Τρίτη 4 Νοεμβρίου 2014

ΕΠΙ Τῌ ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΕΙ 200 ΕΤΩΝ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ ΜΕΘΟΔΟΥ (1814) «Ἐν δημιουργικῇ πιστότητι καὶ σεβασμῷ πρὸς τὴν προγενεστέραν παράδοσιν». (Ὁμιλία τοῦ Μητρ. Σηλυβρίας Μαξίμου)

Η ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠ. ΣΗΛΥΒΡΙΑΣ ΜΑΞΙΜΟΥ
κατά τήν Πατριαρχικήν καί Συνοδικήν Θείαν Λειτουργίαν
τῆς 2ας Νοεμβρίου 2014,
ΕΠΙ Τῌ ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΕΙ 200 ΕΤΩΝ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ ΜΕΘΟΔΟΥ (1814)

ΕΙΣ. ΣΧ. «ΧΡ. ΒΙΒΛ.»: Εἶναι πολὺ σημαντικὴ ἡ ἐπέτειος, ἐπειδὴ ἐκτὸς τῶν ἄλλων δείχνει τὴν ἐκκλησιαστικὴ ὁδό: δημιουργικὴ ΠΙΣΤΟΤΗΣ καὶ σεβασμὸς πρὸς τὸ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ τῆς ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς. Ἡ νέα μέθοδος (ἀπεικονίσεως τῆς σημειογραφίας) ΔΕΝ ΚΑΤΕΛΥΣΕ ΤΗΝ ΜΟΥΣΙΚΗ, δὲν προέβη σὲ μεταρρύθμιση τοῦ “οὐσιώδους”, ἁπλῶς ΕΞΗΓΗΣΕ καὶ ΕΡΜΗΝΕΥΣΕ (σημειογραφικῶς καὶ μόνον) τὴν ὑπάρχουσα μουσικὴ παράδοση. Δὲν εἰσήγαγε ΝΕΑ ΜΟΥΣΙΚΗ, ΝΕΟ ΜΕΛΟΣ, δὲν “μετέφρασε” τὴν μουσική, δὲν ἀντικατέστησε τὰ προσόμοια, τὰ χερουβικά, τὰ κεκραγάρια μὲ νέες ἐμπνεύσεις καὶ μουσικὲς προσμίξεις οὔτε ἐπενέβη στὰ μουσικὰ διαστήματα, στοὺς ὀκτὼ Ἤχους καὶ στὶς μουσικὲς κλίμακες.
.                Αὐτὰ λοιπὸν ἂς τὰ ἔχει ὑπ᾽ ὄψιν της ἡ πάσης φύσεως μεταρρυθμισιολογία, εἴτε μεταφραστικὴ ἰδεοληψία, εἴτε μεταπατερικὴ μανία καὶ εἴ τι ἄλλο “ὁμογενὲς καὶ ὁμόφυλον” …! Μπορεῖ νὰ τῆς φανοῦν χρήσιμα, ἂν ἀκόμα διατηρεῖ κάποια ἐπαφὴ μὲ τὴν πραγματικότητα.   

.         Ἐν τῇ πανηγυρικῇ καί δοξολογικῇ ἀτμοσφαίρᾳ τῆς σήμερον τελουμένης Θείας Λειτουργίας, ἡ Ἁγία τοῦ Χριστοῦ Μεγάλη Ἐκκλησία, εἰσηγήσει τῆς Αὐτοῦ Θειοτάτης Παναγιότητος, τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου, συνοδικῇ δέ ἀποφάσει, ἑορτάζει τό σημαντικόν γεγονός τῆς συμπληρώσεως 200 ἐτῶν ἀπό τῆς συνθέσεως ὑπό τῶν τριῶν διδασκάλων, Μητροπολίτου Προύσης κυροῦ Χρυσάνθου, τοῦ ἐκ Μαδύτων, Γρηγορίου τοῦ Λαμπαδαρίου καί Χουρμουζίου τοῦ Χαρτοφύλακος, τῆς νέας λεγομένης μουσικῆς μεθόδου, ἡ ὁποία συνέβαλε τά μέγιστα εἰς τήν διαμόρφωσιν καί παγίωσιν τῆς εὐχεροῦς ἐκτελέσεως τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἡμῶν μουσικῆς, ὡς καί εἰς τήν εὐρεῖαν καί ἄμεσον διάδοσιν αὐτῆς.

Παναγιώτατε Δέσποτα,
Σεβασμιώτατοι ἅγιοι Ἀρχιερεῖς,
Λαέ τοῦ Θεοῦ,

ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΧΡΥΣΑΝΘΟΥ.         Ἡ ἐκκλησιαστική μουσική εἶναι ἀναποσπάστως συνδεδεμένη μετά τῆς λατρείας τῆς Ὀρθοδόξου ἡμῶν Ἐκκλησίας καί μετά τῆς τελέσεως τῆς Θείας Λειτουργίας, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τό κέντρον τῆς Ὀρθοδόξου λατρείας. Εἶναι ἡ διά τῶν ἀνθρωπίνων χειλέων ἱκεσία καί δοξολογία πρός τόν Πανάγαθον Τριαδικόν Θεόν, δοξολογία ἀναπεμφθεῖσα, τό πρῶτον, ὑπό τῶν Ἀγγέλων, κατά τήν σάρκωσιν τοῦ Θεοῦ Λόγου. «Δόξα ἐν ὑψίστοις ἐν Θεῷ καί ἐπί γῆς εἰρήνη ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία». Ὡς ἐκκλησιαστική μουσική ὑπάρχει διά νά προάγῃ τό ἐκκλησιαστικόν σῶμα καί ἐν τῷ σημείῳ τούτῳ, ἄς μοι ἐπιτραπῇ νά ἐπισημάνω ὅτι ἐξ ἱστορικῆς παρερμηνείας ἐπεκράτησεν ὁ ὅρος βυζαντινή μουσική, ἀντί τοῦ ὀρθοῦ ἐκκλησιαστική μουσική. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δέν διαθέτει μίαν μουσικήν ἀνατολικοῦ-μυστικιστικοῦ τύπου, εὐφραίνουσαν μόνον τάς ἀκοάς καί ἀποτελοῦσαν μέσον πρός ἱκανοποίησιν μόνον ἀτομικῶν καί ψυχολογικῶν ἀναγκῶν. Τό μουσικόν μέλος καί ἐν γένει ἡ ἐκκλησιαστική ὑμνωδία ἔχουν ἀναγωγικόν-θεολογικόν χαρακτῆρα καί συμβάλλουν εἰς τήν ὑπό τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος ἀφομοίωσιν τῶν δογματικῶν ἀληθειῶν καί τοῦ μυστηρίου τῆς θείας ἑνότητος καί ἀγάπης. Ἔχει ἐκκλησιολογικόν περιεχόμενον καί σκοπόν. (ΣΧ. «ΧΡ. ΒΙΒΛ.»: Τὸ δ᾽ αὐτὸ καὶ ἡ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ!)
.         Σχολιάζων τόν α´ ψαλμόν ὁ θεόπνευστος Μ. Βασίλειος ἀναφέρει σχετικῶς ὅτι «Ἐπειδή γάρ εἶδε τό Ἅγιον Πνεῦμα τό ἅγιον δυσάγωγον πρός ἀρετήν τό γένος τῶν ἀνθρώπων, καί διά τό πρός ἠδονήν ἐπιρρεπές τοῦ ὀρθοῦ βίου καταμελοῦντας ἡμᾶς· τί ποιεῖ; Τό ἐκ τῆς μελωδίας τερπνόν τοῖς δόγμασιν ἐγκατέμιξεν, ἵνα τῷ προσηνεῖ καί λείῳ τῆς ἀκοῆς τό ἐκ τῶν λόγων ὠφέλιμον λανθανόντως ὑποδεξώμεθα. Ψαλμός φιλίας συνάγωγος, ἕνωσις διεστώτων, ἐχθραινόντων διαλλακτήριον. Ὥστε καί τό μέγιστον τῶν ἀγαθῶν τήν ἀγάπην ἡ ψαλμωδία παρέχεται…».[1]
.         Ἐν βαθείᾳ εὐγνωμοσύνῃ πρός τόν Θεόν, ἡ Ἁγία τοῦ Χριστοῦ Μεγάλη Ἐκκλησίᾳ ἐξυμνεῖ καί ἐξαίρει τήν ὡς ἄνω ἐπέτειον τῆς καθιερώσεως τῆς ἀναλυτικῆς σημειογραφίας τῆς νέας μεθόδου (1814), διότι ὡς λέγει ἡ ἐξαπολυθεῖσα Πατριαρχική Διακήρυξις τοῦ ἔτους 1815 «θεία φιλανθρωπίᾳ καί χάριτι» ἐπενοήθη ἡ μέθοδος αὕτη καί τά μέγιστα συμβάλλει εἰς τήν ὠφέλειαν τῶν Ἱερῶν Ἐκκλησιῶν.[2] Καί ὠφέλησε τά μέγιστα ἡ νέα αὕτη μέθοδος, ὡς ἐξηγεῖ σχετικῶς ἡ Πατριαρχική Ἁπανταχοῦσα τοῦ ἰδίου ἔτους:  «Ἡ μέθοδος αὐτή, τήν ὁποίαν ἐφεῦρον, καὶ ἐπενόησαν οἱ διαλαμβανόμενοι τρεῖς ἀξιέπαινοι ἄνδρες, ὑπερβαίνει τάς τῶν παλαιῶν παραδόσεων, ἤ μᾶλλον εἰπεῖν εἶναι ἡ μόνη ἀκριβής, καί φωτιστική, καί ἀρίστη ἐξηγοῦσα θεωρητικῶς ἅμα καὶ πρακτικῶς τά μέλη καὶ σχήματα τῶν φωνῶν, καί δεικνύουσα καλῶς τά σημεῖα τῶν χρόνων, καὶ ἑνὶ λόγῳ ὅσα, αἱ μέθοδοι τῶν παλαιῶν παραδόσεων δέν ἠδύναντο νά κατορθώσωσιν εἰς τόν μαθητήν ἐπί δέκα καί εἴκοσι χρόνους, αὐτή ὑπόσχεται νά κατορθώσῃ ἐν διαστήματι χρόνου ἑνός, καί νά ἀναδείξῃ τόν οἰκεῖον της μαθητήν ἱκανόν, ὥστε ἕκαστον μάθημα, κατ᾿ αὐτήν γεγραμμένον, νά δύναται μέ μικράν τινα καί ὀλίγην καθ᾿ἑαυτόν μελέτην νά τό ψάλλῃ ἀπαραλλάκτως μέ τόν ᾀσματογράφον καί ποιητήν, χωρίς νά τό διδαχθῇ ὑπ᾿ αὐτοῦ πρότερον, καὶ αὐτά ὅλα, χωρίς ὅλως νά παρεκτρέπηται ἡ μέθοδος ἀπό τό σεμνόν ἐκεῖνο καί ἐναρμόνιον μέλος, τό πρός κατάνυξιν καί συντριβήν καρδίας ἐντέχνως πεποιημένον, καί παρά τῶν πρώτων ἐκείνων ἱερῶν μελωδῶν καί διδασκάλων παραδεδομένον καί χωρίς νά παρεισάγῃ φωνῶν καὶ σχημάτων νεωτερίσματα». (Πατριαρχικὴ Ἁπανταχοῦσα Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Κυρίλλου Ϛ´).[3]
.         Καί ὁ προλογίσας τό Θεωρητικόν τοῦ Χρυσάνθου Παναγιώτης Πελοπίδης ὁ Πελοποννήσιος ἀναφέρει ὅτι «καθυπέβαλον εἰς κανόνας τήν πρίν ἀκανόνιστον μέν, ἀλλά πολυποικιλομελῆ Μουσικήν μας μέ τρόπον ἀξιοθαύμαστον».[4] Καί δικαίως ὁ Παναγιώτης Πελοπίδης ὀνομάζει τούς τρεῖς σεβασμίους διδασκάλους εὐεργέτας τοῦ ἔθνους. [5]
.         Ἐκανόνισαν, λοιπόν, τήν ἐκκλησιαστικήν μουσικήν ἄνευ ἀκροτήτων, αὐθαιρεσιῶν, ὀθνείων πρός τήν προγενεστέραν ἐκκλησιαστικήν μουσικήν παράδοσιν νεωτερισμῶν καί ἑρμηνειῶν, καί ὡς λέγει εἰδήμων Καθηγητής ἡ νέα μέθοδος ὁριοθετεῖ μίαν περίοδον εἰς τήν ἐξέλιξιν τῶν ἱεροψαλτικῶν πραγμάτων.[6]
.         Οἱ εἰδήμονες σύγχρονοι μουσικολόγοι συμφωνοῦν μέ τήν θέσιν ὅτι ἡ νέα μέθοδος δέν ἀποτελεῖ παρθενογένεσιν, ἀλλά μίαν φυσικήν ἐξέλιξιν τῆς σημειογραφίας.
.         Ἐνδεικτική εἶναι ἡ περίπτωσις τοῦ μοναχοῦ Ἀκακίου τοῦ Μεγαλοσπηλαιώτου, ὁ ὁποῖος, διαμείνας εἰς τήν Πόλιν, ἀντέγραψε μουσικά χειρόγραφα. Δέν ἠρκέσθη εἰς τήν ἐκ τῶν παλαιῶν χειρογράφων ἁπλῆν ἀντιγραφήν τῶν μελῶν, ἀλλά ἐχρησιμοποίησεν ἀναλελυμένην μουσικήν σημειογραφίαν τοῦ διδασκάλου αὐτοῦ πρωτοψάλτου Πέτρου του Βυζαντίου. Ἡ ἐργασία αὕτη τοῦ Ἀκακίου βοηθᾷ εἰς τήν κατανόησιν τῆς ἐξελίξεως τῆς μουσικῆς σημειογραφίας καί εἰς τήν διαπίστωσιν τῆς ὁμαλῆς καταγραφῆς τῶν μελῶν εἰς νεωτέρας μορφάς. Εἶναι χαρακτηριστικόν ὅτι ἡ χρησιμοποιηθεῖσα ὑπό τοῦ Ἀκακίου σημειογραφία ὁμοιάζει κατά πολύ πρός τήν Νέαν Μέθοδον τῶν τριῶν μεγάλων Διδασκάλων.[7]
.         Ἄξιον ἐξάρσεως τυγχάνει τό γεγονός ὅτι οἱ τρεῖς οὗτοι διδάσκαλοι ὑπέβαλον τῇ Μεγάλῃ Ἐκκλησίᾳ τήν μέθοδόν των οὐχί ἀπό θέσεως ἰσχύος, ἀλλ᾽ ὡς ταπεινοί διάκονοι καί θεράποντες τῆς ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς. Ὁ Παναγιώτης Πελοπίδης μαρτυρεῖ σχετικῶς ὅτι, ὅταν οἱ τρεῖς οὗτοι διδάσκαλοι ἐφεῦρον τήν νέαν ταύτην μέθοδον, δέν κατεῖχον τά ἀξιώματα τοῦ Ἀρχιεπισκόπου, τοῦ Πρωτοψάλτου καί τοῦ Χαρτοφύλακος ἀντιστοίχως.
.         Καί ἡ μέθοδος αὕτη δέν ἐνεκρίθη εὐκόλως καί ἄνευ ἐνδελεχοῦς μελέτης καί ἐξετάσεως ὑπό τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, διότι ὡς ἀναφέρει καί πάλιν ὁ Πελοπίδης «Καταπεισθεῖσα ἡ Σύνοδος ἀπό τούς ἰσχυρούς λόγους καί τάς βεβαίας ἀποδείξεις τῶν τριῶν μουσικῶν διδασκάλων, περί τοῦ κανονισμοῦ τῆς τέχνης (ἐπειδή κατ᾽ ἀρχάς ὑπωπτεύετο ὅτι τάχα οἱ διδάσκαλοι ἐζήτουν νά καινοτομήσουν τήν ἱεράν ψαλμωδίαν) ἐθέσπισεν, ἵνα, ὁ μέν Γρηγόριος ὁ Λαμπαδάριος καί Χουρμούζιος Γεωργίου παραδίδωσι τό πρακτικόν μέρος τῆς ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς· ὁ δέ Ἀρχιμανδρίτης Χρύσανθος, τό θεωρητικόν μέρος αὐτῆς».[8] Σημειωθήτω ὅτι ὁ Χρύσανθος διαβληθείς εἰς τά Πατριαρχεῖα ὡς ἐφαρμόζων νέαν μουσικήν μέθοδον ἐξωρίσθη εἰς τήν πατρίδα αὐτοῦ.
.         Μεγίστη λοιπόν ἡ προσφορά τῶν τριῶν μεγάλων διδασκάλων, ἡ δέ ἐπιτυχία τῆς μεθόδου αὐτῶν ἐμφαίνεται ἐκ τοῦ γεγονότος ὅτι ἐγένετο εὐμενῶς ἀποδεκτή ὑπό τῶν ἄλλων Ὀρθοδόξων λαῶν τῶν Βαλκανίων καί τῆς Μ. Ἀνατολῆς. Τοῦτο ὀφείλεται καί εἰς τό ἐκκλησιαστικόν κῦρος διά τοῦ ὁποίου περιέβαλε τήν νέαν ταύτην μέθοδον τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον, τό Σεπτόν Κέντρον τῶν Ὀρθοδόξων, τό ὁποῖον πάντοτε μεριμνᾷ διά τήν ρύθμισιν τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων καί ζητημάτων.
.         Ἐκτός ὅμως τῆς καθόλου προσφορᾶς τῶν τριῶν διδασκάλων πρέπει νά ἐξαρθῇ κατ᾽ ἰδίαν ἡ συμβολή τοῦ κυροῦ Χρυσάνθου, ὁ ὁποῖος ὡς λέγει, ὁ Πελοπίδης, συνέγραψε «μέ φιλοσοφικόν νοῦν, διδακτικόν ἅμα καί φιλολογικόν τῆς μουσικῆς ἐπιστήμης σύγγραμμα» καί τοιουτοτρόπως ἐπύργωσε θεωρητικῶς τό νέον μουσικόν σύστημα. Ὁ ἑορτασμός τοῦ γεγονότος ἀποτελεῖ οὐχί μόνον ἀφορμήν ἀποδόσεως τιμῆς καί τοῦ προσήκοντος σεβασμοῦ πρός τούς τρεῖς μεγάλους διδασκάλους, οἱ ὁποῖοι ἐμεγαλούργησαν καί ἐδημιούργησαν εἰς δυσκόλους χρόνους, ἀλλά καί ὑπενθύμισιν τοῦ χρέους καί τῆς εὐθύνης ἡμῶν ἔναντι τῆς μουσικῆς κληρονομίας αὐτῶν.
.         Ἡ Ἁγία τοῦ Χριστοῦ Μεγάλη Ἐκκλησία ἀξιοχρέως καί ὀφειλετικῶς ἐξαίρει τό γεγονός τῆς καθιερώσεως τῆς νέας μουσικῆς μεθόδου καί δέεται ὑπέρ ἀναπαύσεως τῶν ψυχῶν τῶν τριῶν μεγάλων διδασκάλων καί εὐεργετῶν τοῦ Γένους, τῶν προσενεγκόντων ὑπέρ τῆς εὐρείας διαδόσεως καί ἀναδείξεως τῆς ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς ἐν δημιουργικῇ πιστότητι καί σεβασμῷ πρός τήν προγενεστέραν παράδοσιν

.         Αἰωνία ἡ μνήμη αὐτῶν!

_________________________________________

[1] Μ. Βασιλείου, Εἰς A´ Ψαλμόν, 1 P.G. 29, 212B. Βλ. ἐπίσης π. Βασιλείου Καλλιακμάνη, «Ἡ Ἐκκλησιαστική ψαλμωδία καί ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός». http://www.makthes.gr/news/opinions/113675/. 
[2] Εἰς τήν Πόλιν… ἡ ψαλτική τέχνη, Ἡμερίς πραγματοποιηθεῖσα τῇ 14ῃ Ἰουνίου 2014, Ἱερά Μητρόπολις Δέρκων, 2014, σ.85,87. 
[3] Εἰς τήν Πόλιν… ἡ ψαλτική τέχνη, σ. 93-94. 
[4]Πρόλογος Παναγιώτου Πελοπίδου τοῦ Πελοποννησίου εἰς τό Θεωρητικόν τοῦ Χρυσάνθου, Τεργέστη, 1832, σελ. ς’. 
[5] Πρόλογος Παναγιώτου Πελοπίδου, σ. ς´. 
[6] Βλ. Γρηγορίου Στάθη, «Τό γεγονός – ἡ εὐεργεσία τοῦ ἔθνους: “The reform of the Notation of Religious Chants in Orthodox Liturgy», Ἑλληνικές ἔρευνες στήν Αὐστραλία: Πρακτικά τοῦ 6ου Διεθνοῦς Συνεδρίου Ἑλληνικῶν Σπουδῶν, Flinders University 2005. 
[7] Ἐμμανουήλ Γιαννοπούλου, «Εἰσήγησις εἰς τήν ϛ´ Συνάντησιν Βυζαντινολόγων Ἑλλάδος καί Κύπρου» (Ἀθῆναι, Σεπτέμβριος 2005). http://www.mmb.org.gr/page/default.asp?id=3495 
[8] Πρόλογος Παναγιώτου Πελοπίδου, σελ. ς´, ὑποσ. α´.
ΠΗΓΗ: fanarion.blogspot.gr

ΠΗΓΗ:   ΚΛΙΚ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου