Τρίτη 25 Φεβρουαρίου 2014

ΤΡΙΤΗ  25  ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ  2014

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ
ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟΝ  ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ

ΤΗΣ  ΗΜΕΡΑΣ 

ΤΡΙΤΗΣ  ΤΗΣ  ΤΥΡΟΦΑΓΟΥ

ΚΕΙΜΕΝΟΝ
Ἰούδας, ησο Χριστο δολος, δελφς δ ακβου, τος ν Θε πατρ γιασμνοις κα ησο Χριστ τετηρημνοις κλητος· ἔλεος μν κα ερνη κα γπη πληθυνθεη. Ἀγαπητο, πσαν σπουδν ποιομενος γρφειν μν περ τς κοινς σωτηρας, νγκην σχον γρψαι μν παρακαλν παγωνζεσθαι τ παξ παραδοθεσ τος γοις πστει. Παρεισδυσαν γρ τινες νθρωποι, ο πλαι προγεγραμμνοι ες τοτο τ κρμα, σεβες, τν το Θεο μν χριν μετατιθντες ες σλγειαν κα τν μνον δεσπτην κα Κριον μν ησον Χριστν ρνομενοι. Ὑπομνσαι δ μς βολομαι, εδτας μς παξ τοτο τι Κριος λαν κ τς Αγπτου σσας, τ δετερον τος μ πιστεσαντας πλεσεν, ἀγγλους τε τος μ τηρσαντας τν αυτν ρχν, λλ πολιπντας τ διον οκητριον ες κρσιν μεγλης μρας δεσμος ϊδοις π ζφον τετρηκεν· ὡς Σδομα κα Γμορρα κα α περ ατς πλεις τν μοιον τοτοις τρπον κπορνεσασαι κα πελθοσαι πσω σαρκς τρας πρκεινται δεγμα, πυρς αωνου δκην πχουσαι. Ὁμοως μντοι κα οτοι νυπνιαζμενοι σρκα μν μιανουσι, κυριτητα δ θετοσι, δξας δ βλασφημοσιν. Ὁ δ Μιχαλ ρχγγελος, τε τ διαβλ διακρινμενος διελγετο περ το Μωσως σματος, οκ τλμησε κρσιν πενεγκεν βλασφημας, λλ᾿ επεν· πιτιμσαι σοι Κριος. Οτοι δ σα μν οκ οδασι βλασφημοσιν, σα δ φυσικς ς τ λογα ζα πστανται, ν τοτοις φθερονται.

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

Ὁ Ἰούδας, δοῦλος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ἀδελφὸς τοῦ Ἰακώβου, πρὸς ἐκείνους τοὺς ὁποίους ὁ Θεὸς ἐκάλεσε καὶ οὁ ὁποῖοι εἶναι ἁγιασμένοι ἀπὸ τὸν Θεὸν Πατέρα, καὶ διαφυλαγμένοι ἀπὸ τὸν Ἰησοῦν Χριστόν. Εἴθε τὸ ἔλεος καὶ ἡ εἰρήνη καὶ ἡ ἀγάπη νὰ αὐξηθοῦν μεταξύ σας. Ἀγαπητοί, εἶχα μεγάλη ἐπιθυμίαν νὰ σᾶς γράψω διὰ τὴν σωτηρίαν εἰς τὴν ὁποίαν μετέχομεν καὶ αἰσθάνθηκα τὴν ἀνάγκην νὰ τὸ κάνω διὰ νὰς σᾶς προτρέψω νὰ ἀγωνίζεσθε διὰ τὴν πίστιν, ἡ ὁποία μιὰ γιὰ πάντα παραδόθηκε εἰς τοὺς ἁγίους. Διότι εἰσέδυσαν κρυφὰ μεταξύ σας μερικοὶ ἄνθρωποι, ἐκεῖνοι ποὺ ἀπὸ καιρὸν ἦσαν σημειωμένοι διὰ τὴν καταδίκην αὐτήν, ἀσεβεῖς, οἱ ὁποῖοι τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ μας μετέτρεψαν εἰς ἀσέλγειαν καὶ ἀρνοῦνται τὸν μόνον Δεσπότην καὶ Κύριόν μας Ἰησοῦν Χριστόν. Θέλω νὰ σᾶς ὑπενθυμίσω ὅλα ἐκεῖνα ποὺ ξέρετε ἤδη, ὅτι ὁ Κύριος, ἐνῷ ἔσωσε τὸν λαὸν ἐκ τῆς γῆς τῆς Αἰγύπτου, κατόπιν κατέστρεψε ἐκείνους ποὺ δὲν ἐπίστεψαν, καὶ ἀγγέλους, οἱ ὁποῖοι δὲν ἐκράτησαν τὸ ὑπούργημά των ἀλλὰ ἄφησαν τὸν τόπον τῆς διαμονῆς των, τοὺς ἔχει κρατήσει μὲ αἰώνια δεσμὰ εἰς τὸ σκοτάδι διὰ νὰ κριθοῦν τὴν μεγάλην Ἡμέραν· ὅπως τὰ Σόδομα καὶ τὰ Γόμορρα καὶ αἱ γύρω πόλεις αἱ ὁποῖαι, κατὰ ὅμοιον τρόπον μὲ αὐτούς, παρεδόθησαν εἰς τὴν πορνείαν καὶ ἀκολούθησαν παρὰ φύσιν ἐπιθυμίας, χρησιμεύουν ὡς παράδειγμα, κατόπιν τῆς τιμωρίας τῆς αἰωνίας φωτιᾶς ποὺ ὑπέστησαν. Κατὰ τὸν ἴδιον ἐπίσης τρόπον καὶ αὐτοί, ὀνειρευόμενοι, μολύνουν τὴν σάρκα, ἀπορρίπτουν τὴν ἐξουσίαν τοῦ Θεοῦ καὶ λοιδοροῦν τὰ οὐράνια ὄντα. Ἐνῷ ὁ Μιχαὴλ ὁ ἀρχάγγελος, ὅταν ἐφιλονεικοῦσε μὲ τὸν διάβολον καὶ συζητοῦσε διὰ τὸ σῶμα τοῦ Μωϋσέως, δὲν ἐτόλμησε νὰ ἐκστομίσῃ λοίδορον κρίσιν, ἀλλ’ εἶπε, «Ὁ Κύριος νὰ σὲ ἐπιτιμήσῃ». Αὐτοὶ ὅμως λοιδοροῦν ὅσα δὲν ξέρουν, ἐκεῖνα δὲ ποὺ ξέρουν μὲ τὸ φυσικὸν ἔνστικτον, ὅπως τὰ ἄλογα ζῶα, μὲ αὐτὰ καταστρέφονται.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟΝ  ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ

ΤΗΣ  ΗΜΕΡΑΣ

ΤΡΙΤΗΣ  ΤΗΣ  ΤΥΡΟΦΑΓΟΥ  


ΚΕΙΜΕΝΟΝ
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ξελθν ὁ Ἰησοῦς, ἐπορεθη κατ τ θος ες τ ρος τν λαιν· κολοθησαν δ ατ κα ο μαθητα ατο. Γενμενος δ π το τπου επεν ατος· προσεχεσθε μ εσελθεν ες πειρασμν. Κα ατς πεσπσθη π᾿ ατν σε λθου βολν, κα θες τ γνατα προσηχετο λγων· πτερ, ε βολει παρενεγκεν τοτο τ ποτριον π᾿ μο· πλν μ τ θλημ μου, λλ τ σν γινσθω. Κα ναστς π τς προσευχς, λθν πρς τος μαθητς ερεν ατος κοιμωμνους π τς λπης, κα επεν ατος· τ καθεδετε; ναστντες προσεχεσθε, να μ εσλθητε ες πειρασμν. Ἔτι δ ατο λαλοντος δο χλος, κα λεγμενος οδας, ες τν δδεκα, προγεν ατος, κα γγισε τ ησο φιλσαι ατν· τοτο γρ σημεον δεδκει ατος· ν ν φιλσω, ατς στιν. Ὁ δ ᾿Ιησος επεν ατ· οδα, φιλματι τν υἱὸν το νθρπου παραδδως; Ἰδντες δ ο περ ατν τ σμενον επον ατ· Κριε, ε πατξομεν ν μαχαρ; Κα πταξεν ες τις ξ ατν τν δολον το ρχιερως κα φελεν ατο τ ος τ δεξιν. Ἀποκριθες δ ησος επεν· ἐᾶτε ως τοτου· κα ψμενος το του ατο ἰάσατο ατν. Επε δ ησος πρς τος παραγενομνους π᾿ ατν ρχιερες κα στρατηγος το ερο κα πρεσβυτρους· ς π λστν ξεληλθατε μετ μαχαιρν κα ξλων. Καθ᾿ μραν ντος μου μεθ᾿ μν ν τ ερ οκ ξετενατε τς χερας π᾿ μ. λλ᾿ ατη στν μν ρα κα ξουσα το σκτους. Συλλαβντες δ ατν γαγον κα εσγαγον ατν ες τν οκον το ρχιερως. δ Πτρος κολοθει μακρθεν. Ἁψντων δ πυρν ν μσ τς αλς κα συγκαθισντων ατν κθητο Πτρος ν μσ ατν. Ἰδοσα δ ατν παιδσκη τις καθμενον πρς τ φς κα τενσασα ατ επε· κα οτος σν ατ ν. Ὁ δ ρνσατο λγων· γναι, οκ οδα ατν. Κα μετ βραχ τερος δν ατν φη· κα σ ξ ατν ε. δ Πτρος επεν· νθρωπε, οκ εμ. Κα διαστσης σε ρας μις λλος τις διισχυρζετο λγων· π᾿ ληθεας κα οτος μετ᾿ ατο ν· κα γρ Γαλιλαῖός στιν. Επε δ Πτρος· νθρωπε, οκ οδα λγεις. Κα παραχρμα, τι λαλοντος ατο, φνησεν λκτωρ. Κα στραφες Κριος νβλεψε τ Πτρ, κα πεμνσθη Πτρος το λγου το Κυρου, ς επεν ατ τι πρν λκτορα φωνσαι παρνσ με τρς· κα ξελθν ξω Πτρος κλαυσε πικρς. Κα ο νδρες ο συνχοντες τν ησον νπαιζον ατ δροντες, κα περικαλψαντες ατν τυπτον ατο τ πρσωπον κα πηρτων ατν λγοντες· προφτευσον τς στιν πασας σε; Κα τερα πολλ βλασφημοντες λεγον ες ατν. Κα ς γνετο μρα, συνχθη τ πρεσβυτριον το λαο, ρχιερες κα γραμματες, κα νγαγον ατν ες τ συνδριον αυτν λγοντες· ε σ ε Χριστς, επ μν. Επε δ ατος· ἐὰν μν επω, ο μ πιστεσητε, ἐὰν δ κα ρωτσω, ο μ ποκριθτ μοι πολσητε· ἀπ το νν σται υἱὸς το νθρπου καθμενος κ δεξιν τς δυνμεως το Θεο. Επον δ πντες· σ ον ε υἱὸς το Θεο; δ πρς ατος φη· μες λγετε τι γ εμι. Ο δ επον· τ τι χρεαν χομεν μαρτυρας; Ατο γρ κοσαμεν π το στματος ατο. Καὶ ναστν παν τ πλθος ατν γαγον ατν π τν Πιλτον.

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

Ὕστερα ἐβγῆκε καὶ ἐπῆγε, ὅπως ἐσυνείθιζε, εἰς τὸ ὄρος τῶν Ἐλαιῶν· τὸν ἀκολούθησαν δὲ καὶ οἱ μαθηταί του. Ὅταν ἔφθασε εἰς τὸν τόπον, τοὺς εἶπε, «Προσευχηθῆτε, διὰ νὰ μὴ πέσετε εἰς πειρασμόν». Καὶ ἀποχωρίσθηκε ἀπὸ αὐτοὺς εἰς ἀπόστασιν πετροβολιᾶς καὶ ἀφοῦ ἐγονάτισε, προσευχότανε, καὶ ἔλεγε, «Πατέρα, ἐὰν θέλῃς, ἀπομάκρυνε τὸ ποτῆρι τοῦτο ἀπὸ ἐμέ, πλὴν ἂς μὴ γίνῃ τὸ θέλημά μου ἀλλὰ τὸ δικό σου». Ὅταν ἐσηκώθηκε ἀπὸ τὴν προσευχήν, ἦλθε εἰς τοὺς μαθητάς του καὶ τοὺς εὑρῆκε νὰ κοιμοῦνται ἀπὸ τὴν λύπην, καὶ τοὺς εἶπε, «Γιατὶ κοιμᾶσθε; Σηκωθῆτε καὶ προσευχηθῆτε, διὰ νὰ μὴ πέσετε εἰς πειρασμόν». Ἐνῷ ἀκόμη μιλοῦσε, ἔρχεται ὄχλος, καὶ ὁ καλούμενος Ἰούδας, ἕνας ἀπὸ τοὺς δώδεκα, ἦτο ἐπὶ κεφαλῆς, καὶ ἐπλησίασε τὸν Ἰησοῦν διὰ νὰ τὸν φιλήσῃ. Ὁ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε, «Ἰούδα, μὲ τὸ φίλημα παραδίδεις τὸν Υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου;». Ὅταν ἐκεῖνοι ποὺ τὸν ἀκολουθούσαν ἀντελήφθησαν τί θὰ συνέβαινε, τοῦ εἶπαν, «Κύριε, νὰ κτυπήσωμε μὲ τὸ μαχαίρι;». Καὶ ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ἐκτύπησε τὸν δοῦλον τοῦ ἀρχιερέως καὶ τοῦ ἀπέκοψε τὸ δεξὶ αὐτί. Τότε ὁ Ἰησοῦς εἶπε, «Ἀφῆστε τὰ πράγματα ἕως ἐδῶ». Καὶ ἄγγιξε τὸ αὐτὶ τοῦ δούλου καὶ τὸν ἐθεράπευσε. Καὶ εἶπε πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ τοὺς ἐξιωματικοὺς τοῦ ναοῦ καὶ πρεσβυτέρους, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἔλθει ἐναντίον του, «Σὰν νὰ ἤμουν ληστὴς ἐβγήκατε μὲ μαχαίρια καὶ ξύλα; Ὅταν ἤμουν κάθε ἡμέρα μαζί σας εἰς τὸν ναόν, δὲν ἁπλώσατε τὰ χέρια σας ἐπάνω μου. Ἀλλ’ αὐτὴ εἶναι ἡ ὥρα σας καὶ ἡ ἐξουσία τοῦ σκότους». Ὅταν τὸν συνέλαβαν, τὸν ἔφεραν καὶ τὸν ἔμπασαν εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ ἀρχιερέως. Ὁ δὲ Πέτρος ἀκολουθοῦσε ἀπὸ μακρυά. Ἄναψαν φωτιὰ εἰς τὸ μέσον τῆς αὐλῆς καὶ ἐκάθησαν ὅλοι μαζί, ἐκάθησε δὲ καὶ ὁ Πέτρος μεταξύ τους. Μία ὑπηρέτρια τὸν εἶδε νὰ κάθεται κοντὰ στὴν φωτιά, τὸν ἐκύτταξε καλὰ, καὶ εἶπε, «Καὶ αὐτὸς ἤτανε μαζί του». Ἀλλ’ αὐτὸς τὸ ἀρνήθηκε καὶ εἶπε, «Γυναῖκα, δὲν τὸν ξέρω». Ὕστερα ἀπὸ λίγο ἕνας ἄλλος, ὅταν τὸν εἶδε εἶπε, «Καὶ σὺ εἶσαι ἀπ’ αὐτούς». Ἀλλ’ ὁ Πέτρος εἶπε, «Ἄνθρωπε, δὲν εἶμαι». Ἀφοῦ ἐπέρασε περίπου μιὰ ὥρα, κάποιος ἄλλος εἶπε μὲ βεβαιότητα, «Πραγματικά, καὶ αὐτὸς ἤτανε μαζί του, διότι εἶναι Γαλιλαῖος». Ἀλλ’ ὁ Πέτρος εἶπε, «Ἀνθρωπε, δὲν ξέρω τί λές». Καὶ ἀμέσως, ἐνῷ ἀκόμη αὐτὸς μιλοῦσε, ἐλάλησε ὁ πετεινός. Ὁ Κύριος ἐγύρισε καὶ ἐκύτταξε κατὰ πρόσωπον τὸν Πέτρον καὶ ἐθυμήθηκε ὁ Πέτρος τὸν λόγον τοῦ Κυρίου, ὅταν τοῦ εἶπε, «Πρὶν λαλήσῃ ὁ πετεινός, θὰ μὲ ἀπαρνηθῇς τρεῖς φορές». Καὶ ἐβγῆκε ἔξω καὶ ἔκλαψε πικρά. Οἱ ἄνδρες ποὺ ἐκρατοῦσαν τὸν Ἰησοῦν, τὸν ἐνέπαιζαν καὶ τὸν ἔδερναν. Τοῦ ἐκάλυψαν τὴν κεφαλήν, τὸν ἐκτυποῦσαν εἰς τὸ πρόσωπον καὶ τὸν ἐρωτοῦσαν, «Προφήτευσε ποιός εἶναι ἐκεῖνος ποὺ σ’ ἐκτύπησε», καὶ πολλὲς ἄλλες βλασφημίες τοῦ ἔλεγαν. Ὅταν ἐξημέρωσε, ἐμαζεύθηκαν οἱ πρεσβύτεροι τοῦ λαοῦ, ἀρχιερεῖς καὶ γραμματεῖς, καὶ τὸν ἔφεραν εἰς τὸ συνέδριόν τους καὶ τοῦ λέγουν, «Πές μας, ἐσὺ εἶσαι ὁ Χριστός;». Ὁ Ἰησοῦς τοὺς ἀπεκρίθη, «Ἐὰν σᾶς πῶ, δὲν θὰ μὲ πιστέψετε· καὶ ἐὰν σᾶς ἐρωτήσω, δὲν θὰ μοῦ ἀποκριθῆτε οὔτε θὰ μὲ ἀπολύσετε· ἀπὸ τώρα ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου θὰ κάθετε εἰς τὰ δεξιὰ τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ». Καὶ εἶπαν ὅλοι, «Σὺ λοιπὸν εἶσαι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ;» Καὶ αὐτὸς ἀπήντησε, «Σεῖς λέτε ὅτι ἐγὼ εἶμαι». Αὐτοὶ εἶπαν, «Τί ἄλλη μαρτυρία μᾶς χρειάζεται; Τὸ ἀκούσαμε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι ἀπὸ τὸ στόμα του». Τότε ἐσηκώθηκαν ὅλα τὰ μέλη τοῦ συνεδρίου καὶ τὸν ἔφεραν εἰς τὸν Πιλᾶτον.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου