Τρίτη 18 Φεβρουαρίου 2014

ΤΡΙΤΗ  18  ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ  2014

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ
ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟΝ  ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ

ΤΗΣ  ΗΜΕΡΑΣ 

ΤΡΙΤΗΣ  ΛΕ΄  ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ

ΚΕΙΜΕΝΟΝ

Ἀδελφοί, πς γεγεννημνος κ το Θεο μαρταν ο ποιε, τι σπρμα ατο ν ατ μνει· κα ο δναται μαρτνειν, τι κ το Θεο γεγννηται. Ἐν τοτ φανερ στι τ τκνα το Θεο κα τ τκνα το διαβλου. Πς μ ποιν δικαιοσνην οκ στιν κ το Θεο, κα μ γαπν τν δελφν ατο. Ὅτι ατη στν γγελα ν κοσατε π᾿ ρχς, να γαπμεν λλλους, ο καθς Κϊν κ το πονηρο ν κα σφαξε τν δελφν ατο· κα χριν τνος σφαξεν ατν; τι τ ργα ατο πονηρ ν, τ δ το δελφο ατο δκαια. Μ θαυμζετε, δελφο μου, ε μισε μς κσμος. Ἡμες οδαμεν τι μεταβεβκαμεν κ το θαντου ες τν ζων, τι γαπμεν τος δελφος· μ γαπν τν δελφν μνει ν τ θαντ. Πς μισν τν δελφν ατο νθρωποκτνος στ, κα οδατε τι πς νθρωποκτνος οκ χει ζων αἰώνιον ν αυτ μνουσαν. Ἐν τοτ γνκαμεν τν γπην τι κενος πρ μν τν ψυχν ατο θηκε· κα μες φελομεν πρ τν δελφν τς ψυχς τιθναι. Ὃς δ᾿ ν χ τν βον το κσμου κα θεωρ τν δελφν ατο χρεαν χοντα κα κλεσ τ σπλγχνα ατο π᾿ ατο, πς γπη το Θεο μνει ν ατ; Τεκνα μου, μ γαπμεν λγ μηδ τ γλσσ, λλ᾿ ν ργ κα ληθείᾳ. Κα ν τοτ γινσκομεν τι κ τς ληθεας σμν, κα μπροσθεν ατο πεσομεν τς καρδας μν, ὅτι ἐὰν καταγινσκ μν καρδα, τι μεζων στν Θες τς καρδας μν κα γινσκει πντα. Ἀγαπητο, ἐὰν καρδα μν μ καταγινσκ μν παρρησαν χομεν πρς τν Θεν, κα ἐὰν ατμεν λαμβνομεν παρ᾿ ατο τι τς ντολς ατο τηρομεν κα τ ρεστ νπιον ατο ποιομεν.

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

Ἀδελφοί, ὅποιος ἔχει γεννηθῆ ἀπὸ τὸν Θεόν, δὲν κάνει ἁμαρτίαν, διότι σπέρμα αὐτοῦ μένει μέσα του· δὲν μπορεῖ νὰ ἁμαρτάνῃ διότι ἔχει γεννηθῆ ἀπὸ τὸν Θεόν. Ἀπὸ τοῦτο ἀναγνωρίζονται τὰ παιδιὰ τοῦ Θεοῦ καὶ τὰ παιδιὰ τοῦ διαβόλου: ὅποιος δὲν κάνει τὸ ὀρθόν, δὲν εἶναι ἀπὸ τὸν Θεόν, ἐπίσης καὶ ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἀγαπᾶ τοὺς ἀδελφούς του. Διότι αὐτὴ εἶναι ἡ ἐντολή, τὴν ὁποίαν ἀκούσατε ἀπὸ τὴν ἀρχήν: νὰ ἀγαπᾶμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον. Ὄχι ὅπως ὁ Κάϊν ποὺ ἦτο ἀπὸ τὸν πονηρὸν καὶ ἔσφαξε τὸν ἀδελφόν του. Καὶ διατί τὸν ἔσφαξε; Διότι τὰ ἔργα του ἦσαν πονηρά, τοῦ δὲ ἀδελφοῦ του ἦσαν δίκαια. Νὰ μὴ σᾶς φαίνεται παράξενον πρᾶγμα, ἀδελφοί μου, ἐὰν ὁ κόσμος σᾶς μισῇ. Ἐμεῖς ξέρομεν ὅτι ἔχομεν μεταβῆ ἀπὸ τὸν θάνατον εἰς τὴν ζωήν, διότι ἀγαπᾶμε τοὺς ἀδελφούς· ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἀγαπᾶ τοὺς ἀδελφούς, μένει μέσα εἰς τὸν θάνατον. Ὅποιος μισεῖ τὸν ἀδελφόν του, εἶναι φονηᾶς, καὶ ξέρετε ὅτι κανεὶς φονηᾶς δὲν ἔχει ζωὴν αἰώνιον μέσα του. Μὲ τοῦτο ἐγνωρίσαμεν τί εἶναι ἀγάπη: ὅτι ἐκεῖνος ἔδωκε τὴν ζωήν του γιὰ μᾶς. Ἔτσι ὀφείλομεν καὶ ἐμεῖς νὰ δίνωμεν τὴν ζωήν μας ὑπὲρ τῶν ἀδελφῶν. Ἀλλ’ ἐὰν ἕνας ἔχῃ τὰ πλούτη τοῦ κόσμου καὶ βλέπῃ τὸν ἀδελφόν του νὰ ἔχῃ ἀνάγκην, καὶ ὅμως τοῦ κλείσῃ τὴν καρδιά του, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ μένῃ μέσα του ἡ ἀγάπη διὰ τὸν Θεόν; Παιδιά μου, νὰ μὴ ἀγαπᾶμε μὲ λόγια οὔτε μὲ τὴν γλῶσσαν, ἀλλὰ μὲ ἔργα καὶ ἀληθινά. Μὲ τοῦτο ξέρομεν ὅτι εἴμεθα ἀπὸ τὴν ἀλήθειαν· καὶ θὰ καθησυχάσωμεν τὸν ἑαυτόν μας ἐνώπιόν του εἰς ὅ,τι ἡ καρδιὰ μᾶς κατακρίνει, διότι εἶναι μεγαλύτερος ὁ Θεὸς ἀπὸ τὴν καρδιά μας καὶ τὰ ξέρει ὅλα. Ἀγαπητοί, ἐὰν ἡ καρδιά μας δὲν μᾶς κατακρίνῃ, τότε ἔχομεν θάρρος νὰ πλησιάσωμεν τὸν Θεόν, καὶ πέρνομε ἀπὸ αὐτὸν ὅ,τι ζητᾶμε, διότι τηροῦμεν τὰς ἐντολάς του καὶ κάνομεν ἐκεῖνα ποὺ τοῦ εἶναι ἀρεστά.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟΝ  ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ

ΤΗΣ  ΗΜΕΡΑΣ

ΤΡΙΤΗΣ  ΤΗΣ  ΑΠΟΚΡΕΩ  


ΚΕΙΜΕΝΟΝ
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, οδας σκαριτης, ες τν δδεκα, πλθε πρς τος ρχιερες να παραδ τν Ἰησοῦν ατος. Ο δ κοσαντες χρησαν, κα πηγγελαντο ατ ργρια δοναι· κα ζτει πς εκαρως ατν παραδῷ. Κα τ πρτ μρ τν ζμων, τε τ πσχα θυον, λγουσιν ατ ο μαθητα ατο· πο θλεις πελθντες τοιμσωμεν να φγς τ πσχα; Κα ποστλλει δο τν μαθητν ατο κα λγει ατος· πγετε ες τν πλιν, κα παντσει μν νθρωπος κερμιον δατος βαστζων· κολουθσατε ατ, κα που ἐὰν εσλθ, επατε τ οκοδεσπτ τι διδσκαλος λγει· πο στι τ κατλυμ μου που τ πσχα μετ τν μαθητν μου φγω; Κα ατς μν δεξει νγαιον μγα στρωμνον τοιμον· κε τοιμσατε μν. Κα ξλθον ο μαθητα ατο κα λθον ες τν πλιν, κα ερον καθς επεν ατος, κα τομασαν τ πσχα. Κα ψας γενομνης ρχεται μετ τν δδεκα. Κα νακειμνων ατν κα σθιντων επεν ησος· μν λγω μν τι ες ξ μν παραδσει με, σθων μετ᾿ μο. Ο δ ρξαντο λυπεσθαι κα λγειν ατ ες καθ᾿ ες· μτι γ; Κα λλος· μτι γ; Ὁ δ ποκριθες επεν ατος· ες κ τν δδεκα, μβαπτμενος μετ᾿ μο ες τ τρυβλον. Ὁ μν υἱὸς το νθρπου πγει καθς γγραπται περ ατο· οα δ τ νθρπ κεν, δι᾿ ο υἱὸς το νθρπου παραδδοται· καλν ν ατ ε οκ γεννθη νθρωπος κενος. Κα σθιντων ατν λαβν ησος ρτον ελογσας κλασε κα δωκεν ατος κα επε· λβετε φγετε· τοτ στι τ σμ μου. Κα λαβν τ ποτριον εχαριστσας δωκεν ατος, κα πιον ξ ατο πντες. Κα επεν ατος· τοτ στι τ αμ μου τ τς καινς διαθκης τ περ πολλν κχυνμενον. Ἀμν λγω μν τι οκτι ο μ πω κ το γεννματος τς μπλου ως τς μρας κενης ταν ατ πνω καινν ν τ βασιλείᾳ το Θεο. Κα μνσαντες ξλθον ες τ ρος τν λαιν. Κα λγει ατος ησος τι πντες σκανδαλισθσεσθε ν μο ν τ νυκτ τατ· τι γγραπται, πατξω τν ποιμνα κα διασκορπισθσονται τ πρβατα· ἀλλ μετ τ γερθνα με προξω μς ες τν Γαλιλααν. Ὁ δ Πτρος φη ατ· κα ε πντες σκανδαλισθσονται, λλ᾿ οκ γ. Κα λγει ατ ησος· μν λγω σοι τι σ σμερον ν τ νυκτ τατ πρν δς λκτορα φωνσαι τρς παρνσ με. Ὁ δ Πτρος κ περισσο λεγε μλλον· ἐάν με δέῃ συναποθανεν σοι, ο μ σε παρνσομαι. σατως δ κα πντες λεγον. Κα ρχονται ες χωρον ο τ νομα Γεθσημαν, κα λγει τος μαθητας ατο· καθσατε δε ως προσεξωμαι. Κα παραλαμβνει τν Πτρον κα Ἰάκωβον κα ωννην μεθ᾿ αυτο, κα ρξατο κθαμβεσθαι κα δημονεν κα λγειν ατος· περλυπς στιν ψυχ μου ως θαντου· μενατε δε κα γρηγορετε. Κα προελθν μικρν πεσεν π πρσωπον π τς γς, κα προσηχετο να, ε δυνατν στι, παρλθ π᾿ ατο ρα, κα λεγεν· ββ πατρ, πντα δυνατ σοι· παρνεγκε τ ποτριον π᾿ μο τοτο· λλ᾿ ο τ γ θλω, λλ᾿ ε τι σ. Κα ρχεται κα ερσκει ατος καθεδοντας, κα λγει τ Πτρ· Σμων, καθεδεις; οκ σχσατε μαν ραν γρηγορσαι; Γρηγορετε κα προσεχεσθε, να μ εσλθητε ες πειρασμν· τ μν πνεμα πρθυμον, δ σρξ σθενς. Κα πλιν πελθν προσηξατο τν ατν λγον επν. Κα ποστρψας ερεν ατος πλιν καθεδοντας· σαν γρ ο φθαλμο ατν καταβαρυνμενοι, κα οκ δεισαν τ ποκριθσιν ατ. Κα ρχεται τ τρτον κα λγει ατος· καθεδετε λοιπν κα ναπαεσθε! πχει· λθεν ρα· δο παραδδοται υἱὸς το νθρπου ες τς χερας τν μαρτωλν· ἐγερεσθε, γωμεν· δο παραδιδος με γγικε.

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

Κατ΄ἐκεῖνον τὸν καιρόν, ὁ Ἰούδας ὁ Ἰσκαριώτης, ἕνας ἀπὸ τοὺς δώδεκα, ἐπῆγε εἰς τοὺς ἀρχιερεῖς διὰ νὰ τοὺς παραδώσῃ τὸν Ἰησοῦν. Αὐτοὶ δέ, ὅταν ἀκουσαν, ἐχάρησαν καὶ τοῦ ὑπεσχέθησαν νὰ τοῦ δώσουν χρήματα. Καὶ αὐτὸς ἐζητοῦσε εὐκαιρίαν νὰ τὸν παραδώσῃ. Τὴν πρώην ἡμέραν τῆς ἑορτῆς τῶν ἀζύμων, ὅταν ἐθυσίαζαν τὸν πασχαλινὸν ἀμνόν, τοῦ λέγουν οἱ μαθηταί του, «Ποῦ θέλεις νὰ πᾶμε νὰ ἑτοιμάσωμεν διὰ νὰ φάγῃς τὸ πάσχα;». Καὶ στέλλει δύο ἀπὸ τοὺς μαθητάς του καὶ τοὺς λέγει, «Πηγαίνετε εἰς τὴν πόλιν καὶ θὰ σᾶς συναντήσῃ ἕνας, ποὺ θὰ κρατῆ μία στάμνα νερό. Ἀκολουθῆστέ τον. Καὶ ὅπου αὐτὸς μπῇ νὰ πῆτε εἰς τὸν οἰκοδεσπότην ὅτι ὁ δάσκαλος ἐρωτᾶ, «Ποῦ εἶναι τὸ κατάλυμά μου, ὅπου θὰ φάγω τὸ πάσχα μαζὶ μὲ τοὺς μαθητάς μου;» καὶ αὐτὸς θὰ σᾶς δείξῃ ἕνα μεγάλο ἀνῶγι στρωμένο, ἔτοιμο, ἐκεῖ ἑτοιμάστε μας». Καὶ ἀνεχώρησαν οἱ μαθηταὶ καὶ ἦλθαν εἰς τὴν πόλιν καὶ εὑρῆκαν ὅπως τοὺς εἶπε καὶ ἑτοίμασαν τὸ πάσχα. Καὶ ὅταν ἐβράδυασε, ἔρχεται μαζὶ μὲ τοὺς δώδεκα. Καὶ ἐνῷ ἦσαν καθισμένοι εἰς τὸ τραπέζι καὶ ἔτρωγαν, εἶπε ὁ Ἰησοῦς, «Ἀλήθεια σᾶς λέγω, ὅτι ἕνας ἀπὸ σᾶς θὰ μὲ παραδώσῃ, ἐκεῖνος ποὺ τρώγει μαζί μου». Αὐτοὶ ἄρχισαν νὰ λυποῦνται καὶ νὰ τοῦ λέγουν ὁ καθένας μὲ τὴν σειράν, «Μήπως εἶμαι ἐγώ;». Καὶ ἄλλος, «Μήπως εἶμαι ἐγώ;». Αὐτὸς δὲ τοὺς εἶπε, «Ἕνας ἀπὸ τοὺς δώδεκα ποὺ βουτᾶ τὸ χέρι του μαζί μου εἰς τὸ πιάτο. Καὶ ὁ μὲν Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου πηγαίνει, καθὼς εἶναι γραμμένον γι’ αὐτόν, ἀλλοίμονον ὅμως εἰς τὸν ἄνθρωπον ἐκεῖνον, ἐὰν δὲν εἶχε γεννηθῆ»».  Καὶ ἐνῷ ἔτρωγαν, ἔλαβε ὁ Ἰησοῦς ἄρτον, εὐλόγησε, τὸν ἔκοψε καὶ ἔδωκε εἰς αὐτοὺς καὶ εἶπε, «Λάβετε φάγετε· εὐτὸ εἶναι τὸ σῶμά μου». Καὶ ἀφοῦ ἔλαβε τὸ ποτήριον, εὐχαρίστησε τὸν Θεὸν καὶ τοὺς τὸ ἔδωκε καὶ ἤπιαν ἀπὸ αὐτὸ ὅλοι. Καὶ τοὺς εἶπε, «Αὐτὸ εἶναι τὸ αἷμά μου τῆς Νέας Διαθήκης, τὸ ὁποῖον χύνεται ὑπὲρ πολλῶν. Αλήθεια σᾶς λέγω, ὅτι δὲν θὰ πιῶ πλέον ἀπὸ τὸ προϊὸν τῆς ἀμπέλου μέχρι τῆς ἡμέρας ἐκείνης, ποὺ θὰ τὸ πίνω καινούργιο εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ». Καὶ ἀφοῦ ἔψαλαν ὕμνον, ἐβγῆκαν εἰς τὸ ὄρος τῶν Ἐλαιῶν. Καὶ τοὺς λέγει ὁ Ἰησοῦς, «Ἡ ἐμπιστοσύνη ὅλων σας σ’ ἐμέ, θὰ κλονισθῇ αὐτὴν τὴν νύχτα διότι εἶναι γραμμένον, θὰ κτυπήσω τὸν ποιμένα καὶ τὰ πρόβατα θὰ διασκορπισθοῦν. Ἀλλὰ μετὰ τὴν ἀνάστασίν μου, θὰ πάω πρὶς ἀπὸ σᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν». Ὁ Πέτρος τοῦ εἶπε, «Καὶ ἄν ὅλοι κλονισθοῦν, ὄχι ὅμως ἐγώ». Καὶ ὁ Ἰησοῦς τοῦ λέγει, «Ἀλήθεια σοῦ λέγω, ὅτι σὺ σήμερα, αὐτὴν τὴν νύχτα, πρὶν ὁ πετεινὸς λαλήσῃ δύο φορὲς, θὰ μὲ ἀπαρνηθῇς τρεῖς φορές». Ἀλλ’ ὁ Πέτρος ἀκόμη περισσότερον ἔλεγε, «Καὶ ἄν χρειασθῇ νὰ πεθάνω μαζί σου, δὲν θὰ σὲ ἀπαρνηθῶ». Τὸ ἴδιο ἔλεγαν ὄλοι. Καὶ ἔρχονται εἰς ἕνα μέρος ποὺ ἐλέγετο Γεθσημανῆ. Καὶ λέγει εἰς τοὺς μαθητάς του, «Καθῆστε ἐδῶ ἕως ὅτου προσευχηθῶ». Καὶ παίρνει μαζί του τὸν Πέτρον, τὸν Ἰάκωβον καὶ τὸν Ἰωάννην, καὶ ἄρχισε νὰ λυπᾶται καὶ νὰ ἀγωνιᾷ καὶ τοὺς λέγει, «Εἶναι λυπημένη ἡ ψυχή μου μέχρι θανάτου· μείνατε ἐδῶ καὶ ἀγρυπνεῖτε». Καὶ ἀφοῦ ἐπροχώρησε ὀλίγον, ἔπεσε εἰς τὴν γῆν καὶ προσευχότανε, διὰ νὰ παρέλθῃ ἀπ’ αὐτὸν ἐκείνη ἡ ὥρα ἐὰν ἦτο δυνατόν. Καὶ ἔλεγε, «Ἀββᾶ, Πατέρα, ὅλα σοῦ εἶναι δυνατά· ἀπομάκρυνε ἀπὸ ἐμὲ τὸ ποτῆρι αὐτό· ἀλλ’ ἄς γίνῃ ὄχι ὅ,τι ἐγὼ θέλω ἀλλὰ ὅ,τι σὺ θέλεις». Καὶ ἔρχεται καὶ τοὺς βρίσκει νὰ κοιμοῦνται καὶ λέγει εἰς τὸν Πέτρον. «Σίμων, κοιμᾶσαι; Δὲν μπόρεσες μίαν ὥραν νὰ ἀγρυπνήσῃς; Ἀγρυπνεῖτε καὶ προσεύχεσθε διὰ νὰ μὴν πέσετε εἰς πειρασμόν. Τὸ μὲν πνεῦμα εἶναι πρόθυμον, ἀλλὰ ἡ σάρκα εἶναι ἀδύνατη». Καὶ πάλιν ἐπῆγε καὶ προσευχήθηκε καὶ εἶπε τὰ ἴδια λόγια. Καὶ ὅταν ἐπέστρεψε, τοὺς εὑρῆκε πάλιν νὰ κοιμοῦνται, διότι τὰ μάτια τους ἦσαν πολὺ κουρασμένα καὶ δὲν ἤξεραν τὶ νὰ τοῦ ἀπαντήσουν. Καὶ ἔρχεται διὰ τρίτην φορὰν καὶ τοὺς λέγει, «Κοιμᾶσθε λοιπὸν καὶ ἀναπαύεσθε. Ἀρκετόν. Ἦλθε ἡ ὥρα· ἰδοὺ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδεται στὰ χέρια ἁμαρτωλῶν. Σηκωθῆτε, ἄς φύγωμεν· νά, ἐπλησίασε ἐκεῖνος ποὺ θὰ μὲ παραδώσῃ».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου