Τετάρτη 2 Ιουλίου 2014
«Ἡ κοινωνία τῆς ἐρήμου καί ἡ ἐρημία τῶν πόλεων»[ϛ´]
. Οἱ πόλεις γίνονται ὅλο καί πιό ἔρημες καί θά γίνονται κι οἱ ἔρημοι θά πολίζονται καί κανείς ἀμετανόητος δέν θά δύναται νά ἐμποδίζει τή μετάνοια τῶν θελόντων, τήν ἱκεσία τῶν πιστῶν, τή δέηση τῶν πενήτων. Οὐδείς δύναται νά ἐμποδίζει τόν κάθε ἐλεύθερο ν’ αὐτοφυλακίζεται, νά αὐτοεξορίζεται, νά ζεῖ τό μυστήριο τοῦ ζῶντος Θεοῦ, τό θαῦμα μέσα στό μαρτύριο καί τήν ταπείνωση, ἐκεῖ ὅπου πάντα ἀνθεῖ τό ὀρθόδοξο βίωμα. Ἐντός τῆς σιγῆς, τῆς σιωπῆς καί τῆς προσδοκίας, ζωντας τήν ὑπέρβαση τοῦ χριστιανισμοῦ, πού ἔγκειται, ὄχι στήν ἐξαφάνιση τοῦ κακοῦ, ἀλλά στήν τίμια παραδοχή τοῦ ἑαυτοῦ μας καί τῶν ἄλλων, βιώνοντας τήν πενία τοῦ πλούτου, τόν πλοῦτο τῆς πενίας, τήν ὑγεία τῆς ἀσθένειας, τήν εὐλογία τῆς δοκιμασίας, τή δύναμη τῆς ἀδυναμίας, τή χαρά τῆς ὑπομονῆς, τή νίκη τῆς ἧττας, τήν τιμή τῆς ἀδοξίας, τήν ἐλευθερία τοῦ ἐγκλεισμοῦ, τή μεγαλειότητα τῆς σμίκρυνσης, τήν ἀντίσταση στόν θάνατο, τήν Ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ, τή θέωση τοῦ ἀνθρώπου. Καί τοῦτα κανείς ἄς ἀναμένει ὄχι ἀπό τήν ἐξουσία τῶν ἀρχῶν τοῦ κόσμου, ἀλλά ἀπό τήν ἐξουσία ἐπί τοῦ ἑαυτοῦ μας, καί τή δημιουργία ὑγιῶν καί φωτεινῶν μικρῶν ἑστιῶν, πού ὀνομάζονται ἐκκλησία, κελλί, ἐργαστήρι, γραφεῖο, αἴθουσα, δωμάτιο. Ἔτσι ἡ ἐρημία τῶν πόλεων θά συνεχίζει νά ὑπάρχει, ἀλλά δέν θά περνᾶ στήν καρδιά. Ἔτσι ἀλλάζει ὁ κόσμος. Ἔσωθεν καί ὄχι ἔξωθεν καί ἄνωθεν. Μή θεωρεῖται μεγάλος ὁ ἱεραπόστολος τῆς Ἀφρικῆς καί ὁ κάθε ἐφευρέτης. Μέγας εἶναι ὁ μικρός πού ὑπομένει τήν παραφροσύνη, τήν ἀδικία, τόν κατατρεγμό, τόν πόνο τοῦ πλησίον καί τόν δικό του. Μεγαλύτερος εἶναι, κατά τόν ἀββᾶ Ἰσαάκ, αὐτός πού γνώρισε καί νίκησε τά πάθη του ἀπό αὐτόν πού ἀνασταίνει νεκρούς.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου