Ὅσοι Ἕλληνες, ὅσοι ζωντανοί, ἀντισταθεῖτε…
Γράφει ὁ Δημήτριος Νατσιός, Δάσκαλος
«Ἡ βλακεία, ἡ ἐγωπάθεια, ἡ μωρία καί ἡ γενική ἀναπηρία τῆς
ηγετικῆς τάξης στή σημερινή Ἑλλάδα σέ φέρνει στήν ἀνάγκη νά ξεράσεις…»
(Γ.Σεφέρης, «Πολιτικό ἡμερολόγιο», 1945)
Ἄφησαν τό σκοπιανό ὑποκείμενο «νά ξερνάει», μές στή Βουλή τῶν
Ἑλλήνων, τίς ἀθλιότητες περί Μακεδονίας καί… «ἀφωνότεροι τῶν ἰχθύων καί
ἀπραγέστεροι τῶν βατράχων» οἱ ἀσήμαντοι τῆς σήμερον. Ἄρα εἶναι ἕτοιμοι
νά ὑπογράψουν, μέ χέρια καί ποδάρια, τό ξεπούλημά μας. Διάβασα τήν
εἴδηση καί… «κάπνισαν τά μάτια μου». Ἄν μου ἀφαιρέσουν, μοῦ
καταστρέψουν, μοῦ ἐξευτελίσουν ἐμένα τόν Μακεδόνα-γεννήθηκα στήν
Πιερία-τό ἔσχατο καταφύγιο τῆς ἀξιοπρέπειάς μου, τήν ἱστορία μου, την
ἰθαγένειά μου, τήν μνήμη μου, τότε νά γνωρίζουν ὅτι:
Πρώτον: Θά ἀντιμετωπίσουν, σέ περίπτωση ὑπογραφῆς τῆς προδοσίας,
ὅ,τι ἀντιμετώπισαν οἱ παπόδουλοι ἐπίσκοποι, ὅταν γύρισαν στήν
Κωνσταντινούπολη τό 1438, μετά τήν ψευτοσύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας.
Ὑπέγραψαν ἕνωση-ὑποταγή τῆς Ὀρθοδοξίας-τῶν Ἐκκλησιῶν καί φτάνοντας στήν
Πόλη τούς ἀνέμεναν οἱ πιστοί… Ὅταν μαθεύτηκε ὅτι λατινοφρόνησαν καί
ὑπέκυψαν στά «φλωρία» τοῦ Πάπα, ὁ εὐσεβής λαός τούς προπηλάκισε
καί δέν ἔμεινε μόνο στόν πηλό… ἔπεσαν καί καρπαζιές. Ταραγμένοι καί
μετανιωμένοι ψέλλιζαν οἱ ταλαίπωροι: «Πεπράκαμεν (πουλήσαμε) τήν πίστην
ἠμῶν, ἀντηλλάξαμεν τή ἀσεβεία τήν εὐσέβειαν, προδόντες τήν καθαράν
θυσίαν (τήν Ὀρθοδοξία), ἀζυμῶται (παπικοί) γεγόναμεν. Κόψατε τήν δεξιάν
ἠμῶν τήν ὑπογράψασαν (κόψτε τό χέρι πού ὑπέγραψε), ἐκριζώσατε τήν
γλώσσαν ἠμῶν τήν τοιαῦτα ὁμολογήσασαν». (Δ.Παναγόπουλου, «Εἰς ἔναντι
μυρίων»). Χέρι πού θά ὑπογράψει καί γλώσσα πού θά ὁμολογήσει «Βόρεια,
Ἄνω ἤ Νέα Μακεδονία» θέλουν κόψιμο ἤ ξερίζωμα. Τελεία καί παύλα. Σέ
θέματα πατρίδος καί πίστεως δέν χωρεῖ συγκατάβασις.
Δεύτερον: Ἡ στάση μας στό θέμα τῆς Μακεδονίας εἶναι ἡ λυδία λίθος
γιά τό σύνολο τῆς ἐξωτερικῆς μας πολιτικῆς. Ἄν ὑποκύψουμε στούς ὠμούς
ἐκβιασμούς καί παραδώσουμε ἀμαχητί τό ὄνομα, ἀνοίγει ὁ ἀσκός τοῦ Αἰόλου.
Πέραν τῆς διεθνοῦς ἀνυποληψίας καί περιφρόνησης, δημιουργεῖται κακό
προηγούμενο. Ὅλοι θά ἀπαιτοῦν καί ἐμεῖς θά ἐπαιτοῦμε τήν σύμπραξη
ἀνύπαρκτων συμμάχων. Ὡς γνωστόν οἱ μεγάλες δυνάμεις συναγάγουν
συμπεράσματα γιά τήν πολιτική τους, ὄχι μέ κριτήριο τήν «ἑτοιμότητα
ὑποκλίσεων», ἀλλά μέ κριτήριο τήν ἰσχύ τῶν κρατῶν στίς περιφέρειες, τήν
ἱκανότητα-ἀποφασιστικότητα τῶν κυβερνήσεών τους νά ὑπερασπίσουν τά
ἐθνικά τους συμφέροντα καί τό εἰδικό γεωπολιτικό βάρος, πού ἀναπτύσσουν
στούς περιφερειακούς συσχετισμούς ἰσχύος. Ἔλεγε, ὁ Παπαρρηγόπουλος στόν
πρόλογο τῆς «Ἱστορίας τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους»: «Οὐδέν ἔθνος ὑποχρεοῦται νά
εἶναι μεγαλοφυές. Ἀλλ’ οὐδέν ἔθνος δύναται νά ὑπάρξει ἄνευ κοινοῦ νοός.
Κοινός δέ νοῦς τῶν ἐθνῶν εἶναι ἡ κυβέρνησις». Ὁ κοινός νοῦς φρονεῖ ὅτι
στήν παροῦσα συγκυρία καί μέχρι νά ἐκπαραθυρωθοῦν οἱ Τρόικες καί τά
ἡμέτερα πειθήνια ἐνεργουμενᾶ τους, δέν πρέπει ὁ λαός νά ὑποκύψει σέ
κανέναν ἐκβιασμό. Τούτη τήν πατρίδα τήν ἔχομεν ὅλοι μαζί καί κυρίως οἱ
8.500 νεκροί ἀξιωματικοί καί στρατιῶτες πού ἔπεσαν στό Κιλκίς, καί οἱ
χιλιάδες ἥρωες στά πεδία τῶν μαχῶν.
Τρίτον, σέ συνάφεια μέ τά προηγούμενα. Ὅλα δείχνουν πώς οἱ
Σκοπιανοί κατανοοῦν πώς εὐνοϊκή ἀπόληξη τοῦ ζητήματος θά πετύχουν μόνο
ἐπί τῆς νῦν μνημονιακῆς τάχα καί κυβέρνησης. Ἄρα ὁδεύουμε πρός
ἀτιμωτική συναλλαγή. Ἄν συμβεῖ τό ἀπευκταῖο εἶναι σίγουρο πώς οἱ
κλεφτοσκοπιανοί εὐθύς θά καταπατήσουν τίς ὑπογραφές τους καί θά θέσουν,
ἀπό θέσεως ἰσχύος πλέον, ὅλα τα συμπαρομαρτούντα μέ τό σκοπιανό
ζητήματα: ἀλυτρωτισμός, περιουσίες, ὀνοματοδοσία προϊόντων, τοπονυμίων,
ἀεροδρομίων, «μακεδονική» ἐκκλησία, ἱστορική κληρονομιά. Μᾶς ἀναμένει,
δέν ἔχει σημασία ἄν εἶναι τό ἐγγύς ἤ τό ἀπώτερο μέλλον, τό μακεδονικό
Κόσοβο. Καί τότε θά ἐρωτηθοῦμε ἐμεῖς οἱ Μακεδόνες, οἱ γηγενεῖς. «Εἶστε
Ἕλληνες ἤ Μακεδόνες; Ὅσοι Ἕλληνες κάτω ἀπό τόν Ὄλυμπο… ἡ Μακεδονία
ἀνήκει στούς Μακεδόνες».
Τέταρτον: «Τήν δέ τήν Πόλιν σοί δοῦναι οὔτ’ἐμόν ἐστί οὔτ’ ἄλλου τῶν
κατοικούντων ἐν αὐτή…». Ὁ Κωνσταντῖνος Παλαιολόγος, ὁ ἡρωικός
αὐτοκράτορας, διδάσκει ἔς ἀεί. Κανείς δέν ἔχει τό δικαίωμα νά πουλήσει
πατρίδα. Στήν πατρίδα ἀνήκουμε καί δέν μᾶς ἀνήκει. Αὐτό πού κερδήθηκε μέ
αἷμα δέν μπορεῖ κανείς νά τό περιφέρει σέ συνέδρια παρανόμων, νά τό
διαγράψει μέ τό μελάνι μιᾶς ὑπογραφῆς. Κάποιοι θέλουν νά
«ρευστοποιήσουν», κόκαλα ἱερά, σέ σταδιοδρομίες, ἀξιώματα, ἕδρανα
πρωθυπουργικά. «Παίζουνε πασιέντζες τό ἔθνος ὁλάκερο γιά νά
ἱκανοποιήσουν τίς μωροφιλοδοξίες τους», ὅπως ἔλεγε ὁ Πάν. Κολοκοτρώνης.
Ματαιοπονοῦν. Πολλές φορές σταυρώθηκε ὁ Ἑλληνισμός ἀπό ξένους καί
βαρβάρους, πολιτισμένους καί ἀπολίτιστους, πολλές φορές καί ἀπό τούς
δικούς μας, τούς ἐφιάλτες καί μηδίζοντες, παλαιούς καί νέους, ἀλλά,
«ἰδού ζῶμεν». «Τρῶνε ἀπό μας καί μένει καί μαγιά». Καί ἄλλη φορᾶ ἡ
Μακεδονία χάθηκε μέ τό μελάνι τῆς ὑπογραφῆς. Τό 1878 ἡ συνθήκη τοῦ Ἁγίου
Στεφάνου τήν παραχωροῦσε σχεδόν ἐξ ὁλοκλήρου στή Βουλγαρία. Εἰς μάτην.
Κατέπεσε μέσα σέ λίγους μῆνες τό ψεῦδος καί ἡ ἀδικία. Ἡ συνθήκη τοῦ
Βερολίνου ἀποκατέστησε τήν τότε τάξη τῶν πραγμάτων. Σ’ αὐτά τά ζητήματα
λειτουργοῦν καί πνευματικοί νόμοι. «Τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καί τό πλήρωμα
αὐτῆς, ἡ οἰκουμένη καί πάντες οἱ κατοικοῦντες ἐν αὐτή». (Ψαλμός, ΚΔ’).
Πέμπτον: Τυχόν ὑπογραφή σέ κείμενο καταισχύνης καί διασυρμοῦ, πού
θά ἀναγνωρίζει κράτος μέ τό ὄνομα τῆς Μακεδονίας, θά τινάξει στόν ἀέρα
τήν ἑλληνική ἐκπαίδευση. Θά παρουσιαστοῦμε, ἐμεῖς οἱ δάσκαλοι, ἐνώπιόν
των μαθητῶν μᾶς ψεῦτες, ὑποκριτές, μέ ἔλλειψη φιλοπατρίας, ἀφοῦ τόσα
χρόνια διδάσκουμε μία καί μοναδική Μακεδονία, ἀναπόσπαστο τμῆμα τοῦ
Ἑλληνισμοῦ. Ἐλεγχόμαστε ἔτσι γιά τήν πνευματική μας ἐντιμότητα, γιά τήν
παιδαγωγική μας εἰλικρίνεια. Ὅταν ἀντικρίσουν οἱ μαθητές μας στίς ὀθόνες
τούς Σκοπιανούς νά πανηγυρίζουν γιά τήν ὑποκλοπή, καί τούς χάρτες νά
ἐμφανίζουν «Βόρεια ἤ Ἄνω Μακεδονία», τί θά τούς ποῦμε τό ἄλλο πρωί; Πῶς ὁ
φιλότιμος καί εὐαίσθητος Ἕλληνας δάσκαλος θά ἀτενίσει τό βλέμμα τῶν
μαθητῶν του; Πῶς θά ἀντέξουμε τήν ντροπή; Θά μᾶς τοξεύει ἀλύπητα ἡ
ἀπορία, ἡ εἰρωνεία, ἡ ἀγωνία τῶν παιδιῶν γιά τήν δειλία μας, γιά την
ἐπερχόμενη θύελλα.
Κλείνω μ’ ἕνα «ἐπεισόδιο» τό ὁποῖο περιέχεται στό βιβλίο «Τό ἐθνικό
μας τραγούδι», τοῦ Βασίλη Περσείδη, ἔκδ. «Τ. Πιτσίλος», Ἀθήνα 1983,
σελίδα 32.
«Ὅταν ὁ Ἑλληνικός Στρατός μπῆκε στά Σέρβια ἐλευθερωτής τό 1912,
βρῆκε σφαγμένους ἀπό τούς Τούρκους τούς 115 πρόκριτους τῆς πόλης, πού
τούς εἶχαν κρατήσει γιά ὅμηρους. Τήν ἄλλη μέρα γινόταν μνημόσυνο τῶν
μαρτύρων αὐτῶν σε πάνδημη συγκέντρωση λαοῦ καί στρατοῦ. Ὁ παπάς ἄρχισε
νά ἀπαγγέλει τήν ἐπιμνημόσυνον ἀκολουθίαν, ὅταν μία βροντερή φωνή
ἀκούσθηκε: Στάσου παπά!
Ἦταν ἡ φωνή τοῦ ἰδρυτοῦ τοῦ Λευκοῦ Σταυροῦ Σπύρου Ματσούκα. Καί τό
αὐτοσχέδιον τραγούδι πού ἔκαμε τόν παπά νά σιγήση καί 3.500 στρατιῶτες
καί ἄλλους τόσους πολίτας νά γονατίσουν καί ν’ ἀναλυθοῦν εἰς δάκρυα
ἔλεγε:
«Ξυπνᾶτε ἀπό τά μνήματα, ἀδικοσκοτωμένοι,
νά ἰδῆτε τήν Πατρίδα σας, ἐλευθερωμένη.
Ξυπνᾶτε κι ἀναστήσαμε, δέν εἶστε πιά ραγιάδες
Ξυπνᾶτε κι ἦρθε Πασχαλιά, χαθῆκαν οἱ ἀγάδες».
Ἄν ὑπογράψουν, νά πᾶνε στά μνήματα, πού ἀναπαύονται τά ἱερά κόκκαλα τῶν ἀδικοσκοτωμένων καί νά τούς ποῦν:
«Ξανακοιμηθεῖτε, εἶστε καί πάλι ραγιάδες…»
Ὅσοι Ἕλληνες, ὅσοι ζωντανοί, ἀντισταθεῖτε…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου