Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΕΠΙΖΩΝ ΤΗΣ ΣΦΑΓΗΣ ΤΩΝ ΚΑΛΑΒΡΥΤΩΝ > «Έζησα την κόλαση που δεν πρέπει να ζήσουν άλλες γενιές»
Posted: Οκτωβρίου 29, 2014 at 6:59 μμ, Last Updated: Οκτωβρίου 29, 2014 at 12:36 πμ
Ρεπορτάζ: Ντίνα Καραμάνου – Τον Δεκέμβρη του 1944 ο Γιώργος Δημόπουλος
ήταν μόλις 13 ετών. Έζησε στα Καλάβρυτα, όπου μεγάλωσε και συνεχίζει να
ζει, τη ναζιστική θηριωδία, την εκτέλεση 700 ανθρώπων, το ολοκαύτωμα της
πόλης.
Η μαρτυρία του, σήμερα, είναι όπως κι ο ίδιος λέει, ένα από τα καλύτερα επιχειρήματα για τη διεκδίκηση, από ελληνικής πλευράς, των γερμανικών αποζημιώσεων.
Εκείνο το βράδυ γλύτωσε τη ζωή του από τύχη, έχασε όμως τον πατέρα του και την παιδική του αθωότητα.
«Αυτό που θυμάμαι από εκείνη τη μέρα ήταν η βαρβαρότητα, η απανθρωπιά.Γνωρίσαμε έναν κόσμο που δεν μας μαθαίνουν στα σχολεία», λέει στο newpost.
Η… επιλογή των μελλοθάνατων
«Δόθηκε η διαταγή να συγκεντρωθούμε όλοι οι κάτοικοι στο δημοτικό σχολείο του χωριού. Στις σκάλες, πριν ανέβουμε στις αίθουσες, μας χώρισαν σε άνδρες και γυναικόπαδα. Η εντολή ήταν να πάρουν όσους άνδρες και αγόρια ήταν πάνω από 13 ετών. Εγώ ήμουν ακριβώς 13.
Εκεί στέκονταν δύο Γερμανοί αξιωματικοί που μας… ζύγιζαν “με το μάτι”. Όσα αγόρια τους φαίνονταν 13 ετών και άνω, πήγαιναν με τους άνδρες οι οποίοι κατέληξαν να εκτελεστούν. Ο ένας με κοίταξε με αμφιβολία, που να με στείλει. Με πιάνει με την μπλούζα, με σηκώνει στον αέρα και με αφήνει να πέσω στα σκαλοπάτια. Και μετά με έσπρωξε προς τη μάνα μου σαν να μου λέει “άντε ρε κερατά, στη χαρίζω”.
Μοιραστήκαμε στις αίθουσες κατά εκατοντάδες. Θυμάμαι ότι έπιασε το σχολείο φωτιά όσο ήμασταν μέσα, αλλά δεν ξέρω αν έβαλαν φωτιά οι Γερμανοί για να μας κάψουν ή αν έπιασε από τα γειτονικά σπίτια. Η πόλη είχε ήδη αρχίσει να καίγεται.
Είχαν πει ότι μας άνοιξε τις πόρτες ένας αυστριακός στρατιώτης που μας λυπήθηκε. Αυτό είναι μύθος. Οι πόρτες ήταν ξεκλείδωτες, εγώ μάλιστα κατάφερα δυο φορές να βγω στο προαύλιο,όμως οι Γερμανοί ήταν παντού.
Αρχίσαμε να βγαίνουμε πανικόβλητοι, άλλοι έσπαγαν παράθυρα και πηδούσαν έξω. Κατά τη διάρκεια αυτού του αλλαλαγμού μια γυναίκα ποδοπατήθηκε μέχρι θανάτου, στην εξώπορτα του σχολείου.
Στο προαύλιο βρίσκονταν οι εκτελεστές με τα μυδραλιοβόλα. Τότε σκέφτηκα “δεν γλυτώνω”. Όμως δεν μας πυροβόλησαν. Από τα αρχεία της Βέρμαχτ που αποκαλύφτηκαν μετά, έγινε φανερό ότι δεν ήταν στις προθέσεις τους. Η διαταγή ήταν να εξοντώσουν “τον άρρενα πληθυσμό”». Ο τόπος της θυσίας
«Τις χειρότερες σκηνές τις έζησα όταν πια έφυγαν οι Γερμανοί. Παντού φωτιά. Οι γυναίκες άρχισαν να τρέχουν προς τα σπίτια τους για να δουν αν έχουν καεί.
Μια γυναίκα που το σπίτι της ήταν κοντά στον τόπο της θυσίας, πάτησε κάτι σαν λάσπη. Σήκωσε το παπούτσι της και το είδε κόκκινο. Τότε είδε πως είχε πατήσει σε ένα ρυάκι αίμα. Ακόμα θυμάμαι τα ουρλιαχτά της.
Τρέξαμε όλοι προς τα εκεί και είδαμε το αίμα να τρέχει στο δρόμο. Το ακολουθήσαμε και φτάσαμε στον τόπο της εκτέλεσης.
Όλοι οι άνδρες του χωριού είχαν “γαζωθεί” με τα μυδραλιοβόλα. Στο μουσείο και στο μνημείο αναφέρονται περί τα 500 ονόματα εκτελεσθέντων. Κάποιους, όμως, τους ξέχασαν. Ξέρουμε ότι είναι τουλάχιστον 700». «Άνθρωποι και σκυλιά να ουρλιάζουν όλη τη νύχτα»
«Από εκεί και πέρα δυσκολεύομαι να σας περιγράψω.Τους τυλίξαμε με κουβέρτες και σέρναμε τα κορμιά τους προς το νεκροταφείο όπου μείναμε όλη τη νύχτα. Πολλές γυναίκες κοιμήθηκαν μέσα στην ίδια κουβέρτα με το νεκρό τους άνδρα.
Τρόμος.
Όλη τη νύχτα το χωριό καιγόταν. Κάποιοι άλλοι βρήκαμε ένα σπίτι μισοκαμμένο και τρυπώσαμε για να περάσουμε τη νύχτα. Βρήκαμε έναν τραυματία διάτρητο από βόλια, όλη τη νύχτα ούρλιαζε από τους πόνους, δεν είχαμε ούτε νερό να του δώσουμε. Τον πήρε η γυναίκα του και τον πήγε στο πλυσταριό του σπιτιού της και όλη τη νύχα έκοβε κουρέλια και προσπαθούσε να σταματήσει το αίμα από τις πληγές του.Άνθρωποι και σκυλιά να ουρλιάζουν.
Μια κόλαση.
Λίγες ώρες αργότερα, ένας διασωθείς γείτονάς μας, τραυματισμένος στην κοιλιά, που δεν τον είχαν βρει οι δικοί του μέσα στο σορό των πτωμάτων, τριγυρνούσε στο χωριό και έφτασε στο σπίτι του κρατώντας με τα χέρια τα σωθικά του. Τελικά ο άνθρωπος ξεψύχησε.
Την άλλη μέρα οι φωτιές να καίνε,σπίτια να πέφτουν, θρήνος παντού. Ποιον να πρωτοθρηνήσεις. Νηστικοί και χωρίς νερό από την προηγούμενη μέρα. Πήγαμε να σκάψουμε τάφους για να θάψουμε τους νεκρούς. Άλλοι με πέτρες, άλλοι με χέρια. Κι όλοι να σπαράζουν». «Να μην ξεχαστεί ποτέ»
Ο Γιώργος Δημόπουλος δεν είναι από εκείνους που δεν θέλουν να θυμούνται. «Χαίρομαι να τα λέω για να θυμίζω στον κόσμο τί έκανε ο ναζισμός. Και για να τιμήσω τους νεκρούς μας. Πρέπει να τα πούμε και στους νεότερους για να αφήσουμε το μήνυμα ΠΟΤΕ ΠΙΑ ΠΟΛΕΜΟΣ! Να μην ξεχαστεί αυτό που ζήσαμε εμείς ποτέ».
πηγήΗ μαρτυρία του, σήμερα, είναι όπως κι ο ίδιος λέει, ένα από τα καλύτερα επιχειρήματα για τη διεκδίκηση, από ελληνικής πλευράς, των γερμανικών αποζημιώσεων.
Εκείνο το βράδυ γλύτωσε τη ζωή του από τύχη, έχασε όμως τον πατέρα του και την παιδική του αθωότητα.
«Αυτό που θυμάμαι από εκείνη τη μέρα ήταν η βαρβαρότητα, η απανθρωπιά.Γνωρίσαμε έναν κόσμο που δεν μας μαθαίνουν στα σχολεία», λέει στο newpost.
Η… επιλογή των μελλοθάνατων
«Δόθηκε η διαταγή να συγκεντρωθούμε όλοι οι κάτοικοι στο δημοτικό σχολείο του χωριού. Στις σκάλες, πριν ανέβουμε στις αίθουσες, μας χώρισαν σε άνδρες και γυναικόπαδα. Η εντολή ήταν να πάρουν όσους άνδρες και αγόρια ήταν πάνω από 13 ετών. Εγώ ήμουν ακριβώς 13.
Εκεί στέκονταν δύο Γερμανοί αξιωματικοί που μας… ζύγιζαν “με το μάτι”. Όσα αγόρια τους φαίνονταν 13 ετών και άνω, πήγαιναν με τους άνδρες οι οποίοι κατέληξαν να εκτελεστούν. Ο ένας με κοίταξε με αμφιβολία, που να με στείλει. Με πιάνει με την μπλούζα, με σηκώνει στον αέρα και με αφήνει να πέσω στα σκαλοπάτια. Και μετά με έσπρωξε προς τη μάνα μου σαν να μου λέει “άντε ρε κερατά, στη χαρίζω”.
Μοιραστήκαμε στις αίθουσες κατά εκατοντάδες. Θυμάμαι ότι έπιασε το σχολείο φωτιά όσο ήμασταν μέσα, αλλά δεν ξέρω αν έβαλαν φωτιά οι Γερμανοί για να μας κάψουν ή αν έπιασε από τα γειτονικά σπίτια. Η πόλη είχε ήδη αρχίσει να καίγεται.
Είχαν πει ότι μας άνοιξε τις πόρτες ένας αυστριακός στρατιώτης που μας λυπήθηκε. Αυτό είναι μύθος. Οι πόρτες ήταν ξεκλείδωτες, εγώ μάλιστα κατάφερα δυο φορές να βγω στο προαύλιο,όμως οι Γερμανοί ήταν παντού.
Αρχίσαμε να βγαίνουμε πανικόβλητοι, άλλοι έσπαγαν παράθυρα και πηδούσαν έξω. Κατά τη διάρκεια αυτού του αλλαλαγμού μια γυναίκα ποδοπατήθηκε μέχρι θανάτου, στην εξώπορτα του σχολείου.
Στο προαύλιο βρίσκονταν οι εκτελεστές με τα μυδραλιοβόλα. Τότε σκέφτηκα “δεν γλυτώνω”. Όμως δεν μας πυροβόλησαν. Από τα αρχεία της Βέρμαχτ που αποκαλύφτηκαν μετά, έγινε φανερό ότι δεν ήταν στις προθέσεις τους. Η διαταγή ήταν να εξοντώσουν “τον άρρενα πληθυσμό”». Ο τόπος της θυσίας
«Τις χειρότερες σκηνές τις έζησα όταν πια έφυγαν οι Γερμανοί. Παντού φωτιά. Οι γυναίκες άρχισαν να τρέχουν προς τα σπίτια τους για να δουν αν έχουν καεί.
Μια γυναίκα που το σπίτι της ήταν κοντά στον τόπο της θυσίας, πάτησε κάτι σαν λάσπη. Σήκωσε το παπούτσι της και το είδε κόκκινο. Τότε είδε πως είχε πατήσει σε ένα ρυάκι αίμα. Ακόμα θυμάμαι τα ουρλιαχτά της.
Τρέξαμε όλοι προς τα εκεί και είδαμε το αίμα να τρέχει στο δρόμο. Το ακολουθήσαμε και φτάσαμε στον τόπο της εκτέλεσης.
Όλοι οι άνδρες του χωριού είχαν “γαζωθεί” με τα μυδραλιοβόλα. Στο μουσείο και στο μνημείο αναφέρονται περί τα 500 ονόματα εκτελεσθέντων. Κάποιους, όμως, τους ξέχασαν. Ξέρουμε ότι είναι τουλάχιστον 700». «Άνθρωποι και σκυλιά να ουρλιάζουν όλη τη νύχτα»
«Από εκεί και πέρα δυσκολεύομαι να σας περιγράψω.Τους τυλίξαμε με κουβέρτες και σέρναμε τα κορμιά τους προς το νεκροταφείο όπου μείναμε όλη τη νύχτα. Πολλές γυναίκες κοιμήθηκαν μέσα στην ίδια κουβέρτα με το νεκρό τους άνδρα.
Τρόμος.
Όλη τη νύχτα το χωριό καιγόταν. Κάποιοι άλλοι βρήκαμε ένα σπίτι μισοκαμμένο και τρυπώσαμε για να περάσουμε τη νύχτα. Βρήκαμε έναν τραυματία διάτρητο από βόλια, όλη τη νύχτα ούρλιαζε από τους πόνους, δεν είχαμε ούτε νερό να του δώσουμε. Τον πήρε η γυναίκα του και τον πήγε στο πλυσταριό του σπιτιού της και όλη τη νύχα έκοβε κουρέλια και προσπαθούσε να σταματήσει το αίμα από τις πληγές του.Άνθρωποι και σκυλιά να ουρλιάζουν.
Μια κόλαση.
Λίγες ώρες αργότερα, ένας διασωθείς γείτονάς μας, τραυματισμένος στην κοιλιά, που δεν τον είχαν βρει οι δικοί του μέσα στο σορό των πτωμάτων, τριγυρνούσε στο χωριό και έφτασε στο σπίτι του κρατώντας με τα χέρια τα σωθικά του. Τελικά ο άνθρωπος ξεψύχησε.
Την άλλη μέρα οι φωτιές να καίνε,σπίτια να πέφτουν, θρήνος παντού. Ποιον να πρωτοθρηνήσεις. Νηστικοί και χωρίς νερό από την προηγούμενη μέρα. Πήγαμε να σκάψουμε τάφους για να θάψουμε τους νεκρούς. Άλλοι με πέτρες, άλλοι με χέρια. Κι όλοι να σπαράζουν». «Να μην ξεχαστεί ποτέ»
Ο Γιώργος Δημόπουλος δεν είναι από εκείνους που δεν θέλουν να θυμούνται. «Χαίρομαι να τα λέω για να θυμίζω στον κόσμο τί έκανε ο ναζισμός. Και για να τιμήσω τους νεκρούς μας. Πρέπει να τα πούμε και στους νεότερους για να αφήσουμε το μήνυμα ΠΟΤΕ ΠΙΑ ΠΟΛΕΜΟΣ! Να μην ξεχαστεί αυτό που ζήσαμε εμείς ποτέ».
ΠΗΓΗ: ΚΛΙΚ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου