Κυριακή 16 Μαρτίου 2014

ΚΥΡΙΑΚΗ  16  ΜΑΡΤΙΟΥ  2014

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ
ΕΩΘΙΝΟΝ

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟΝ  ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ

Ε΄  ΕΩΘΙΝΟΝ 

ΚΕΙΜΕΝΟΝ 

δ Πτρος ναστς δραμεν π τ μνημεον, κα παρακψας βλπει τ θνια κεμενα μνα, κα πλθε πρς αυτν θαυμζων τ γεγονς. Κα δο δο ξ ατν σαν πορευμενοι ν ατ τ μρ ες κμην πχουσαν σταδους ξκοντα π ερουσαλμ, νομα μμαος. Κα ατο μλουν πρς λλλους περ πντων τν συμβεβηκτων τοτων. Κα γνετο ν τ μιλεν ατος κα συζητεν κα ατς ησος γγσας συνεπορεετο ατος· ο δ φθαλμο ατν κρατοντο το μ πιγνναι ατν. Επε δ πρς ατος· τνες ο λγοι οτοι ος ντιβλλετε πρς λλλους περιπατοντες κα στε σκυθρωπο;ποκριθες δ ες, νομα Κλεπας, επε πρς ατν· σ μνος παροικες ν ερουσαλμ κα οκ γνως τ γενμενα ν ατ ν τας μραις ταταις; Κα επεν ατος· ποα; ο δ επον ατ· τ περ ησο το Ναζωραου, ς γνετο νρ προφτης δυνατς ν ργ κα λγ ναντον το Θεο κα παντς το λαο, ὅπως τε παρδωκαν ατν ο ρχιερες κα ο ρχοντες μν ες κρμα θαντου κα σταρωσαν ατν.μες δ λπζομεν τι ατς στιν μλλων λυτροσθαι τν σραλ· λλ γε σν πσι τοτοις τρτην τατην μραν γει σμερον φ᾿ ο τατα γνετο.λλ κα γυνακς τινες ξ μν ξστησαν μς γενμεναι ρθριαι π τ μνημεον κα μ εροσαι τ σμα ατο λθον λγουσαι κα πτασαν γγλων ωρακναι, ο λγουσιν ατν ζν. Κα πλθν τινες τν σν μν π τ μνημεον, κα ερον οτω καθς κα α γυνακες επον, ατν δ οκ εδον. Κα ατς επε πρς ατος· νητοι κα βραδες τ καρδίᾳ το πιστεειν π πσιν ος λλησαν ο προφται! Οχ τατα δει παθεν τν Χριστν κα εσελθεν ες τν δξαν ατο; Κα ρξμενος π Μωυσως κα π πντων τν προφητν διηρμνευεν ατος ν πσαις τας γραφας τ περ αυτο. Κα γγισαν ες τν κμην ο πορεοντο, κα ατς προσεποιετο πορρωτρω πορεεσθαι· κα παρεβισαντο ατν λγοντες· μενον μεθ᾿ μν, τι πρς σπραν στ κα κκλικεν μρα. Κα εσλθε το μεναι σν ατος. Κα γνετο ν τ κατακλιθναι ατν μετ᾿ ατν λαβν τν ρτον ελγησε, κα κλσας πεδδου ατος. Ατν δ διηνοχθησαν ο φθαλμο, κα πγνωσαν ατν· κα ατς φαντος γνετο π᾿ ατν. Κα επον πρς λλλους· οχ καρδα μν καιομνη ν ν μν, ς λλει μν ν τ δ κα ς δινοιγεν μν τς γραφς; Κα ναστντες ατ τ ρ πστρεψαν ες ερουσαλμ, κα ερον συνηθροισμνους τος νδεκα κα τος σν ατος, λγοντας τι γρθη Κριος ντως κα φθη Σμωνι. Κα ατο ξηγοντο τ ν τ δ κα ς γνσθη ατος ν τ κλσει το ρτου.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
Ὁ Πέτρος ὅμως ἐσηκώθηκε καὶ ἔτρεξε εἰς τὸ μνῆμα καὶ ὅταν ἔσκυψε, εἶδε μόνον τὰ σάβανα καὶ ἐπῆγες σπίτι του θαυμάζων διὰ τὸ γεγονός. Τὴν ἴδια ἡμέρα δύο ἀπ’ αὐτούς, ἐπῆγαν σ’ ἕνα χωριὸ ποὺ ἀπεῖχε ἑξῆντα στάδια ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ ὠνομάζετο Ἐμμαούς. Καὶ μιλοῦσαν μεταξύ τους δι’ ὅλα αὐτὰ τὰ συμβάντα. Καὶ ἐνῷ ἐμιλοῦσαν καὶ συζητοῦσαν, ὁ Ἰησοῦς ὁ ἴδιος τοὺς ἐπλησίασε καὶ ἐβάδιζε μαζί τους. Ἀλλὰ κάτι ἐκρατοῦσε τὰ μάτια τους, ὥστε νὰ μὴ μποροῦν νὰ τὸν ἀναγνωρίσουν. Τοὺς ἐρώτησε, «Τί εἶναι αὐτὰ ποὺ συζητεῖτε μεταξύ σας κατὰ τὴν πορείαν καὶ γιατὶ εἶσθε σκυθρωποί;». Ὅ ἕνας, ὁ ὀνομαζόμενος Κλεώπας, τοῦ ἀπεκρίθη, «Σὺ εἶσαι ὁ μόνος ποὺ κατοικεῖ εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ χωρὶς νὰ ξέρῃ ὅσα συνέβησαν ἐκεῖ αὐτὰς τὰς ἡμέρας;» Καὶ αὐτὸς τοὺς εἶπε, «Ποιά;». Ἐκεῖνοι ἀπεκρίθησαν, «Τὰ σχετικὰ μὲ τὸν Ἰησοῦν τὸν Ναζωραῖον, ὁ ὁποῖος ἦτο προφήτης δυνατὸς εἰς ἔργα καὶ λόγους ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ ὅλου τοῦ λαοῦ καὶ πῶς οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ ἄρχοντές μας τὸν παρέδωκαν νὰ καταδικασθῇ εἰς θάνατον καὶ τὸν ἐσταύρωσαν. Ἐμεῖς δὲ ἐλπίζαμεν ὅτι αὐτὸς εἶναι ποὺ μέλλει νὰ λυτρώσῃ τὸν Ἰσραήλ. Καὶ σὰν νὰ μὴν ἦτο αὐτὸ ἀρκετόν, εἶναι σήμερα ἡ τρίτη ἡμέρα ἀφ’ ὅτου συνέβησαν αὐτά. Καὶ μερικὲς γυναῖκες ἀπὸ τὸν κύκλον μας μᾶς ἐξέπληξαν· ἐπῆγαν πολὺ πρωί εἰς τὸ μνῆμα ἀλλὰ δὲν εὑρῆκαν τὸ σῶμα του καὶ ὅταν ἐπέστρεψαν ἔλεγαν ὅτι εἶδαν καὶ ὀπτασίαν ἀγγέλων, οἱ ὁποῖοι εἶπαν ὅτι αὐτὸς ζῆ. Ἐπῆγαν καὶ μερικοὶ ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἦσαν μαζί μας εἰς τὸ μνῆμα καὶ τὸ εὑρῆκαν ὅπως εἶχαν πῆ οἱ γυναῖκες, αὐτὸν ὅμως δὲν τὸν εἶδαν». Αὐτὸς τότε τοὺς εἶπε, «Ὦ ἀνόητοι καὶ βραδύνοοι εἰς τὸ νὰ πιστεύετε εἰς ὅλα ὅσα ἐλάλησαν οἱ προφῆται! Δὲν ἔπρεπε ὁ Χριστὸς νὰ πάθῃ ὅλα αὐτὰ καὶ νὰ εἰσέλθῃ εἰς τὴν δόξαν του;» Ὕστερα ἄρχισε ἀπὸ τὸν Μωϋσῆν καὶ ὅλους τοὺς προφήτας καὶ τοὺς ἐρμήνευε ὅσα ἀνεφέροντο γι’ αὐτὸν εἰς ὅλας τὰς γραφάς. Καὶ ἐπλησίασαν εἰς τὸ χωριὸ εἰς τὸ ὁποῖον ἐπήγαιναν, αὐτὸς δὲ προσποιήθηκε ὅτι πηγαίνει μακρύτερα. Ἀλλὰ τὸν ἐπίεζαν καὶ τοῦ ἔλεγαν, «Μεῖνε μαζί μας, διότι πλησιάζει ἡ ἑσπέρα, καὶ ἡ ἡμέρα εἶναι σχεδὸν εἰς τὸ τέλος». Καὶ ἐμπῆκε διὰ νὰ μείνῃ μαζί τους. Ὅταν ἐκάθησε εἰς τὸ τραπέζι μαζί τους, ἐπῆρε τὸ ψωμί, τὸ εὐλόγησε καὶ ἀφοῦ τὸ ἔκοψε τοὺς τὸ ἔδωκε. Τότε ἀνοίχθηκαν τὰ μάτια τους καὶ τὸν ἀνεγνώρισαν, ἀλλ’ αὐτὸς ἔγινε ἄφαντος. Καὶ εἶπαν μεταξύ τους, «Δὲν ἔκαιε μέσα μας ἡ καρδιά μας καθὼς μᾶς ἐμιλοῦσε εἰς τὸν δρόμον καὶ μᾶς ἐξηγοῦσε τὰς γραφάς;». Καὶ ἐσηκώθηκαν ἀμέσως καὶ ἐπέστρεψαν εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ εὑρῆκαν τοὺς ἕνδεκα καὶ ὅσους ἦσαν μαζί τους νὰ εἶναι μαζεμμένοι καὶ νὰ λέγουν ὅτι ἀληθῶς ὁ Κύριος ἀναστήθηκε καὶ ἐμφανίσθηκε εἰς τὸν Σίμωνα. Τότε αὐτοὶ διηγήθηκαν ὅσα συνέβησαν εἰς τὸν δρόμον καὶ πῶς τὸν ἀνεγνώρισαν ὅταν ἔκοβε τὸ ψωμί.

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟΝ  ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ

ΤΗΣ  ΗΜΕΡΑΣ 

Β' ΚΥΡΙΑΚΗΣ    ΤΩΝ  ΝΗΣΤΕΙΩΝ

ΚΕΙΜΕΝΟΝ
Κατ' ρχς σὺ, Κριε, τν γν θεμελωσας, κα ργα τν χειρν σο εσιν ο ορανο· ατο πολονται, σ δ διαμνεις· κα πντες ς μτιον παλαιωθσονται, κα σε περιβλαιον λξεις ατος, κα λλαγσονται· σ δ ατς ε, κα τ τη σου οκ κλεψουσι. Πρς τνα δ τν γγλων ερηκ ποτε· κθου κ δεξιν μου ως ν θ τος χθρος σου ποπδιον τν ποδν σου; Οχ πντες εσ λειτουργικ πνεματα ες διακοναν ποστελλμενα δι τος μλλοντας κληρονομεν σωτηραν; Διὰ τοτο δε περισσοτρως μς προσχειν τος κουσθεσι, μ ποτε παραρρυμεν. Ε γρ δι' γγλων λαληθες λγος γνετο ββαιος, κα πσα παρβασις κα παρακο λαβεν νδικον μισθαποδοσαν, πς μες κφευξμεθα τηλικατης μελσαντες σωτηρας; τις ρχν λαβοσα λαλεσθαι δι το Κυρου, π τν κουσντων ες μς βεβαιθη,

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

Σὺ Κύριε εἰς τὴν ἀρχὴν τὴν γῆν ἐθεμελίωσες καὶ ἔργα τῶν χειρῶν σου εἶναι οἱ οὐρανοί. Αὐτοὶ θὰ καταστραφοῦν, ἀλλὰ σὺ παραμένεις· ὅλοι θὰ παληώσουν σὰν ἔνδυμα, σὰν μανδύαν θὰ τοὺς τυλίξῃς καὶ θὰ ἀλλαγοῦν. Σὺ ὅμως εἶσαι ὁ ἴδιος καὶ τὰ ἔτη σου δὲν θὰ τελειώσουν. Σὲ ποιόν δὲ ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους εἶπε ποτὲ ὁ Θεός, Κάθησε εἰς τὰ δεξιά μου, ἕως ὅτου κάνω τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδιῶν σου; Δὲν εἶναι ὅλοι πνεύματα ποὺ ὑπηρετοῦν καὶ ἀποστέλλονται δι’ ὑπηρεσίαν χάριν ἐκείνων, ποὺ μέλλουν νὰ κληρονομήσουν σωτηρίαν; Διὰ τοῦτο πρέπει ἐμεῖς νὰ προσέχωμεν περισσότερον εἰς ὅσα ἀκούσαμε, μὴ τυχὸν ἀπομακρυνθοῦμε ἀπ' αὐτά. Διότι ἐὰν ὁ λόγος, ὁ ὁποῖος ἐκηρύχθηκε δι' ἀγγέλων, εἶχε κῦρος καὶ κάθε παράβασις καὶ παρακοὴ ἔλαβε δικαίαν ἀνταπόδοσιν, πῶς θὰ ξεφύγωμεν ἐμεῖς, ἐὰν δείξωμεν ἀμέλειαν διὰ μίαν τόσον μεγάλην σωτηρίαν Ἡ σωτηρία αὐτὴ ἄρχισε νὰ κηρύττεται ἀπὸ τὸν Κύριον, ἔπειτα μᾶς ἐβεβαιώθηκε ἀπὸ ἐκείνους ποὺ τὴν ἄκουσαν,

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟΝ  ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ

ΤΗΣ  ΗΜΕΡΑΣ

Β' ΚΥΡΙΑΚΗΣ  ΤΩΝ  ΝΗΣΤΕΙΩΝ  


ΚΕΙΜΕΝΟΝ
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, εσλθε ὁ Ἰησοῦς ες Καπερναομ· κα κοσθη τι ες οκν στι. Κα εθως συνχθησαν πολλο, στε μηκτι χωρεν μηδ τ πρς τν θραν· κα λλει ατος τν λγον. Κα ρχονται πρς ατν παραλυτικν φροντες, αρμενον π τεσσρων. Κα μ δυνμενοι προσεγγσαι ατ δι τν χλον, πεστγασαν τν στγην που ν, κα ξορξαντες χαλσι τν κρβαττον, φ᾿ παραλυτικς κατκειτο.δν δ ησος τν πστιν ατν λγει τ παραλυτικ· τκνον, φωντα σοι α μαρται σου.σαν δ τινες τν γραμματων κε καθμενοι κα διαλογιζμενοι ν τας καρδαις ατν· τ οτος οτω λαλε βλασφημας; τς δναται φιναι μαρτας ε μ ες Θες; Κα εθως πιγνος ησος τ πνεματι ατο τι οτως ατο διαλογζονται ν αυτος, επεν ατος· τ τατα διαλογζεσθε ν τας καρδαις μν; Τ στιν εκοπτερον, επεν τ παραλυτικ, φωντα σου α μαρται, επεν, γειρε κα ρον τν κρβαττν σου κα περιπτει;να δ εδτε τι ξουσαν χει υἱὸς το νθρπου φιναι π τς γς μαρτας λγει τ παραλυτικ. Σο λγω, γειρε κα ρον τν κρβαττν σου κα παγε ες τν οκν σου. Κα γρθη εθως, κα ρας τν κρβαττον ξλθεν ναντον πντων, στε ξστασθαι πντας κα δοξζειν τν Θεν λγοντας τι οδποτε οτως εδομεν.

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

Κατ' ἐκεῖνον τὸν καιρόν, ἦλθε ὁ Ἰησοῦςεἰς τὴν Καπερναούμ· καὶ διαδόθηκε ὅτι βρίσκεται σὲ κάποιο σπίτι. Καὶ ἀμέσως ἐμαζεύθηκαν πολλοί, ὥστε νὰ μὴν τοὺς χωρῇ πλέον οὔτε ὁ χῶρος ἐμπρὸς εἰς τὴν πόρτα, καὶ τοὺς ἐκήρυττε τὸν λόγον. Καὶ ἔρχονται καὶ τοῦ φέρουν ἕνα παραλυτικόν, τὸν ὁποῖον ἐβάσταζαν τέσσερα πρόσωπα. Καὶ ἐπειδὴ δὲν μποροῦσαν νὰ τὸν πλησιάσουν ἐξ αἰτίας τοῦ πλήθους, ἀφήρεσαν τὴν στέγην, ὅπου εὑρίσκετο, ἔκαναν ἕνα ἄνοιγμα καὶ κατέβασαν τὸ κρεββάτι, ὅπου ἤτανε ξαπλωμένος ὁ παραλυτικός. Ὅταν ὁ Ἰησοῦς εἶδε τὴν πίστιν τους, λέγει εἰς τὸν παραλυτικόν. «Παιδί μου, σοῦ συγχωροῦνται αἱ ἁμαρτίαι». Ἐκάθοντο δὲ ἐκεῖ μερικοὶ ἀπὸ τοὺς γραμματεῖς καὶ ἐσκέπτοντο μέσα τους, «Γιατὶ λέγει αὐτὸς βλασφημίας κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον; Ποιὸς μπορεῖ νὰ συγχωρῇ ἁμαρτίας παρὰ μόνον ἕνας, ὁ Θεός;». Ὁ Ἰησοῦς ἀμέσως ἐκατάλαβε μέσα του ὅτι αὐτὰ σκέπτονται καὶ τοὺς λέγει, «Γιατὶ κάνετε τὶς σκέψεις αὐτὲς μέσα σας; Τὶ εἶναι εὐκολώτερον νὰ πὦ εἰς τὸν παραλυτικόν, «Σοῦ συγχωροῦνται αἱ ἁμαρτίαι» ἢ νὰ πῶ, «Σήκω ἐπάνω καὶ πάρε τὸ κρεββάτι σου καὶ βάδιζε»; Ἀλλὰ διὰ νὰ μάθετε ὅτι ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔχει ἐξουσίαν νὰ συγχωρῇ ἁμαρτίας ἐπὶ τῆς γῆς» - λέγει εἰς τὸν παραλυτικόν, «Σοῦ λέγω, σήκω ἐπάνω καὶ πάρε τὸ κρεββάτι σου καὶ πήγαινε εἰς τὸ σπίτι σου». Καὶ ἐσηκώθηκε ἀμέσως καὶ ἀφοῦ ἐσήκωσε τὸ κρεββάτι ἐβγῆκε ὑπὸ τὰ βλέμματα ὅλων, ὥστε νὰ ἐκπλαγοῦν ὅλοι καὶ νὰ δοξάζουν τὸν Θεὸν καὶ νὰ λέγουν, «Ποτὲ δὲν εἴδαμε τέτοια πράγματα».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου