ΘΑΥΜΑΣΤΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΖΩΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ
ΤΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΟΪΝΕΣΚΟΥ
Κάποτε ο μέγας και άγιος Κωνσταντίνος έστειλε στον άγιο Αντώνιο ένα γράμμα. Ο άγιος Αντώνιος δεν το άνοιξε αμέσως να το διαβάσει, αλλά επίτηδες το άφησε σε μια άκρη του κελιού του. Πέρασαν μερικές ημέρες χωρίς να ανοίξει το γράμμα. Οι υποτακτικοί του παραξενεύτηκαν από αυτό το γεγονός και κάποια μέρα ένας από αυτούς πήρε το θάρρος και ρώτησε τον αββά Αντώνιο: «Γιατί, γέροντα, δεν ανοίξατε να διαβάσετε το γράμμα του βασιλιά;».
Τότε ο άγιος Αντώνιος απάντησε: «Αδελφοί μου όλοι έχουμε την επιθυμία να διαβάσουμε το γράμμα του επίγειου βασιλιά, αλλά δεν έχουμε την ίδια επιθυμία να διαβάσουμε το γράμμα του ουράνιου βασιλιά, δηλαδή την αγία γραφή».
Κάποτε για περισσότερη άσκηση έμεινε ο άγιος Αντώνιος αρκετό χρόνο μέσα σε ένα θολωτό τάφο. Εκεί νήστευε αυστηρά, αγρυπνούσε και προσευχόταν με όλη του την καρδιά. Αυτό εξόργισε τους μισανθρώπους δαίμονες, οι οποίοι κάποια μέρα όρμησαν μέσα στον τάφο και άρχισαν να χτυπούν ανελέητα τον άγιο. Εκείνος παρακαλούσε τον Κύριο να τον γλυτώσει λέγοντας συνέχεια: Κύριε σώσε με. Όμως, ο Κύριος επέτρεψε στους δαίμονες να χτυπούν πολύν ώρα τον άγιο. Κάποια στιγμή έφυγαν οι δαίμονες αφήνοντας τον άγιο καταπονεμένο από τα χτυπήματα. Σε λίγο εμφανίστηκε ο Χριστός και ο άγιος Αντώνιος τον ρώτησε με απορία: «Κύριε, που ήσουν τόση ώρα που σε παρακαλούσα να με σώσεις;». Και ο Χριστός απάντησε: «Εδώ ήμουν Αντώνιε και παρακολουθούσα το αγώνισμα σου».
Κάποια φορά διερωτήθηκε ο άγιος Αντώνιος: «Κύριε πως συμβαίνει μερικοί να ζουν λίγα χρόνια στην γη και άλλοι να φτάνουν σε βαθιά γεράματα, και γιατί άλλοι να βρίσκονται μέσα σε φτώχια και άλλοι να είναι πλούσιοι και πώς κάποιοι άδικοι πλουταίνουν και έχουν υγεία, ενώ δίκαιοι και ενάρετοι άνθρωποι έχουν φτώχια και αρρώστιες;». Τότε άκουσε φωνή να του λέει: «Αντώνιε, πρόσεχε τον εαυτό σου. Αυτά τα κανονίζει ο Θεός κατά την κρίση Του και δεν συμφέρει να τα μάθεις».
Πήγαν άλλοτε μερικοί γέροντες στον αββά Αντώνιο και ήταν ο αββάς Ιωσήφ μαζί του και θέλοντας ο γέροντας να τους δοκιμάσει ανέφερε ένα χωρίο της Γραφής και άρχισε να τους ρωτάει ξεκινώντας από τους νεότερους ποιό ήταν το νόημα του χωρίου. Τότε ο καθένας απαντούσε κατά τις γνώσεις του, ο δε γέρων έλεγε στον καθένα δεν το βρήκες. Ύστερα από όλους ρωτάει τον αββά Ιωσήφ :«Εσύ τι έχεις να πεις πάνω σε αυτό το χωρίο;». Αποκρίθηκε ο αββάς Ιωσήφ: «Δεν ξέρω». Τότε παρατήρησε ο άγιος Αντώνιος: «Πάντως ο αββάς Ιωσήφ βρήκε τον δρόμο διότι είπε δεν ξέρω».
Τρείς από τους πατέρες είχαν την συνήθεια να πηγαίνουν κάθε χρονιά στον άγιο Αντώνιο και οι μεν δύο τον ρωτούσαν για τους λογισμούς και την σωτηρία της ψυχής, ο δε άλλος σιωπούσε πάντα και δεν ρωτούσε τίποτα. Μετά λοιπόν από πολύ καιρό τού λέει με απορία ο άγιος Αντώνιος: «Τόσο καιρό έρχεσαι εδώ και τίποτα δεν με ρωτάς. Και εκείνος είπε: «Μου αρκεί μόνο να σε βλέπω, πάτερ».
ΤΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΟΪΝΕΣΚΟΥ
Κάποτε ο μέγας και άγιος Κωνσταντίνος έστειλε στον άγιο Αντώνιο ένα γράμμα. Ο άγιος Αντώνιος δεν το άνοιξε αμέσως να το διαβάσει, αλλά επίτηδες το άφησε σε μια άκρη του κελιού του. Πέρασαν μερικές ημέρες χωρίς να ανοίξει το γράμμα. Οι υποτακτικοί του παραξενεύτηκαν από αυτό το γεγονός και κάποια μέρα ένας από αυτούς πήρε το θάρρος και ρώτησε τον αββά Αντώνιο: «Γιατί, γέροντα, δεν ανοίξατε να διαβάσετε το γράμμα του βασιλιά;».
Τότε ο άγιος Αντώνιος απάντησε: «Αδελφοί μου όλοι έχουμε την επιθυμία να διαβάσουμε το γράμμα του επίγειου βασιλιά, αλλά δεν έχουμε την ίδια επιθυμία να διαβάσουμε το γράμμα του ουράνιου βασιλιά, δηλαδή την αγία γραφή».
Κάποτε για περισσότερη άσκηση έμεινε ο άγιος Αντώνιος αρκετό χρόνο μέσα σε ένα θολωτό τάφο. Εκεί νήστευε αυστηρά, αγρυπνούσε και προσευχόταν με όλη του την καρδιά. Αυτό εξόργισε τους μισανθρώπους δαίμονες, οι οποίοι κάποια μέρα όρμησαν μέσα στον τάφο και άρχισαν να χτυπούν ανελέητα τον άγιο. Εκείνος παρακαλούσε τον Κύριο να τον γλυτώσει λέγοντας συνέχεια: Κύριε σώσε με. Όμως, ο Κύριος επέτρεψε στους δαίμονες να χτυπούν πολύν ώρα τον άγιο. Κάποια στιγμή έφυγαν οι δαίμονες αφήνοντας τον άγιο καταπονεμένο από τα χτυπήματα. Σε λίγο εμφανίστηκε ο Χριστός και ο άγιος Αντώνιος τον ρώτησε με απορία: «Κύριε, που ήσουν τόση ώρα που σε παρακαλούσα να με σώσεις;». Και ο Χριστός απάντησε: «Εδώ ήμουν Αντώνιε και παρακολουθούσα το αγώνισμα σου».
Κάποια φορά διερωτήθηκε ο άγιος Αντώνιος: «Κύριε πως συμβαίνει μερικοί να ζουν λίγα χρόνια στην γη και άλλοι να φτάνουν σε βαθιά γεράματα, και γιατί άλλοι να βρίσκονται μέσα σε φτώχια και άλλοι να είναι πλούσιοι και πώς κάποιοι άδικοι πλουταίνουν και έχουν υγεία, ενώ δίκαιοι και ενάρετοι άνθρωποι έχουν φτώχια και αρρώστιες;». Τότε άκουσε φωνή να του λέει: «Αντώνιε, πρόσεχε τον εαυτό σου. Αυτά τα κανονίζει ο Θεός κατά την κρίση Του και δεν συμφέρει να τα μάθεις».
Πήγαν άλλοτε μερικοί γέροντες στον αββά Αντώνιο και ήταν ο αββάς Ιωσήφ μαζί του και θέλοντας ο γέροντας να τους δοκιμάσει ανέφερε ένα χωρίο της Γραφής και άρχισε να τους ρωτάει ξεκινώντας από τους νεότερους ποιό ήταν το νόημα του χωρίου. Τότε ο καθένας απαντούσε κατά τις γνώσεις του, ο δε γέρων έλεγε στον καθένα δεν το βρήκες. Ύστερα από όλους ρωτάει τον αββά Ιωσήφ :«Εσύ τι έχεις να πεις πάνω σε αυτό το χωρίο;». Αποκρίθηκε ο αββάς Ιωσήφ: «Δεν ξέρω». Τότε παρατήρησε ο άγιος Αντώνιος: «Πάντως ο αββάς Ιωσήφ βρήκε τον δρόμο διότι είπε δεν ξέρω».
Τρείς από τους πατέρες είχαν την συνήθεια να πηγαίνουν κάθε χρονιά στον άγιο Αντώνιο και οι μεν δύο τον ρωτούσαν για τους λογισμούς και την σωτηρία της ψυχής, ο δε άλλος σιωπούσε πάντα και δεν ρωτούσε τίποτα. Μετά λοιπόν από πολύ καιρό τού λέει με απορία ο άγιος Αντώνιος: «Τόσο καιρό έρχεσαι εδώ και τίποτα δεν με ρωτάς. Και εκείνος είπε: «Μου αρκεί μόνο να σε βλέπω, πάτερ».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου