Η ΘΑΥΜΑΣΤΗ ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΕΝΟΣ ΑΡΧΙΛΗΣΤΗ
(Αγίου Αναστασίου Αντιοχείας Λόγος στον 6ο Ψαλμό)
Είναι αλήθεια ότι σώθηκαν ληστές με την μετάνοια.
Αξιόπιστη απόδειξη είναι ότι σώθηκε ο ληστής επί του Σταυρού, όταν είπε λόγια
πίστεως στον Χριστό. Το αποδεικνύουν και άλλοι περισσότεροι που σώθηκαν με τη
μετάνοια, αλλά και ένας στη γενιά μας επί Μαυρίκιου βασιλιά των χριστιανών.
Ήταν ένας αρχιληστής στα μέρη της Θράκης ωμός και
απάνθρωπος. Η περιοχή, στην οποία λήστευε, είχε γίνει άβατη.
Αυτόν προσπάθησαν
να τον συλλάβουν πολλοί στρατιώτες και ληστοδιωκτικά αποσπάσματα με κάθε τρόπο.
Αφού δεν κατάφεραν να τον συλλάβουν, το άκουσε και ο άγιος βασιλιάς Μαυρίκιος
και έκαμε το εξής. Με ένα παιδάκι έστειλε στον αρχιληστή τα φυλακτά του. Σαν να
ήταν φωτισμός του Θεού και ο λήσταρχος σεβάστηκε τον λόγο του βασιλιά και
σταμάτησε την ληστρική ζωή του. Σαν ένα ήμερο πρόβατο κατέβηκε από την ερημιά
και έπεσε στα πόδια του βασιλιά με μετάνοια. Σε λίγες ημέρες ο ληστής αρρώστησε
με βαρύ πυρετό και νοσηλευόταν στο
νοσοκομείο, που ονομάζεται του Σαμψών. Κάποια μέρα όμως ήπιε πολύ κρασί και
ήλθε σε κωματώδη έκσταση. Όταν συνήλθε και ανένηψε, είχε ήδη νυχτώσει. Τότε
ήλθε σε μετάνοια και με δάκρυα ζητούσε συγχώρηση από τον Θεό για τα αμαρτήματά
του.
Στην προσευχή του έλεγε, «Δέσποτα φιλάνθρωπε, δεν
ζητώ τίποτε παράξενο από σένα. Δείξε το θαυμαστό έλεός σου και σε μένα τον
ληστή, όπως και στον ληστή στον Γολγοθά. Δέξου τα επιθανάτια δάκρυά μου, τα
οποία έχω εδώ στην κλίνη μου. Όπως πλήρωσες τους εργάτες που δεν εργάστηκαν
σχεδόν καθόλου μετά την ενδέκατη ώρα, έτσι δέξου και τα φτωχά δάκρυά μου.
Καθάρισε με και βάπτισέ με σε αυτά. Δεν ζητώ τίποτε περισσότερο παρά συγχώρηση
πριν το θάνατό μου σαν βάπτισμα. Δεν έχω άλλη ευκαιρία. Να, πλησίασαν αυτοί που
θα βγάλουν την ψυχή μου. Όμως μη μου ζητάς απολογία, ούτε να ζυγίσεις τα αγαθά
μου. Με κυρίευσαν οι ανομίες μου τώρα που έφθασα στην εσπέρα της ζωής μου. Τα
χρέη μου είναι αμύθητα. Αλλά όπως δέχθηκες τα πικρότατα δάκρυα του αποστόλου
σου Πέτρου, έτσι δέξου, φιλάνθρωπε, και τα δικά μου. Ρίξε τα δάκρυά μου πάνω
στο χειρόγραφο των αμαρτιών μου και με το σφουγγάρι της ευσπλαχνίας Σου
εξάλειψε τα ανυπολόγιστα αμαρτήματά μου».
Με τέτοια λόγια μετανοίας εξομολογούμενος ο ληστής
για πολλές ώρες μαζεύοντας τα δάκρυά του σε ένα φακιόλλιον-μαντήλι, παρέδωσε το
πνεύμα του, όπως διηγήθηκαν όσοι κοιμούνταν δίπλα του.
Ένας αρχίατρος, που επισκεπτόταν τους ασθενείς του νοσοκομείου, ήταν στο σπίτι του
και κοιμόταν. Την ώρα που ο ληστής παρέδινε το πνεύμα του, ο γιατρός είδε στο
όνειρό του πολλούς Αιθίοπες-δαίμονες να πλησιάζουν στην κλίνη του ληστή.
Βαστούσαν στα χέρια τους πολλά χειρόγραφα που περιείχαν τα αμαρτήματά του. Μετά
από αυτούς ήλθαν και δύο ολόλαμπροι άνδρες. Έφεραν μία ζυγαριά και οι δαίμονες
έβαλαν επάνω της τα χειρόγραφα των αμαρτημάτων του ληστή. Η πλάστιγγα στην
οποία έβαλαν οι δαίμονες τα χειρόγραφα κάθισε κάτω από το βάρος, η δε άλλη
ανέβηκε στο ύψος αφού ήταν ανάλαφρη. Λέγουν τότε μεταξύ τους οι φωτεινοί
Άγγελοι. «Τελικά εμείς δεν έχουμε τίποτε
εδώ;» Λέγει ο ένας στον άλλο. «Τι μπορούμε να έχουμε, αφού αυτός ούτε δέκα
ημέρες δεν έχει που ήλθε από τους φόνους και τη ληστρική ζωή του. Τι αγαθό
μπορούμε ζητήσουμε από αυτόν;» Καθώς έλεγαν αυτά προσποιήθηκαν ότι ψηλαφούσαν
την κλίνη του. Μήπως εύρισκαν και αυτοί κάποιο αγαθό του ληστή. Ο ένας τότε
βρήκε το μαντήλι στο οποίο ο ληστής σκούπιζε τα δάκρυά του και λέγει στον άλλο.
«Πράγματι αυτό είναι το μαντήλι των δακρύων του. Ας το βάλουμε στην άλλη
πλάστιγγα και μαζί μ΄ αυτό την φιλανθρωπία του Θεού και ίσως γίνει κάτι». Μόλις
το ακούμπησαν στην ανασηκωμένη πλάστιγγα αυτή κατέβηκε και σκορπίσθηκαν τα
χειρόγραφα των δαιμόνων που ήσαν στην άλλη. Τότε οι Άγγελοι φώναξαν με μία
φωνή: «Νίκησε η φιλανθρωπία του Δεσπότη». Έλαβαν τότε την ψυχή του ληστή και
την πήραν μαζί τους. Οι δε δαίμονες έφυγαν καταντροπιασμένοι.
Όταν ο γιατρός είδε αυτό το όνειρο αμέσως ξύπνησε,
σηκώθηκε, ενδύθηκε τα ρούχα του και έτρεξε στο νοσοκομείο. Πλησίασε στην κλίνη
του ληστή και τον βρήκε ακόμα ζεστό, αλλά η ψυχή του είχε φύγει. Το
φακιόλλιον-μαντήλι του ήταν στα μάτια του γεμάτο δάκρυα. Τότε ο γιατρός
πληροφορήθηκε από τους γύρω του για την εξομολόγηση την οποία έκαμε ο ληστής
προς τον Θεό. Πήρε μαζί του το φακιόλλιον-μαντήλι του ληστή και πήγε στον
ευσεβέστατο βασιλιά Μαυρίκιο. Το έδειξε και διηγήθηκε τα όσα είδε στο όνειρο,
αλλά και όσα άκουσε από τους παρόντες στο νοσοκομείο δίπλα στον ληστή λέγοντας:
«Ευχαριστούμε τον Θεό, ευσεβέστατε βασιλιά. Ακούσαμε ότι σώθηκε ο ληστής με την
εξομολόγηση του όντας ο Ουράνιος Βασιλιάς πάνω στο Σταυρό, αλλά είδαμε κι εμείς
ένα ληστή να σώζεται με την εξομολόγηση στις μέρες της βασιλεία σου».
Εμείς αδελφοί μου, ακούγοντας αυτά πιστεύουμε ότι
είναι αληθινά. Όμως είναι καλλίτερο να προλάβουμε τη φοβερή ώρα του θανάτου και
να προετοιμάσουμε τους εαυτούς μας με την μετάνοια.
Πες μου. Πόσοι φεύγουν ξαφνικά και δεν
προλαβαίνουν να πουν ούτε μια λέξη; Ούτε να δακρύσουν; Ούτε μπορούν να κάμουν
διαθήκη; Ποιος σου εγγυάται, ότι θα βρεις δάκρυα κατά την ώρα εκείνη, για να τα
καταθέσεις στον Θεό, όσα κατέθεσε εκείνος ο ληστής;
Γι΄ αυτό να μην αναβάλλουμε, ούτε να περιμένουμε
να εξομολογηθούμε την ώρα του θανάτου μας. Δεν τα έγραψα αυτά για να αποκοιμίσω
τις ψυχές σας, αλλά περισσότερο για να τις διεγείρω. Όχι για να σας κάμω
αμελέστερους, ώστε αφού αγωνισθούμε καλώς στο στάδιο των νηστειών, να γίνουμε άξιοι
για το στεφάνι της νίκης, για άφεση αμαρτιών και για τη βασιλεία των Ουρανών.
Όλα αυτά είθε να γίνουν με τη χάρη και τη
φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, μετά του οποίου ανήκει η δόξα στον
Πατέρα, μαζί και στο Άγιο και Ζωοποιό Πνεύμα, τώρα και πάντα και στους αιώνες
των αιώνων. Αμήν.
ΠΗΓΗ: ΝΙΚ. ΒΟΪΝΕΣΚΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου