Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2014

ΤΕΤΑΡΤΗ  19  ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ  2014

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ
ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟΝ  ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ

ΤΗΣ  ΗΜΕΡΑΣ 

ΤΕΤΑΡΤΗΣ  ΛΕ΄  ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ

ΚΕΙΜΕΝΟΝ
γαπητο, ἐὰν καρδα μν μ καταγινσκ μν παρρησαν χομεν πρς τν Θεν, κα ἐὰν ατμεν λαμβνομεν παρ᾿ ατο τι τς ντολς ατο τηρομεν κα τ ρεστ νπιον ατο ποιομεν. Κα ατη στν ντολ ατο, να πιστεσωμεν τ νματι το υο ατο ησο Χριστο κα γαπμεν λλλους καθς δωκεν ντολν. Κα τηρν τς ντολς ατο ν ατ μνει κα ατς ν ατ. κα ν τοτ γινσκομεν τι μνει ν μν, κ το Πνεματος ο μν δωκεν. Ἀγαπητοί, μ παντ πνεματι πιστεετε, λλ δοκιμζετε τ πνεματα ε κ το Θεο στιν, τι πολλο ψευδοπροφται ξεληλθασιν ες τν κσμον. Ἐν τοτ γινσκετε τ πνεμα το Θεο· πν πνεμα μολογε ησον Χριστν ν σαρκ ληλυθτα, κ το Θεο στι· κα πν πνεμα μ μολογε τν ησον Χριστν ν σαρκ ληλυθτα, κ το Θεο οκ στι· κα τοτ στι τ το ντιχρστου κηκατε τι ρχεται, κα νν ν τ κσμ στν δη. Ὑμες κ το Θεο στε, τεκνα, κα νενικκατε ατος, τι μεζων στν ν μν ν τ κσμ. Ατο κ το κσμου εσ· δι τοτο κ το κσμου λαλοσι κα κσμος ατν κοει. Ἡμες κ το Θεο σμεν· γινσκων τν Θεν κοει μν. ς οκ στιν κ το Θεο οκ κοει μν. κ τοτου γινσκομεν τ πνεμα τς ληθεας κα τ πνεμα τς πλνης. Ἀγαπητο, γαπμεν λλλους, τι γπη κ το Θεο στι, κα πς γαπν κ το Θεο γεγννηται κα γινσκει τν Θεν. Ὁ μ γαπν οκ γνω τν Θεν, τι Θες γπη στν. Ἐν τοτ φανερθη γπη το Θεο ν μν, τι τν υἱὸν ατο τν μονογεν πσταλκεν Θες ες τν κσμον να ζσωμεν δι᾿ ατο. Ἐν τοτ στν γπη, οχ τι μες γαπσαμεν τν Θεν, λλ᾿ τι ατς γπησεν μς κα πστειλε τν υἱὸν ατο λασμν περ τν μαρτιν μν. Ἀγαπητο, ε οτως Θες γπησεν μς, κα μες φελομεν λλλους γαπν.

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

Ἀγαπητοί, ἐὰν ἡ καρδιά μας δὲν μᾶς κατακρίνῃ, τότε ἔχομεν θάρρος νὰ πλησιάσωμεν τὸν Θεόν, καὶ πέρνομε ἀπὸ αὐτὸν ὅ,τι ζητᾶμε, διότι τηροῦμεν τὰς ἐντολάς του καὶ κάνομεν ἐκεῖνα ποὺ τοῦ εἶναι ἀρεστά. Καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ ἐντολή του: νὰ πιστέψωμεν εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Υἱοῦ αὐτοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ ἀγαπᾶμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολὴν ποὺ μᾶς ἔδωκε. Ὅποιος τηρεῖ τὰς ἐντολάς του,μένει ἐν τῷ Θεῷ καὶ ὁ Θεὸς ἐν αὐτῷ. Καὶ μὲ τοῦτο ξέρομεν ὅτι μένει μέσα μας: ἀπὸ τὸ Πνεῦμα, τὸ ὁποῖον μᾶς ἔδωκε. Ἀγαπητοί, μὴ πιστεύετε εἰς κάθε πνεῦμα, ἀλλὰ δοκιμάζετε τὰ πνεύματα, ἐὰν εἶναι ἀπὸ τὸν Θεόν, διότι πολλοὶ ψευδοπροφῆται ἐβγῆκαν εἰς τὸν κόσμον. Μὲ τὸν ἑξῆς τρόπον ἀναγνωρίζετε τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ: κάθε πνεῦμα, τὸ ὁποῖον ὁμολογεῖ ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἦλθεν ὡς ἄνθρωπος, εἶναι ἀπὸ τὸν Θεόν, καὶ κάθε πνεῦμα, τὸ ὁποῖον δὲν ὁμολογεῖ ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἦλθεν ὡς ἄνθρωπος, δὲν εἶναι ἀπὸ τὸν Θεόν. Αὐτὸ εἶναι τὸ πνεῦμα τοῦ ἀντιχρίστου, διὰ τὸν ὁποῖον ἔχετε ἀκούσει ὅτι ἔρχεται, καὶ τώρα εἶναι ἤδη εἰς τὸν κόσμον. Σεῖς, παιδιά, εἶσθε ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ τοὺς ἔχετε νικήσει, διότι ἐκεῖνος ποὺ εἶναι μέσα σας, εἶναι μεγαλύτερος ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ εἶναι μέσα στὸν κόσμον. Αὐτοὶ εἶναι ἀπὸ τὸν κόσμον, διὰ τοῦτο ὅ,τι λέγουν εἶναι ἀπὸ τὸν κόσμον καὶ ὁ κόσμος τοὺς ἀκούει. Ἐμεῖς εἴμεθα ἀπὸ τὸν Θεόν. Ὅποιος ξέρει τὸν Θεόν, μᾶς ἀκούει. Ὅποιος δὲν εἶναι ἀπὸ τὸν Θεόν, δὲν μᾶς ἀκούει. Δι’ αὐτοῦ τοῦ μέσου ἀναγνωρίζομεν τὸ πνεῦμα τῆς ἀληθείας καὶ τὸ πνεῦμα τῆς πλάνης. Ἀγαπητοί, ἂς ἀγαπᾶμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, διότι ἡ ἀγάπη εἶναι ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ ὅποιος ἀγαπᾶ, ἔχει γεννηθῆ ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ ξέρει τὸν Θεόν. Ὅποιος δὲν ἀγαπᾶ, δὲν ἐγνώρισε τὸν Θεόν, διότι ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη. Μὲ τοῦτο ἐφανερώθηκε ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ σ’ ἐμᾶς: ὅτι τὸν Υἱόν του τὸν μονογενῆ ἔστειλε ὁ Θεὸς εἰς τὸν κόσμον,  διὰ νὰ ζήσωμεν δι’ αὐτοῦ. Εἰς τοῦτο συνίσταται ἡ ἀγάπη, ὄχι εἰς τὸ ὅτι ἐμεῖς ἀγαπήσαμε τὸν Θεόν, ἀλλ’ ὅτι αὐτὸς μᾶς ἀγάπησε καὶ ἔστειλε τὸν Υἱόν του ὡς ἱλασμὸν διὰ τὰς ἁμαρτίας μας. Ἀγαπητοί, ἐὰν ὁ Θεὸς μᾶς ἀγάπησε μὲ τέτοιον τρόπο, πρέπει καὶ ἐμεῖς νὰ ἀγαπᾶμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟΝ  ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ

ΤΗΣ  ΗΜΕΡΑΣ

ΤΕΤΑΡΤΗΣ  ΤΗΣ  ΑΠΟΚΡΕΩ  

ΚΕΙΜΕΝΟΝ
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, λαλοντος τοῦ Ἰησοῦ πρὸς τοὺς μαθητάς, παραγνεται οδας σκαριτης, ες ὤν ἐκ τν δδεκα, κα μετ᾿ ατο χλος πολς μετ μαχαιρν κα ξλων, πεσταλμνοι παρ τν ρχιερων κα γραμματων κα τν πρεσβυτρων. Δεδκει δ παραδιδος ατν σσσημον ατος λγων· ν ν φιλσω, ατς στι· κρατσατε ατν κα παγγετε σφαλς. Κα λθν εθως προσελθν ατ λγει· χαρε, ραββ, κα κατεφλησεν ατν. Ο δ πβαλον π᾿ ατν τς χερας ατν κα κρτησαν ατν. Ες δ τις τν παρεστηκτων σπασμενος τν μχαιραν παισε τν δολον το ρχιερως κα φελεν ατο τ τον. Κα ποκριθες ησος επεν ατος· ς π λστν ξλθετε μετ μαχαιρν κα ξλων συλλαβεν με· καθ᾿ μραν πρς μς μην ν τ ερ διδσκων, κα οκ κρατσατ με. λλ᾿ να πληρωθσιν α γραφα. κα φντες ατν φυγον πντες. Κα ες τις νεανσκος κολοθησεν ατ, περιβεβλημνος σινδνα π γυμνο· κα κρατοσιν ατν ο νεανσκοι. Ὁ δ καταλιπν τν σινδνα γυμνς φυγεν π᾿ ατν. Κα πγαγον τν ησον πρς τν ρχιερα κα συνρχονται ατ πντες ο ρχιερες κα ο πρεσβτεροι κα ο γραμματες. Κα Πτρος π μακρθεν κολοθησεν ατ ως σω ες τν αλν το ρχιερως, κα ν συγκαθμενος μετ τν πηρετν κα θερμαινμενος πρς τ φς. Ο δ ρχιερες κα λον τ συνδριον ζτουν κατ το ησο μαρτυραν ες τ θανατσαι ατν, κα οχ ερισκον· πολλο γρ ψευδομαρτρουν κατ᾿ ατο, κα σαι α μαρτυραι οκ σαν. Κα τινες ναστντες ψευδομαρτρουν κατ᾿ ατο λγοντες ὅτι μες κοσαμεν ατο λγοντος, τι γ καταλσω τν ναν τοτον τν χειροποητον κα δι τριν μερν λλον χειροποητον οκοδομσω. Κα οδ οτως ση ν μαρτυρα ατν. Κα ναστς ρχιερες ες τ μσον πηρτα τν ησον λγων· οκ ποκρν οδν; Τ οτο σου καταμαρτυροσιν; Ὁ δ σιπα κα οδν πεκρνατο. πλιν ρχιερες πηρτα ατν κα λγει ατ· σ ε Χριστς υἱὸς το ελογητο; Ὁ δ ησος επεν· γ εμι· κα ψεσθε τν υἱὸν το νθρπου κ δεξιν καθμενον τς δυνμεως κα ρχμενον π τν νεφελν το ορανο. Ὁ δ ρχιερες διαρρξας τος χιτνας ατο λγει· τ τι χρεαν χομεν μαρτρων; Ἠκοσατε πντως τς βλασφημας· τ μν φανεται; ο δ πντες κατκριναν ατν εναι νοχον θαντου. Κα ρξαντ τινες μπτειν ατ κα περικαλπτειν τ πρσωπον ατο κα κολαφζειν ατν κα λγειν ατ· προφτευσον μν τς στιν πασας σε. Κα ο πηρται ραπσμασιν ατν βαλον. Κα ντος το Πτρου κτω ν τ αλ ρχεται μα τν παιδισκν το ρχιερως, κα δοσα τν Πτρον θερμαινμενον μβλψασα ατ λγει· κα σ μετ το Ἰησο το Ναζαρηνο σθα. Ὁ δ ρνσατο λγων· οκ οδα οδ πσταμαι τ σ λγεις. Κα ξλθεν ξω ες τ προαλιον, κα λκτωρ φνησε. Κα παιδσκη δοσα ατν πλιν ρξατο λγειν τος παρεστηκσιν τι οτος ξ ατν στιν. Ὁ δ πλιν ρνετο. κα μετ μικρν πλιν ο παρεσττες λεγον τ Πτρ· ληθς ξ ατν ε· κα γρ Γαλιλαος ε κα λαλι σου μοιζει. Ὁ δ ρξατο ναθεματζειν κα μνναι τι οκ οδα τν νθρωπον τοτον ν λγετε. κα κ δευτρου λκτωρ φνησε. Κα νεμνσθη Πτρος τ ρμα επεν ατ ησος τι πρν λκτορα φωνσαι δς, παρνσ με τρς· κα πιβαλν κλαιε. Καὶ εθως π τ πρω συμβολιον ποισαντες ο ρχιερες μετ τν πρεσβυτρων κα γραμματων κα λον τ συνδριον, δσαντες τν ησον πνεγκαν κα παρδωκαν τ Πιλτ.

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

Κατ' ἐκεῖνον τὸν καιρόν, ἐνῷ αὐτὸς μιλοῦσε πρὸς τοὺς μαθητάς του, ἔρχεται ὁ Ἰούδας ὁ Ἰσκαριώτης, ἕνας ἀπὸ τοὺς δώδεκα, καὶ μαζί του ὄχλος πολὺς μὲ μαχαίρια καὶ ξύλα, ἐκ μέρους τῶν ἀρχιερέων, τῶν γραμματέων καὶ τῶν πρεσβυτέρων. Ἐκεῖνος ποὺ θὰ τὸν παρέδιδε τοὺς εἶχε δώσει σύνθημα καὶ τοὺς εἶχε πῆ, «Ἐκεῖνον ποὺ θὰ φιλήσω, αὐτὸς εἶναι· συλλάβετέ τον καὶ φέρετέ τον μὲ ἀσφάλειαν». Καὶ ὅταν ἦλθε, ἀμέσως τὸν ἐπλησίασε καὶ τοῦ λέγει, «Ραββί», καὶ τὸν κατεφίλησε. Ἐκεῖνοι ἔβαλαν τὰ χέρια ἐπάνω του καὶ τὸν συνέλαβαν. Ἕνας ἀπὸ ἐκείνους ποὺ παρευρίσκοντο, ἔσυρε τὴν μάχαιραν καὶ ἐκτύπησε τὸν δοῦλον τοῦ ἀρχιερέως καὶ τοῦ ἔκοψε τὸ αὐτί. Τότε ὁ Ἰησοῦς τοὺς εἶπε, «Ἤλθατε σὰν νὰ ἐπρόκειτο γιὰ κανένα ληστὴν νὰ μὲ συλλάβετε μὲ μαχαίρια καὶ ξύλα; Κἀθε ἡμέρα ἤμουν κοντά σας εἰς τὸν ναὸν καὶ ἐδίδασκα καὶ δὲν μὲ πιάσατε. Ἀλλ’ ἄς ἐκπληρωθοῦν αἱ γραφαί». Καὶ ὅλοι τὸν ἄφησαν καὶ ἔφυγαν. Κάποιος νέος τὸν ἀκολουθοῦσε γυμνός, τυλιγμένος κατάσαρκα μὲ ἕνα σινδόνι καὶ τὸν συνέλαβαν. Ἀλλ’ αὐτὸς ἄφησε τὸ σινδόνι καὶ τοὺς ἔφυγε γυμνός. Καὶ ἔφεραν τὸν Ἰησοῦν εἰς τὸν ἀρχιερέα καὶ μαζεύονται ὅλοι οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι καὶ οἱ γραμματεῖς. Ὁ Πέτρος τὸν ἀκολούθησε ἀπὸ μακρυὰ ἕως μέσα εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ ἀρχιερέως καὶ ἐκαθότανε μαζὶ μὲ τοὺς ὑπηρέτας καὶ ζεσταινότανε στὴν φωτιά. Οἱ ἀρχιερεῖς καὶ ὁλόκληρον τὸ συνέδριον ἐζητοῦσαν κάποιαν μαρτυρίαν κατὰ τοῦ Ἰησοῦ, ὥστε νὰ τὸν θανατώσουν, ἀλλὰ δὲν εὕρισκαν. Πολλοὶ ψευδομάρτυρες παρουσιάσθησαν ἐναντίον του ἀλλ’ αἱ μαρτυρίαι δὲν ἦσαν σύμφωνοι. Μερικοὶ ἐσηκώθηκαν καὶ ψευδομαρτυροῦσαν ἐναντίον του καὶ ἔλεγαν, «Ἐμεῖς τὸν ἔχομε ἀκούσει νὰ λέγῃ, «Ἐγὼ θὰ γκρεμίσω τὸν ναὸν αὐτὸν τὸν χειροποίητον καὶ σὲ τρεῖς ἡμέρες θὰ ἀνοικοδομήσω ἀλλον ἀχειροποίητον». Ἀλλ’ οὔτε καὶ στὴν περίπτωσιν αὐτὴν ἦτο σύμφωνη ἡ μαρτυρία τους. Τότε ἐσηκώθηκε ὁ ἀρχιερεὺς εἰς τὸ μέσον καὶ ἐρώτησε τὸν Ἰησοῦν, «Δὲν ἀπαντᾶς τίποτε; Διατὶ μαρτυροῦν ἐναντίον σου;». Αὐτὸς ἐσιωποῦσε καὶ δὲν ἀπαντοῦσε τίποτε. Πάλιν ὁ ἀρχιερεὺς τὸν ἐρώτησε, «Σὺ εἶσαι ὁ Χριστὸς ὁ Υἱὸς τοῦ Εὐλογητοῦ;». Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπε, «Ἐγὼ εἶμαι· καὶ θὰ ἰδῆτε τὸν Υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου νὰ κάθεται εἰς τὰ δεξιὰ τῆς Δυνάμεως καὶ νὰ ἔρχεται ἐπάνω εἰς τὰ σύννεφα τοῦ οὐρανοῦ». Ὁ ἀρχιερεὺς ἔσχισε τὰ ἐνδύματά του καὶ λέγει, «Τὶ ἀνάγκην ἔχομεν ἀπὸ μάρτυρας; Ἀκούσατε τὴν βλασφημίαν. Τί νομίζετε;». Ὅλοι δὲ τὸν κατέκριναν ὅτι εἶναι ἔνοχος θανάτου. Καὶ μερικοὶ ἄρχισαν νὰ τὸν φτύνουν καὶ νὰ σκεπάζουν τὸ πρόσωπόν του καὶ νὰ τὸν κτυποῦν μὲ γροθιὲς καὶ νὰ τοῦ λέγουν, «Προφήτευσε». Καὶ οἱ ὑπηρέται τὸν ἐρράπιζαν. Ἐνῷ ὁ Πέτρος ἦτο κάτω εἰς τὴν αὐλήν, ἔρχεται μία ἀπὸ τὶς ὑπηρέτριες τοῦ ἀρχιερέως, καὶ ὅταν εἶδε τὸν Πέτρον νὰ ζεσταίνεται, ἀφοῦ τὸν ἐκύτταξε καλά, τοῦ λέγει, «Καὶ σὺ ἤσουνα μαζὶ μὲ τὸν Ναζαρηνόν, τὸν Ἰησοῦν». Αὐτὸς ὅμως ἀρνήθηκε καὶ εἶπε, «Οὔτε ξέρω, οὔτε καταλαβαίνω τὶ λές». Καὶ ἐβγῆκε ἔξω εἰς τὸ προαύλιον καὶ ἕνας πετεινὸς ἐλάλησε. Καὶ ἡ ὑπηρέτρια, ὅταν τὸν εἶδε, ἄρχισε πάλιν νὰ λέγῃ εἰς ἐκείνους ποὺ εὑρίσκοντο ἐκεῖ, «Αὐτὸς εἶναι ἀπὸ αὐτούς». Ἀλλ’ ὁ Πέτρος πάλιν ἀρνήθηκε. Καὶ ὕστερα ἀπὸ λίγο οἱ εὑρισκόμενοι ἐκεῖ πάλιν τοῦ ἔλεγαν, «Ἀλήθεια, εἶσαι ἀπ’ αὐτοὺς, διότι εἶσαι Γαλιλαῖος καὶ ἡ προφορά σου μοιάζει». Ἐκεῖνος δὲ ἄρχισε μὲ κατάρες καὶ ὅρκους νὰ λέγῃ, «Δὲν ξέρω τὸν ἄνθρωπον αὐτόν γιὰ τὸν ὁποῖον μιλᾶτε». Καὶ γιὰ δεύτερη φορὰ ἐλάλησε ὁ πετεινός. Καὶ ἐθυμήθηκε ὁ Πέτρος ὅτι ὁ Ἰησοῦς τοῦ εἶχε πῇ, «Πρὶν λαλήσῃ δυὸ φορὲς ὁ πετεινὸς, θὰ μὲ ἀπαρνηθῇς τρεῖς φορές», καὶ ἄρχισε νὰ κλαίῃ. Καὶ ἐνωρὶς τὸ πρωΐ εἶχαν συμβούλιον οἱ ἀρχιερεῖς μαζὶ μὲ τοὺς πρεσβυτέρους καὶ τοὺς γραμματεῖς καὶ ὅλον τὸ συνέδριον καὶ ἀφοῦ ἔδεσαν τὸν Ἰησοῦν, τὸν μετέφεραν καὶ τὸν παρέδωκαν εἰς τὸν Πιλᾶτον.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου