Περιµένοντας τόν Ἀναµενόµενο…
Πλάτων
Πλάτωνος, Ἀλκιβιάδης δεύτερος
(Ἀπόσπασµα ἀπό τό ἔξοχο βιβλίο «Ἰησοῦς Χριστός – ἡ προσδοκία τῶν ἐθνῶν» ποὺ ἀναλύει µέρος ἑνός διαλόγου τοῦ Πλάτωνος (400 χρόνια π.Χ) στό ὁποῖο ὁ Σωκράτης διαλέγεται µέ τόν Ἀλκιβιάδη ἐπί τοῦ θέµατος τῆς προσευχῆς. Εἶναι ἐντυπωσιακό νά παρατηρεῖ κανείς τώρα τό πῶς ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἑτοίµασε τήν ἀνθρωπότητα δηµιουργώντας τήν προσδοκία γιά τήν ἔλευση τοῦ Κυρίου).
Καταπληκτικὴ εἶναι καὶ ἡ στιχοµυθία µεταξὺ τοῦ Σωκράτη καὶ τοῦ Ἀλκιβιάδη στὸ ἔργο τοῦ Πλάτωνος «Ἀλκιβιάδης δεύτερος» (ΧΙΙΙ-ΧIV, 150D ἐξ.), τὸ ὁποῖο εἶναι ἀφιερωµένο στὸ θέµα τῆς προσευχῆς. Ἐδῶ ὁ Σωκράτης ἀναπτύσσει µεταξὺ ἄλλων καὶ τὶς ἑξῆς ἀλήθειες:
α) Ὅτι οἱ προσευχόµενοι δὲν γνωρίζουν ποιὸ εἶναι τὸ πραγµατικό τους συµφέρον, ὥστε νὰ τὸ ζητοῦν ἀπό τούς θεούς, γι’ αὐτὸ πολλὲς φορὲς ζητοῦν πράγµατα ποὺ δὲν τοὺς συµφέρουν, ὅπως π.χ. τὴν βλάβη τῶν ἄλλων
β) ὅτι ἡ προσευχὴ δὲν µπορεῖ νὰ εἶναι ἀποτελεσµατικὴ ἂν ἡ ὑλικὴ θυσία ποὺ προσφέρεται µαζὶ µ’ αὐτὴν δὲν προέρχεται ἀπὸ ψυχή εὐσεβῆ καὶ δίκαιη- «θὰ ἦταν φοβερὸ ἐὰν οἱ Θεοὶ ἀπέβλεπαν στὰ δῶρα καὶ τὶς θυσίες µας καὶ ὄχι στὴν ψυχή, ἐὰν δηλαδὴ εἶναι κάποιος ὅσιος καὶ δίκαιος»,
καὶ γ) γιὰ τοὺς λόγους αὐτοὺς ἡ ἐπικοινωνία µὲ τὸν Θεὸ διαµέσου τῆς προσευχῆς δὲν εἶναι τόσο εὔκολη ὅπως φαίνεται, δὲν εἶναι ἀπαλλαγµένη ἀπὸ σφάλµατα καὶ κινδύνους καὶ δὲν εἶναι πάντοτε ἀποτελεσµατική.
Ἀπὸ αὐτὰ ὁ Σωκράτης συµπεραίνει ὅτι τὸ µόνο ποὺ ἔχει νὰ κάνη ὁ ἄνθρωπος εἶναι νὰ περιµένη. µέχρις ὅτου φθάση ὁ καιρὸς νὰ διδαχθῆ ἀπὸ κάποιον πῶς πρέπει νὰ συµπεριφέρεται πρὸς τοὺς θεοὺς καὶ τοὺς ἀνθρώπους: «ἀναγκαῖον οὖν ἐστι περιµένειν. ἕως ἂν τις µάθῃ ὡς δεῖ πρὸς θεοὺς καὶ πρὸς ἀνθρώπους διακεῖσθαι».
Μετὰ τὴν διαπίστωσι αὐτὴ στὴν ὁποία κατέληξε ὁ Σωκράτης, ὁ Ἀλκιβιάδης τὸν ἐρωτᾶ: «Πότε οὖν παρέσται ὁ χρόνος οὗτος, ὦ Σώκρατες, καὶ τὶς ὁ παιδεύσων; ἥδιστα γὰρ ἂν µοι δοκῶ ἰδεῖν τοῦτον τὸν ἄνθρωπον τὶς ἐστιν», δηλαδή: «Πότε θὰ ἔλθη αὐτὴ ἡ ὥρα, ὦ Σωκράτη, καὶ ποιὸς θὰ µᾶς τὸ µάθη αὐτό; Μὲ πολὺ πόθο θὰ ἔβλεπα, νοµίζω, αὐτόν τὸν ἄνθρωπο, ποιὸς εἶναι». Στὴν ἐρώτησι αὐτὴ ὁ Σωκράτης ἀπαντᾶ ὅτι ὁ Ἀναµενόµενος εἶναι «οὗτος ὧ µέλει καὶ περί σοῦ», δηλαδὴ «αὐτὸς ποὺ φροντίζει (νοιάζεται) καὶ γιὰ σένα». Τὸν χαρακτηρίζει µάλιστα στὸ σηµεῖο αὐτὸ Θεάνθρωπο: «Θεὸν ἠδὲ (καί) ἄνδρα».
Ἡ φροντίδα γιὰ ὅλους τούς ἀνθρώπους εἶναι τὸ ἔργο τοῦ Ἀναµενόµενου Θεανθρώπου, ἀλλὰ γιὰ νὰ γνωρίση Αὐτὸν ὅποιος θέλει, πρέπει πρῶτα νὰ ἀφαιρέση ἀπὸ τὴν ψυχὴ του τὸ κάλυµµα, τὴν ὁµίχλη ποὺ τὸν ἐµποδίζει νὰ Τὸν δῆ. Σ’ αὐτὰ τὰ λόγια τοῦ Σωκράτη, ὁ Ἀλκιβιάδης ἀποκρίνεται: «Ἄς µοῦ ἀφαίρεση, ἐὰν θέλη, αὐτὸ τὸ κάλυµµα ἤ ὅ,τι ἄλλο, διότι ἐγὼ ἔχω ἀποφασίσει νὰ µὴν παραβῶ καµµία ἀπὸ τὶς προσταγὲς του, ὅποιος νὰ εἶναι αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος, ἐὰν πρόκειται νὰ γίνω καλλίτερος». Μὲ τὴν ὁµολογία αὐτὴ ὁ Ἀλκιβιάδης ἐκδηλώνει
α) τὸν πόθο του νὰ γίνη καλλίτερος,
β) τὴν πεποίθησι ὅτι αὐτὸ θὰ µπόρεση νὰ τὸ πραγµατοποίηση µόνον ὁ Ἀναµενόµενος Θεάνθρωπος,
γ) γι’ αὐτὸ καὶ εἶναι ἐσωτερικὰ προπαρασκευασµένος νὰ ἀποδεχθῆ πλήρως τὶς ἐντολὲς τοῦ Διδασκάλου αὐτοῦ.
Στὸ ἄκουσµα τῆς τριπλῆς αὐτῆς ὁµολογίας ὁ Σωκράτης ἐπαναλαµβάνει ὅτι ὁ Ἀναµενόµενος «ἔχει ἀξιοθαύµαστη προθυµία γιὰ σένα». Ἡ χρῆσι τοῦ ἐνεστῶτος «ἔχει» ἐδῶ δείχνει τὴν βεβαιότητα, τὸ θεωρεῖ τετελεσµένο, εἶναι προφητική: ἔχει ἀξιοθαύµαστη φροντίδα γιὰ τὸν Ἀλκιβιάδη καὶ γιὰ ὅλους τους ἀνθρώπους ὁ Ἀναµενόµενος ἀκόµη καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν ἐµφάνισί του στὸν κόσµο.
Αὐτὸ σηµαίνει – λέγει ὁ Ἀλκιβιάδης καὶ συµφωνεῖ ὁ Σωκράτης – ὅτι πρέπει νὰ ἀναβάλουµε τὴν προσφορὰ θυσίας «γιὰ τότε», µέχρι δηλαδὴ ὁ Ἀναµενόµενος νὰ µᾶς διδάξη πῶς πρέπει νὰ προσευχώµαστε καὶ νὰ προσφέρουµε θυσίες. Καὶ παρατηρεῖ συµπερασµατικὰ ὁ Ἀλκιβιάδης: «τοῖς θεοῖς δὲ καὶ στεφάνους καὶ τἄλλα πάντα νοµιζόµενα τότε δώσοµεν, ὅταν ἐκείνην τὴν ἡµέραν ἐλθοῦσαν ἴδω˙ ἤξει δ’ οὐ διὰ µακροῦ, τούτων θελόντων»- δηλαδὴ πρὸς τὸ παρὸν θὰ διακόψουµε τὴν λατρεία καὶ «θὰ προσφέρουµε στοὺς θεοὺς καὶ στεφάνια καὶ ὅλα τὰ ἄλλα, ὅταν δῶ νὰ ἔλθη ἐκείνη ἡ µέρα – καὶ δὲν θ’ ἀργήση νὰ ἔλθη, ἐὰν αὐτοί τὸ θέλουν». Δὲν φανερώνεται ὁ φωτισµὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος κι ἐδῶ ὅπως καὶ στὸν Ἀββακοὺµ ποὺ προφήτευσε «ἐὰν καθυστερήση, περίµενέ τον µὲ ὑποµονή, διότι θὰ ἔλθη σίγουρα καὶ δὲν θ’ ἀργήση» (β’ 3);
Στὸ τέλος δὲ τοῦ διαλόγου ὁ Σωκράτης λέγει ὅτι διατρέχουν περίοδο «κλύδωνος» (τρικυµίας).
Ἀπὸ τὸν διάλογο αὐτὸ προκύπτουν τὰ ἑξῆς συµπεράσµατα:
1) ὑπῆρχε ἔντονη ἡ προσδοκία ἑνὸς ξεχωριστοῦ στὴν δύναµι καὶ στὸν φωτισµὸ ἀνθρώπου, µὲ ἐντελῶς διαφορετικὲς ἰδιότητες, ποὺ θὰ ἔχη δικό του κῦρος καὶ θὰ εἶναι αὐθεντικὸς Παιδαγωγός· θὰ διδάξη τοὺς ἀνθρώπους ὅ,τι δὲν µποροῦσε νὰ τοὺς διδάξη κανεὶς µέχρι τότε. Θὰ τοὺς ἀπεκάλυπτε τὴν ἀληθινὴ Θρησκεία (πῶς πρέπει νὰ φερώµαστε στὸν Θεό) καὶ τὴν ἀληθινὴ Ἠθικὴ (πῶς πρέπει νὰ φερώµαστε στοὺς ἀνθρώπους),
2) ἡ ἔντονη αὐτή προσδοκία τοῦ ὑπερανθρώπου Διδασκάλου ὠφειλόταν στὴν συναίσθησι τοῦ ἀνθρώπου ὅτι βρίσκεται µέσα στὴν ζωὴ σὰν σὲ τρικυµισµένη θάλασσα, στὴν ὁποία ἐπικρατεῖ τέτοια ὁµίχλη ποὺ δὲν τὸν ἀφήνει νὰ δῆ τὴν ἀλήθεια – εἶναι ἕνα συναίσθηµα ἀνάλογο µὲ τοῦ µεγάλου Θεολόγου καὶ ἡσυχαστοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαµᾶ, ὁ ὁποῖος ἐναγωνίως ἀπευθυνόταν πρὸς τὸν Θεὸ µὲ τὰ λόγια «φώτισόν µου τὸ σκότος, φώτισόν µου τὸ σκότος» ἔχοντας βαθιὰ πιστέψει ὅτι µόνον Αὐτός, ἡ Πηγὴ τοῦ ἄκτιστου Φωτός, µπορεῖ νὰ διαλύση τὴν ὁµίχλη ποὺ ἐπικρατεῖ µέσα στὸν ἄνθρωπο,
3) ὅτι ὁ Ἀναµενόµενος ὅπου νὰ εἶναι θὰ ἔλθη – καὶ µέχρι τότε πρέπει νὰ µὴ συνεχίζεται ἡ λατρεία, ἀφοῦ δὲν τελεῖται σωστά, ἀλλὰ κάθε λατρευτικὴ ἐκδήλωσι νὰ ἀναβληθῆ µέχρι νὰ ἔλθη ὁ Προσδοκώµενος Ὑπεράνθρωπος Διδάσκαλος καὶ νὰ διαφώτιση τὸν ἄνθρωπο πῶς νὰ τελῆ τὴν ἀληθινὴ καὶ Θεοπρεπῆ λατρεία.
Τὴν ἴδια ἀνησυχία εἶχε καὶ ἡ «αἱρετική» Σαµαρεῖτις, ὅταν ἀπηύθηνε στὸν Κύριο τούς θαυµαστοὺς λόγους: «οἶδα ὅτι Μεσσίας ἔρχεται, ὁ λεγόµενος Χριστὸς. Ὅταν ἔλθῃ ἐκεῖνος, ἀναγγελεῖ ἡµῖν πάντα»(Ἰωαν. δ’ 25), ἀφοῦ προηγουµένως εἶχε προηγηθῆ ἡ ἐρώτησί της καὶ ἡ ἀπάντησί Του γιὰ τὴν ἀληθινὴ λατρεία. Καὶ στὸ τέλος τὴν τιµᾶ µὲ τὴν ἀποκάλυψι τῆς ταυτότητός Του, πρᾶγµα ποὺ συστηµατικὰ ἀπέφευγε νὰ τὸ κάνη ἄµεσα σὲ ἄλλες περιπτώσεις: «Λέγει αὐτῆ ὁ Ἰησοῦς, Ἐγώ εἰµι ὁ λαλῶν σοι» (Ἰωαν. δ’ 25).
Εὔλογα λοιπὸν ἀναφωνεῖ ὁ Κλήµης ὁ Ἀλεξανδρεὺς στοὺς Στρωµατεῖς (5, 13): «Δὲν εἶναι δυνατόν, νοµίζω, νὰ προαναγγελθῆ σαφέστερα ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες ὁ Σωτῆρας µας».
(Ἀπόσπασµα ἀπό τό ἔξοχο βιβλίο «Ἰησοῦς Χριστός – ἡ προσδοκία τῶν ἐθνῶν» ποὺ ἀναλύει µέρος ἑνός διαλόγου τοῦ Πλάτωνος (400 χρόνια π.Χ) στό ὁποῖο ὁ Σωκράτης διαλέγεται µέ τόν Ἀλκιβιάδη ἐπί τοῦ θέµατος τῆς προσευχῆς. Εἶναι ἐντυπωσιακό νά παρατηρεῖ κανείς τώρα τό πῶς ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἑτοίµασε τήν ἀνθρωπότητα δηµιουργώντας τήν προσδοκία γιά τήν ἔλευση τοῦ Κυρίου).
Καταπληκτικὴ εἶναι καὶ ἡ στιχοµυθία µεταξὺ τοῦ Σωκράτη καὶ τοῦ Ἀλκιβιάδη στὸ ἔργο τοῦ Πλάτωνος «Ἀλκιβιάδης δεύτερος» (ΧΙΙΙ-ΧIV, 150D ἐξ.), τὸ ὁποῖο εἶναι ἀφιερωµένο στὸ θέµα τῆς προσευχῆς. Ἐδῶ ὁ Σωκράτης ἀναπτύσσει µεταξὺ ἄλλων καὶ τὶς ἑξῆς ἀλήθειες:
α) Ὅτι οἱ προσευχόµενοι δὲν γνωρίζουν ποιὸ εἶναι τὸ πραγµατικό τους συµφέρον, ὥστε νὰ τὸ ζητοῦν ἀπό τούς θεούς, γι’ αὐτὸ πολλὲς φορὲς ζητοῦν πράγµατα ποὺ δὲν τοὺς συµφέρουν, ὅπως π.χ. τὴν βλάβη τῶν ἄλλων
β) ὅτι ἡ προσευχὴ δὲν µπορεῖ νὰ εἶναι ἀποτελεσµατικὴ ἂν ἡ ὑλικὴ θυσία ποὺ προσφέρεται µαζὶ µ’ αὐτὴν δὲν προέρχεται ἀπὸ ψυχή εὐσεβῆ καὶ δίκαιη- «θὰ ἦταν φοβερὸ ἐὰν οἱ Θεοὶ ἀπέβλεπαν στὰ δῶρα καὶ τὶς θυσίες µας καὶ ὄχι στὴν ψυχή, ἐὰν δηλαδὴ εἶναι κάποιος ὅσιος καὶ δίκαιος»,
καὶ γ) γιὰ τοὺς λόγους αὐτοὺς ἡ ἐπικοινωνία µὲ τὸν Θεὸ διαµέσου τῆς προσευχῆς δὲν εἶναι τόσο εὔκολη ὅπως φαίνεται, δὲν εἶναι ἀπαλλαγµένη ἀπὸ σφάλµατα καὶ κινδύνους καὶ δὲν εἶναι πάντοτε ἀποτελεσµατική.
Ἀπὸ αὐτὰ ὁ Σωκράτης συµπεραίνει ὅτι τὸ µόνο ποὺ ἔχει νὰ κάνη ὁ ἄνθρωπος εἶναι νὰ περιµένη. µέχρις ὅτου φθάση ὁ καιρὸς νὰ διδαχθῆ ἀπὸ κάποιον πῶς πρέπει νὰ συµπεριφέρεται πρὸς τοὺς θεοὺς καὶ τοὺς ἀνθρώπους: «ἀναγκαῖον οὖν ἐστι περιµένειν. ἕως ἂν τις µάθῃ ὡς δεῖ πρὸς θεοὺς καὶ πρὸς ἀνθρώπους διακεῖσθαι».
Μετὰ τὴν διαπίστωσι αὐτὴ στὴν ὁποία κατέληξε ὁ Σωκράτης, ὁ Ἀλκιβιάδης τὸν ἐρωτᾶ: «Πότε οὖν παρέσται ὁ χρόνος οὗτος, ὦ Σώκρατες, καὶ τὶς ὁ παιδεύσων; ἥδιστα γὰρ ἂν µοι δοκῶ ἰδεῖν τοῦτον τὸν ἄνθρωπον τὶς ἐστιν», δηλαδή: «Πότε θὰ ἔλθη αὐτὴ ἡ ὥρα, ὦ Σωκράτη, καὶ ποιὸς θὰ µᾶς τὸ µάθη αὐτό; Μὲ πολὺ πόθο θὰ ἔβλεπα, νοµίζω, αὐτόν τὸν ἄνθρωπο, ποιὸς εἶναι». Στὴν ἐρώτησι αὐτὴ ὁ Σωκράτης ἀπαντᾶ ὅτι ὁ Ἀναµενόµενος εἶναι «οὗτος ὧ µέλει καὶ περί σοῦ», δηλαδὴ «αὐτὸς ποὺ φροντίζει (νοιάζεται) καὶ γιὰ σένα». Τὸν χαρακτηρίζει µάλιστα στὸ σηµεῖο αὐτὸ Θεάνθρωπο: «Θεὸν ἠδὲ (καί) ἄνδρα».
Ἡ φροντίδα γιὰ ὅλους τούς ἀνθρώπους εἶναι τὸ ἔργο τοῦ Ἀναµενόµενου Θεανθρώπου, ἀλλὰ γιὰ νὰ γνωρίση Αὐτὸν ὅποιος θέλει, πρέπει πρῶτα νὰ ἀφαιρέση ἀπὸ τὴν ψυχὴ του τὸ κάλυµµα, τὴν ὁµίχλη ποὺ τὸν ἐµποδίζει νὰ Τὸν δῆ. Σ’ αὐτὰ τὰ λόγια τοῦ Σωκράτη, ὁ Ἀλκιβιάδης ἀποκρίνεται: «Ἄς µοῦ ἀφαίρεση, ἐὰν θέλη, αὐτὸ τὸ κάλυµµα ἤ ὅ,τι ἄλλο, διότι ἐγὼ ἔχω ἀποφασίσει νὰ µὴν παραβῶ καµµία ἀπὸ τὶς προσταγὲς του, ὅποιος νὰ εἶναι αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος, ἐὰν πρόκειται νὰ γίνω καλλίτερος». Μὲ τὴν ὁµολογία αὐτὴ ὁ Ἀλκιβιάδης ἐκδηλώνει
α) τὸν πόθο του νὰ γίνη καλλίτερος,
β) τὴν πεποίθησι ὅτι αὐτὸ θὰ µπόρεση νὰ τὸ πραγµατοποίηση µόνον ὁ Ἀναµενόµενος Θεάνθρωπος,
γ) γι’ αὐτὸ καὶ εἶναι ἐσωτερικὰ προπαρασκευασµένος νὰ ἀποδεχθῆ πλήρως τὶς ἐντολὲς τοῦ Διδασκάλου αὐτοῦ.
Στὸ ἄκουσµα τῆς τριπλῆς αὐτῆς ὁµολογίας ὁ Σωκράτης ἐπαναλαµβάνει ὅτι ὁ Ἀναµενόµενος «ἔχει ἀξιοθαύµαστη προθυµία γιὰ σένα». Ἡ χρῆσι τοῦ ἐνεστῶτος «ἔχει» ἐδῶ δείχνει τὴν βεβαιότητα, τὸ θεωρεῖ τετελεσµένο, εἶναι προφητική: ἔχει ἀξιοθαύµαστη φροντίδα γιὰ τὸν Ἀλκιβιάδη καὶ γιὰ ὅλους τους ἀνθρώπους ὁ Ἀναµενόµενος ἀκόµη καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν ἐµφάνισί του στὸν κόσµο.
Αὐτὸ σηµαίνει – λέγει ὁ Ἀλκιβιάδης καὶ συµφωνεῖ ὁ Σωκράτης – ὅτι πρέπει νὰ ἀναβάλουµε τὴν προσφορὰ θυσίας «γιὰ τότε», µέχρι δηλαδὴ ὁ Ἀναµενόµενος νὰ µᾶς διδάξη πῶς πρέπει νὰ προσευχώµαστε καὶ νὰ προσφέρουµε θυσίες. Καὶ παρατηρεῖ συµπερασµατικὰ ὁ Ἀλκιβιάδης: «τοῖς θεοῖς δὲ καὶ στεφάνους καὶ τἄλλα πάντα νοµιζόµενα τότε δώσοµεν, ὅταν ἐκείνην τὴν ἡµέραν ἐλθοῦσαν ἴδω˙ ἤξει δ’ οὐ διὰ µακροῦ, τούτων θελόντων»- δηλαδὴ πρὸς τὸ παρὸν θὰ διακόψουµε τὴν λατρεία καὶ «θὰ προσφέρουµε στοὺς θεοὺς καὶ στεφάνια καὶ ὅλα τὰ ἄλλα, ὅταν δῶ νὰ ἔλθη ἐκείνη ἡ µέρα – καὶ δὲν θ’ ἀργήση νὰ ἔλθη, ἐὰν αὐτοί τὸ θέλουν». Δὲν φανερώνεται ὁ φωτισµὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος κι ἐδῶ ὅπως καὶ στὸν Ἀββακοὺµ ποὺ προφήτευσε «ἐὰν καθυστερήση, περίµενέ τον µὲ ὑποµονή, διότι θὰ ἔλθη σίγουρα καὶ δὲν θ’ ἀργήση» (β’ 3);
Στὸ τέλος δὲ τοῦ διαλόγου ὁ Σωκράτης λέγει ὅτι διατρέχουν περίοδο «κλύδωνος» (τρικυµίας).
Ἀπὸ τὸν διάλογο αὐτὸ προκύπτουν τὰ ἑξῆς συµπεράσµατα:
1) ὑπῆρχε ἔντονη ἡ προσδοκία ἑνὸς ξεχωριστοῦ στὴν δύναµι καὶ στὸν φωτισµὸ ἀνθρώπου, µὲ ἐντελῶς διαφορετικὲς ἰδιότητες, ποὺ θὰ ἔχη δικό του κῦρος καὶ θὰ εἶναι αὐθεντικὸς Παιδαγωγός· θὰ διδάξη τοὺς ἀνθρώπους ὅ,τι δὲν µποροῦσε νὰ τοὺς διδάξη κανεὶς µέχρι τότε. Θὰ τοὺς ἀπεκάλυπτε τὴν ἀληθινὴ Θρησκεία (πῶς πρέπει νὰ φερώµαστε στὸν Θεό) καὶ τὴν ἀληθινὴ Ἠθικὴ (πῶς πρέπει νὰ φερώµαστε στοὺς ἀνθρώπους),
2) ἡ ἔντονη αὐτή προσδοκία τοῦ ὑπερανθρώπου Διδασκάλου ὠφειλόταν στὴν συναίσθησι τοῦ ἀνθρώπου ὅτι βρίσκεται µέσα στὴν ζωὴ σὰν σὲ τρικυµισµένη θάλασσα, στὴν ὁποία ἐπικρατεῖ τέτοια ὁµίχλη ποὺ δὲν τὸν ἀφήνει νὰ δῆ τὴν ἀλήθεια – εἶναι ἕνα συναίσθηµα ἀνάλογο µὲ τοῦ µεγάλου Θεολόγου καὶ ἡσυχαστοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαµᾶ, ὁ ὁποῖος ἐναγωνίως ἀπευθυνόταν πρὸς τὸν Θεὸ µὲ τὰ λόγια «φώτισόν µου τὸ σκότος, φώτισόν µου τὸ σκότος» ἔχοντας βαθιὰ πιστέψει ὅτι µόνον Αὐτός, ἡ Πηγὴ τοῦ ἄκτιστου Φωτός, µπορεῖ νὰ διαλύση τὴν ὁµίχλη ποὺ ἐπικρατεῖ µέσα στὸν ἄνθρωπο,
3) ὅτι ὁ Ἀναµενόµενος ὅπου νὰ εἶναι θὰ ἔλθη – καὶ µέχρι τότε πρέπει νὰ µὴ συνεχίζεται ἡ λατρεία, ἀφοῦ δὲν τελεῖται σωστά, ἀλλὰ κάθε λατρευτικὴ ἐκδήλωσι νὰ ἀναβληθῆ µέχρι νὰ ἔλθη ὁ Προσδοκώµενος Ὑπεράνθρωπος Διδάσκαλος καὶ νὰ διαφώτιση τὸν ἄνθρωπο πῶς νὰ τελῆ τὴν ἀληθινὴ καὶ Θεοπρεπῆ λατρεία.
Τὴν ἴδια ἀνησυχία εἶχε καὶ ἡ «αἱρετική» Σαµαρεῖτις, ὅταν ἀπηύθηνε στὸν Κύριο τούς θαυµαστοὺς λόγους: «οἶδα ὅτι Μεσσίας ἔρχεται, ὁ λεγόµενος Χριστὸς. Ὅταν ἔλθῃ ἐκεῖνος, ἀναγγελεῖ ἡµῖν πάντα»(Ἰωαν. δ’ 25), ἀφοῦ προηγουµένως εἶχε προηγηθῆ ἡ ἐρώτησί της καὶ ἡ ἀπάντησί Του γιὰ τὴν ἀληθινὴ λατρεία. Καὶ στὸ τέλος τὴν τιµᾶ µὲ τὴν ἀποκάλυψι τῆς ταυτότητός Του, πρᾶγµα ποὺ συστηµατικὰ ἀπέφευγε νὰ τὸ κάνη ἄµεσα σὲ ἄλλες περιπτώσεις: «Λέγει αὐτῆ ὁ Ἰησοῦς, Ἐγώ εἰµι ὁ λαλῶν σοι» (Ἰωαν. δ’ 25).
Εὔλογα λοιπὸν ἀναφωνεῖ ὁ Κλήµης ὁ Ἀλεξανδρεὺς στοὺς Στρωµατεῖς (5, 13): «Δὲν εἶναι δυνατόν, νοµίζω, νὰ προαναγγελθῆ σαφέστερα ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες ὁ Σωτῆρας µας».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου