Δευτέρα 13 Ιανουαρίου 2014

Ἐντυπωσιακὲς ὁμοιότητες περιστατικοῦ ἀπὸ τὴν

Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο «Τὸ ὁδοιπορικὸ ραβδί»
τοῦ Βασιλείου Ἰωαχείμοβιτς Νικηφόρωφ (1901-1941)
ἔκδ. Ἱ. Μονῆς Παρακλήτου, Ὠρωπὸς Ἀττικῆς 1995
σελ. 102-109

ΟΔΟΙΠ. ΡΑΒΔΙ.              Τὸ κείμενο, ποὺ ἀκολουθεῖ, εἶναι γραμμένο ἀπὸ τὸν Ρῶσο λόγιο Βασίλειο Ἰωαχείμοβιτς Νικηφόρωφ (1901-1941), γόνο φτωχῆς οἰκογένειας τῆς Τβέρ, πού, μετὰ τὴν ἐπανάσταση τοῦ 1917, κατέφυγε στὴν Ἐσθονία. Ἀπὸ τὸ 1921 ὁ νεαρὸς ἐμιγκρὲς ἄρχισε νὰ δημοσιεύει ἄρθρα καὶ δοκίμια σὲ περιοδικὰ καὶ ἐφημερίδες μὲ τὸ ψευδώνυμο Βόλγιν (ἐπειδὴ ὁ μεγάλος ρωσικὸς ποταμὸς Βόλγας σχετιζόταν μὲ τὶς παιδικές του ἀναμνήσεις). Τὸ 1937 κυκλοφόρησε τὸ βιβλίο του «Τὰ ὀνομαστήρια τῆς γῆς» καὶ τὸ 1938 «Τὸ ὁδοιπορικὸ ραβδί». συνταρακτικῆς, «ἀποκαλυπτικῆς» γιὰ τὴν πατρίδα του καὶ τὴν Ἐκκλησία της.

.           Ἡ ἐπιβολὴ κομμουνιστικοῦ καθεστῶτος καὶ στὴν Ἐσθονία, μετὰ τὴν κατάληψή της ἀπὸ τὰ σοβιετικὰ στρατεύματα (1940), τὸν ἀναγκάζει νὰ σταματήσει τὴ δημοσιογραφικὴ-συγγραφικὴ δραστηριότητά του. Ἕνα τρίτο βιβλίο του μὲ τὸν τίτλο «Ἀρχαία πόλη», ποὺ ἀπὸ τὸ 1939 ἑτοιμαζόταν νὰ ἐκδοθεῖ, δὲν θὰ δεῖ τελικὰ τὸ φῶς τῆς δημοσιότητας. Τὸ Μάιο τοῦ 1941, ἐνῶ δουλεύει σὲ ναυπηγεῖο, συλλαμβάνεται ἀπὸ τὴ μυστικὴ ἀστυνομία καὶ φυλακίζεται μὲ τὴν κατηγορία τῆς ἀντισοβιετικῆς προπαγάνδας. Λίγο ἀργότερα μεταφέρεται στὸ Κύρωφ (Βιάτκα), ὁπού δικάζεται καὶ καταδικάζεται σὲ θάνατο. Ἐκτελέστηκε μὲ τουφεκισμὸ στὶς 14 Δεκεμβρίου τοῦ 1941 σὰν ἐχθρὸς τοῦ λαοῦ. Ἀποκαταστάθηκε τὸ 1991. Τὸ 1971 ἐκδόθηκε στὴ Νέα Ὑόρκη μία ἐπίτομη συλλογὴ δημοσιευμάτων τοῦ Β. Νικηφόρωφ-Βόλγιν, στὴ ρωσικὴ γλώσσα, μὲ γενικὸ τίτλο «Τὸ ὁδοιπορικὸ ραβδί». Ὁ συγγραφέας ἀναπλάθει λογοτεχνικά, μὲ ἀπαράμιλλη ἐνάργεια καὶ περιγραφικὴ δύναμη, αὐθεντικὲς μαρτυρίες καὶ πραγματικὰ περιστατικὰ τῆς ἐποχῆς του. (Ἀπόσπασμα τοῦ Προλογικοῦ Σημειώματος τῆς Ἱ. Μονῆς Παρακλήτου)

Ὁ Χριστὸς μὲ φράκο
(ἀληθινὴ ἱστορία)

.              Φαίνεται πὼς εἶχαν σχεδιάσει ἀπὸ καιρὸ νὰ κάνουν ἀντιπερισπασμὸ στὴ νυχτερινὴ ἀκολουθία τῆς Ἀναστάσεως. Ὁλόκληρη τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα ἦταν ἀναρτημένα πλακὰτ σ’ ὅλα τὰ κεντρικὰ καὶ πολυσύχναστα σημεῖα τῆς πόλης:

ρθρος τς Κομσομόλ!
κριβς στς 12 τ μεσάνυχτα!
λτε ν δετε τ νέα κωμωδία
το ντώνη ζιούμωφ
Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΜΕ ΦΡΑΚΟ
Στν κεντρικ ρόλο
θοποις το θεάτρου Μόσχας
Ἀλέξανδρος Ροστόβτσεφ.
Χείμαρρος εφυολογίας!
Τρελλ γέλιο! 

.              Τὸ βράδυ τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, ἡ δημοτικὴ μπάντα πέρασε ἀπ’ ὅλους τοὺς δρόμους τῆς πόλης, καλώντας τὸ λαὸ στὴν παράσταση. Μπροστὰ ἀπὸ τοὺς ὀργανοπαῖχτες πήγαινε ἕνας σωματώδης νεαρὸς μὲ ἱερατικὴ ἀμφίεση καὶ καλυμμαύχι. Κρατοῦσε ἕνα πλακὰτ σὰν λάβαρο, πού ἦταν ζωγραφισμένος ὁ Χριστὸς μὲ φράκο καὶ ψηλὸ καπέλο! Στὰ πλάγια βάδιζαν κομσομόλοι μὲ ἀναμμένες δάδες. Ὅλη ἡ πόλη εἶχε σηκωθεῖ στὸ πόδι.
.              Πλῆθος ἄρχισε νὰ καταφθάνει στὸ θέατρο. Πάνω ἀπὸ τὴν κεντρικὴ εἴσοδό του ἔγραφε μὲ κόκκινα φωτεινὰ γράμματα:

Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΜΕ ΦΡΑΚΟ.

.              Στὴν μεγάλη αἴθουσα τὰ μεγάφωνα μετέδιδαν ραδιοφωνικὴ ὁμιλία ἀπὸ τὸ σταθμὸ τῆς Μόσχας μὲ θέμα: «Ὁ αἰσχρὸς ρόλος τοῦ χριστιανισμοῦ στὴν ἱστορία τῶν λαῶν».
.              Ὅταν σταμάτησαν τὰ μεγάφωνα, ἡ χορωδία τῶν κομσομόλων, μὲ συνοδεία ἀκορντεόν, ἄρχισε νὰ τραγουδάει:

Μ τν προσευχ δὲν βλέπω προκοπή.
Σβησμένο εναι τ χέρι μου.
Δὲν θέλω, χι, τν προφήτη λία!
Δστε μου τ φς το λία*!…
(*Ὑπονοοῦν τὸν Λένιν, τοῦ ὁποίου ὁ πατέρας λεγόταν Ἠλίας.)

 .              Τὸ πλῆθος ξέσπασε σὲ ἀλαλαγμούς, βρισιὲς καὶ χαχανητά. Ἔβαλαν τὰ χέρια στοὺς γοφούς, ἔτριξαν τὰ δόντια, βρυχήθηκαν:
— Κι ἄλλο, παιδιά! Πιὸ ἄγρια! Βαρᾶτε!…

… Τρες γρις ψωμολυσσιάρες
Δύο σαρακιασμένοι γέροι
δειο, δειο τ κκλησάκι
Δν μαζεύει πι πεντάρα!

— Πιὸ δυνατά! Δῶστε του! Πιὸ ζωντανά!

χ, αγουλάκι μου
δ
ν χεις τσουγκριστε
Μ πόσες θεϊκς κουταμάρες
 χουμε ποτιστε!…

— Πιὸ-δυ-να-τά! Καὶ-πιὸ-σκλη-ρά!

.              Πλησίαζαν μεσάνυχτα. Ἀπὸ τὴ μικρὴ ἐκκλησούλα, ποὺ ἦταν κοντὰ στὸ θέατρο, βγῆκαν οἱ πιστοὶ γιὰ τὴν τελετὴ τῆς Ἀναστάσεως. Σκοτάδι. Οἱ ἄνθρωποι δὲν ξεχωρίζουν — μονάχα οἱ φλογίτσες τῶν κεριῶν, ποὺ τρεμόπαιζαν καὶ προχωροῦσαν ἀργὰ-ἀργά.

«Τν νάστασίν σου, Χριστ Σωτήρ,
γγελοι μνοῦσιν ν ορανος…»

Σὰν εἶδαν τὴ λιτανεία οἱ κομσομόλοι, ξελαρυγγιάστηκαν στὰ γιουχαΐσματα καὶ τὰ σφυρίγματα. Τό ᾽στησαν πάλι στὸ τραγούδι:

Ἔ, σύ, μηλαράκι μου, κυλίσου
δρόμος εναι γλιστερς
Παράσυρε λους τοὺς γίους
Πάσχα τν κομσομόλων.

.              Οἱ φλόγες τῶν κεριῶν ἦταν τώρα ἀκίνητες μπροστὰ στὴν εἴσοδο τοῦ ναΐσκου. Ἀπὸ κεῖ ἦρθε ἡ ἀπόκριση στὸ τραγούδι τῶν κομσομόλων:

«Χριστς νέστη κ νεκρν
θανάτῳ θάνατον πατήσας
κα
τος ν τος μνήμασι
ζω
ν χαρισάμενος»!

.              Ἡ μεγάλη αἴθουσα τοῦ θεάτρου ἦταν γεμάτη κόσμο.
.              Ἡ παράσταση ἄρχισε…

.              Πράξη πρώτη:
.              Πάνω στὴ σκηνὴ εχαν ναπαραστήσει τ ερ νς ναο. Στν ποτιθέμενη γία τράπεζα βρίσκονταν μπουκάλια μ κρασ κα μεζέδες. λόγυρα, σ ψηλ καθίσματα — ατ πο χουν στ μπρ — ταν καθισμένοι ο θοποιοί, ντυμένοι μ ερατικ μφια. Τσούγκριζαν κα πιναν μ για ποτήρια. Κάποιος ἄλλος, μὲ διακονικὸ στιχάρι, ἔπαιζε φυσαρμόνικα. Στὸ πάτωμα κάθονταν σταυροπόδι μερικὲς τάχα καλόγριες κι ἔπαιζαν χαρτιά.
.              Οἱ θεατὲς ἔσκαγαν στὰ γέλια.
.              Κάποιος ζαλίστηκε. Τὴν ὥρα ποὺ τὸν ἔβγαζαν ἀπὸ τὴν αἴθουσα, βρυχιόταν σὰν θηρίο, γελώντας ἄγρια καὶ κουνώντας τὸ κεφάλι, μὰ ἔχοντας τὸ βλέμμα πάντα καρφωμένο στὴ σκηνή, οἱ παράξενοι μορφασμοὶ τοῦ χλωμοῦ προσώπου του προκάλεσαν περισσότερο γέλιο…
.              Στὸ διάλειμμα οἱ ὑπεύθυνοι τῆς παραστάσεως ἔλεγαν:
— Ὅσα εἴδατε εἶναι μόνο τὰ λουλούδια, καρποὶ θά ᾽ρθουν σὲ λίγο! Περιμένετε… Στὴ δεύτερη πράξη θὰ βγεῖ ὁ Ροστόβτσεφ, καὶ τότε πραγματικὰ θὰ τρελλαθεῖτε!…
.              Πράξη δεύτερη:
.              Ὁ διάσημος ἠθοποιὸς παρουσιάστηκε στὴ σκηνὴ κάτω ἀπὸ θύελλα ζητωκραυγῶν καὶ χειροκροτημάτων. Φοροῦσε μακρύ, λευκὸ χιτώνα καὶ στὰ χέρια του κρατοῦσε χρυσὸ Εὐαγγέλιο. Παρίστανε τὸν Χριστό.
.              Σύμφωνα μὲ τὸ ἔργο, ἔπρεπε νὰ διαβάσει δύο στίχους ­–μόνο δύο στίχους– ἀπὸ τοὺς Μακαρισμούς.
.              Πλησίασε ἀργά, μὲ ἱεροπρέπεια, σ’ ἕνα ἀναλόγιο καὶ ἀκούμπησε τὸ Εὐαγγέλιο. Μὲ τὴ βαθιά, κυματιστὴ φωνή του ἀναφώνησε:
— Πρόσχωμεν!
.              Στὴν αἴθουσα ξαφνικὰ βασίλεψε ἀπόλυτη σιωπή. Ὁ Ροστόβστεφ ἄνοιξε τὸ ἱερὸ βιβλίο καὶ ἄρχισε νὰ διαβάζει:

— Μακάριοι ο πτωχο τ πνεύματι, τι ατν στιν βασιλεία τν ορανν
Μακάριοι ο πενθοντες, τι ατο παρακληθήσονται…

.             Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἔπρεπε νὰ σταματήσει. Ἐδῶ ἀκριβῶς θὰ ἀπάγγελε ἕναν φοβερό, χλευαστικό, βλάσφημο μονόλογο, ποὺ θὰ τελείωνε μὲ τὴ φράση: “Φέρτε μου τὸ φράκο καὶ τὸ καπέλο!”
.              Δὲν ἔγινε ὅμως αὐτό!
.              Ὁ ἠθοποιὸς ἀπροσδόκητα σωπαίνει. Καὶ ἡ σιωπή του κρατάει τόσο πολύ, ποὺ ἀπὸ τὰ παρασκήνια ἀρχίζουν ν᾽ ἀνησυχοῦν. Τοῦ ὑπαγορεύουν τὰ λόγια ποὺ ἔπρεπε νὰ πεῖ, τοῦ κάνουν ἀπεγνωσμένα νοήματα… αὐτὸς ὅμως στέκεται σὰν μαρμαρωμένος. Δὲν ἀκούει, δὲν βλέπει, δὲν καταλαβαίνει τίποτα.
.              Τέλος, σὲ μία στιγμή, συνταράζεται ὁλόκληρος. Μὲ τρομαγμένο βλέμμα κοιτάζει τὸ ἀνοιχτὸ Εὐαγγέλιο. Τὰ χέρια του τραβᾶνε σπασμωδικὰ τὸ χιτώνα. Τὸ πρόσωπό του ἀλλοιώνεται. Στυλώνει τὰ μάτια στὸ βιβλίο καὶ ἀρχίζει πρῶτα νὰ ψιθυρίζει κι ἔπειτα νὰ διαβάζει ὅλο καὶ πιὸ δυνατά:
— Μακάριοι ο πεινντες κα διψντες τν δικαιοσύνην, τι ατο χορτασθήσονται. Μακάριοι ο λεήμονες, τι ατο λεηθήσονται…
.              Εἶναι ἀπίστευτο: Στὸ θέατρο, ποὺ πρὶν ἀπὸ λίγο τὸ δονοῦσαν οἱ βλαστήμιες καὶ οἱ ἐμπαιγμοί, ἐπικρατεῖ τώρα νεκρικὴ σιγή. Καὶ μέσα σ᾽ αὐτὴ τὴ σιγὴ κυκλοφοροῦν, σὰν τὶς πασχαλινὲς λαμπάδες ὁλόγυρα στὴν ἐκκλησία, τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ:
.              — Ὑμεῖς στε τ φς το κόσμου… γαπτε τος χθρος μν… προσεύχεσθε πρ τν πηρεαζόντων μς κα διωκόντων μς…
.              Ὁ Ροστόβτσεφ διάβασε ἀργὰ καὶ καθαρὰ ὁλόκληρο τὸ πέμπτο κεφάλαιο τοῦ κατὰ Ματθαῖον εὐαγγελίου, καὶ κανένας δὲν κουνήθηκε, κανένας δὲν διαμαρτυρήθηκε. Μήπως ἡ ἱερόσυλη μεταμόρφωση τοῦ ἠθοποιοῦ εἶχε ἀποκαταστήσει μπροστὰ στὰ μάτια τους –ὅπως, ἄλλωστε, καὶ στοῦ ἴδιου τὰ μάτια– τὴ γκρεμισμένη εἰκόνα τοῦ ζωντανοῦ Κυρίου;…
.              Στὰ παρασκήνια ἀκούγονταν δυνατοὶ ψιθυρισμοὶ καὶ νευρικοὶ βηματισμοί. Δὲν εἶναι δυνατόν! Θ’ ἀστειεύεται ὁ Ροστόβτσεφ! Κάποιο κόλπο σκαρώνει! Νά, τώρα, ὅπου νά ᾽ναι, μ’ ἕνα χτύπημα στὰ γόνατα, μὲ δύο του λέξεις, θὰ ξεσηκώσει τὸ κοινό! Θὰ τοὺς κάνει νὰ χτυπιοῦνται!…
.              Μὰ στὴ σκηνὴ ἔγινε κάτι ἀκόμα πιὸ ἀπροσδόκητο, ποὺ ἔκανε ἀργότερα ὁλόκληρη τὴ χώρα νὰ τὸ συζητάει: Ὁ Ροστόβτσεφ σχημάτισε μ’ εὐλαβικὴ ἐπιδεκτικότητα πάνω στὸ σῶμα του τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, καὶ εἶπε:
— Μνήσθητί μου, Κύριε, ταν λθης ν τ βασιλείᾳ σου!…
.              Κάτι ἀκόμα πῆγε νὰ πεῖ, ἀλλὰ τὴ στιγμὴ ἐκείνη κατέβασαν τὴν αὐλαία. Μετὰ ἀπὸ λίγα λεπτά, μία νευρικὴ φωνὴ ἀνακοίνωσε ἀπὸ τὰ μεγάφωνα:
— Λόγῳ ξαφνικῆς ἀσθένειας τοῦ συντρόφου Ροστόβτσεφ, ἡ σημερινὴ θεατρικὴ παράσταση ματαιώνεται!

ΠΗΓΗ: aganargyroi.gr (ἀπὸ proskinitis.blogspot.comiereasanatolikisekklisias.blogspot.comoodegr.com)
ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ-ΔΙΟΡΘΩΣΗ ΗΛ. ΚΕΙΜΕΝΟΥ, ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ: «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ»

ΠΗΓΗ: http://christianvivliografia.wordpress.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου