ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ
Α' ΕΣΠΕΡΙΝΟΥ
ΕΚ ΤΗΣ ΓΕΝΕΣΕΩΣ
καὶ ἐκάλεσεν Ἀδὰμ ὀνόματα πᾶσι τοῖς κτήνεσι καὶ πᾶσι τοῖς πετεινοῖς τοῦ οὐρανοῦ καὶ πᾶσι τοῖς θηρίοις τοῦ ἀγροῦ· τῷ δὲ Ἀδὰμ οὐχ εὑρέθη βοηθὸς ὅμοιος αὐτῷ.
Και ο Αδάμ με την σοφίαν, την κρίσιν και την γνώσιν
που είχεν, έδωσεν ονόματα εις όλα τα κτήνη και εις όλα τα πτηνά του ουρανού και
εις όλα τα θηρία της υπαίθρου. Κανένα όμως από τα ζώα αυτά δεν ευρέθη βοηθός
όμοιος με τον Αδάμ, άξιος και ευχάριστος εις αυτόν.
καὶ ἐπέβαλεν
ὁ Θεὸς ἔκστασιν ἐπὶ τὸν Ἀδάμ, καὶ
ὕπνωσε· καὶ ἔλαβε μίαν τῶν πλευρῶν αὐτοῦ
καὶ ἀνεπλήρωσε σάρκα ἀντ᾿ αὐτῆς.
Τοτε ο Θεός, δια να αναπληρώση την έλλειψιν αυτήν,
έφερεν έκστασιν στον Αδάμ, ο οποίος και εκοιμήθη βαθύτατα. Ελαβε τότε μίαν από
τας πλευράς του Αδάμ και συνεπλήρωσε δια σαρκός το κενόν της αναιρεθείσης αυτής
πλευράς.
καὶ ᾠκοδόμησεν
ὁ Θεὸς τὴν πλευράν, ἣν ἔλαβεν ἀπὸ τοῦ
Ἀδάμ, εἰς γυναῖκα καὶ ἤγαγεν αὐτὴν πρὸς
τὸν Ἀδάμ.
Και κατεσκεύασε και εμορφοποίησε την πλευράν, την
οποίαν έλαβεν από τον Αδάμ, εις γυναίκα, την οποίαν και έφερε προς αυτόν.
καὶ εἶπεν Ἀδάμ·
τοῦτο νῦν ὀστοῦν ἐκ τῶν ὀστέων μου καὶ
σὰρξ ἐκ τῆς σαρκός μου· αὕτη κληθήσεται γυνή, ὅτι
ἐκ τοῦ ἀνδρὸς αὐτῆς ἐλήφθη αὕτη·
Οταν δε ο Αδάμ εξύπνησε και είδε την γυναίκα
είπεν· “αυτό είναι πλέον οστούν από τα οστά μου και σαρξ από την σάρκα μου.
Αυτή θα ονομασθή γυνή (ανδρίς), διότι έγινεν από τον άνδρα αυτής.
ἕνεκεν τούτου
καταλείψει ἄνθρωπος τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ τὴν
μητέρα καὶ προσκολληθήσεται πρὸς τὴν γυναῖκα αὐτοῦ,
καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν.
Ενεκα του στενού τούτου συνδέσμου του ανδρός προς
την γυναίκα, στο μέλλον κάθε ανήρ θα αφήνη τον πατέρα και την μητέρα του και θα
συνδέεται στενότατα με την γυναίκα του, ώστε οι δύο να γίνουν πλέον μία σαρξ
δια της συζυγίας”.
καὶ ἦσαν οἱ
δύο γυμνοί, ὅ τε Ἀδὰμ καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ,
καὶ οὐκ ᾐσχύνοντο.
Ησαν δε και οι δύο γυμνοί, ο Αδάμ και η γυναίκα
αυτού, και δεν εντρέποντο ο ένας τον άλλον, διότι ήσαν αγνοί και αθώοι.
Ὁ δὲ ὄφις
ἦν φρονιμώτατος πάντων τῶν θηρίων τῶν ἐπὶ τῆς
γῆς, ὧν ἐποίησε Κύριος ὁ Θεός. καὶ εἶπεν ὁ
ὄφις τῇ γυναικί· τί ὅτι εἶπεν ὁ Θεός, οὐ
μὴ φάγητε ἀπὸ παντὸς ξύλου τοῦ παραδείσου;
Ο όφις ήτο το ευφυέστερον και επινοητικώτερον
από όλα τα ζώα, τα οποία είχε δημιουργήσει Κυριος ο Θεός επί της γης. Ο όφις (ο
διάβολος υπό μορφήν όφεως) ηρώτησε την Ευαν και της είπε· “διατί ο Θεός
απηγόρευσε να φάγετε από τους καρπούς όλων των δένδρων, που υπάρχουν στον
παράδεισον;”
καὶ εἶπεν
ἡ γυνὴ τῷ ὄφει· ἀπὸ καρποῦ τοῦ
ξύλου τοῦ παραδείσου φαγούμεθα,
Η Ευα απήντησεν στον όφιν· “από τους καρπούς
κάθε δένδρου του παραδείσου ημπορούμεν να φάγωμεν.
ἀπὸ δὲ
τοῦ καρποῦ τοῦ ξύλου, ὅ ἐστιν ἐν μέσῳ
τοῦ παραδείσου, εἶπεν ὁ Θεός, οὐ φάγεσθε ἀπ᾿
αὐτοῦ, οὐ δὲ μὴ ἅψησθε αὐτοῦ, ἵνα
μὴ ἀποθάνητε.
Από τον καρπόν όμως του δένδρου, που υπάρχει εν
τω μέσω του παραδείσου, έδωσεν εντολήν ο Θεός λέγων· δεν θα φάγετε από τον
καρπόν αυτού ούτε και θα εγγίσετε αυτό, δια να μη αποθάνετε”.
καὶ εἶπεν
ὁ ὄφις τῇ γυναικί· οὐ θανάτῳ ἀποθανεῖσθε·
Είπε δε τότε ο όφις προς την γυναίκα· “δεν θα
αποθάνετε· κάθε άλλο.
ᾔδει γὰρ ὁ
Θεός, ὅτι ᾗ ἂν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ᾿ αὐτοῦ,
διανοιχθήσονται ὑμῶν οἱ ὀφθαλμοὶ καὶ ἔσεσθε
ὡς θεοί, γινώσκοντες καλὸν καὶ πονηρόν.
Σας απηγόρευσεν ο Θεός να φάγετε από το δένδρον
αυτό, διότι εγνώριζεν ότι κατά την ημέραν, κατά την οποίαν θα φάγετε, θα
ανοιχθούν τα μάτια σας και θα είσθε και σεις σαν θεοί, όμοιοι με αυτόν,
γνωρίζοντες καλόν και πονηρόν”.
καὶ εἶδεν
ἡ γυνή, ὅτι καλὸν τὸ ξύλον εἰς βρῶσιν καὶ
ὅτι ἀρεστὸν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἰδεῖν
καὶ ὡραῖόν ἐστι τοῦ κατανοῆσαι, καὶ
λαβοῦσα ἀπὸ τοῦ καρποῦ αὐτοῦ ἔφαγε·
καὶ ἔδωκε καὶ τῷ ἀνδρὶ αὐτῆς
μετ᾿ αὐτῆς, καὶ ἔφαγον.
Τοτε η Εύα παρετήρησε προσεκτικότερα το
απηγορευμένον δένδρον, είδε τον καρπόν του ωραίον εις την όψιν και εσκέφθη ότι
ευχάριστον θα ήτο να δοκιμάση αυτόν. Και λοιπόν έλαβεν από τον καρπόν του
δένδρου αυτού, έφαγεν αυτή, και έδωσε και στον άνδρα της, και έτσι έφαγον και
οι δύο.
καὶ
διηνοίχθησαν οἱ ὀφθαλμοὶ τῶν δύο, καὶ ἔγνωσαν
ὅτι γυμνοὶ ἦσαν, καὶ ἔῤῥαψαν φύλλα
συκῆς καὶ ἐποίησαν ἑαυτοῖς περιζώματα.
Και ήνοιξαν τα μάτια των δύο πρωτοπλάστων,
εκατάλαβαν ότι ήσαν γυμνοί σωματικώς και ψυχικώς, εντράπηκαν την γυμνότητά των
και έκοψαν φύλλα συκής, τα έρραψαν προχείρως και με αυτά σαν ποδιές εκάλυψαν
την γυμνότητά των.
Καὶ ἤκουσαν
τῆς φωνῆς Κυρίου τοῦ Θεοῦ περιπατοῦντος ἐν
τῷ παραδείσῳ τὸ δειλινόν, καὶ ἐκρύβησαν ὅ
τε Ἀδὰμ καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ ἀπὸ
προσώπου Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἐν μέσῳ τοῦ ξύλου τοῦ
παραδείσου.
Οταν δε κατά το δειλινόν ήκουσαν την φωνήν του
Θεού, ο οποίος περιπατούσεν στον παράδεισον, εκρύβησαν ο Αδάμ και η γυνή αυτού
από φόβον και εντροπήν ανάμεσα εις τα δένδρα του παραδείσου, δια να μη
αντικρύσουν το πρόσωπον του Θεού.
καὶ ἐκάλεσε
Κύριος ὁ Θεὸς τὸν Ἀδὰμ καὶ εἶπεν αὐτῷ·
Ἀδάμ, ποῦ εἶ;
Ο Θεός προσεκάλεσε τον Αδάμ και του είπε· “'
Αδάμ, που είσαι;”
καὶ εἶπεν
αὐτῷ· τῆς φωνῆς σου ἤκουσα περιπατοῦντος
ἐν τῷ παραδείσῳ καὶ ἐφοβήθην, ὅτι γυμνός εἰμι,
καὶ ἐκρύβην.
Ο δε Αδάμ απήντησεν στον Θεόν· “ήκουσα την φωνήν
σου, καθώς περιπατούσες στον παράδεισον, και εφοβήθην να παρουσιασθώ εμπρός σου
επειδή είμαι γυμνός δι' αυτό και έσπευσα να κρυφθώ”.
καὶ εἶπεν
αὐτῷ ὁ Θεός· τίς ἀνήγγειλέ σοι ὅτι γυμνὸς
εἶ, εἰ μὴ ἀπὸ τοῦ ξύλου, οὗ ἐνετειλάμην
σοι τούτου μόνου μὴ φαγεῖν, ἀπ᾿ αὐτοῦ ἔφαγες;
Ηρώτησε δε ο Θεός αυτόν· “ποίος σου ανήγγειλεν
ότι είσαι γυμνός; Μηπως και έφαγες από το δένδρον, από το οποίον και μόνον σου
απηγόρευσα να φάγης;”
καὶ εἶπεν ὁ
Ἀδάμ· ἡ γυνή, ἣν ἔδωκας μετ᾿ ἐμοῦ,
αὕτη μοι ἔδωκεν ἀπὸ τοῦ ξύλου, καὶ ἔφαγον.
Ο Αδάμ έσπευσε να δικαιολογηθή και είπε· “αυτή η
γυναίκα, την οποίαν συ μου έδωκες ως σύντροφον και βοηθόν μου, αυτή μου έδωσε
από τον καρπόν του απηγορευμένου δένδρου και έφαγον”.
καὶ εἶπε
Κύριος ὁ Θεὸς τῇ γυναικί· τί τοῦτο ἐποίησας;
καὶ εἶπεν ἡ γυνή· ὁ ὄφις ἠπάτησέ με,
καὶ ἔφαγον.
Είπε δε τότε Κυριος ο Θεός προς την γυναίκα, την
Εύαν· “διατί έκαμες αυτό;” Η Εύα απήντησεν· “ο όφις με εξηπάτησε και έφαγον”.
καὶ εἶπε
Κύριος ὁ Θεὸς τῷ ὄφει· ὅτι ἐποίησας τοῦτο,
ἐπικατάρατος σὺ ἀπὸ πάντων τῶν κτηνῶν καὶ
ἀπὸ πάντων τῶν θηρίων τῶν ἐπὶ τῆς γῆς·
ἐπὶ τῷ στήθει σου καὶ τῇ κοιλίᾳ πορεύσῃ
καὶ γῆν φαγῇ πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς
σου.
Είπε δε τότε Κυριος ο Θεός στον όφιν· “επειδή
διέπραξες αυτήν την δολιότητα, θα είσαι κατηραμένος συ ανάμεσα από όλα τα κτήνη
και όλα τα θηρία, που υπάρχουν εις την γην. Θα σύρεσαι στο χώμα με το στήθος
και την κοιλίαν και χώμα θα τρώγης όλας τας ημέρας της ζωής σου.
καὶ ἔχθραν
θήσω ἀνὰ μέσον σοῦ καὶ ἀνὰ μέσον τῆς
γυναικὸς καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ σπέρματός σου καὶ
ἀνὰ μέσον τοῦ σπέρματος αὐτῆς· αὐτός
σου τηρήσει κεφαλήν, καὶ σὺ τηρήσεις αὐτοῦ πτέρναν.
Θα θέσω δε άσβεστον εχθρότητα μεταξύ σου και της
γυναικός, μεταξύ των απογόνων σου και των απογόνων αυτής. Ενας δε απόγονος της
γυναικός μόνης, αυτός θα σου συντρίψή την κεφαλήν και συ θα κεντήσης αυτού την
πτέρναν”.
καὶ τῇ
γυναικὶ εἶπε· πληθύνων πληθυνῶ τὰς λύπας σου καὶ
τὸν στεναγμόν σου· ἐν λύπαις τέξῃ τέκνα, καὶ πρὸς
τὸν ἄνδρα σου ἡ ἀποστροφή σου, καὶ αὐτός
σου κυριεύσει.
Προς δε την γυναίκα είπε· “θα πολλαπλασιάσω εις
πλήθος πολύ τας λύπας σου, τας θλίψεις και τους στεναγμούς σου. Με πόνους θα
γεννάς τα τέκνα σου, θα εξαρτάσαι δε πάντοτε από τον άνδρα σου και αυτός θα
είναι κύριός σου”.
τῷ δὲ Ἀδὰμ
εἶπεν· ὅτι ἤκουσας τῆς φωνῆς τῆς
γυναικός σου καὶ ἔφαγες ἀπὸ τοῦ ξύλου, οὗ ἐνετειλάμην
σοι τούτου μόνου μὴ φαγεῖν, ἀπ᾿ αὐτοῦ ἔφαγες,
ἐπικατάρατος ἡ γῆ ἐν τοῖς ἔργοις σου· ἐν
λύπαις φαγῇ αὐτὴν πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς
σου·
Εις δε τον Αδάμ είπεν· “επειδή ήκουσες την κακήν
συμβουλήν της γυναικός σου και έφαγες από τον καρπόν του δένδρου, εκ του οποίου
και μόνου εγώ σου έδωσα την εντολήν να μη φάγης, θα είναι κατηραιμένη η γη εις
τα έργα σου. Με λύπην και κόπον θα κερδίζης την τροφήν σου από την γην όλας τας
ημέρας της ζωής σου.
ἀκάνθας καὶ
τριβόλους ἀνατελεῖ σοι, καὶ φαγῇ τὸν χόρτον τοῦ
ἀγροῦ.
Αγκάθια και τριβόλια θα σου φυτρώνη η γη και θα
τρέφεσαι με τα χόρτα του αγρού.
ἐν ἱδρῶτι
τοῦ προσώπου σου φαγῇ τὸν ἄρτον σου, ἕως τοῦ
ἀποστρέψαι σε εἰς τὴν γῆν, ἐξ ἧς ἐλήφθης,
ὅτι γῆ εἶ καὶ εἰς γῆν ἀπελεύσῃ·
Καθ' όλον το διάστημα της ζωής σου με τον ιδρώτα
του προσώπου σου θα τρώγης τον άρτον σου, μέχρις ότου αποθάνης και επιστρέψη το
σώμα σου εις την γην, από την οποίαν και έχει πλασθή· διότι χώμα είναι το σώμα
σου, στο χώμα θα καταλήξη και χώμα πάλιν θα γίνη”.
καὶ ἐκάλεσεν
Ἀδὰμ τὸ ὄνομα τῆς γυναικὸς αὐτοῦ
Ζωή, ὅτι αὕτη μήτηρ πάντων τῶν ζώντων.
Ωνόμασε τότε ο Αδάμ την γυναίκα του Ζωήν, διότι
αυτή θα ήτο η μητέρα όλων των ανθρώπων της γης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου