Πέμπτη 25 Σεπτεμβρίου 2014

Ο ΦΥΛΑΚΑΣ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΑΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ (Ἀληθινὴ ἱστορία) «“Μὴν ἀφήσεις Παναγία μου νὰ πεθάνω πρὶν παραδώσω σὲ χέρια σίγουρα τὴν εἰκόνα σου”, προσευχόμουνα συνέχεια».

φύλακας τς εκόνας τς Παναγίας
(
ληθιν στορία)!

.           Ὁ γέρο Χαραλάμπης ἔζησε τὰ τελευταῖα χρόνια της ζωῆς του μὲ τὴν νοσταλγία τῆς χαμένης του πατρίδας. Σκεφτόταν συνέχεια τὸ ὄμορφο χωριό του κοντὰ στὴν Προῦσα καὶ τὰ μάτια του βούρκωναν. Μ’αὐτὸν τὸν καημὸ ἔφυγε γιὰ τὴν ζωή.
.           Συχνὰ ἔπαιρνε στὴν ἀγκαλιά του τὸν ἐγγονό του τὸν Μπάμπη, καὶ τοῦ μιλοῦσε γιὰ τὸ χωριό του. Τοῦ περιέγραφε πῶς ἦταν ἡ ἐκκλησία, τὸ σχολεῖο ποὺ ἔμαθε τὰ πρῶτα του γράμματα, τὴν πλατεία ποὺ ἔπαιζε. Μὲ μεγάλη λεπτομέρεια τοῦ περιέγραφε τὸ σπίτι ποὺ γεννήθηκε, παντρεύθηκε, ἀπέκτησε τὰ παιδιά του. Ὁ Μπάμπης μεγάλωσε καὶ σπούδασε στὴν Ἀθήνα. Πάντα ὅμως θυμόταν τὸν παππού του….. Καὶ ὅταν κάποια μέρα πληροφορήθηκε πὼς ἕνα ταξιδιωτικὸ πρακτορεῖο εἶχε ὀργανώσει ἐκδρομὴ στὰ μέρη τῆς Προύσας, θεώρησε χρέος του νὰ ἐπισκεφθεῖ αὐτὸν τὸν τόπο, στὴ μνήμη τοῦ παπποῦ του.
.           Δυνατὴ συγκίνηση κατέλαβε τὸν Μπάμπη, ὅταν βρέθηκε στὸ χωριὸ τοῦ παπποῦ του. Εἶδε πρῶτα τὴν ἐκκλησία, μόνο ποὺ τώρα ἦταν τζαμί. Πλησίασε στὸ καφενεδάκι τοῦ παπποῦ του… ἦταν κλειστό. Καὶ ἡ πλατεία ἐντελῶς παραμελημένη. Κι ἔφτασε μπροστὰ στὸ σπίτι… Μὲ τρεμάμενο χέρι ἔσπρωξε τὴν αὐλόπορτα. Στὰ σκαλοπάτια καθόταν ἕνα γεροντάκι. Σηκώθηκε, μόλις τὸν εἶδε. “Ἔλα παιδί μου, τί θέλεις;” τὸν ρώτησε στὰ τούρκικα… Μὲ τὶς λίγες τούρκικες λέξεις ποὺ εἶχε μάθει ὁ Μπάμπης ἀπὸ τὸν παππού του, προσπάθησε νὰ τοῦ δώσει νὰ καταλάβει πὼς εἶχε ἔρθει ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα, γιὰ νὰ γνωρίσει τὸ χωριὸ τοῦ παπποῦ του. Σὰν τ᾽ ἄκουσε ὁ γέρος τινάχτηκε πάνω. Ἅπλωσε τὰ χέρια καὶ τὸν ἔσφιξε στὴν ἀγκαλιά του…“Καλῶς ὅρισες”, τοῦ εἶπε ἑλληνικά. “Τό ᾽ξερα πὼς θὰ ᾽ρθεῖς καὶ σὲ περίμενα”. Ὁ Μπάμπης τὸν κοίταξε σαστισμένος. Τὸν ἔπιασε ἐκεῖνος ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τὸν ὁδήγησε σ᾽ ἕνα μικρὸ δωμάτιο στὸ ἐσωτερικό τοῦ σπιτιοῦ.
.             Τὸν ἔβαλε νὰ καθίσει στὴν μοναδικὴ καρέκλα. Σκούπισε ἕνα δάκρυ ποὺ κύλησε στὸ πρόσωπό του καὶ συνέχισε. Γεννήθηκα σ᾽ ἕνα ὄμορφο χωριουδάκι τῆς Μακεδονίας. Οἱ γονεῖς μου ἦταν Μωαμεθανοὶ καὶ στὸ ἐπάγγελμα ἀγρότες. Ἐγὼ ἤμουν τὸ μικρότερο παιδὶ τῆς οἰκογένειας. Ὅταν οἱ ἄλλοι λείπανε ὅλη μέρα στὰ κτήματα, ἐγὼ ἔμενα στὸ σπίτι τοῦ φίλου μου τοῦ Νικολάκη. Πολλὲς φορὲς κοιμόμουνα κιόλας. Οἱ γονεῖς του μ᾽ ἀγαποῦσαν καὶ δὲν μὲ ξεχώριζαν ἀπὸ τὰ παιδιά τους. Ἦταν καλοὶ ἄνθρωποι καὶ πιστοὶ χριστιανοί. Ἐκκλησιάζονταν συχνὰ τὸ βράδυ ὅλη ἡ οἰκογένεια, γονάτιζαν καὶ προσεύχονταν μπροστὰ στὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας, ὅπου ἔκαιγε συνέχεια τὸ καντήλι, καὶ δίπλα τὸ θυμιατήρι, ποὺ σκορποῦσε σ᾽ ὅλο τὸ σπίτι εὐωδία
.           Ὅλα αὐτὰ ἐμένα μ᾽ ἔκαναν νὰ νιώθω δέος. Πολλὲς φορὲς γονάτιζα καὶ ἐγὼ μαζί τους καὶ μιλοῦσα μὲ τὴν Παναγία σὰν νὰ μιλοῦσα μὲ τὴν μάνα μου. Ἡ ψυχή μου τότε γέμιζε γαλήνη.
.             Κάποια μέρα ἡ οἰκογένεια τοῦ Νικολάκη πήγανε σ᾽ ἕνα ξωκκλήσι ποὺ πανηγύριζε. Μὲ πῆραν κι ἐμένα μαζί τους. Παρακολούθησα τὴ Θεία λειτουργία κι ὅταν εἶδα τοὺς πιστοὺς νὰ προχωροῦν πρὸς τὴν Ὡραία Πύλη γιὰ νὰ μεταλάβουν, ἀκολούθησα καὶ ἐγώ. Ὁ πατέρας τοῦ φίλου μου μὲ συγκράτησε.”Όχι ἐσὺ παιδί μου”, μοῦ εἶπε χαμηλόφωνα. “Δεν μπορεῖς νὰ μεταλάβεις, γιατί εἶσαι ἀβάφτιστος”. Τὸν κοίταξα μὲ παράπονο..” “Τότε νὰ βαπτιστῶ”, τοῦ ἀπάντησα.
.           Λίγο ἀργότερα ὁ κὺρ Δημήτρης μοῦ ἐξήγησε πὼς ἀνήκουμε σὲ διαφορετικὲς θρησκεῖες καὶ οἱ γονεῖς μου δὲν θὰ μοῦ ἐπέτρεπαν νὰ βαπτιστῶ. Θὰ μποροῦσα ὅμως νὰ τὸ κάνω, ὅταν γινόμουνα ἐνήλικος κι ἐξακολουθοῦσα νὰ ἔχω τὸν ἴδιο πόθο.
.           Κι ἐγὼ περίμενα τὴν πολυπόθητη ἐκείνη μέρα καὶ συνέχιζα νὰ προσεύχομαι στὴν Παναγία. Δυστυχῶς ὅμως δὲν πρόλαβα νὰ πραγματοποιήσω τὴ μεγάλη μου ἐπιθυμία. Πρὶν ἀκόμα ἐνηλικιωθῶ ἔγινε ἡ ἀνταλλαγὴ τῶν πληθυσμῶν. Μὲ πῆραν οἱ γονεῖς μου καὶ μὲ φέρανε σὲ τοῦτο ἐδῶ τὸ χωριό.
.             Ἦταν νύχτα καὶ δὲν μπόρεσα νὰ ἀποχαιρετήσω τὸν φίλο μου καὶ τὴν ἀγαπημένη μου ἐκείνη οἰκογένεια. Αὐτό μοῦ στοίχισε πολύ. Μία δύο φορὲς θέλησα νὰ φύγω ἀπὸ τὸ σπίτι. Οἱ γονεῖς μου ἀναγκάστηκαν νὰ μὲ κλειδώσουν σὲ τοῦτο ἐδῶ τὸ δωμάτιο, καὶ συνέχισα νὰ μένω ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια.
.             Ἕνα βράδυ πάνω στὴν ἀπελπισία μου γονάτισα, ὅπως ἔκανε ἡ οἰκογένεια τοῦ Νικολάκη καὶ μὲ δάκρυα στὰ μάτια παρακάλεσα τὴν Παναγία νὰ μὲ βοηθήσει νὰ γυρίσω πίσω. Καὶ ξαφνικὰ ἔνιωσα μία ὑπέροχη εὐωδιὰ νὰ πλημμυρίζει τὸ δωμάτιο. Τὸ θεώρησα σὰν ἀπάντηση τῆς Παναγίας στὴν προσευχή μου. Τὴν ἴδια εὐωδία τὴν νιώθω ἀκόμα μέχρι σήμερα, ὅταν τὸ βράδυ προσεύχομαι.
.           Ἀργότερα ἄρχισα νὰ ἀκούω κάποια ἐλαφρὰ χτυπήματα κάτω ἀπὸ τὸ κρεβάτι ποὺ κοιμόμουν. Ἕναν ὁλόκληρο χρόνο δὲν μποροῦσα νὰ καταλάβω τί συνέβαινε, οὔτε ὅμως τολμοῦσα νὰ τὸ πῶ σὲ κάποιον. Βρῆκα τὴν εὐκαιρία κάποια μέρα ποὺ ὅλη ἡ οἰκογένειά μου εἶχε πάει σ᾽ ἕνα γάμο στὸ διπλανὸ χωριὸ κι ἔψαξα μὲ πολὺ προσοχὴ στὸ σημεῖο ἐκεῖνο. Πρόσεξα πὼς κάποια σανίδια δὲν ἐφάρμοζαν ἐντελῶς. Τὰ ἀνασήκωσα μ’ ἕνα αἰχμηρὸ ἀντικείμενο. Εἶδα ἀπὸ κάτω ἕνα μεταλλικὸ κουτί. “Σίγουρα θὰ εἶναι κάποιος κρυμμένος θησαυρός”, σκέφτηκα. Ρίγος μὲ κατέλαβε, ὅταν τὸ ἄνοιξα. Μέσα ὑπῆρχε μία ὁλόχρυση εἰκόνα τῆς Παναγίας, ἕνα καντῆλι καὶ ἕνα θυμιατήρι ποὺ εὐωδίαζαν. “Σκέφτηκα πὼς οἱ ἄνθρωποι, ποὺ φύγανε ἀπὸ αὐτὸ τὸ σπίτι, ἔκρυψαν τὸν πολύτιμο θυσαυρό τους, γιὰ νὰ μὴν πέσει σὲ βέβηλα χέρια”. Τὸ ἴδιο σκέφτηκα νὰ κάνω καὶ γώ. Νὰ φυλάξω τὴν εἰκόνα μέχρι νὰ βρεθεῖ κάποιος ἀπὸ τὴν οἰκογένεια ποὺ θὰ μποροῦσα νὰ τὴν παραδώσω. Κι αὐτὸ ἦταν τὸ αἴτημά μου, ὅταν προσευχόμουν κάθε βράδυ στὴν Παναγία. Πέρασαν χρόνια ἀπὸ τότε. Οἱ γονεῖς μου φύγανε ἀπὸ τὴ ζωή. Τ’ ἀδέρφια μου παντρεύτηκαν κι ἔκαναν δικό τους σπιτικό. Ἐγὼ ἔμεινα ἐδῶ μόνος. Φύλαγα τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας. Δὲν θέλησα νὰ παντρευτῶ, οὔτε νὰ μπεῖ γυναίκα στὸ σπίτι μου. Οἱ συγγενεῖς καὶ συγχωριανοί μου μὲ θεωροῦσαν ἀλλοπαρμένο καὶ δὲν μὲ πλησίαζαν. Αὐτὸ μὲ βόλευε, γιατί δὲν μὲ ἐνοχλοῦσαν. Εἶχα πάντα τὴν Παναγία ποὺ μὲ προστάτευε.
.             Τελευταῖα οἱ δυνάμεις μου ἄρχισαν νὰ μὲ ἐγκαταλείπουν. “Μὴν ἀφήσεις Παναγία μου νὰ πεθάνω πρὶν παραδώσω σὲ χέρια σίγουρα τὴν εἰκόνα σου”, προσευχόμουνα συνέχεια. Καὶ ψὲς τὸ βράδυ πῆρα τὴν ἀπάντησή της. Ἡ εὐωδία σταμάτησε. Μία δροσερὴ αὔρα ἁπλώθηκε στὴν ψυχή μου. Ἔβγαλα τὴν εἰκόνα ἀπὸ τὸ κουτὶ καὶ μοῦ φάνηκε πὼς ἡ Παναγία μοῦ χαμογέλασε. “Κάποιον θὰ στείλει σήμερα νὰ τὴν πάρει”, σκέφτηκα καὶ κάθισα ἀπὸ τὸ πρωὶ στὰ σκαλοπάτια νὰ περιμένω. Τώρα πιὰ μπορῶ νὰ κλείσω τὰ μάτια μου ἥσυχος.
.             Συγκινημένος ὁ Μπάμπης πῆρε τὸ ἱερὸ κειμήλιο ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ γέροντα. Ἔσκυψε μετὰ καὶ φίλησε τὸ χέρι του κι ἔνιωσε σὰν νὰ φιλοῦσε τὸ χέρι τοῦ παπποῦ του. Τὸν εὐχαρίστησε μὲ ὅλη του τὴν καρδιά. Ἀποχαιρετήστηκαν δακρυσμένοι. Πρὶν φύγει ὁ Μπάμπης, ὁ γέροντας τοῦ ἔδωσε ἕνα σακουλάκι “Πάρτο παιδί μου, τοῦ εἶπε. Ἔχει χῶμα ἀπὸ τὸν κῆπο τοῦ παπποῦ σου. Βάλτο στὸν τάφο του νὰ ἀναπαυθεῖ ἡ ψυχή του!”

ΠΗΓΗ: tideon.org (ἀπὸ ΒriefingΝews)

ΠΗΓΗ:    ΚΛΙΚ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου