Η ΚΑΛΗ ΚΑΙ Η ΚΑΚΗ ΟΨΗ ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ ΝΟΜΙΣΜΑΤΟΣ (Ὁ “δαίμων” καὶ ὁ “καματηρός”)
ΑΠΟ ΤΟ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ
Η ΚΑΛΗ ΚΑΙ Η ΚΑΚΗ ΟΨΗ ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ ΝΟΜΙΣΜΑΤΟΣ
ΕΙΣ. ΣΧ. «ΧΡ. ΒΙΒΛ.»: Τὸ
«νομισμα» εἶναι ἡ Πίστη, ἡ Ἀλήθεια. Ἡ ἁγία διαφορὰ ἔγκειται στὴν χρήση
της: Μὲ φανατισμό καὶ ἐμπάθεια (:«δαῖμον») ἢ μὲ Ἀγάπη καὶ καλωσύνη
(:«σωθείης») χωρὶς συγχρόνως ΟΥΔΕΜΙΑ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ στὴν Πίστη
(«καματηρέ»).
. Ἔλεγον περὶ τοῦ ἀββᾶ
Μακαρίου τοῦ Αἰγυπτίου, ὅτι ἀνέβαινέ ποτε ἐκ τῆς Σκήτεως εἰς τὸ ὄρος τῆς
Νιτρίας· καὶ ὡς ἤγγισεν εἰς τὸν τόπον, εἶπε τῷ μαθητῇ αὐτοῦ· Πρόλαβε
μικρόν. Καὶ ἐν τῷ προάγειν αὐτὸν, συναντᾷ τινι ἱερεῖ τῶν Ἑλλήνων· καὶ
κράξας αὐτῷ ὁ ἀδελφός, ἐφώνει λέγων· Αἲ αἲ δαῖμον, ποῦ τρέχεις;
Στραφεὶς δὲ ἐκεῖνος, διδοῖ αὐτῷ πληγὰς, καὶ ἀφίει αὐτὸν ἡμιθανῆ. Καὶ
ἄρας τὸ ξύλον ἔτρεχε. Καὶ προβάντι ὀλίγον, συναντᾷ αὐτῷ ὁ ἀββᾶς Μακάριος
τρέχοντι· καὶ λέγει αὐτῷ· Σωθείης, σωθείης, καματηρέ.
Καὶ θαυμάσας ἦλθε πρὸς αὐτὸν, καὶ εἶπεν· Τί καλὸν εἶδες ἐν ἐμοὶ, ὅτι
προσηγόρευσάς με; Λέγει αὐτῷ ὁ γέρων· Ὅτι εἶδόν σε κοπιῶντα· καὶ οὐκ
οἶδας ὅτι εἰς κενὸν κοπιᾷς. Λέγει αὐτῷ καὶ αὐτός· Κἀγὼ ἐπὶ τῷ ἀσπασμῷ
σου κατενύγην· καὶ ἔμαθον ὅτι τοῦ μέρους τοῦ Θεοῦ εἶ. Ἄλλος δὲ κακὸς μοναχὸς ἀπαντήσας μοι, ὕβρισέ με·
κἀγὼ ἔδωκα αὐτῷ πληγὰς εἰς θάνατον. Καὶ ἔγνω ὁ γέρων ὅτι ὁ μαθητὴς
αὐτοῦ ἐστι. Καὶ κρατήσας τοὺς πόδας αὐτοῦ ὁ ἱερεὺς ἔλεγεν· Οὐκ ἀφῶ σε,
ἐὰν μὴ ποιήσῃς με μοναχόν. Καὶ ἦλθον ἐπάνω ὅπου ἦν ὁ μοναχὸς, καὶ
ἐβάσταξαν αὐτὸν, καὶ ἤνεγκαν εἰς τὴν ἐκκλησίαν τοῦ ὄρους. Καὶ ἰδόντες
τὸν ἱερέα μετ᾽ αὐτοῦ, ἐξέστησαν· καὶ ἐποίησαν αὐτὸν μοναχόν. Καὶ πολλοὶ τῶν Ἑλλήνων ἐγένοντο δι᾽ αὐτὸν Χριστιανοί. Ἔλεγεν οὖν ὁ ἀββᾶς Μακάριος, ὅτι ὁ λόγος ὁ κακὸς, καὶ τοὺς καλοὺς ποιεῖ κακούς· καὶ ὁ καλὸς λόγος, καὶ τοὺς κακοὺς ποιεῖ καλούς.
.
Ἔλεγαν γιὰ τὸν ἀββᾶ Μακάριο τὸν μεγάλο ὅτι εἶχε γίνει, ὅπως λέει
ἡ Γραφή, θεὸς ἐπίγειος. Γιατί ὅπως ἀκριβῶς ὁ Θεὸς σκεπάζει τὸν κόσμο,
ἔτσι καὶ ὁ ἀββᾶς Μακάριος σκέπαζε τὰ ἐλαττώματα ποὺ ἔβλεπε στοὺς ἄλλους,
σὰν νὰ μὴ τὰ ἔβλεπε, καὶ ἐκεῖνα ποὺ ἄκουε σὰν νὰ μὴ τὰ ἄκουε. Ἔλεγαν
γιὰ τὸν Ἀββᾶ Μακάριο τὸν Αἰγύπτιο, ὅτι ἀνέβαινε κάποτε ἀπὸ τὴν Σκήτη στὸ
ὅρος τῆς Νητρίας. Καὶ σὰν πλησίασε στὸν τόπο, εἶπε στὸν μαθητή του:
Προχώρα λιγάκι. Καὶ ἐνῶ ἐκεῖνος προχωροῦσε, συναντᾶ ἕναν ἱερέα τῶν
εἰδώλων. Καὶ τοῦ φώναξε δυνατὰ ὁ ἀδελφός: Ἔ, δαίμονα, ποῦ τρέχεις;
. Γυρίζει τότε ἐκεῖνος, τὸν χτυπᾶ καὶ τὸν ἀφήνει μισοπεθαμένο. Καὶ σηκώνοντας τὸ ξύλο, ἔτρεχε.
. Ἀφοῦ προχώρησε λίγο, τὸν συναντᾶ ὁ Ἀββᾶς Μακάριος, καθὼς ἔτρεχε. Καὶ τοῦ λέγει: Ὁ Θεὸς νὰ σὲ εὐλογεῖ, ταλαίπωρε ἄνθρωπε!…Εἴθε νὰ σωθεῖς, εἴθε νὰ σωθεῖς!
. Ἀπόρησε ἐκεῖνος καὶ ἦλθε σὲ συναίσθηση καὶ εἶπε: Τί καλὸ εἶδες σὲ μένα Ἀββᾶ, καὶ μοῦ εὔχεσαι νὰ σωθῶ;
. Τοῦ λέει ὁ γέροντας: Σὲ βλέπω νὰ μοχθεῖς, χωρὶς ὅμως νὰ γνωρίζεις ὅτι μάταια κοπιάζεις.
. Τοῦ λέει ἐκεῖνος: Κι
ἐγὼ κατανύχθηκα καὶ γλύκανε ἡ ψυχή μου μὲ τὸν χαιρετισμό σου, καὶ
πληροφορήθηκα ὅτι εἶσαι μὲ τὸ μέρος τοῦ Θεοῦ. Ἐνῶ ἕνας ἄλλος κακὸς
μοναχὸς μὲ συνάντησε καὶ μ’ ἔβρισε. Κι ἐγὼ τὸν χτύπησα πολὺ καὶ σχεδὸν
τὸν ἄφησα πεθαμένο.
. Κατάλαβε τότε ὁ
γέροντας ὅτι πρόκειται γιὰ τὸν μαθητή του. Κι ὁ ἱερέας ἔπιασε τὰ πόδια
του καὶ τοῦ ἔλεγε: Δὲν σ’ ἀφήνω, ἂν δὲν μὲ κάνεις μοναχό.
. Καὶ ἦλθαν ἐκεῖ ὅπου
βρισκόταν ὁ μαθητής του, τὸν φορτώθηκαν καὶ τὸν πῆγαν στὴν ἐκκλησία τοῦ
ὄρους. Εἶδαν μαζί του τὸν ἱερέα οἱ Πατέρες καὶ ἔμειναν ἄναυδοι. Τὸν
ἔκαναν μοναχὸ καὶ τότε πολλοὶ ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες (εἰδωλολάτρες) ἔγιναν
ἀπ’ αὐτὴ τὴν αἰτία χριστιανοί.
. Ἔλεγε στὸ ἑξῆς ὁ
Ἀββᾶς Μακάριος ὅτι ὁ λόγος ὁ κακὸς καὶ τοὺς καλούς τους κάνει κακούς.
Ἐνῶ ὁ λόγος ὁ καλὸς καὶ τοὺς κακοὺς τοὺς κάνει καλούς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου