«Μητρός τε και πατρός και των άλλων προγόνων απάντων τιμιώτερόν εστιν η Πατρὶς και σεμνότερον και αγιώτερον και εν μείζονι μοίρα και παρα θεοίς και παρ᾿ ανθρώποις τοις νουν έχουσι». Σωκράτης
Σαν σήμερα ο Γλέζος και ο Σάντας κατέβασαν την βέβηλη σημαία απο την
Ακρόπολη. Πως περιέγραφε ο Απόστολος Σάντας τον παλλαϊκο ξεσηκωμό κατά
των εισβολέων οι ήρωες.
Δημοσιεύθηκε από
olympiada στο Μαΐου 30, 2014
Σαν σήμερα, το 1941, δύο φοιτητές, ο Μανώλης Γλέζος και ο Απόστολος (Λάκης) Σάντας ταπείνωσαν τους Ναζί
«Κατά την νύκτα της 30ής προς 31ην Μαΐου υπεξηρέθη η επί της Ακροπόλεως
κυματίζουσα γερμανική πολεμική σημαία παρ’ αγνώστων δραστών.
Διενεργούνται αυστηραί ανακρίσεις. Οι ένοχοι και συνεργοί αυτών θα
τιμωρηθούν διά της ποινής του θανάτου».
Μια επέτειος πιο επίκαιρη από ποτέ για την Ελλάδα, καθώς σαν σήμερα πριν
73 χρόνια οι φοιτητές τότε Μανώλης Γλέζος και Απόστολος Σάντας, με μία
παράτολμη ενέργειά τους, κατεβάζουν από την Ακρόπολη τη γερμανική σημαία
στις 30 Μαΐου 1941.
Ξημερώματα της 30ης Μαΐου 1941 και δύο 19χρονοι νέοι σκαρφαλώνουν
στον Ιερό Βράχο και κατευθύνονται προς τον Παρθενώνα με στόχο να
κατεβάσουν τη γερμανική σημαία του Γ’ Ράιχ.
Είχε συμπληρωθεί ένας μήνας από την παράδοση της Αθήνας στους Γερμανούς, που ολοκλήρωναν τις επιχειρήσεις τους στην Ελλάδα με την κατάληψη της Κρήτης.
Οι δύο φοιτητές πηγαίνουν στην Εθνική Βιβλιοθήκη και διαβάζουν ό,τι
σχετικό υπάρχει με τον Ιερό Βράχο: τις σπηλιές, τις τρύπες και κάθε
λογής χάρτες της Ακρόπολης. Γρήγορα, αντιλαμβάνονται ότι η μόνη διαδρομή
που έπρεπε να ακολουθήσουν για να μην γίνουν αντιληπτοί από τους
Γερμανούς φρουρούς ήταν μέσω του Πανδρόσειου Άντρου.
Όταν θα κατεβάσουν τη γερμανική σημαία από τον ιερό βράχο, θα αφήσουν
επίτηδες επάνω στον ιστό τα δαχτυλικά τους αποτυπώματα για να μην
κατηγορηθούν οι Έλληνες φύλακες.
Ακολουθεί η συνέντευξη που είχε παραχωρήσει ο Απόστολος Σάντας, που
έφυγε από τη ζωή το 2011, στο Ρεπορτάζ Χωρίς Σύνορα του Στέλιου
Κούλογλου:
Θέλω να σας ρωτήσω πού βρισκόσασταν και πόσων χρονών ήσασταν όταν ξέσπασε ο πόλεμος;
Με ρωτήσατε πού βρισκόμουν, πόσων χρονών ήμουν όταν ξέσπασε ο
πόλεμος, δηλαδή την 28η Οκτωβρίου. Μόλις είχαμε τελειώσει τον περασμένο
χρόνο το Γυμνάσιο, το 4ο Γυμνάσιο Αρρένων Αθηνών στο οποίο πήγαινα μαζί
με τον Μανόλη Γλέζο και είχαμε δώσει, πέρασε το καλοκαίρι και το
Σεπτέμβριο δώσαμε εγώ στα Νομικά, ο Μανόλης Γλέζος στην Ανωτάτη Εμπορική
και κάτι άλλοι συμμαθητές μας σε άλλες Ανώτατες Σχολές. Εγώ είχα μπει
στα Νομικά του Πανεπιστημίου Αθηνών και ο Μανόλης είχε μπει στην Ανωτάτη
Εμπορική. Και περιμέναμε να αρχίσουν τα μαθήματα. Στις 28 Οκτωβρίου
λοιπόν, που ήταν ημέρα Δευτέρα, ξαφνικά ακούστηκαν το πρωί, πρωί
σειρήνες οι οποίες σειρήνες είχαν τοποθετηθεί για την προστασία του
πληθυσμού σε αντιαεροπορική ας πούμε άμυνα επειδή επέκειτο πόλεμος, να
προφυλαχθεί ο πληθυσμός σε τίποτα καταφύγια κτλ., είχαν γίνει και
ορισμένα μαθήματα πολύ σωστά, διότι επέκειτο βομβαρδισμός από αεροπλάνα
εχθρικά.
Θα ήθελα να μου περιγράψετε το κλίμα πριν την 28η Οκτωβρίου. Μου λέτε ότι μύριζε πόλεμος, ήταν κάτι που πλανιόταν;
Η γενική κατάσταση βρισκόταν στην Ευρώπη ως εξής: Υπήρχε η Συμμαχία η
λεγόμενη του Αξονα, η οποία απετελείτο από τη ναζιστική Γερμανία, από τη
φασιστική Ιταλία και από τη μιλιταριστική Ιαπωνία, στην Απω Ανατολή.
Απέναντί της ήταν οι διάφορες λεγόμενες «δημοκρατίες δυτικές», οι οποίες
ήταν η Αγγλία, επικεφαλής η Αγγλία, η Γαλλία και ορισμένες κτήσεις
τους. Η υπόλοιπη Ευρώπη βρισκόταν στην εξής κατάσταση: Υπήρχαν 4 με 5
χώρες οι οποίες ήταν ουδέτερες, Ισπανία, Πορτογαλία, Ελβετία, Σουηδία,
οι υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης που δεν είχαν καταληφθεί από τα γερμανικά
στρατεύματα, δηλαδή Ουγγαρία, Αυστρία, Βουλγαρία ήταν σύμμαχοι με τους
Γερμανούς και υπήρχε η Γιουγκοσλαβία και η Ελλάδα που δεν είχαν
καταληφθεί.
Οι Ιταλοί είχαν καταλάβει την Αλβανία και είχαν τα στρατεύματά τους
κατέβει στα σύνορα τα αλβανικά με τα ελληνικά. Το καλοκαίρι που πέρασε,
στις 15 Αυγούστου, ένα καταδρομικό πλοίο πολεμικό το μονο που είχε η
Ελλάδα και άξιζε τον κόπο , εκτός από έναν μικρό στόλο, είχε πάει στην
Τήνο για τη γιορτή της Παναγίας, να αποτίσει τιμή.
Το πλοίο αυτό βυθίστηκε από τορπίλη αγνώστου υποβρυχίου το οποίο όμως
όλοι ξέρανε ότι πρέπει να ήταν ιταλικό. Εν τω μεταξύ στα σύνορα
Αλβανίας – Ελλάδος, τα ιταλικά στρατεύματα δημιουργούσαν συνέχεια
επεισόδια. Και έτσι ο κόσμος είχε καταλάβει ότι οι Ιταλοί είχαν σκοπό να
επιτεθούν στην Ελλάδα. Τώρα πώς θα γινόταν αυτό κτλ. δεν ήξερε κανένας
αλλά υπήρχε διάχυτο αυτό το συναίσθημα. Έτσι ο κόσμος, ιδιαίτερα όταν
έγινε ο τορπιλισμός με αυτό τον άτιμο τρόπο σε ένα λιμάνι το οποίο να
είναι αραγμένο και να τορπιλιστεί ύπουλα, αυτό είχε αγανακτήσει τον
κόσμο και υπήρχε ένα αίσθημα αδικίας, υπήρχε ένα τέτοιο διάχυτο αίσθημα,
και ο κόσμος είχε αγανακτήσει.
Έτσι λοιπόν, όταν χτύπησαν οι σειρήνες τη Δευτέρα το πρωί της 29ης
Οκτωβρίου, ο κόσμος όλος βγήκε στα μπαλκόνια, στα παράθυρα και ρώτησε τι
συμβαίνει. Τα ραδιόφωνα λοιπόν, έγινε εκπομπή και είπαν ότι οι ιταλικές
δυνάμεις επιτίθενται από την πρωί σήμερα στις ελληνικές δυνάμεις και
άρχισε ο ελληνοϊταλικός πόλεμος. Όπως λοιπόν όλοι οι άλλοι, κι εγώ ήμουν
στο σπίτι μου και βγήκα κι εγώ μαζί με τη μάνα μου, τον πατέρα μου και
την αδερφή μου στο μπαλκόνι να δούμε τι γίνεται. Ζούσα εκεί κοντά στην
οδό Κολωνού, κοντά στην πλατεία Κουμουνδούρου, λίγο πιο κάτω από το
Ωδείο Αθηνών τότε, στην οδό Πειραιώς.
Και είδαμε τότε, πράγμα το οποίο μου έκανε κατάπληξη κι εμένα και
στους άλλους, είδαμε τους νέους άντρες τους Έλληνες οι οποίοι χωρίς να
σκεφτούν ούτε στιγμή να τρέχουν να ανεβαίνουν στα τραμ και στα φορτηγά
αυτοκίνητα και στα λεωφορεία για να προχωρήσουν επάνω να φτάσουν στα
έμπεδα στο Γουδί, όπου ήταν τα στρατιωτικά έμπεδα, να οπλισθούν, να
καταταγούν στο στρατό για να πάνε να πολεμήσουν. Να πολεμήσουν τους
Ιταλούς οι οποίοι άδικα επιτίθενται στην πατρίδα τους. Το θέμα είναι ότι
ολόκληρη η Ευρώπη η οποία ήταν ήδη κάτω από τις μπότες της γερμανικής
στρατιωτικής δύναμης της Βέρμαχτ του γερμανικού στρατού που ήταν
μηχανοκίνητος και τρομερός στρατός και ολόκληρη η Ευρώπη ήταν
τρομοκρατημένη. Ήταν κάτι πολύ μεγάλο και μεγαλειώδες να βλέπεις τους
Έλληνες νέους ανθρώπους να τρέχουν να πάνε να πολεμήσουν ποιον; Έναν
μεγάλο ιταλικό στρατό ο οποίος ήταν περισσότερο εκπαιδευμένος,
περισσότερο εμπλουτισμένος με πυροβολικό, με τεθωρακισμένα και με μεγάλη
αεροπορία, να πολεμήσουν.
Δηλαδή μια συστάδα ανθρώπων να πολεμήσει ..
Ναι, έναν από τους συμμάχους της τρομερής αυτής συμμαχίας του Aξονα. Η
οποία αυτή τη στιγμή είχε δημιουργήσει κατάσταση σε ολόκληρη την Ευρώπη,
η οποία ήταν τρομοκρατημένη. Έτσι λοιπόν απεδείχθη ότι μια μικρή χώρα, ο
λαός μιας μικρής χώρας που έχει μέσα του βαθιά ριζωμένο το αίσθημα της
αξιοπρέπειας, της τιμής, της ανδρειοσύνης, δε γονατίζει μπροστά σε
κανέναν δυνάστη όσο δυνατός και να είναι αυτός.
Οπότε ήσαστε λοιπόν φοιτητής την 28η Οκτωβρίου. Ποιες είναι οι πρώτες σκέψεις, ποιες είναι οι πρώτες συζητήσεις που κάνατε;
Οι πρώτες σκέψεις ήταν, και εγώ και κάτι συμμαθητές μου και φίλοι μου
από το Γυμνάσιο, πρώτος και καλύτερος ο Μανόλης ο Γλέζος, ήταν να
ζητήσουμε να πάμε εθελοντές στο στρατό, στον ελληνικό στρατό να πάμε στο
μέτωπο να πολεμήσουμε. Εγώ ήμουν 18 προς τα 19, 18 ετών. Είχα μπει στα
18 δηλαδή και προχωρούσα προς τα 19 και έτσι δε μας δεχτήκανε στο
στρατό. Διότι δεν υπήρχε λόγος προς το παρόν ας πούμε, δεν είχαν κάνει
πανστρατιά.
Οπότε, μετά από αυτή την άρνηση;
Μαζευόμαστε όλοι μαζί, συζητάγαμε. Ο ελληνικός στρατός άρχισε να έχει
επιτυχίες, ο οποίος όχι μόνο αναχαίτισε τις επιθέσεις των Ιταλών οι
οποίοι Ιταλοί είχαν βάλει στο μέτωπο ακριβώς εκείνο από το οποίο
επετέθησαν, λίγο παραπάνω από το Μέτσοβο, είχαν βάλει την καλύτερή τους
μεραρχία, αφού προετοιμάσανε λοιπόν το έδαφος με Πυροβολικό και με
Αεροπορία και χτυπήσανε ορισμένες πόλεις, την Πάτρα κτλ., επιτέθηκαν και
οι δικοί μας. Απέναντί τους υπήρχε ένα σύνταγμα με συνταγματάρχη τον
Δαβάκη ο οποίος με πολύ δημοκρατικό τρόπο κάλεσε τους Αξιωματικούς του
συντάγματος και τους είπε τα εξής, όπως μάθαμε εκ των υστέρων δηλαδή:
Ότι «έχω λάβει διαταγές, εάν οι δυνάμεις οι οποίες επιτίθενται είναι
μεγαλύτερες από μας και δε μπορούμε να κρατήσουμε το μέτωπο, να
υποχωρήσω τακτικά. Εγώ όμως δεν προτίθεμαι να υποχωρήσω. Όποιος
Αξιωματικός νομίζει ότι δεν είναι οικογενειάρχης και δε μπορεί να σταθεί
εδώ μέχρις ενός, μπορεί να αποχωρήσει χωρίς να προσβληθεί κανείς».
Ομόφωνα όλοι οι Αξιωματικοί είπαν «όχι, θα μείνουμε όλοι εδώ». Το
είπαν και στους άντρες και όταν άρχισε η ιταλική επίθεση, όχι μόνο
αναχαιτίσανε την ιταλική επίθεση, αλλά μετά από λίγες μέρες αρχίσανε να
επιτίθενται και άρχισαν οι νίκες του ελληνικού στρατού οπότε ο κόσμος
ήταν πολύ ενθουσιασμένος, χτυπάγανε οι καμπάνες, έβγαινε έξω ο κόσμος
όλος και ζητωκραύγαζε, οι γυναίκες πλέκανε εν τω μεταξύ γιατί είχε
αρχίσει το κρύο, ο ελληνικός στρατός έπαιρνε τις πόλεις της βορείου
Ηπείρου τη μία μετά την άλλη εκδιώκοντας τα ιταλικά στρατεύματα και αυτή
η δουλειά γινόταν επί έξι περίπου μήνες.
Εσείς στην Αθήνα μαθαίνατε για αυτές τις νίκες;
Μαθαίναμε, ενθουσιαζόμαστε, ήμαστε πολύ ενθουσιασμένοι και περιμέναμε να
δούμε τι θα γίνει.Στους έξι μήνες όμως αρχίζουν τα κακά. Ναι. Φτάνουμε
λοιπόν στις 6 Απριλίου. Οι Ιταλοί παρά τις επιθέσεις η μία μετά την άλλη
κτλ, ο Μουσολίνι αναγκάζεται να αντικαταστήσει τους αρχιστράτηγους τους
Ιταλούς δυο φορές, έρχεται ο ίδιος στην Αλβανία, διατάζει όταν άρχισε ο
Μάρτιος, δηλαδή η άνοιξη, διατάζει μια γενική επίθεση η οποία και αυτή
αποτυχαίνει και βρισκόμαστε σε αυτή την κατάσταση οπότε τελειώνει ο
Μάρτιος και αρχίζει ο Απρίλιος. Οι Γερμανοί, το γερμανικό στρατηγείο της
Βέρμαχτ, αφού βλέπει ότι οι Ιταλοί δεν είναι δυνατό να κατανικήσουν
τους Έλληνες, των οποίων Ελλήνων οι νίκες αυτές εναντίον ενός υπέρτερου
ιταλικού στρατού που κομπορρημονούσε ο Μουσολίνι ότι έχει 8 εκατομμύρια
λόγχες με μεγάλη Αεροπορία μετά τη γερμανική, η μεγαλύτερη Αεροπορία
στην Ευρώπη, με στόλο της Μεσογείου ο οποίος ήταν μεγαλύτερος και από το
στόχο που είχε η Αγγλία στη Μεσόγειο την οποία Μεσόγειο οι Ιταλοί τη
λέγανε «Μάρε Νόστρουμ», δηλαδή «δική μας θάλασσα».
Αυτές λοιπόν οι νίκες των Ελλήνων στρατιωτών, οι οποίοι Έλληνες
στρατιώτες πολεμώντας σε πολύ αντίξοες συνθήκες με τρομερό χειμώνα επάνω
στα βουνά της Πίνδου σε απόκρυμνες κορφές που ακόμη δε μπορούσαν να
φτάσουν ούτε τα μουλάρια και ένα διάστημα οι γυναίκες της 8ης Μεραρχίας
της Ηπείρου των οποίων οι άντρες πολεμούσαν εκεί επειδή παίρνανε και
βάζανε στην πλάτη τους πυρομαχικά και ψωμί και τυρί και ελιές, ξηρά
τροφή να πάνε στους άντρες τους να τους δώσουν πυρομαχικά για να
πολεμήσουν και ένα κομμάτι ψωμί για να φάνε, οι νίκες λοιπόν αυτών των
Ελλήνων στρατιωτών είχαν κάνει εντύπωση σε ολόκληρο τον κόσμο. Και
παντού τα ραδιόφωνα, διότι τότε υπήρχαν μόνο ραδιόφωνα, τα ραδιόφωνα των
συμμάχων αλλά και των άλλων χωρών, λέγανε διάφορα ενθουσιώδη σχόλια για
τις νίκες αυτές του ηρωικού ελληνικού στρατού. Έτσι λοιπόν οι Γερμανοί,
το γερμανικό στρατηγείο είδε ότι οι Ιταλοί δε μπορούν να κάνουν τίποτε
και έτσι έδωσε διαταγή ο επικεφαλής, ο Χίτλερ στον Φον Λιστ, στο
στρατάρχη φον Λιστ της 12ηςστρατιάς, να επιτεθεί στην Ελλάδα.
Ο Φον Λιστ πέρασε μέσα από τη Βουλγαρία η οποία ήταν σύμμαχος των
Γερμανών και επίσης ζήτησαν από το βασιλιά της Γιουγκοσλαβίας να
περάσουν και από κει, ο οποίος βασιλιάς μαζί με το επιτελείο των
στρατηγών του, ήταν σύμμαχοι, είχαν κάνει συμμαχία με τους Γερμανούς.
Όμως ο γιουγκοσλαβικός λαός εξανέστη εναντίον αυτής της συμμαχίας και
επαναστάτησε. Και τότε έδωσε εντολή ο Χίτλερ στη γερμανική Αεροπορία να
καταστρέψει την πρωτεύουσας της Γιουγκοσλαβίας, το Βελιγράδι, το οποίο
και κατεστράφη. Και αμέσως επιτεθήκανε στη Γιουγκοσλαβία και στις 6
Απριλίου επιτεθήκανε στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα και στην Ελλάδα.
Στην Ελλάδα, σε εκείνο το σημείο υπήρχε μια γραμμή με οχυρωματικά
έργα και οι Έλληνες οι οποίοι ήταν κλεισμένοι στα στρατιωτικά τμήματα
του ελληνικού στρατού που ήταν κλεισμένα σε αυτά τα οχυρά, πολεμήσανε
πολύ ηρωικά, σε σημείο που οι Γερμανοί Αξιωματικοί όταν τελικά
παραδόθηκαν αυτά τα οχυρά, παρουσιάσανε όπλα και χαιρετίσανε τους
Έλληνες μαχητές. Ξέχασα να σας πω ότι κατά το εξάμηνο των μαχών στο
αλβανικό μέτωπο, ο ελληνικός στρατός άφησε περίπου 15.000 νεκρούς και
περίπου 40.000 τραυματίες, ανάπηρους και με μεγάλα κρυοπαγήματα κυρίως.
Οι Γερμανοί λοιπόν, αφού χτυπήσανε με την Αεροπορία και με τρομερό
πυροβολικό και με τεθωρακισμένα τα οχυρά αυτά, τα παρακάμψανε και σε
τρεις μέρες είχαν καταλάβει τη Θεσσαλονίκη.
Από κει και πέρα υπήρχαν στα στενά, στη μέση εκεί ακριβώς που
υπάρχουν στη Στερεά Ελλάδα, υπήρχαν ορισμένα τμήματα του ελληνικού
στρατού, αλλά ο ελληνικός στρατός βρισκόταν ανάμεσα σε δυο μέτωπα. Έτσι
λοιπόν, υπήρχαν και ορισμένα, λίγα αγγλικά και αυστραλέζικα στρατεύματα
και μάλιστα από αυτούς μόνο οι Αυστραλέζοι και οι Νεοζηλανδοί πολεμήσανε
πιο πολύ, και φυσικά το μέτωπο είχε καταρρεύσει τελείως. Υπήρχαν
Έλληνες στρατηγοί οι οποίοι με επικεφαλής έναν Τσολάκογλου ο οποίος μετά
έγινε και Πρωθυπουργός ένα διάστημα κατοχικός, οι οποίοι ήταν και
γερμανόφιλοι, διότι είχαν σπουδάσει στη Γερμανική Ακαδημία Πολέμου όπως
και ο Μεταξάς και παρά το γεγονός ότι εδώ είχαμε παρεμφερές πολίτευμα
αντίγραφο του φασιστικού ιταλικού πολιτεύματος, παρόλα αυτά αυτοί
υπογράψανε λοιπόν την παράδοση, έκαναν ανακωχή και υπογράψανε την
παράδοση του ελληνικού στρατού και οι Γερμανοί κατέβαιναν πλέον δρομέως
προς την πρωτεύουσα της Ελλάδας, την Αθήνα.
Στις 27 Απριλίου φτάσανε με επικεφαλής ένα τμήμα της 12ης στρατιάς με
Διοικητή το στρατηγό Φον Στούμε, φτάσανε στην Κηφισιά σε ένα μέρος που
τους υπέδειξαν οι Έλληνες εκεί, ένα καφενείο που λεγόταν «Παρθενών» στην
Κηφισιά, όπου τους περίμεναν ο Νομάρχης Αθηνών, ο Δήμαρχος Αθηνών ο
οποίος ήταν ο Πλυτάς, ο Δήμαρχος Πειραιώς τον οποίο δε θυμάμαι πώς
λεγόταν και ο Διοικητής της στρατιωτικής φρουράς Αθηνών, ο Φρούραρχος
δηλαδή, ο στρατηγός Καβράκος, Έλληνας στρατηγός, οι οποίοι είχαν κηρύξει
την Αθήνα ανοχύρωτη πόλη και παραδώσανε τα λεγόμενα κλειδιά της πόλεως
στο στρατηγό Φον Στούμε ο οποίος έστειλε μια φάλαγγα με δυο
τεθωρακισμένα επικεφαλής, αυτοκίνητα και μοτοσικλέτες κτλ. προς την
Αθήνα, με σκοπό να περάσουν μέσα από τους κεντρικούς δρόμους των Αθηνών,
να φτάσουν στο σημείο της Ακροπόλεως, να ανεβούν στην Ακρόπολη των
Αθηνών και να βάλουν την πολεμική τους σημαία εκεί. Πράγμα το οποίο
έγινε. Ένας Υπολοχαγός μαζί με έναν Ανθυπολοχαγό επικεφαλής ο οποίος
είχε τυλιγμένη την πολεμική τους σημαία, μια τεράστια σημαία την οποία
θα δείτε εδώ που έχει η φωτογραφία, και ανεβήκανε και στον ιστό το
μεγάλο που υπήρχε στο μπελβεντέρε, στο στρογγυλό αυτό, ανεβήκανε και
βάλανε τη σημαία.
Ήταν δηλαδή η σημαία σύμβολο κυριαρχίας;
Κυριαρχίας των γερμανικών στρατευμάτων που καταλάβανε την Ελλάδα. Δίπλα,
παρακάτω, σε έναν μικρό ιστό, βάλανε μια μικρή ελληνική σημαία, δήθεν
για να τιμήσουν ας πούμε κτλ. Εκείνο το οποίο έχει σημασία είναι ότι
πρώτα πρώτα, την τελευταία στιγμή όταν παρεδόθη η πόλις πάνω στην
Κηφισιά στις 11 η ώρα το πρωί, για τελευταία φορά μίλησε ο ραδιοφωνικός
σταθμός Αθηνών και ο εκφωνητής ο τότε ο οποίος ήταν γνωστός, δε θυμάμαι
το όνομά του, είναι γραμμένος, είπε «Έλληνες, αυτή είναι η τελευταία
φορά που ακούτε τη φωνή της ελεύθερης Ελλάδος, σε λίγο ο σταθμός αυτός
δε θα είναι ελληνικός, θα είναι γερμανικός, και θα ακούτε γερμανικά και
ιταλικά νέα. Γεια σας, ζήτω η ελεύθερη Ελλάδα, ζήτω το έθνος, ζήτω η
Ελλάδα» Αυτή ήταν η ιστορία. Εκείνο όμως το οποίο έχει σημασία είναι ότι
όταν περνούσε η φάλαγγα αυτή η τεθωρακισμένη η οποία προχωρούσε να
περάσει τη Βασιλίσσης Σοφίας, Κηφισίας, Βασιλίσσης Σοφίας κτλ. για να
φτάσει στην Ακρόπολη, ούτε ένας Έλληνας δεν υπήρχε στο δρόμο. Δηλαδή
πέρναγε η πομπή αυτή σε έρημους δρόμους. Ακόμη και τα παραθυρόφυλλα ήταν
κλειστά και μέσα από τις γρίλιες παρακολουθούσε ο κόσμος, γιατί τότε
όλα τα σπίτια ήταν μονοκατοικίες και δίπατα σπίτια και είχαν παράθυρα,
μπαλκόνια κτλ. Και παρακολουθούσαν τους Γερμανούς που περνάγανε, αλλά
χωρίς ούτε ένας Έλληνας αν βρεθεί στο δρόμο, εκτός βέβαια από ορισμένους
δικούς τους ανθρώπους. Αυτό έχει σημασία.
Αυτό το οποίο ήταν κάτι ανατριχιαστικό, το οποίο βέβαια το προσέξανε
οι Γερμανοί και το αναφέρανε κατόπιν σε ορισμένες ανακοινώσεις τις
οποίες είχαν κάνει. Ενώ ας πούμε στις άλλες χώρες που ήταν πια ήδη υπό
κατοχή τους επευφημούσαν, είχε κόσμο στο δρόμο.. Αυτό που έχει σημασία
και μας είχε κάνει τεράστια εντύπωση ήταν ότι από τις συζητήσεις που
κάναμε την άλλη μέρα μεταξύ μας όλη η παρέα ας πούμε, ανεβήκαμε επάνω
στο κέντρο, στο Ζάππειο και μάθαμε ότι όταν πέρναγε αυτή η τεθωρακισμένη
φάλαγγα των Γερμανών για να φτάσει να περάσει μέσα από τους κεντρικούς
δρόμους να φτάσει στην Ακρόπολη να βάλει την πολεμική τους σημαία, ούτε
ένας Έλληνας δεν είχε βγει στους δρόμους για να δει έστω από περιέργεια
τους Γερμανούς οι οποίοι ήταν μπαρουτοκαπνισμένοι με τα κράνη, όπως
ήταν, πολεμιστές, μαύροι, σου δίνανε την εντύπωση του πολεμιστή ας πούμε
και προχωρούσανε. Αλλά μέσα από τις γρίλιες, με κλεισμένα παράθυρα τους
παρακολουθούσαν και δεν υπήρχε κανένας στο δρόμο εκτός βέβαια από
δικούς τους ανθρώπους, την Αστυνομία κτλ.
Αυτό λοιπόν έχει σημασία διότι στις άλλες χώρες της Ευρώπης, στις
περισσότερες από αυτές, από ό,τι μάθαμε, σε ορισμένες φωνάζανε στα
Γερμανικά, ζητωκραυγάζανε κιόλας τους Γερμανούς, τους θεωρούσαν
ελευθερωτές. Σε άλλες δε χώρες όχι μόνο είχαν συμβιβαστεί μαζί τους κτλ.
αλλά είχαν αρχίσει και τους εξυπηρετούσαν, τους βοηθούσαν κτλ. Εδώ όμως
δεν έγιναν αυτά τα πράγματα, στην Ελλάδα. Πάμε λοιπόν στην επόμενη
μέρα.
Τι συζητάτε στην παρέα σας πέρα από αυτό; Την επόμενη μέρα, οι
Γερμανοί από ό,τι είδαμε, περάσαμε πάνω από την οδό Πανεπιστημίου,
ανεβήκαμε και φτάσαμε στο Σύνταγμα και από εκεί στο Ζάππειο. Εκεί
μαζευόταν όλη η παρέα, το φοιτηταριό, οι νεαροί της Αθήνας, τότε ήμαστε
και λίγος πληθυσμός και ήξερε ο ένας τον άλλον κτλ.; τρόπος του λέγειν
δηλαδή. Οι Γερμανοί είχαν αρχίσει, πρώτα, πρώτα βγάλανε τα
αντιαεροπορικά τους, τα κινητά αεροπορικά τους σε αυτοκίνητα πάνω και
τεθωρακισμένα και περίμεναν γιατί πίστευαν ότι οι Εγγλέζοι θα στείλουν
τα αεροπλάνα να βομβαρδίσουν. Και είχαν βάλει παντού, ακόμα και στην
Ακρόπολη είχαν βάλει αντιαεροπορικά τα οποία είδαμε μετά όταν ανεβήκαμε
επάνω να δούμε για άλλα πράγματα. Και βλέπαμε τους Γερμανούς στρατιώτες
λοιπόν εκεί γύρω, παντού δε όπου στέκονταν βάζανε σημαίες για να δείξουν
στα δικά τους αεροπλάνα τα οποία περνάγανε επάνω και βομβαρδίζανε στον
Πειραιά το λιμάνι, πλοία τα οποία προσπαθούσαν να πάρουν Εγγλέζους να
φύγουν για τη Μέση Ανατολή κτλ., για να βλέπουν πού ήταν τα γερμανικά
οχήματα, να μη βομβαρδίσουν εκεί.
Έτσι λοιπόν αρχίσαμε και συζητούσαμε μεταξύ μας τα παιδιά τι γίνεται,
τι θα κάνουμε, τι θα γίνει κτλ. Αυτή ήταν η κατάσταση. Εν τω μεταξύ
υπήρχε ένα ψυχολογικό κενό και στον πληθυσμό αλλά και σε εμάς ιδιαίτερα
τους νέους, που είναι το πιο ευαίσθητο σημείο ενός λαού και μάλιστα
ηρωικού λαού, ότι το ψυχολογικό κενό το οποίο είχε δημιουργηθεί από την
εξής οξύμωρη έννοια
: Ότι ενώ μέχρι προχθές ολόκληρη η Ελλάδα ήταν ενθουσιασμένη διότι τα
παιδιά της, τα Ελληνόπουλα νικούσαν έναν καλύτερα εξοπλισμένο και
πολυπληθέστερο εχθρικό στρατό ο οποίος μέχρι τότε μαζί με τους συμμάχους
του ήταν αήττητος, και σε μια στιγμή μέσα βρέθηκα από νικητής
ηττημένος. Και όχι μόνο ηττημένος, αλλά και κατακτημένος. Υπήρχε λοιπόν
ένα αίσθημα αδικίας, αγανάκτησης, λύπης, πικρίας και πόνου. Εν τω μεταξύ
οι Γερμανοί είχαν αρχίσει ήδη τις προετοιμασίες και από ό,τι μαθαίναμε
και από τις εφημερίδες είχαν αρχίσει της επιχειρήσεις δια θαλάσσης για
να καταλάβουν την Κρήτη. Είδαμε την αποτυχία, είδαμε ότι βουλιάξανε και
πλοία όχι μόνο των Γερμανών αλλά και των Εγγλέζων, πολεμικά πλοία από
την Αεροπορία τη γερμανική και γινόταν μάχη στη Μεσόγειο. Ξέραμε λοιπόν
ότι έτσι θα αρχίσει η μάχη της Κρήτης.
Και κατά τις 20 του μηνός περίπου, 19, 20 του μηνός, δε θυμάμαι
ακριβώς, άρχισε η επίθεση με αλεξιπτωτιστές, με βομβαρδισμούς και εν
συνεχεία με αλεξιπτωτιστές, από ό,τι μαθαίναμε δηλαδή και από το BBC. Εν
τω μεταξύ οι Γερμανοί είχαν απαγορεύσει κάθε εκπομπή ξένη κτλ., είχαν
κάνει προειδοποιήσεις ότι εάν τα αισθήματα του ελληνικού πληθυσμού δεν
είναι φιλικά προς τους Γερμανούς στρατιώτες, θα ληφθούν αυστηρά μέτρα
κτλ. Μια μέρα που ήμαστε πάλι όλοι μαζί εκεί επάνω στο Ζάππειο και
μιλούσαμε, ήταν λιακάδα, η μάχη της Κρήτης εξελισσόταν και κοιτάζαμε
προς την Ακρόπολη και βλέπαμε αυτή την τεράστια πολεμική σημαία επάνω
στην Ακρόπολη. Σε μια στιγμή ο Μανόλης ο οποίος ήταν στραμμένος προς την
Ακρόπολη μου λέει: «Λάκη κοίταξε εκεί επάνω, κοίταξε να δεις τι γίνεται
εκεί πάνω». Κοιτάω λοιπόν, βλέπω τη σημαία. Εν τω μεταξύ είχαμε
συζητήσει ιδιαίτερα με το Μανόλη με τον οποίο ήμαστε πιο συνδεδεμένοι,
είχαμε συζητήσει ότι κάτι πρέπει να κάνουμε.
Αλλά τι να κάνουμε;
Το να πειράξουμε έναν Γερμανό στρατιώτη να του αρπάξουμε το πιστόλι
κτλ. θα μας σκοτώνανε επί τόπου και θα ήταν ένα απλό συμβάν, δηλαδή με
το να χτυπήσουμε έναν Γερμανό στρατιώτη δεν έβγαινε τίποτα, δεν είχε
σημασία συμβολική που να πειράξει τους Γερμανούς, εμείς θέλαμε να
κάνουμε κάτι που να πειράξει τους Γερμανούς, κάτι που είχε σχέση με
ιδεαλισμό. Και μόλις μου είπε ο Μανόλης και γύρισα και κοίταξα, όπως
ήταν έτσι με τον ήλιο επάνω και είδα τη σβάστιγγα διότι είχε αέρα και
κυμάτιζε η σημαία τους, η οποία ήταν μια τεράστια σημαία με τον αγκυλωτό
σταυρό και πάνω αριστερά είχε τον γοτθικό στρατό του Κάιζερ, του Α
Παγκοσμίου Πολέμου, του λέω «ναι, έχεις δίκιο, αυτό είναι, αυτό πρέπει
να τους κάνουμε εάν μπορούμε».
Από κει και πέρα, αμέσως μετά φύγαμε, ξεχωρίσαμε από τους άλλους και
αρχίσαμε να συζητάμε εντατικά τι θα κάνουμε και πώς θα το μεθοδεύσουμε. Η
πρώτη λοιπόν σκέψη ήταν να πάμε στην εγκυκλοπαίδεια, γιατί ήμαστε
άνθρωποι μορφωμένοι και βιβλιοφάγοι. Και πήγαμε στη Μπενάκειο
Βιβλιοθήκη, ανοίξαμε την εγκυκλοπαίδεια στη λέξη «Ακρόπολις» και πήραμε
όλα τα σχεδιαγράμματα και διαβάσαμε τα πάντα. Είδαμε λοιπόν την ιστορία,
πότε γκρεμιστήκανε, πότε ξαναφτιαχτήκανε, πότε την καταλάβανε οι
Τούρκοι, πότε οι Έλληνες, πότε έτσι, πότε αλλιώς.
Καταλήξαμε λοιπόν στο σημείο ότι το μόνο μέρος στο οποίο υπήρχε μια
ρωγμή, το μέρος αυτό, η σπηλιά της Ανάγνου το οποίο είχε μια ρωγμή από
ένα βάθρο που ήταν στο βορινό μέρος του Ερεχθείου μέχρι κάτω και από ένα
σημείο και μετά είχε ένα ξεροπήγαδο εις το οποίο κατά τη μυθολογία ήταν
το άνδρο, η φωλιά του Εριχθόνιου, ο οποίος ήταν ο ιερός όφις της
Αθηνάς, ο φύλακας της Ακρόπολης, ήταν αυτός που φύλαγε τους ιερούς ναούς
της Ακρόπολης, αυτό το φίδι που έχει στην ασπίδα της η θεά Αθηνά, και ο
οποίος κατά τη μυθολογία οι ιέρειες των ναών του ρίχνανε μελόπιτες μια
φορά το μήνα για να διατηρείται, να τρώει και να φυλάει τα ιερά. Αυτό
ήταν μια μεγάλη ρωγμή η οποία είχε ένα άνοιγμα όμως στη βορινή πλευρά
προς τη μεριά των Αέρηδων, τη βορινή πλευρά. Το θέμα ήταν ότι από το
βάθρο, από τη οπή που είχε στη βορινή πλευρά στο τείχος της Ακροπόλεως
μέχρι επάνω οπυ ήταν το βάθρο στη βάση του Ερεχθείου, εάν μπορούσαμε να
φτάσουμε μέχρι εκεί.
Είχαμε δει λοιπόν ότι εκεί είχαν κάνει ανασκαφές οι Γάλλοι
αρχαιολόγοι. Πήγαμε λοιπόν και αρχίσαμε να κάνουμε κατόπτευση το
απογευματάκι. Είχε ένα αλσύλιο, δεντράκια, από έξω ένα συρματόπλεγμα με
μια πόρτα και επάνω ήταν ο τοίχος. Σε μια στιγμή είχαμε μια ξύλινη παλιά
πόρτα σα σανίδες, η οποία ήταν κλεισμένη επάνω σε ένα μέρος του βράχου.
Και καταλάβαμε ότι εκεί υπήρχε μια οπή.
Έτσι λοιπόν, αποφασίσαμε την ίδια μέρα, καθίσαμε εκεί, είχε ένα
καφενεδάκι στον περίγυρο της Ακρόπολης, παρακάτω είναι και μια εκκλησία
που λέγεται «η Σταύρωση του Χριστού», κάπως έτσι, και πήγαμε λοιπόν
εκεί, καθίσαμε, πέρασε η ώρα, πηδήξαμε τα συρματοπλέγματα, ανεβήκαμε
μέσα από τα δέντρα και φτάσαμε στην πόρτα αυτή. Εκεί είδαμε ότι υπάρχει
ένα λουκέτο σκουριασμένο το οποίο προσπαθήσαμε και του βγάλαμε τις
στρόφιγγες, ανοίξαμε την πόρτα και είδαμε μια οπή. Δεν είχαμε όμως μαζί
μας φανάρι για να δούμε, μέσα ήταν σκοτάδι, υπήρχαν και κάτι νυχτερίδες
κτλ., την κλείσαμε πάλι την πόρτα, φύγαμε και πήγαμε την άλλη μέρα πάλι
αργά το βράδυ.
Δηλαδή η κυκλοφορία είχε απαγορευθεί από τις 11 μέχρι το πρωί στις 6.
Πήγαμε λοιπόν από τις 9, μπήκαμε, αυτή τη φορά είχαμε κι ένα μικρό
φανάρι και ρίξαμε μέσα και είδαμε στη δεξιά μεριά, πράγματι υπήρχε ένα
πλάτωμα με πέτρες και χώματα κι αυτά, και παραπέρα ήταν η οπή που ήταν
το ξεροπήγαδο. Δεξιά όμως στο βράχο επάνω είχε μαδέρια, το οποίο ήταν το
ένα έτσι, το άλλο έτσι και ανεβαίνανε προς τα πάνω. Αυτά τα μαδέρια
είχαν μείνει από τις ανασκαφές τις οποίες είχαν κάνει οι Αρχαιολόγοι.
Δεν ξέραμε όμως αν κρατάνε τα μαδέρια. Έτσι λοιπόν ανεβήκαμε στα πρώτα
μαδέρια να δούμε αν κρατάνε. Και είδαμε ότι κρατάνε το βάρος μας. Μετά
φύγαμε, κλείσαμε πάλι την πόρτα και την Κυριακή, την επόμενη Κυριακή,
μετά τρεις μέρες δηλαδή, ανεβήκαμε επάνω στην Ακρόπολη ως επισκέπτες,
ότι πάμε να δούμε την Ακρόπολη.
Πήγαμε λοιπόν, πήγαμε σιγά σιγά όταν δε μας παρακολουθούσε κανένας
προς το Ερεχθείο, πήγαμε προς τα κάτω και είδαμε το βάθρο, τα σκαλιά που
κατεβαίνουν και είδαμε την οπή πάλι. Πήγαμε λοιπόν εκεί, κατεβήκαμε στα
σκαλιά σιγά, σιγά και κοιτάξαμε και είδαμε ότι τα μαδέρια αυτά ήταν
μισό μέτρα από το τελευταίο σκαλί. Και είδαμε ότι μπορούσαμε να φτάσουμε
μέχρι εκεί. Έτσι λοιπόν, αποφασίσαμε ότι από εκεί θα ανέβουμε. Το θέμα
είναι ότι μπροστά από το στρογγυλό το μπελβεντέρε που επάνω στον μεγάλο
αυτό ιστό υπήρχε η γερμανική πολεμική σημαία, για το κάτω υπήρχε μια
σκοπιά ξύλινη η οποία έμπαινε ο σκοπός όταν έβρεχε ή είχε άσχημο καιρό.
Εν τω μεταξύ στα Προπύλαια κάτω, εκεί που βγάζουν τα εισιτήρια κτλ.,
εκεί ήταν ο στρατωνισμός της διμοιρίας που φύλαγε τη σημαία. Υπήρχε μια
διμοιρία Γερμανών στρατιωτών. Ολόκληρη διμοιρία φύλαγε τη
σημαία.Ολόκληρη διμοιρία βέβαια είχαν, γιατί είδαμε πολλούς, δεν ξέραμε
πόσοι είναι. Μετά κατεβήκαμε και φύγαμε.
Εν τω μεταξύ μέρες είχαν περάσει και στις 29 του μηνός το βράδυ αργά,
βγάλανε ανακοίνωση οι Γερμανοί και την άλλη μέρα το πρωί βγήκαν και
εφημερίδες, αλλά από το ραδιόφωνο έκαναν ανακοίνωση ότι η μάχη της
Κρήτης έληξε με νίκη των γερμανικών στρατιωτικών δυνάμεων της Βέρμαχτ
κτλ. και έλεγαν διάφορα μέτρα, ότι έγιναν εγκλήματα κατά των Γερμανών,
τα δικά τους κτλ. Αμέσως ήρθε ο Μανόλης και μου χτύπησε την πόρτα, βγήκα
έξω, μου λέει «Λάκη πρέπει να πάμε, πότε να πάμε;» Του λέω «να πάμε
αύριο. Απόψε δε μπορούμε να πάμε, έχει περάσει η ώρα» ήταν 10 και κάτι η
ώρα. Μου λέει «εντάξει».Αυτός του οποίου την κηδεία θα πάμε σήμερα στις
5 η ώρα, ήταν ο τρίτος άνθρωπος, ο Αντώνης ο Μοσχοβάκης, ο οποίος
είχαμε σκοπό να του πούμε αν μπορεί να έρθει μαζί μας. Τελικά δεν έγινε
αυτό το πράγμα και πήγαμε μόνοι μας την άλλη μέρα.
Να σας ρωτήσω: Ενώ ήσασταν μεγάλη παρέα και ενώ βρισκόσασταν κάθε
απόγευμα στο Ζάππειο και σε αυτή την περιοχή, εσείς τα είπατε αυτά τα
σχέδιά σας σε κάποιον άλλον; Πώς τηρήσατε δηλαδή αυτή τη συνωμοτικότητα
που απαιτείτο;
Πρώτα, πρώτα αυτό ήταν ένα εγχείρημα επειδή εμείς ήμαστε γνώστες της
συμβολικής σημασίας που θα είχε για το γερμανικό στρατό ο οποίος ήταν
ένας στρατός περήφανος και υπερφίαλος ας πούμε και πολύ βάρβαρος, και
ήταν και πολεμιστής, ότι η προσβολή αυτή στη σημαία τους ήταν μεγάλη
προσβολή, γιατί όπως ξέρουμε η σημαία είναι το σύμβολο. Στη μάχη όταν
σκοτωθεί ο στρατιώτης που κρατάει τη σημαία όταν γίνεται επίθεση, αμέσως
την παίρνει άλλος κτλ. και η σημαία πρέπει να είναι πάντα ψηλά.
Επειδή ξέραμε ότι ήταν θανάσιμο αυτό, εάν λοιπόν τα καταφέρναμε
ξέραμε ότι οι Γερμανοί αν μας πιάσουν καταρχήν θα μας σκοτώσουν. Και
μάλιστα καλύτερα ήταν να σκοτωθούμε μόνοι μας γιατί θα μας βασανίζανε
κιόλας. Αλλά δε μπορούσαμε να εμπιστευθούμε σε κανέναν. Όμως για το
ζήτημα του συνωμοτισμού που λες, αυτό το μεταξύ μας, αυτό είχε
προϊστορία διότι όπως είπα προηγουμένως εμείς είχαμε βγάλει το 4ο
Γυμνάσιο Αρρένων Αθηνών όπου υπήρχαν δυο συμμαθητές μας, ο ένας ήταν από
την Αίγυπτο, ελληνικής καταγωγής που είχε έρθει για να βγάλει το
Γυμνάσιο εδώ και να σπουδάσει Νομικά, και ο άλλος ήταν από τη
Δωδεκάνησο, από τη Ρόδο και είχε έρθει εδώ, τον στείλανε οι γονείς του
για να σπουδάσει Ελληνικά.
Αυτός λοιπόν μας διηγείτο την κατοχή των Ιταλών στη Δωδεκάνησο που οι
Ιταλοί προσπαθούσαν να εξιταλίσουν τα ελληνόπουλα εκεί και απαγορεύανε,
βάζανε ως κύρια γλώσσα την Ιταλική στα σχολεία κτλ. Επειδή λοιπόν το
καθεστώς εδώ όπως σας είπα ήταν και κάνω μια παρέκβαση τώρα αντίγραφο
του καθεστώτος του φασιστικού της Ιταλίας και είχε δημιουργήσει και
νεολαία που χαιρέταγε κατά αυτό τον τρόπο, με το χέρι τεταμένο κτλ. αλά
Ιταλία, εν τω μεταξύ οι πατεράδες μας εμάς ήταν άνθρωποι δημοκρατικοί
διότι ήταν με το Βενιζέλο τότε κτλ., είχαμε δημιουργήσει μια κατάσταση,
δηλαδή λέγαμε διάφορα, ένα είδος νεαρών δημοκρατικών ας πούμε ενάντια
στο καθεστώς.
Ακόμη μας πιέζανε και με τις διάφορες συγκεντρώσεις τις οποίες κάνανε
με τη νεολαία, μας υποχρέωναν να φοράμε μια μπλε στολή, να χαιρετάμε
έτσι, να πηγαίνουμε στις παρελάσεις, πράγματα τα οποία εμείς δεν τα
θέλαμε, οι νέοι άνθρωποι ας πούμε, και ήμαστε εναντίον αυτής της
κατάστασης. Υπήρχε λοιπόν ένα είδος τέτοιου συνωμοτισμού, δηλαδή είχε
δημιουργηθεί η κατάσταση. Τώρα λοιπόν που βρισκόμαστε και στα δύσκολα,
σε καταστάσεις πολεμικές πλέον και ξέραμε τι σημασία συμβολική θα είχε η
προσβολή αυτή εναντίον των Γερμανών, γι αυτό προσπαθούσαμε.
Τώρα το γιατί οι δυο μας; Γιατί έτσι, ταιριάζαμε με το Μανόλη, έχουμε
την ίδια ιδιοσυγκρασία, ήμαστε λιγάκι διαφορετικοί σε άλλα πράγματα,
αλλά στο ζήτημα του θάρρους ας το πούμε, της παλικαριάς, της
ανδρειοσύνης κτλ. ήμαστε ίδιοι, δεν υπήρχε δηλαδή περίπτωση να λυγίσουμε
με τίποτα. Και αυτό ήταν αυθόρμητο, δεν το κάναμε διότι κάναμε τον
παλικαρά. Μάλιστα εκείνο το οποίο έχει σημασία είναι ότι όταν μάθανε
μετά τον πόλεμο οι άλλοι συμμαθητές μας που ζούσαν ακόμη, γιατί
ορισμένοι σκοτωθήκανε κι αυτοί στον πόλεμο, όταν μάθανε τα δυο παιδιά
αυτά γιατί ήμαστε από τα πιο ήσυχα παιδιά της τάξης ήταν αυτά που έκαναν
αυτό το κατόρθωμα, έμειναν έκπληκτοι.
Και εκτός από αυτό, εμείς κάναμε το κατόρθωμα και μετά πήγαμε στην
Αντίσταση. Και μείνανε με το στόμα ανοιχτό, «μα αυτοί; Αυτοί δεν είναι
ούτε καυγατζήδες ούτε τίποτα». Να φανταστείς δεν καπνίζαμε κιόλας, οι
άλλοι καπνίζανε κιόλας κρυφά. Εμείς τότε δεν καπνίζαμε κιόλας. Ήσασταν
καλά παιδιά… Ναι. Είχαμε λοιπόν μια προδιάθεση για αυτό. Αποφασίσαμε
λοιπόν με το Μανόλη να πάμε την άλλη μέρα και πήγαμε. Πραγματικά μπήκαμε
μέσα, ανεβήκαμε, βγήκαμε επάνω από το τελευταίο μαδέρι, κατορθώσαμε και
φτάσαμε, ανεβήκαμε. Είχε ένα τέταρτο σελήνης και υπήρχε ησυχία, ηρεμία.
Το θέμα ήταν τώρα εάν ο σκοπός ήταν μέσα ή έξω από τη σκοπιά.
Εν τω μεταξύ ακούγαμε χάχανα κτλ. από κάτω, γιορτάζανε για την Κρήτη,
τη νίκη της Κρήτης. Επειδή ήταν σκοτάδι και νύχτα, αυτοί γλεντάγανε και
ακουγόταν πολύ. Για να δούμε λοιπόν αν υπήρχε σκοπός μέσα χωριστήκαμε, ο
ένας πήγε από τη μεριά του Παρθενώνα κι ο άλλος από την άλλη και
πετάγαμε πέτρες, ούτως ώστε αν είναι μέσα στη σκοπιά να βγει να δει τι
είναι.
Είδαμε λοιπόν ότι δεν υπάρχει σκοπός.
Και τότε ανεβήκαμε επάνω από τα σκαλιά, λύσαμε το συρματόσκοινο και
προσπαθήσαμε να την κατεβάσουμε. Αυτή η σημαία είχε τρία μεγάλα σύρματα
τα οποία είχαν στρόφιγγες από έξω από το βράχο και κρατάγανε τη σημαία η
οποία όταν είχε αέρα, ήταν μια τεράστια σημαία έτρεμε όλος ο ιστός. Η
σημαία λοιπόν κατέβαινε μέχρι το τελευταίο, εκεί στον κόμβο που ήταν τα
τρία σύρματα, και από εκεί δεν κατέβαινε. Φτάναμε μέχρι εκεί,
σκαρφαλώναμε, την πιάναμε, την τραβάγαμε, τίποτα. Ο μόνος τρόπος για να
κατεβεί η σημαία ήταν να ανοίξουν τα τρία σύρματα, όπως είναι στο
γαϊτανάκι. Ο μόνος τρόπος λοιπόν ήταν ή θα φεύγαμε και θα την αφήναμε
έτσι, ή θα έπρεπε να βγάλουμε τα σύρματα. Και αποφασίσαμε να κάνουμε
αυτό.
Πήγαμε λοιπόν και σιγά, σιγά, κατορθώσαμε και ξεμπλέξαμε τα σύρματα
αλλά εν τω μεταξύ είχε περάσει μιάμιση ώρα και είχε περάσει η
κυκλοφορία, είχε φτάσει 00.30 η ώρα και στο τέλος κατέβηκε η σημαία, την
κόψαμε με ένα μαχαιράκι που είχα εγώ, κόψαμε από ένα κομμάτι από τον
αγκυλωτό σταυρό, το βάλαμε στον κόρφο μας και τη μαζέψαμε κι έγινε ένας
μπόγος τέτοιος, τον οποίο μπόγο όμως δε μπορούσαμε πλέον να τον πάρουμε
μαζί μας που θα φεύγαμε, διότι πώς θα τον παίρναμε μαζί μας; Θα μας
βλέπανε. Πού να τον πάμε; Και σκεφτήκαμε ότι το μόνο μέρος που
μπορούσαμε να το πάμε είναι κάτω στο ξεροπήγαδο να το ρίξουμε και
μάλιστα κάναμε και καλαμπούρι για να το φυλάει ο Εριχθόνιος.
Αφήσαμε εν τω μεταξύ, για να δείτε ότι ήμαστε πολύ ώριμοι για την
ηλικία μας τότε, επειδή ξέραμε ότι οι Γερμανοί είναι μεθοδικός λαός και
είναι άνθρωποι της λεπτομέρειας και μεθοδικοί, βάλαμε τα αποτυπώματά μας
και ο ένας και ο άλλος επάνω στον ιστό της σημαίας. Άσε που
σκαρφαλώνοντας προηγουμένως οπωσδήποτε θα υπήρχαν τα αποτυπώματα. Αυτό
όμως έσωσε τους φύλακες και τους αρχαιολόγους της Ακροπόλεως, τους
οποίους τους συλλάβανε όλους την άλλη μέρα. Αλλά επειδή ήταν τέτοιοι
ακριβώς, καλέσανε και τον έλληνα Εισαγγελέα των Πρωτοδικών τότε ο οποίος
λεγόταν Μικρουλέας. Ο δε γιος του τώρα είναι και αυτός δικηγόρος και
τον βρήκαμε μετά όταν κάναμε μια εκπομπή τότε με τον συχωρεμένο το
Φρέντυ Γερμανό, ο Φρέντυ τον βρήκε το γιο του τότε Εισαγγελέα, ο οποίος
μάλιστα προσπαθούσε να σαμποτάρει όσο μπορούσε.
Οι Γερμανοί όμως ανακριτές ήταν τυπικοί, είδαν ότι τα αποτυπώματα δεν
ταιριάζανε και αφού τους κρατήσανε τους φύλακες και τους αρχαιολόγους,
τους αφήσανε. Τους δικούς τους όμως τους τουφεκίσανε. Φεύγουμε λοιπόν,
κατεβαίνουμε, ρίχνουμε τη σημαία, ρίχνουμε από πάνω πέτρες και χώματα,
ανοίγουμε την πόρτα και φεύγουμε. Και πάμε τώρα τοίχο, τοίχο, είναι η
ώρα 1.30, τοίχο, τοίχο περνάμε από την Αδριανού κάτω, πάμε Μητροπόλεως,
μόλις μπαίνουμε στην πλατεία που είναι η Μητρόπολη, εκεί αριστερά, ήταν
ένα Ταμείο Δημόσιο και το φύλαγε ένας Αστυφύλακας.
Και ξαφνικά όπως περπατάγαμε τοίχο, τοίχο, στο φανάρι με το πιστόλι μας λέει «ψηλά τα χέρια, ποιοι είσαστε;»
Αλλά ελληνικά. Είδαμε λοιπόν ότι είναι Έλληνας. Τον είδαμε μετά, ήρθε
κοντά, είδαμε ότι είναι Αστυφύλακας. Εγώ ευτυχώς είχα την ταυτότητα της
Νομικής στην τσέπη μου. Ο Μανόλης δεν είχε τίποτα. Βγάζω λοιπόν την
ταυτότητα, «ποιοι είσαστε;» μας λέει. Του λέμε «είμαστε φοιτητές και
είχαμε πάει σε ένα γλέντι και πέρασε η ώρα και τώρα επειδή οι δικοί μας
ανησυχούν, πάμε..» Λέει, «καλά, δεν ξέρετε ότι οι Γερμανοί, οι Γερμανοί
θα σας σκοτώσουν. Στο δρόμο τέτοια ώρα; Πού είναι τα σπίτια σας;» «Εδώ
κοντά είναι, παρακάτω». «Μπορείτε να πάτε; Προσέξτε καλά. Για να δω».
Τους κάνω έτσι λοιπόν, δεν την πήρε την ταυτότητα, είδε όμως τη λέξη
«Πανεπιστήμιο» και μου λέει «καλά, εντάξει, φύγετε και να προσέχετε άλλη
φορά» κτλ.
Αυτός ο άνθρωπος μάθαμε εκ των υστέρων, τότε που κάναμε την εκπομπή
με το Φρέντυ Γερμανό ο οποίος ήταν πολύ τρομερός δημοσιογράφος, ψάξανε
να βρουν τι έγινε. Αυτός ήταν πατριώτης. Αυτός είχε πεθάνει εν τω μεταξύ
και βρήκαν τη γυναίκα του στη Σαλαμίνα, η οποία είπε, και το είπαμε
αυτό στην εκπομπή που κάναμε.
stokokkino.gr
avantipopolo.gr
ΠΗΓΗ: ΚΛΙΚ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου