοῦ νέου ἀνθρώπου συνδέει, τέλος, ὁ Παῦλος μέ τό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας, ὅπου “οὐκ ἔνι Ἕλλην καί Ἰουδαῖος, περιτομή καί ἀκροβυστία, βάρβαρος, Σκύθης, δοῦλος, ἐλεύθερος, ἀλλά τά πάντα καί ἐν πᾶσι Χριστός” (Κολ. γ´ 11). Ἀποτελεῖ βασικό ἀξίωμα τῆς θεολογίας τοῦ Παύλου, ὅτι μέσα στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας οἰκοδομεῖται ὁ καινός ἄνθρωπος (Ἐφ. β´ 15), ὁ ὁποῖος ἔχει τή δυνατότητα νά ὑψωθῆ “εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ”, νά φθάση δηλ. στή θεία ἐπίγνωση καί νά βιώση τήν ἑνότητα τῆς πίστεως (Ἐφ. δ´ 13). Σ’ αὐτό τό μέτρο ὁ ἀπόλυτα, ὁ αὐθεντικά “καινός ἄνθρωπος” εἶναι, ὅπως σημειώνει ὁ Ἰγνάτιος, ὁ ἴδιος ὁ Θεάνθρωπος, ὁ Ὁποῖος πραγματώνει στόν ἑαυτό του τήν ἀνακαίνωση τοῦ παλαιοῦ. Ὁ Θεάνθρωπος τέμνει καί συγχρόνως ἑνοποιεῖ τήν ἱστορία, προβάλλοντας τόν καινό ἄνθρωπο στήν ἴδια τήν ὑπόστασή Του, “ἐν τῇ σαρκί αὐτοῦ”. Καταργεῖ τά παλαιά καί ἑνοποιεῖ τά διεστῶτα, “ἵνα τούς δύο κτίση ἐν ἑαυτῷ εἰς ἕνα καινόν ἄνθρωπον” (Ἐφ. β´11-22).
.               Τό περί “καινοῦ ἀνθρώπου” τρίπτυχο τῆς θεολογίας τοῦ Παύλου, ἡ μυστηριακή σφαίρα, ἡ προσωπική πνευματική ζωή καί ἡ ἐκκλησιαστική κοινωνία, ἀποτελεῖ σταθερή βάση γιά τήν καταγραφή μιᾶς ὁλοκληρωμένης χριστιανικῆς ἀνθρωπολογίας. Ἡ μυστηριακή θεμελίωση καί προοπτική τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, ἡ σύνδεση δηλ. τοῦ καινοῦ ἀνθρώπου μέ τό μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος, δηλώνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος τῆς οἰκονομίας ὑψώνεται στό θεανδρικό ἐπίπεδο, ὑπερβαίνει δηλ. τά ὅριά του καί μετέχει, μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, στή θεία ζωή. Ἡ σύνδεση ἀπό τήν ἄλλη πλευρά τοῦ καινοῦ ἀνθρώπου μέ τήν προσωπική πνευματική ζωή βεβαιώνει ὅτι ἡ ἀποκατάσταση τοῦ ἀνθρώπου καί ὁ νέος τρόπος τῆς ὑπάρξεώς του δέν ἔρχεται, σέ καμμιά περίπτωση, σάν κάτι μαγικό, ἀλλά εἶναι σταθερά καρπός τῆς χάριτος βεβαίως καί ἐξ ἴσου τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου. Τέλος, ἡ κατανόηση καί τοποθέτηση τοῦ καινοῦ ἀνθρώπου στά ὅρια τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς ἀναιρεῖ κάθε ἄνομη αὐτονόμηση τοῦ ἀνθρώπου καί κλείνει τό δρόμο στίς ὀλέθριες συνέπειες μιᾶς ἀτομοκεντρικῆς ἀνθρωπολογίας. 

α) Ὁ θεανδρικός ἄνθρωπος 

.               Ὁ ἄνθρωπος ὑπῆρξε ἡ πρώτη καί ἡ μοναδική μορφή βιολογικῆς ὑπάρξεως πού συνδέθηκε ὀργανικά, χάρη στήν κατ’ εἰκόνα Θεοῦ δημιουργία του, μέ τό Δημιουργό του. Ὁ ἄνθρωπος, αὐτός ὁ μικρός κόσμος τῆς ὑλικῆς κτίσεως, ὁ “χοῦς ἀπό τῆς γῆς”, ὑπῆρξε τό μοναδικό δημιούργημα στό ὁποῖο ὁ Θεός “ἐνεφύσησε… πνοήν ζωῆς” (Γεν. Β´ 7). Ἔτσι, ὁ ἄνθρωπος, πού μέ τή δημιουργική ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ὑπῆρξε μιά αὐτοτελής ὀντότης τῆς κτίσεως, μέ τήν πνοή τοῦ Πνεύματος ὑψώθηκε στή σφαίρα τοῦ πνευματικοῦ κόσμου. Ἡ ζωή του ἔγινε πραγματικά καί ἀληθινά θεοκεντρική. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ οὐσία τοῦ ἀνθρώπου δέν περιορίζεται καί δέν ἐξαντλεῖται στήν ὕλη, ἀπό τήν ὁποία πλάστηκε ὁ ἄνθρωπος, ἀλλά ἔχει τήν ἀναφορά της στό ἀρχέτυπο κάλλος μέ βάση τό ὁποῖο δημιουργήθηκε καί τό ὁποῖο τήν προσδιορίζει. Ἡ ἀλήθεια τοῦ ἀνθρώπου δέν βρίσκεται στήν ὕλη, ἡ ὁποία ἁπλῶς συνιστᾶ τήν κτιστή ὑποδομή τῆς βιολογικῆς του ὑπάρξεως, ἀλλά στό ἄκτιστο ἀρχέτυπο ἀπό τό ὁποῖο λαμβάνει τό θεῖο περιεχόμενό της. Εἶναι τό θεῖο ἀρχέτυπο πού δίνει εὐμορφία καί ὡραιότητα στόν ἄνθρωπο. Εἶναι τό θεῖο ἀρχέτυπο πού ὑψώνει τόν ἄνθρωπο στίς διαστάσεις τῆς θείας ἀπειρίας. Γίνεται ἔτσι κατανοητό ὅτι τό ὀντολογικό περιεχόμενο τοῦ ἀθρώπου δέν προσδιορίζεται ἀπό τήν ὕλη μέ τήν ὁποία δημιουργεῖται, ἀλλά ἀπό τήν πνοή τῆς ζωῆς μέ τήν ὁποία ἡ ὑλική κτίση λαμβάνει μορφή καί δομή κατ’ εἰκόνα Θεοῦ.
.               Ἐνῶ ὅμως, σύμφωνα μέ τήν ἀρχική του κλήση, ὁ ἄνθρωπος προωρίσθηκε νά ὑπάρχη σέ σχέση μέ τό Θεό, νά μετέχη δηλ. καί νά κοινωνῆ τῆς θείας ζωῆς, ἐπειδή ἡ κλήση αὐτή δέν ἀποτελοῦσε ἐπιτακτική ἀναγκαιότητα, ἀλλά ὑπέθετε τήν ἐλεύθερη ἀποδοχή τοῦ πλάσματος, ὁ ἄνθρωπος ἐπέλεξε τήν ὁδό τῆς ἀποστασίας. Τόσο ἡ βιβλική θεολογία, ὅσο καί ἡ πατερική ἑρμηνευτική ἀναγνωρίζουν, ὅτι ἡ ἀνθρώπινη ἀπόκλιση ἀπό τόν ἀρχικό θεῖο προορισμό εἶναι μέν καταστροφική καί ἀλλοιωτική γιά τόν ἄνθρωπο ὄχι ὅμως καί αὐτοκατάργηση καί αὐτοεκμηδένισή του. Ἡ πτώση ὁδηγεῖ στό θάνατο ὄχι ὅμως στήν ἀνυπαρξία. Ἡ κακία λεηλατεῖ καί διαστρέφει τήν ὕπαρξη σέ καμμιά ὅμως περίπτωση δέν τήν παύει. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι “παράγει τό σχῆμα τοῦ κόσμου τούτου” (Α´ Κορ. ζ´ 31). Ὁ κόσμος πού ἀρνεῖται νά εὐθυγραμμίση τή ζωή του μέ τή ζωή τοῦ Θεοῦ θά παρέλθη, δέν θά παρέλθη ὅμως αὐτός καθ᾽ ἑαυτόν ὁ κόσμος, ἁπλούστατα γιατί πλάσθηκε ἀπό τό Θεό γιά νά ὑπάρχη.
.               Θά πρέπει νά κατανοήσουμε τήν οἰκονομία τοῦ Θεοῦ σάν ἀνάπλαση καί ἀναδημιουργία τοῦ ἀνθρώπου, σάν διορθωτική κίνηση καί ἐπαναπροσανατολισμό του στήν ἀρχική κλήση. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης μιλάει γιά διπλή κτίση καί γιά ἐν Χριστῷ ἀνάπλαση καί ἀνακατασκευή τοῦ ἀνθρώπου. “Διπλῆν τῆς φύσεως ἡμῶν τήν κτίσιν ἐγνώκαμεν, τήν τε πρώτην καθ᾽ ἥν ἐπλάσθημεν καί τήν δευτέραν καθ᾽ ἥν ἀνεπλάσθημεν, ἀλλ οὐκ ἄν ἦν τῆς δευτέρας ἡμῶν κτίσεως χρεία, εἰ μή τήν πρώτην διά τῆς παρακοῆς ἠχρειώσαμεν. Ἐκείνης τοίνυν παλαιωθείσης τε καί ἀφανισθείσης ἔδει καινήν ἐν Χριστῷ γενέσθαι κτίσιν”.
.               Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, σ’ ἕνα ἐξαιρετικά πυκνό κείμενό του, θεωρεῖ τήν ἐν Χριστῷ ἀποκάθαρση τοῦ ἀνθρώπου καί τή δεύτερη κοινωνία τοῦ Θεοῦ μέ τόν ἄνθρωπο παραδοξοτέρα καί ὑψηλοτέρα τῆς πρώτης. Ἁπλούστατα, γιατί στή δεύτερη δημιουργία ἔχουμε “καινήν μῖξιν” καί “παράδοξον κρᾶσιν”. Στή δεύτερη δημιουργία ἔχουμε τήν ὑπαρξιακή ἐμπλοκή τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ Λόγου. Ὁ προαιώνιος Λόγος τοῦ Θεοῦ, “τό ἐκμαγεῖον τοῦ ἀρχετύπου”, “ἡ μή κινουμένη σφραγίς” κινεῖται πρός τό κτίσμα καί τό προσλαμβάνει. Πρόκειται γιά μοναδική ἕνωση πού συνεπάγεται τή θέωση τοῦ προσλήμματος. “Ὁ ὤν, γίνεται· καί ὁ ἄκτιστος κτίζεται· καί ὁ ἀχώρητος, χωρεῖται… Καί ὁ πλήρης, κενοῦται· κενοῦται τῆς ἑαυτοῦ δόξης ἐπί μικρόν, ἵν’ ἐγώ τῆς ἐκείνου μεταλάβω πληρώσεως… Δευτέραν κοινωνεῖ κοινωνίαν, πολύ τῆς πρώτης παραδοξοτέραν… Τοῦτο τοῦ προτέρου θεοειδέστερον· τοῦτο τοῖς νοῦν ἔχουσιν ὑψηλότερον”.
.               Ἀποτελεῖ σταθερή θέση τῆς πατερικῆς ἀνθρωπολογίας ὅτι, μέ τήν οἰκονομία τοῦ Θεοῦ ὁ ἄνθρωπος ὑψώνεται στήν ἄκτιστη ζωή, ἡ φύση του παραλαμβάνεται στήν αἰωνιότητα. Ἡ ἀποκατάσταση τῆς κτίσεως πραγματώθηκε στό πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου καί ἀπ’ Αὐτόν μεταφέρεται ὡς θεανδρική πραγματικότητα καί συνείδηση, ὡς θεανδρική αἴσθηση καί ἐμπειρία στήν κάθε ἀνθρώπινη ὕπαρξη. Ὁ ἄνθρωπος κατά τό λόγο τῆς οἰκονομίας εἶναι θεανδρικός. Μέ τήν ἔνσαρκο φανέρωση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ συνδέεται ὀργανικά μέ τή θεότητα. Οἱ Καππαδόκες, καί ἰδιαίτερα ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, στήν προσπάθειά τους νά ἑρμηνεύσουν τό μυστήριο τῆς οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ καί τῆς θεραπείας καί ἀποκαταστάσεως τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως ἐπιμένουν στήν ἀδιάσπαστη ἑνότητα τοῦ ἀνθρωπίνου φυράματος. Ἡ ἀνθρώπινη φύση ἀποτελεῖ ἕνα σῶμα, μιά συγκεκριμένη καί ἀδιάσπαστη ἑνότητα. Αὐτή ἡ ἑνότητα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως δηλώνεται ἤδη στή διήγηση τῆς δημιουργίας. Μέ τήν ἔκφραση τῆς Γενέσεως “ἐποίησεν ὁ Θεός τόν ἄνθρωπον” (Α´ 27) νοεῖται ὁλόκληρο τό ἀνθρώπινο γένος, ὁ ἄνθρωπος ὄχι ὡς ἄτομο, ἀλλά ὡς γένος. Μέ τή δημιουργική δηλ. ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ἔρχεται στήν ὕπαρξη “ἀθρόως” καί “ἐν κεφαλαίῳ” ὄχι ἕνα μέρος ἀλλά “ὅλον τό τῆς ἀνθρωπότητος πλήρωμα”. Ἔτσι, ὁ Ἀδάμ, “ὁ πρῶτος ἄνθρωπος ὅλον ἔσχεν ἐν ἑαυτῷ τῆς ἀνθρωπίνης οὐσίας τόν ὅρον, καί ὁ ἐξ ἐκείνου γεννηθείς ὡσαύτως ἐν τῷ αὐτῷ τῆς οὐσίας ὑπογράφεται λόγω”.Μόνο ξεκινώντας ἀπ’ αὐτή τήν ἀρχή τῆς ἑνότητος τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως μποροῦμε νά κατανοήσουμε γιατί μέ τήν παρακοή τοῦ Ἀδάμ ἔχασε τήν αὐθεντικότητά της ἡ φύση ὁλόκληρη, καί γιατί πάλι μέ τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ἀποκαταστάθηκε τό πλήρωμα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, τό ἀνθρώπινο γένος ὡς ὁλότης. Μ᾽ ἄλλα λόγια ὁ προαιώνιος Λόγος τοῦ Θεοῦ προσλαμβάνοντας μιά συγκεκριμένη καί ἀτομική ἀνθρώπινη φύση προσέλαβε ὅλο τό ἀνθρώπινο φύραμα, λόγω ἀκριβῶς τῆς ἑνότητος τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. Ἔτσι, ὅπως στό πρόσωπο τοῦ Ἀδάμ ἔπεσε καί ἀλλοιώθηκε ὁλόκληρο τό ἀνθρώπινο γένος, κατά ἀνάλογο τρόπο στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἡ φύση ὁλόκληρη ξαναβρῆκε τή γνησιότητα καί τό ἀρχαῖο κάλλος της. Ἡ σωτηρία συνεπῶς ὑποθέτει δύο πράγματα, πρῶτο τήν ἀδιάτμητη ἑνότητα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως καί δεύτερο τήν ὀντολογική ἕνωση τοῦ θείου καί τοῦ ἀνθρωπίνου στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ.
.               Ἡ περί τῆς ἑνότητος τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως πατερική διδασκαλία ἔχει ἰδιαίτερη σημασία γιά τήν κατανόηση τῆς σχέσεως Ἐκκλησίας καί κόσμου, ὅπως ἐπίσης καί τῆς διακονίας, τήν ὁποία ὀφείλει ἡ Ἐκκλησία στόν κόσμο. Ἄν δεχθοῦμε ὅτι τό ἀνθρώπινο γένος στό σύνολό του ἔχει δεχθῆ τήν εὐεργετική ἐπίδραση τῆς σαρκώσεως, ὅτι μέ τήν ἐνανθρώπηση ἔχει συντελεσθῆ μιά δομική ἀλλαγή σ’ ὁλόκληρη τήν ἀνθρώπινη φύση, τότε εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νά ἀναγνωρίσουμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι μιά σέκτα τοῦ κόσμου, μιά ἀποκλειστική θρησκευτική κοινότητα, ἀλλά ἡ μικρά ζύμη πού καλεῖται νά ζυμώση ὅλο τό φύραμα (Α´ Κορ. ε´ 6). Ἄν ὁλόκληρη ἡ ἀνθρώπινη φύση ἔχει ἐν δυνάμει ἀποκατασταθῆ καί ἐλευθερωθῆ ἀπό τή δουλεία τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου, ἡ εὐθύνη τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἀκριβῶς αὐτή: νά μεταφέρη στό κάθε ἀνθρώπινο πρόσωπο τή λύτρωση, ὥστε αὐτό ἐλεύθερα νά ἑδραιώση στήν ὕπαρξή του τή δεδομένη ἐν Χριστῷ θεραπεία τοῦ γένους.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
ΠΗΓΗ: apostoliki-diakonia.gr
ΠΗΓΗ:   ΚΛΙΚ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου