Σάββατο 17 Μαΐου 2014

ΜΗ Ο ΠΙΠΤΩΝ ΟΥΚ ΑΝΙΣΤΑΤΑΙ;

Μὴ ὁ πίπτων οὐκ ἀνίσταται;
τοῦ περιοδ. «ΖΩΗ»,
Μάρτιος 2014

|ἀρ. τ. 4277

Ἠλ. στοιχειοθ. «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ»

  

. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ περπατοῦσε στὸν δρόμο σκόνταψε καὶ ἔπεσε. Δὲν θὰ βιαστεῖ νὰ σηκωθεῖ: Νὰ ἡ ἁπλή, ἡ ἁπλούστατη ἐρώτηση, ποὺ μᾶς κάνει σήμερα ὁ Θεός. Δὲν θὰ χρειαστεῖ κόπος οὔτε πολλὴ σκέψη γιὰ τὴν ἀπάντηση: Βεβαίως, θὰ ἀποκριθοῦμε ὅλοι.
Εἶναι πάρα πολὺ συνηθισμένο τὸ θέαμα ἑνὸς μικροῦ ἢ μεγάλου ποὺ σκοντάφτει, γλυστράει ἢ παραπατάει καὶ πέφτει. Καὶ τὸ πρῶτο ποὺ θὰ κάνει εἶναι νὰ σηκωθεῖ καὶ νὰ τινάξει τὰ ροῦχα του. Ὕστερα θὰ συνεχίσει τὴν πορεία ἢ τὸ παιχνίδι του, ἂν εἶναι μικρό παιδί. Τότε τί νόημα ἔχει ἡ ἐρώτηση τοῦ Θεοῦ: Μᾶς ρωτάει: «Μὴ ὁ πίπτων οὐκ ἀνίσταται;» (Ἱερεμίου η´ 4). Γιατί ἄραγε μᾶς λέει κάτι τόσο αὐτονόητο; Γιατί μᾶς θέτει ἕνα ἐρώτημα, στὸ ὁποῖο ἡ φυσική, ἡ μόνη ἀπάντηση εἶναι ἕνα «ναί», ἕνα«βεβαίως»; Διότι ἁπλούστατα συχνὰ ἡ ἀπάντηση δὲν εἶναι καθόλου ἕνα ναί. Πολλὲς φορές, ἀλίμονο, ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι ἀπαντᾶμε μ’ ἕνα ἔμπρακτο «ὄχι». Μὲ ἕνα θλιβερὸ «ὄχι»! * * *
. Πολλοὶ ἄνθρωποι πέφτουν. Πέφτουν στὸ θέματῆς δικαιοσύνης καὶ τιμιότητας. Ἴσως μέχρις ἑνὸς σημείου ἦταν τίμιοι καὶ δὲν ἔκαναν ἀδικίες. Μιὰ ἄσχημη ὅμως μέρα τῆς ζωῆς τους παραπάτησαν καὶ ἔπεσαν. Διέπραξαν κάτι ποὺ δὲν ἦταν τίμιοκαὶ δίκαιο. Ἔνιωσαν τὸν ἑαυτό τους πεσμένο χαμηλά, κηλιδωμένο. Ἡ μιὰ ἀδικία ἔφερε τὴν ἄλλη, τὰ χέρια ἔπαψαν νὰ εἶναι καθαρά, οἱ πτώσεις διαδέχονταν ἡ μία τὴν ἄλλη. Ἡ ἀδικία καὶ ἡ σκοτεινότητα ἔγιναν μόνιμο κλίμα τῆς ζωῆς τους. Μέχρι πότε ὅμως θὰ μένουν ἔτσι; Μέχρι πότε θὰ κοίτωνται πεσμένοι; «Μὴ ὁ πίπτων οὐκ ἀνίσταται;» Ἕνας ποὺ ἔπεσε δὲν θὰ σηκωθεῖ; Ὅσο ἄσχημο κι ἂν εἶναι τὸ πέσιμο, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀποτελεῖ μόνιμη κατάσταση. «Μὴ ὁ πίπτων οὐκ ἀνίσταται;» ρωτάει ὁ Θεὸς ὅλους ἐκείνους ποὺ γλίστρησαν και ξαπλώθηκαν στὴ λάσπη. Εἶναι τὸ ἐρώτημά του σὲ ὅλες τὶς περιπτώσεις ποὺ καταπατήθηκε ἡ ἠθικὴ καὶ τραυματίσθηκε ἡ ἁγνότητα. Τὸ ἀπευθύνει πρὸ παντὸς στοὺς νέους ἀνθρώπους ποὺ παρασύρθηκαν καὶ ἔπεσαν στὸ δρόμο τῆς διαφθορᾶς. Θὰ ἦταν ἀφάνταστα σπουδαῖο νὰ μὴν ἔπεφταν στὴν ἀνηθικότητα. Ἀλλὰ τὸ κακὸ ἔγινε. Καὶ τώρα θὰ μένουν ἔτσι, πεσμένοι μὲ τὸ πρόσωπο χωμένο στὴ λάσπη; Δὲν θὰ σηκωθοῦν, ὅπως σηκώνεται ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔπεσε, καθὼς ἀνέβαινε στὸ πεζοδρόμιο ἢ τὸ παιδάκι ποὺ χοροπηδοῦσε ἀσυλλόγιστα στὴν αὐλὴ τοῦ σχολείου, στραβοπάτησε καὶ βρέθηκε στὸ χῶμα; Συχνὰ ἀκούγεται ἀπὸ τὸ στόμα ὁρισμένων μητέρων:«Ὅταν ἤμουνα μικρὴ στὸ πατρικό μου σπίτι, ὅταν ἤμουν νέα καὶ ἐλεύθερη, τὰ εἶχα καλὰ μὲ τὸν Θεό. Προσευχόμουν, τὸν ἀγαποῦσα, πήγαινα στὴν ἐκκλησία, προσπαθοῦσα νὰ εἶμαι ἐντάξει. Τώρα ὅμως μὲ τὰ παιδιά, μὲ τὶς δουλειές, μὲ τὴν κοσμικὴ ζωὴ τὰ παράτησα ὅλα. Τὸν ξέχασα τὸν Θεό, δὲν ἔχω πολλὲς σχέσεις μαζί του, ἔχω σκληρυνθεῖ». Κι ἐδῶ ξανακούγεται τὸ ἐρώτημα τοῦ Κυρίου: «Μὴ ὁ πίπτων οὐκ ἀνίσταται;» Γιατί νὰ μένετε στὴν κατάσταση αὐτή; Πέσατε. Σηκωθεῖτε λοιπόν! Ἀντὶ νὰ λέτε: κάποτε ἤμουνα αὐτὸ καὶ αὐτό, πεῖτε: Θὰ ξαναγίνω αὐτὸ ποὺ ἤμουνα. Ἔπεσα, ἀλλὰ πρέπει νὰ σηκωθῶ, ὅπως ἔπεσε καὶ σηκώθηκε δέκα φορὲς ἀπὸ τὸ πρωὶ ἡ μικρή μου κόρη!
* * *
. «Μὴ ὁ πίπτων οὐκ ἀνίσταται»; Τότε, συνεχίζει ὁ οἰκτίρμων Θεός ,«διατί ἀπέστρεψεν ὁ λαός μου… καὶ οὐκ ἠθέλησαν τοῦ ἐπιστρέψαι;» (Ἱερεμ. η´ 5). Γιατί μένετε πεσμένοι,αἰχμάλωτοι στὸ κακό, τραγικοὶ ἀποστάτες ; Σᾶς ἔπλασα, γιὰ νὰ στέκεστε ὄρθιοι, γιὰ νὰ περπατᾶτε χαρούμενοι, γιὰ νὰ τρέχετε ἐλεύθεροι. Καὶ σεῖς πέσατε στὴν ἁμαρτία, βουλιάξατε στὴν ἀποστασία καὶ δὲν ἐννοεῖτε νὰ βγεῖτε. Καὶ μεταβάλατε τὸν κόσμο σὲ κόσμο πεσμένων, ξαπλωμένων στὸ βοῦρκο. Μὰ δὲν βλέπετε ὅτι αὐτὸ εἶναι ἀφύσικο, εἶναι τερατῶδες; Δὲν καταλαβαίνετε ὅτι ἡ πτώση πρέπει νὰ συνοδεύεται ἀπὸ τὴν ἀνόρθωση, ἀπὸ τὴν ἄμεση καὶ γρήγορη ἔγερση; Δὲν βλέπετε τὸ χέρι μου, ποὺ ἁπλώνεται ἐπάνω σας,  γιὰ νὰ σᾶς σηκώσει, νὰ τινάξει ἀπὸ τὰ ροῦχα σας τὸ χῶμα,νὰ καθαρίσει τὴ λάσπη, νὰ γιατρέψει τὰ τραύματα, ποὺ προῆλθαν ἀπὸ τὴν πτώση σας; Ἐλᾶτε» Σηκωθεῖτε! «Μὴ ὁ πίπτων οὐκ ἀνίσταται;» Ἀναγνωρίστε τὸ ἁμάρτημά σας. Καὶ πᾶμε μαζί. Δικός σας εἶναι ὁ κόσμος. Δικός σας ὁ οὐρανός ! Ἐμπρός! Μὴ μένετε πεσμένοι. Σηκωθεῖτε!
* * *
. Θεέ μου, πόσο ἀδύνατοι εἴμαστε… Καὶ μέσα στὴν ἀδυναμία καὶ τὴν ἁμαρτωλότητά μας πόσοπαράλογοι. Τί πιὸ φυσικό, τί πιὸ λογικό, ὅτανπέσαμε, νὰ σηκωθοῦμε; Ὅμως ἐμεῖς μένουμε καρφωμένοι, δεμένοι, ἀνίκανοι νὰ κινηθοῦμε, νὰ τρέξουμε μαζί Σου, Θεέ μου…Κύριε, σήκωσέ μας. Δῶσε μας τὴ δύναμη κάθε μας πτώση νὰ συνοδεύεται ἀπὸ μιὰ ἀνόρθωση. Ἄνοιξέ μας τὰ μάτια νὰ δοῦμε τὸ χέρι Σου, ποὺ ἁπλώνεται, γιὰ νὰ μᾶς βοηθήσει νὰ σταθοῦμε στὰπόδια μας. Κάνε μας, Παντοδύναμε, ἀνθρώπους ποὺ θὰ στέκονται ὄρθιοι. Πού, ὅταν πέφτουν, θὰ σηκώνονται ἀμέσως, γιὰ νὰ συνεχίσουν τὸδρόμο μαζί Σου…Τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα» Nὰ προσευχόμαστε στὸν Κύριο Ἰησοῦ. Δηλαδὴνὰ τοῦ ποῦμε τί; Νὰ κάτι ποὺ συχνὰ μᾶς βασανίζει: Τὸ περιεχόμενο τῆς προσευχῆς. Μὲ τί νὰ γεμίσουμε τὴν συνομιλία μας μὲ τὸν Ἰησοῦ; Δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ ψάξουμε πολύ. Ὑπάρχει πρόχειρος ἕνας ἀνεκτίμητος θησαυρός, ποὺ εἶναι ὁ λειτουργικός μας πλοῦτος. Οἱ πιὸ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ὕμνους, ποὺ περιέχονται στὰ λειτουργικά μας βιβλία καὶ ποὺ τοὺς χρησιμοποιοῦμε στὴν θ. Λειτουργία καὶ στὶς ἄλλες ἱερὲς Ἀκολουθίες, ἀπευθύνονται στὸν Ἰησοῦ, τὸν Λυτρωτή μας. Εἶναι δοξολογίες καὶ ἱκεσίες μὲ σπάνια ἔμπνευση, μὲ δυνατὸ λυρισμό, μὲ θεολογικὸ βάθος, μὲ κρυστάλλινο αἴσθημα καὶ ἔχουν ἀναβλύσει ἀπὸ ἅγιες καρδιές. Αὐτὸ τὸ θησαυρὸ μποροῦμε καὶ πρέπει νὰ τὸν ἀξιοποιοῦμε στὴν ὥρα τῆς λατρείας, μὰ καὶ στὶς ἀτομικές, τὶς ἰδιωτικὲς προσευχές. Στὴν ὥρα τῆς θ. Λειτουργίας οἱ ὕμνοι δὲν ἀποτελοῦν ἕνα εὐχάριστο ἄκουσμα. Προσφέρονται νὰ μᾶς βοηθήσουν στὴν ἀνάταση καὶ στὴ λατρεία τοῦ ἐσταυρωμένου Λυτρωτῆ μας. Γι’ αὐτὸ καὶ πρέπει νὰ ζοῦμε τὴν κάθε ἔννοιά τους καὶ νὰ τὴν ἀναφέρουμε, σὰν ξεχείλισμα τῆς καρδιᾶς μας , στὸν Κύριο. Ὅταν π.χ. λέμε«σῶσον ἡμᾶς , Υἱὲ Θεοῦ, ὁ ἀναστὰς ἐκ νεκρῶν…», ἐκείνη τὴν ὥρα νὰ αἰσθανόμαστε τὴν παρουσία τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν θυσία Του καὶ τὴν Ἀνάστασή Του. Ἀλλὰ καὶ σ ̓ ὁποιαδήποτε ἄλλη στιγμὴ νιώθουμε τὴν ἀνάγκη νὰ ἐπικοινωνήσουμε μὲ τὸν Σωτήρα, μποροῦμε ν ̓ ἀνοίξουμε ἕνα ἀπὸ τὰ βιβλία τῆς Ἐκκλησίας καὶ νὰ προσευχηθοῦμε μὲ τὰ τροπάριά του καὶ μὲ τὶς εὐχές του. Τὸ μικρὸ βιβλίο ποὺ λέγεται «Σύνοψις» εἶναι τὸ πιὸ πρόχειρο στὰ χέριαμας. Ἀλλὰ καὶ τὸ «Ἐγκόλπιο τῆς Θ. Λειτουργίας» καὶ τὸ «Ὡρολόγιον», ποὺ περιέχει τὶς καθημερινὲς Ἀκολουθίες, θέτουν στὴν διάθεσή μας τὸν πλοῦτο τῶν προσευχῶν τους καὶ τὴν φλόγα τῶν αἰσθημάτων τους. Τὶς προσευχὲς καὶ τὰ αἰσθήματα τῶν ἁγίων, ποὺ ἔγραψαν τὰ ἱερὰ αὐτὰ κείμενα.
* * *
. Θὰ ὑπάρξουν ὅμως καὶ περιστάσεις ποὺ θὰ μιλήσουμε στὸν Κύριο ὄχι μὲ τὰ λόγια τῶν ἁγίων, ἀλλὰ μὲ τὰ λόγια τὰ δικά μας. Προβλήματα προσωπικά, ποὺ τὰ ζοῦμε μὲ ἔνταση, θὰ τὰ ἀναθέσουμε στὸν Ἰησοῦ. Αἰσθήματα εὐγνωμοσύνης, ποὺ γεμίζουν τὴν ψυχή μας, θὰ τὰ προσφέρουμε στὸν Ἰησοῦ. Ἀγωνίες , ποὺ μᾶς πιέζουν, θὰ τὶς ξεδιπλώσουμε στὸν Ἰησοῦ. Μὴ δυσκολευτεῖτε τὴν ὥρα αὐτὴ νὰ τοῦ πεῖτε αὐτὸ ποὺ μέσα σας ἔχετε καὶ σᾶς συνεπαίρνει, μ̓ ὅποιο τρόπο σᾶς διευκολύνει. Ὁ Ἰησοῦς δὲν ζητάει τὴν τορνευμένη φράση, ἀλλὰ τὸν πηγαῖο τρόπο καὶ τὴν γνήσια προσευχή. Μπορεῖτε νὰ ἔχετε ὡς ὑπόδειγμα: Τὸν Ἰάειρο, ποὺ ἱκέτεψε μὲ θερμὴ πίστη καὶ μὲ διάκριση (Λουκ. η´ 40 καὶ ἑξῆς ).Τὴν Χαναναία μητέρα, ποὺ μὲ ἐπιμονὴ καὶ ταπείνωση ἀπαίτησε τὴν θεραπεία τῆς κόρης της (Ματθ. ´ 21 καὶ ἑξῆς ).Τὴν Σαμαρείτιδα, ποὺ ἁπλὰ καὶ ἄδολα φανέρωσε τὴν ἀπορία της (Ἰωάν. ´ 1 καὶ ἑξῆς ).
* * *
. Καὶ στὶς στιγμὲς τοῦ κοφτεροῦ πόνου; Τότε, ποὺ τὸ μυαλὸ ἀκινητοποιεῖται, σχεδὸν νεκρώνεται καὶ ἡ γλώσσα δύσκολα ἀρθρώνει τὶς λέξεις ; Τότε τί κάνουμε; Ἡ θεία Γραφὴ μὲ τὰ κλασικά της ὑποδείγματα μᾶς καθοδηγεῖ καὶ στὴν δύσκολη αὐτὴ στιγμή. Μᾶς παρουσιάζει: Τὸν ἁμαρτωλὸ Τελώνη, ποὺ φορτωμένος μὲ τὴν συντριβὴ τῆς ἐνοχῆς δὲν ἁπλώνεται σὲ ἀφηγήσεις ,ἄλλὰ μένει στὴν ἐπανάληψη τῆς ἱκεσίας : «ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» (Λουκ. η´ 13).Τὸν ὀλιγόπιστο Πέτρο, ὁ ὁποῖος «βλέπων τὸν ἄνεμον ἰσχυρὸν ἐφοβήθη καὶ ἀρξάμενος καταποντίζεσθαι ἔκραξε λέγων· Κύριε, σῶσον με» (Ματθ. ιδ´ 30). Τὸν Τυφλὸ τῆς Ἱεριχοῦς, πού, μόλις ἄκουσε πὼς περνάει ὁ Ἰησοῦς, «ἤρξατο κράζειν καὶ λέγειν· υἱὲ Δαυὶδ Ἰησοῦ, ἐλέησόν με» (Μάρκ. ι´ 47).Παρόμοια μποροῦμε στὶς δύσκολες περιστάσεις νὰ φερθοῦμε κι ἐμεῖς. Μὲ μιὰ σύντομη θερμὴ ἱκεσία νὰ φωνάξουμε τὸν Ἰησοῦ. Νὰ τὸν καλέσουμε νὰ βοηθήσει. Μ ̓ ἕνα «Χριστέ μου, σῶσε με». Μὲ ἕνα «Κύριε, ἐλέησον».Ὅταν κανεὶς ρίξει τὸ κέντρο βάρους στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου, ποὺ ἐπικαλεῖται, αἰσθάνεται νὰ ἔρχεται καὶ νὰ στέκεται στὸ πλευρό του ὁ Δυνατός. Κι ὅταν τονίσει τὴν ἱκεσία, τὸ «σῶσον με» ἢ τὸ «ἐλέησον», μπορεῖ νὰ τοποθετήσει κάτω ἀπὸ αὐτὸ ὅλο τὸν ὄγκο τοῦ προβλήματος κι ὅλο τὸν πόνο. Ἔτσι ἡ κραυγή του γίνεται συγκεκριμένη καὶ ἄμεση.


ΠΗΓΗ:   ΚΛΙΚ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου