Το «θαύμα» του Φακίρη και η προσευχή του Ιησού
Ο μακαριστός Αρχιμανδρίτης Νικόλαος Ντρομπυάζγκιν διηγείται: «Το πλοίο κουνιόταν ελαφρά, ενώ ετοιμαζόταν να αράξει στην αποβάθρα του λιμανιού τού Κολόμπο.
Εδώ το πλοίο σταμάτησε για να φορτώσει κάρβουνο, και οι επιβάτες είχαν αρκετό χρόνο στη διάθεσή τους για να βγουν στην πόλη. Ο καιρός ήταν τόσο ζεστός ώστε πολλοί επιβάτες προτίμησαν να μην εγκαταλείψουν το πλοίο μέχρι το βράδυ, οπότε μια ευχάριστη δροσιά αντικατέστησε τον καύσωνα της ημέρας.
Η μικρή ομάδα των οκτώ ατόμων στην οποία ανήκα κι εγώ, βρισκόταν κάτω από την αρχηγία του συνταγματάρχη Έλλιοτ, που είχε κάνει στο Κολόμπο προηγουμένως και γνώριζε καλά την πόλη και τα περίχωρα. Είχε κάνει μια δελεαστική πρόταση: -«Κυρίες και κύριοι, θα θέλατε να πάτε λίγα μίλια έξω από την πόλη και να επισκεφθείτε κάποιον από τους ντόπιους φακίρηδες; Μπορεί να δούμε κάτι το ενδιαφέρον». Όλοι δεχτήκαμε την πρόταση του συνταγματάρχη μ’ ενθουσιασμό.
Ήταν ήδη βράδυ, όταν αφήσαμε πίσω μας τους θορυβώδεις δρόμους της πόλεως και προχωρήσαμε κατά μήκος ενός θαυμάσιου δρόμου της ζούγκλας που έλαμπε από την παρουσία εκατομμυρίων πυγολαμπίδων. Στο τέλος ο δρόμος ξαφνικά πλάτυνε και μπροστά μας βρισκόταν ένα μικρό ξέφωτο, τριγυρισμένο παντού από τη ζούγκλα. Στην άκρη του ξέφωτου, κάτω από ένα μεγάλο δέντρο, ήταν ένα είδος καλύβας, δίπλα στην οποία μια μικρή φωτιά μισόκαιγε, κι ένας ισχνός γέρος μ’ ένα τουρμπάνι στο κεφάλι καθόταν σταυροπόδι, με το ακίνητό του βλέμμα στραμμένο στη φωτιά. Παρά τη θορυβώδη μας άφιξη ο γέρος συνέχισε να κάθεται τελείως ακίνητος, χωρίς να μας προσέξει καθόλου. Ένας νεαρός πρόβαλε μέσα στο σκοτάδι και πηγαίνοντας προς το συνταγματάρχη κάτι τον ρώτησε ήσυχα. Σε λίγο έφερε μερικά σκαμνιά και η ομάδα τακτοποιήθηκε σ’ ένα ημικύκλιο κοντά στη φωτιά.
Ένας λεπτός και ευωδιαστός καπνός ανυψώθηκε. Ο γέρος καθόταν στην ίδια στάση προφανώς χωρίς να προσέξει κανέναν και τίποτε. Το φεγγάρι που ’χε ήδη ανατείλει σκόρπισε μέχρις ενός σημείου το σκοτάδι της νύκτας και στο παράξενο φώς του όλα τ΄ αντικείμενα πήρανε φανταστικά σχήματα. Χωρίς να το θέλει, ο καθένας σιώπησε και περίμενε να δει τι θα συνέβαινε.
-Κοιτάξτε, κοιτάξτε, εκεί πάνω στο δέντρο, φώναξε η δεσποινίς Μαίρη μ’ ένα ψίθυρο γεμάτο έξαψη. Όλοι γυρίσαμε τα κεφάλια προς την κατεύθυνση που έδειξε. Και πραγματικά ολόκληρη η επιφάνεια του τεράστιου στέμματος του δέντρου, κάτω από το οποίο καθόταν ο φακίρης, έμοιαζε σαν να έρεε ελαφρά, στο μαλακό φως του φεγγαριού, και το ίδιο το δέντρο άρχισε σταδιακά να λειώνει και να χάνει την περίμετρό του. Κυριολεκτικά, κάποιο αόρατο χέρι είχε ρίξει πάνω του ένα αέρινο σκέπασμα, που γινόταν κάθε στιγμή που περνούσε πιο συμπυκνωμένο. Σύντομα η κυματιστή επιφάνεια της θάλασσας παρουσιάστηκε με πλήρη διαύγεια μπροστά στο έκπληκτο μας βλέμμα. Με μια ελαφριά υπόκωφη βοή το ένα κύμα ακολούθησε το άλλο σχηματίζοντας αφρισμένα άσπρα κύματα. Λεπτά σύννεφα κυκλοφορούσαν στον ουρανό που είχε γίνει γαλανός. Ζαλισμένοι, δεν μπορούσαμε να ξεκολλήσουμε από την εκπληκτική αυτή εικόνα.
Και μετά εκεί στο βάθος εμφανίστηκε ένα άσπρο καράβι. Πυκνός καπνός ξέφευγε από τα δυό μεγάλα του φουγάρα. Πλησίασε γρήγορα σε μας, σχίζοντας το νερό. Προς μεγάλη μας έκπληξη το αναγνωρίσαμε σαν το πλοίο μας, εκείνο με το οποίο είχαμε έρθει στο Κολόμπο. Ένας ψίθυρος θαυμασμού ακούστηκε από την ομήγυρη, όταν διαβάσαμε στην πρύμνη γραμμένο με χρυσά γράμματα το όνομα του πλοίου μας «Λουΐζα». Αλλά εκείνο που μας κατέπληξε περισσότερο είναι ότι είδαμε τους εαυτούς μας πάνω στο πλοίο. Μην ξεχνάτε ότι κατά το χρόνο που συνέβησαν όλα αυτά ο κινηματογράφος δεν υπήρχε ούτε καν σαν σκέψη, κι ήταν αδύνατον να μας εξαπατήσει με κάτι τέτοιο. Ο καθένας από μας είδε τον εαυτό του στο κατάστρωμα του πλοίου ανάμεσα στον κόσμο που γελούσαν και μιλούσαν μεταξύ τους. Αλλά το ειδικά εκπληκτικό ήταν ότι είδα όχι μόνον τον εαυτό μου, αλλά ταυτόχρονα ολόκληρο το κατάστρωμα του πλοίου μέχρι την πιο μικρή λεπτομέρεια, σαν σε γενική άποψη, πράγμα σίγουρα που δεν μπορούσε να γίνει στην πραγματικότητα. Ταυτόχρονα είδα τον εαυτό μου ανάμεσα στους επιβάτες, και τους ναύτες να δουλεύουν στο άλλο άκρο του πλοίου και τον καπετάνιο στην καμπίνα του, κι ακόμη τον πίθηκο του πλοίου, τη Νέλλυ, που ήταν ευνοούμενος όλων, να τρώει μπανάνες στο μεσαίο κατάρτι. Ταυτόχρονα οι σύντροφοί μου, ο καθένας με τον τρόπο του, ήταν γεμάτοι έξαψη μ’ αυτό που έβλεπαν εκφράζοντας τη συγκίνησή τους με απαλές κραυγές και εξημμένους ψιθύρους.
Είχα λησμονήσει πλήρως πως ήμουνα ιερομόναχος, πράγμα που σήμαινε ότι δεν είχα καμμιά δουλειά συμμετέχοντας σε τέτοιο θέαμα. Η γοητεία ήταν τόσο δυνατή, που και ο νους και η καρδιά μου ήσαν σιωπηλά. Η καρδιά μου άρχισε να κτυπά γεμάτη οδύνη, σαν να με προειδοποιούσε. Ξαφνικά ήμουν εκτός εαυτού. Ένας φόβος κρατούσε ολόκληρο το είναι μου.
Τα χείλη μου άρχισαν να κινούνται και να λέγουν: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησον με τον αμαρτωλόν». Αμέσως αισθάνθηκα ανακουφισμένος. Ήταν ακριβώς σαν κάποιες μυστηριώδεις αλυσίδες, οι οποίες με περιόριζαν, να άρχισαν να πέφτουν. Η προσευχή έγινε πιο συγκεντρωμένη και μαζί της γύρισε η ειρήνη της ψυχής μου. Συνέχισα να κοιτάζω προς το δέντρο και ξαφνικά, σαν να την κατεδιώκε ο άνεμος, η εικόνα γέμισε σύννεφα και διασκορπίστηκε. Δεν είδα τίποτε άλλο εκτός από το μεγάλο δένδρο που φωτιζόταν από το φώς του φεγγαριού και το φακίρη να κάθεται σιωπηλός κοντά στην φωτιά, ενώ οι σύντροφοί μου συνέχιζαν να εκφράζουν εκείνο το οποίο είχαν αντικρύσει ενώ κοίταζαν την εικόνα, που γι’ αυτούς δεν είχε σταματήσει.
Αλλά τότε συνέβηκε κάτι και στο φακίρη. Τρίκλισε στο πλάι. Ο νεαρός έτρεξε γρήγορα κοντά του με φόβο. Η πνευματιστική συγκέντρωση είχε κοπεί στην μέση.
Βαθειά συγκινημένοι απ’ όλα όσα είχαν γευτεί εμπειρικά οι θεατές σηκώθηκαν συζητώντας ζωηρά τις εντυπώσεις τους και μη καταλαβαίνοντας καθόλου, γιατί η όλη υπόθεση διακόπηκε τόσο απρόσμενα και τόσο απότομα. Ο νεαρός εξήγησε ότι αυτό οφειλόταν στην εξάντληση του φακίρη, που καθόταν όπως πριν με το κεφάλι κάτω χωρίς να μας λαμβάνει καθόλου υπ’ όψιν.
Αφού αμείψαμε γενναιόδωρα το φακίρη μέσω του νεαρού για την ευκαιρία να συμμετάσχουμε σ’ ένα τόσο καταπληκτικό θέαμα, η ομάδα μαζεύτηκε για το ταξίδι της επιστροφής. Ενώ ξεκινούσαμε, χωρίς να το θέλω, γύρισα πίσω για μια ακόμη φορά για να εντυπώσω στην μνήμη μου την όλη σκηνή, και ξαφνικά ανατρίχιασα λόγω κάποιου δυσάρεστου αισθήματος. Το βλέμμα μου συνάντησε το βλέμμα του φακίρη, που ήταν γεμάτο μίσος. Ήταν μόνο για μια στιγμή, κι έπειτα πήρε τη συνηθισμένη του θέση.
Αλλά η ματιά αυτή άνοιξε μια για πάντα τα μάτια μου στην αντίληψη ποίου ήταν η δύναμη που είχε παράξει αυτό το «θαύμα».
Σημείωση του μεταφραστή:
Το γεγονός αυτό έλαβε χώραν λίγο πριν το 1900 στο Κολόμπο της Σρι Λάνκα (Κεϋλάνης). Ο συγγραφέας, Ρώσος Ορθόδοξος ιερωμένος, περιγράφει το υπερφυσικό εκείνο θέαμα που δεν ήταν τίποτε άλλο παρά δαιμονική απάτη, που διαλύθηκε, όπως μας αναφέρει ο συγγραφέας με την επίκληση του ονόματος του Χριστού μέσω της νοεράς προσευχής. Φαίνεται καθαρά ότι όταν αναφέρει ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος «Ιησού ονόματι μάστιζε πολεμίους, ου γάρ εστίν εν τω ουρανώ και επί γής ισχυρότερον όπλον», πόσο δίκαιο έχει. Μας ξεκαθαρίζει επίσης το περιστατικό το τι κρύβεται πίσω από τον Ινδουισμό και το Βουδισμό, που καταπλήσσουν σήμερα τους αφελείς και τους άσχετους με την Ορθοδοξία.
(Από το περιοδικό Ορθόδοξη Μαρτυρία)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου