ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟΝ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ
ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ ΛΔ΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ ΛΔ΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ
ΚΕΙΜΕΝΟΝ
Ἀδελφοί, οὐκ ἐντολὴν καινὴν γράφω ὑμῖν, ἀλλ᾿ ἐντολὴν παλαιάν, ἣν εἴχετε ἀπ᾿ ἀρχῆς· ἡ ἐντολὴ ἡ παλαιά ἐστιν ὁ λόγος ὃν ἠκούσατε ἀπ᾿ ἀρχῆς. Πάλιν ἐντολὴν καινὴν γράφω ὑμῖν, ὅ ἐστιν ἀληθὲς ἐν αὐτῷ καὶ ἐν ὑμῖν, ὅτι ἡ σκοτία παράγεται καὶ τὸ φῶς τὸ ἀληθινὸν ἤδη φαίνει. Ὁ λέγων ἐν τῷ φωτὶ εἶναι, καὶ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ μισῶν, ἐν τῇ σκοτίᾳ ἐστὶν ἕως ἄρτι. Ὁ ἀγαπῶν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ ἐν τῷ φωτὶ μένει, καὶ σκάνδαλον ἐν αὐτῷ οὐκ ἔστιν· ὁ δὲ μισῶν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἐστὶ καὶ ἐν τῇ σκοτίᾳ περιπατεῖ, καὶ οὐκ οἷδε ποῦ ὑπάγει, ὅτι ἡ σκοτία ἐτύφλωσε τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ. Γράφω ὑμῖν, τεκνία, ὅτι ἀφέωνται ὑμῖν αἱ ἁμαρτίαι διὰ τὸ ὄνομα αὐτοῦ. Γράφω ὑμῖν, πατέρες, ὅτι ἐγνώκατε τὸν ἀπ᾿ ἀρχῆς. Γράφω ὑμῖν, νεανίσκοι, ὅτι νενικήκατε τὸν πονηρόν. Ἔγραψα ὑμῖν, παιδία, ὅτι ἐγνώκατε τὸν πατέρα. Ἔγραψα ὑμῖν, πατέρες, ὅτι ἐγνώκατε τὸν ἀπ᾿ ἀρχῆς. Ἔγραψα ὑμῖν, νεανίσκοι, ὅτι ἰσχυροί ἐστε καὶ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἐν ὑμῖν μένει καὶ νενικήκατε τὸν πονηρόν. Μὴ ἀγαπᾶτε τὸν κόσμον μηδὲ τὰ ἐν τῷ κόσμῳ. ἐάν τις ἀγαπᾷ τὸν κόσμον, οὐκ ἔστιν ἡ ἀγάπη τοῦ πατρὸς ἐν αὐτῷ· ὅτι πᾶν τὸ ἐν τῷ κόσμῳ, ἡ ἐπιθυμία τῆς σαρκὸς καὶ ἡ ἐπιθυμία τῶν ὀφθαλμῶν καὶ ἡ ἀλαζονεία τοῦ βίου, οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ πατρός, ἀλλ᾿ ἐκ τοῦ κόσμου ἐστί. Καὶ ὁ κόσμος παράγεται καὶ ἡ ἐπιθυμία αὐτοῦ· ὁ δὲ ποιῶν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ μένει εἰς τὸν αἰῶνα.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
Ἀδελφοί, δὲν σᾶς γράφω νέαν ἐντολήν, ἀλλὰ ἐντολὴν παλαιάν, τὴν ὁποία
εἴχατε ἀπὸ τὴν ἀρχήν. Ἡ ἐντολὴ ἡ παλαιὰ εἶναι ὁ λόγος, τὸν ὁποῖον
ἀκούσατε ἀπὸ τὴν ἀρχήν. Καὶ ὅμως ἡ ἐντολὴ ποὺ σᾶς γράφω εἶναι νέα, διότι τὸ σκοτάδι φεύγει καὶ
τὸ φῶς τὸ ἀληθινὸν ἤδη φωτίζει· τοῦτο ἐπραγματοποιήθηκε διὰ τοῦ Χριστοῦ καὶ σ’ ἐσᾶς. Ἐκεῖνος ποὺ λέγει ὅτι εἶναι εἰς τὸ φῶς καὶ μισεῖ τοὺς ἀδελφούς του, βρίσκεται ἀκόμη εἰς τὸ σκοτάδι. Ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾶ τὸν ἀδελφόν του, μένει εἰς τὸ φῶς, καὶ δὲν ὑπάρχει τίποτε νὰ τὸν κάνῃ νὰ σκοντάψῃ. Ἀλλ’ ἐκεῖνος ποὺ μισεῖ τοὺς ἀδελφούς του, βρίσκεται εἰς τὸ σκοτάδι καὶ
εἰς τὸ σκοτάδι περπατεῖ· δὲν ξέρει ποῦ πηγαίνει, διότι τὸ σκοτάδι
ἐτύφλωσε τὰ μάτια του. Σᾶς γράφω, παιδιά, διότι σᾶς ἔχουν συγχωρηθῆ αἱ ἁμαρτίαι σας, διὰ τὸ ὄνομά του. Σᾶς γράφω, πατέρες, διότι ἐγνωρίσατε ἐκεῖνον ποὺ ὑπάρχει ἀπὸ τὴν ἀρχήν. Σᾶς γράφω, νεαροί, διότι ἔχετε νικήσει τὸν πονηρόν. Σᾶς ἔγραψα, παιδιά, διότι ἐγνωρίσατε τὸν Πατέρα. Σᾶς ἔγραψα, πατέρες,
διότι ἐγνωρίσατε ἐκεῖνον ποὺ ὑπάρχει ἀπὸ τὴν ἀρχήν. Σᾶς ἔγραψα, νεαροί,
διότι εἶσθε δυνατοὶ καὶ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ μένει μέσα σας καὶ ἔχετε
νικήσει τὸν πονηρόν. Νὰ μὴ ἀγαπᾶτε τὸν κόσμον, οὔτε τὰ πράγματα ποὺ εἶναι εἰς τὸν κόσμον.
Ἐὰν ἀγαπᾷ κανεὶς τὸν κόσμον, δὲν ὑπάρχει ἡ ἀγάπη διὰ τὸν Πατέρα μέσα
του· διότι κάθε τι ποὺ ὑπάρχει εἰς τὸν κόσμον, ἡ σαρκικὴ ἐπιθυμία καὶ ἡ
ἐπιθυμία τῶν ματιῶν καὶ ἡ ὑπερηφάνεια εἰς τὰ πλούτη, δὲν προέρχονται ἀπὸ
τὸν Πατέρα ἀλλ’ ἀπὸ τὸν κόσμον. Καὶ ὁ κόσμος καὶ ἡ ἐπιθυμία του παρέρχονται. Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ κάνει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ μένει αἰωνίως.
ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟΝ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ
ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ ΙΖ΄ ΛΟΥΚΑ
ΚΕΙΜΕΝΟΝ
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ὄντος τοῦ Ἰησοῦ ἐν Βηθανίᾳ ἐν τῇ οἰκίᾳ Σίμωνος τοῦ λεπροῦ, κατακειμένου αὐτοῦ ἦλθε γυνὴ ἔχουσα ἀλάβαστρον μύρου νάρδου πιστικῆς πολυτελοῦς, καὶ συντρίψασα τὸ ἀλάβαστρον κατέχεεν αὐτοῦ κατὰ τῆς κεφαλῆς. Ἦσαν δέ τινες ἀγανακτοῦντες πρὸς ἑαυτοὺς λέγοντες· εἰς τί ἡ ἀπώλεια αὕτη τοῦ μύρου γέγονεν; Ἠδύνατο γὰρ τοῦτο τὸ μύρον πραθῆναι ἐπάνω τριακοσίων δηναρίων καὶ δοθῆναι τοῖς πτωχοῖς· καὶ ἐνεβριμῶντο αὐτῇ. Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν· ἄφετε αὐτήν· τί αὐτῇ κόπους παρέχετε; Καλὸν ἔργον εἰργάσατο ἐν ἐμοί. Πάντοτε γὰρ τοὺς πτωχοὺς ἔχετε μεθ᾿ ἑαυτῶν, καὶ ὅταν θέλητε δύνασθε αὐτοὺς εὖ ποιῆσαι· ἐμὲ δὲ οὐ πάντοτε ἔχετε. Ὅ ἔσχεν αὕτη ἐποίησε· προέλαβε μυρίσαι μου τὸ σῶμα εἰς τὸν ἐνταφιασμόν. Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὅπου ἐὰν κηρυχθῇ τὸ εὐαγγέλιον τοῦτο εἰς ὅλον τὸν κόσμον, καὶ ὃ ἐποίησεν αὕτη λαληθήσεται εἰς μνημόσυνον αὐτῆς.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
Κατ΄ ἐκεῖνον τὸν καιρόν, καὶ ἐνῶ ὁ Ἰησοῦς ἤτανε εἰς τὴν Βηθανίαν εἰς τὸ σπίτι τοῦ Σίμωνος τοῦ λεπροῦ,
ἐνῷ ἐκαθότανε εἰς τὸ τραπέζι, ἦλθε μία γυναῖκα, ἡ ὁποία εἶχε ἕνα δοχεῖον
ἀλαβάστρινον μὲ μύρον, κατασκευασμένον ἀπὸ γνήσιον, πολύτιμον νάδρον.
Καὶ ἀφοῦ ἔσπασε τὸ ἀλαβάστρινον δοχεῖον, ἔχυσε τὸ μῦρον εἰς τὸ κεφάλι
του. Μερικοὶ ἀπὸ τοὺς παρόντας ἀγανάκτησαν μέσα τους καὶ ἔλεγαν, «Γιατὶ ἔγινε ἡ σπατάλη αὐτὴ τοῦ μύρου; Διότι θὰ μποροῦσε αὐτὸ τὸ μύρον νὰ πωληθῇ περισσότερον ἀπὸ τριακόσια
δηνάρια καὶ νὰ δοθῇ εἰς τοὺς πτωχούς». Καὶ τὴν ἐπέπλητταν. Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπε, «Ἀφῆστέ την. Γιατὶ τὴν ἐνοχλεῖτε; Καλὴν πράξιν μοῦ ἔκανε, διότι τοὺς πτωχοὺς ἔχετε πάντοτε μαζί σας καὶ ὅταν θέλετε, μπορεῖτε νὰ τοὺς εὐεργετήσετε. Ἐμὲ ὅμως δὲν μὲ ἔχετε πάντοτε. Ἐκεῖνο ποὺ μποροῦσε αὐτὴ τὸ ἔκαμε. Ἐπρόλαβε νὰ ἀλείψῃ μὲ μῦρον τὸ σῶμά μου διὰ τὸν ἐνραφιασμό μου. Ἀλήθεια σᾶς λέγω, ὅπου καὶ ἄν κηρυχθῇ τὸ εὐαγγέλιον τοῦτο εἰς ὁλόκληρον
τὸν κόσμον, θὰ διαλαληθῇ καὶ ἐκεῖνο ποὺ αὐτὴ ἔκανε, εἰς μνήμην της».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου