ΠΑΤΕΡΙΚΟΣ ΠΡΑΚΤΙΚΟΣ ΤΡΟΠΟΣ ΣΥΓΧΩΡΗΣΕΩΣ
Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο
τοῦ Ἱερομονάχου Γρηγορίου Ἁγιορείτου
«Ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν»,
ἔκδ. Ἱερὸν Κουτλουμουσιανὸν Κελλίον «Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος»,
Ἅγιον Ὄρος, 2008, σελ. 10-14
. Ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος μᾶς
ὑποδεικνύει ἕναν πρακτικὸ τρόπο, γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ συγχωροῦμε
εὐκολώτερα τους ἀδελφούς μας: Νὰ βλέπουμε τὶς δικές μας ἁμαρτίες καὶ νὰ κατηγοροῦμε τὸν ἑαυτό μας γι’ αὐτές. Ἐφαρμόζοντας τὴ μέθοδο αὐτή, βρίσκουμε ἐλαφρυντικὰ γιὰ τοὺς ἄλλους καὶ ἐπιπλέον διορθώνουμε τὸν ἑαυτό μας. Ἀκόμη, νὰ σκεφτώμαστε ὅτι ὁ ἄνθρωπος ποὺ μᾶς κάνει κακὸ ὁδηγεῖται στὶς πράξεις του ἀπὸ τὸν Διάβολο:
«Ὅταν κάποιος σοῦ κάνη κακό, μὴ βλέπης αὐτὸν ἀλλὰ τὸν δαίμονα ποὺ τὸν
κινεῖ. «Ὅλη τὴν ὀργή σου στρέψε την σ’ αὐτόν, ἐνῶ τὸν ἄνθρωπο ποὺ
κινεῖται ἀπ’ αὐτὸν πρέπει καὶ νὰ τὸν σπλαγχνισθῆς». Ὁ ἅγιος Σιλουανὸς ὁ
Ἀθωνίτης γράφει ἀπὸ τὴν πείρα του γιὰ τὴν ἀγάπη πρὸς τοὺς ἐχθρούς: «Στὴν
ἀρχὴ βίαζε τὴν καρδιά σου ν’ ἀγαπᾶ τοὺς ἐχθρούς, καὶ ὁ Κύριος,
βλέποντας τὴν ἀγαθή σου προαίρεση, θὰ σοῦ δώση κάθε βοήθεια… Χωρὶς τὴν
χάρι τοῦ Θεοῦ δὲν μποροῦμε ν’ ἀγαπᾶμε τοὺς ἐχθρούς».
. Κάποιος ἅγιος Γέροντας εἶπε: «Ἂν ἀκούσης γιὰ κάποιον ὅτι σὲ
μισεῖ καὶ σὲ βρίζει, στεῖλε του κάποιο δῶρο, ὥστε νὰἔχεις θάρρος στὸν
Χριστὸ κατὰ τὴν ὥρα τῆς Κρίσεως». Διότι, «τίποτε δὲν ἐξευμενίζει τόσο
τὸν Θεό, ὅσο τὸ νὰἀγαπᾶμε τοὺς ἐχθρούς μας καὶ νὰ εὐεργετοῦμε ἐκείνους
ποὺ μᾶς βλάπτουν».
. Ρώτησαν κάποτε τὸν ἀββᾶ Ζωσιμᾶ: «Πῶς μπορεῖ κανείς, ὅταν τὸν
ἐξευτελίζουν ἢ τὸν κακολογοῦν ὁρισμένοι, νὰ μὴ θυμώνη;».
. Καὶ ἀποκρίθηκε: «Ἂν θεωρῆ κάνεις τὸν ἑαυτό του τιποτένιο, δὲν ταράζεται».
. Ὁ ὅσιος Ἀμμωνᾶς μᾶς συνιστᾶ γιὰ παρόμοιες περιπτώσεις: «Πρόσεχε μὲ ἀκρίβεια τὸν ἑαυτό σου, ὥστε, ἂν κάποιος σὲ πικράνη σὲ ὁ,τιδήποτε, νὰ μὴν πῆς τὸ παραμικρό. Σώπαινε, μέχρι νὰἠρέμηση ἡ καρδιά σου μὲ τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή, καὶ τότε βοήθησε τὸν ἀδελφὸ ποὺ σὲ ἔθλιψε».
. Ἡ καλύτερη βοήθεια γιὰ τὸν ἀδελφὸ ποὺ μᾶς θλίβει καὶ μᾶς ἀδικῆ εἶναι ἡ ἀνεξίκακη συμπεριφορά μας καὶ ἡ προσευχή μας γι’ αὐτόν.
«Τί κόπο ἔχει ἡ προσευχὴ ὑπὲρ τῶν ἐχθρῶν;», ρωτᾶ ὁ ὅσιος Ζωσιμᾶς.
«Μήπως εἶναι σκάψιμο; Μήπως ὁδοιπορία; Μήπως ζημιὰ οἰκονομική; Νὰ εἶσαι
εὐχαριστημένος ποὺ ἐξευτελίζεσαι. Διότι ἔτσι γίνεσαι μαθητὴς τῶν ἁγίων
Ἀποστόλων, ποὺ ἐπορεύοντο χαίροντες, ὅτι κατηξιώθησαν ὑπὲρ τοῦ ὀνόματος
τοῦ Χριστοῦ ἀτιμασθῆναι. Κι ἐκεῖνοι βέβαια, σὰν καθαροὶ καὶ ἅγιοι,
ὑπέμεναν ἀτιμίες γιὰ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ… Ἐνῶ ἐμεῖς πρέπει νὰ
κινούμαστε μὲ εὐγνωμοσύνη καὶ νὰ ὁμολογοῦμε ὅτι δίκαια ἀτιμαζόμαστε γιὰ
τὶς φαῦλες πράξεις μας. Καὶὅμως, ἡἄθλια ψυχή, ἂν καὶ γνωρίζει πὼς ἄξια
παθαίνει ὅ,τι παθαίνει, κάθεται καὶ διαστρέφει τὴ συνείδησή της καὶ
πλέκει λογισμοὺς καὶ λέγει “μὰ μοῦ εἶπε”, “μ’ ἐξευτέλισε”, “μὲ
κορόιδεψε”, κι ἔτσι ἐπιβουλεύεται τὸν ἑαυτό της, παίρνοντας ἡἴδια τὴ
θέση τῶν δαιμόνων… Τί εὐκολότερο ἀπὸ τὸ νὰ ἀγαπᾶς ὅλους καὶ νὰ σ’
ἀγαποῦν ὅλοι; Πόση ἀνάπαυση δὲν προσφέρουν οἱ ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ; Καὶ ὅμως, ἡ προαίρεσή μας δὲν βάζει ἀρχή. Διότι ἂν ἔβαζε, ὅλα θὰ τῆς ἦταν εὔκολα, μὲ τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ». Οἱ Ἅγιοι βλέπουν μὲ τὰ μάτια τῆς ἀγάπης κάθε ἄνθρωπο, ἀκόμη καὶ ἐκεῖνον ποὺ τοὺς ἐπιβουλεύεται.
. Κάποια μέρα ποὺ ὁ γέροντας Παΐσιος καθόταν στὴν αὐλὴ τοῦ
φτωχικοῦ του ξεροκάλυβου ἀντιλήφθηκε κάποιον κρυμμένον στὸ δάσος νὰ τὸν
παρακολουθῆ. Ἔδινε τὴν ἐντύπωση ἀνθρώπου ποὺ ψάχνει εὐκαιρία νὰ κλέψη. Ὁ
Γέροντας σκέφθηκε: «Ὁ καημένος θὰ ἔχη ἀνάγκη». Ἔφυγε ἀμέσως, ἀφήνοντας
τὴν πόρτα τῆς καλύβας τουἀνοιχτή. Ὁ κλέφτης μπῆκε ἀνενόχλητος μέσα, δὲν
βρῆκε ὅμως τίποτε ἀξιόλογο νὰ πάρη… Αὐτὸ τὸν συγκίνησε καὶ μετανοημένος
ζήτησε συγχώρηση, τὴν ὁποία ὁ ἀνεξίκακος Γέροντας ἔδωσε μὲ ὅλη του τὴν
καρδιά».
. Τονίζει ὁἹερὸς Χρυσόστομος: «Μὴ μισῆς ὅποιον σοῦ κάνη κακό… Μὴν καταριέσαι αὐτὸν ποὺ σὲ βλάπτει,
διαφορετικά, καὶ τὴν βλάβη ὑπέστης καὶ τὸν καρπὸ ἔχασες… Θὰ πῆς “Πῶς
εἶναι δυνατόν;” Εἶδες τὸν Θεὸ νὰ γίνεται ἄνθρωπος καὶ νὰ δείχνη τόση
συγκατάβαση καὶ νὰ πάσχη τόσα πρὸς χάρη σου, καὶ σὺ ρωτᾶς ἀκόμη καὶ
ἀμφιβάλλεις πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ συγχωρήσης τοὺς συνδούλους σου γιὰ τὶς
ἀδικίες ποὺ σοῦ κάνουν; Δὲν Τὸν ἀκοῦς ποὺ λέγει πάνω στὸν Σταυρό: “Ἄφες
αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι;”
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου