Παρασκευή 11 Οκτωβρίου 2013


ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ  11  ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ  2013

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟΝ  ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ

ΤΟΥ  ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ  ΦΙΛΙΠΠΟΥ 

ΠΕΜΠΤΗΣ  Γ΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ  ΠΡΑΞΕΩΝ  

ΚΕΙΜΕΝΟΝ

Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, ῎Αγγελος Κυρίου ἐλάλησε πρὸς Φίλιππον λέγων· ἀνάστηθι καὶ πορεύου κατὰ μεσημβρίαν ἐπὶ τὴν ὁδὸν τὴν καταβαίνουσαν ἀπὸ ῾Ιερουσαλὴμ εἰς Γάζαν· αὕτη ἐστὶν ἔρημος. καὶ ἀναστὰς ἐπορεύθη. καὶ ἰδοὺ ἀνὴρ Αἰθίοψ εὐνοῦχος δυνάστης Κανδάκης τῆς βασιλίσσης Αἰθιόπων, ὃς ἦν ἐπὶ πάσης τῆς γάζης αὐτῆς, ὃς ἐληλύθει προσκυνήσων εἰς ῾Ιερουσαλήμ, ἦν τε ὑποστρέφων καὶ καθήμενος ἐπὶ τοῦ ἅρματος αὐτοῦ, καὶ ἀνεγίνωσκε τὸν προφήτην ῾Ησαΐαν. εἶπε δὲ τὸ Πνεῦμα τῷ Φιλίππῳ· πρόσελθε καὶ κολλήθητι τῷ ἅρματι τούτῳ. προσδραμὼν δὲ ὁ Φίλιππος ἤκουσεν αὐτοῦ ἀναγινώσκοντος τὸν προφήτην ῾Ησαΐαν, καὶ εἶπεν· ἆρά γε γινώσκεις ἃ ἀναγινώσκεις; ὁ δὲ εἶπε· πῶς γὰρ ἂν δυναίμην, ἐὰν μή τις ὁδηγήσῃ με; παρεκάλεσέ τε τὸν Φίλιππον ἀναβάντα καθίσαι σὺν αὐτῷ. ἡ δὲ περιοχὴ τῆς γραφῆς ἣν ἀνεγίνωσκεν ἦν αὕτη· ὡς πρόβατον ἐπὶ σφαγὴν ἤχθη· καὶ ὡς ἀμνὸς ἐναντίον τοῦ κείροντος αὐτὸν ἄφωνος, οὕτως οὐκ ἀνοίγει τὸ στόμα αὐτοῦ. ἐν τῇ ταπεινώσει αὐτοῦ ἡ κρίσις αὐτοῦ ἤρθη· τὴν δὲ γενεὰν αὐτοῦ τίς διηγήσεται; ὅτι αἴρεται ἀπὸ τῆς γῆς ἡ ζωὴ αὐτοῦ. ἀποκριθεὶς δὲ ὁ εὐνοῦχος τῷ Φιλίππῳ εἶπε· δέομαί σου, περὶ τίνος ὁ προφήτης λέγει τοῦτο; περὶ ἑαυτοῦ ἢ περὶ ἑτέρου τινός; ἀνοίξας δὲ ὁ Φίλιππος τὸ στόμα αὐτοῦ καὶ ἀρξάμενος ἀπὸ τῆς γραφῆς ταύτης εὐηγγελίσατο αὐτῷ τὸν ᾿Ιησοῦν. ὡς δὲ ἐπορεύοντο κατὰ τὴν ὁδόν, ἦλθον ἐπί τι ὕδωρ, καί φησιν ὁ εὐνοῦχος· ἰδοὺ ὕδωρ· τί κωλύει με βαπτισθῆναι; εἶπε δὲ ὁ Φίλιππος· εἰ πιστεύεις ἐξ ὅλης τῆς καρδίας, ἔξεστιν. ἀποκριθεὶς δὲ εἶπε· πιστεύω τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ εἶναι τὸν ᾿Ιησοῦν Χριστόν. καὶ ἐκέλευσε στῆναι τὸ ἅρμα, καὶ κατέβησαν ἀμφότεροι εἰς τὸ ὕδωρ, ὅ τε Φίλιππος καὶ ὁ εὐνοῦχος, καὶ ἐβάπτισεν αὐτόν. ὅτε δὲ ἀνέβησαν ἐκ τοῦ ὕδατος, Πνεῦμα Κυρίου ἥρπασε τὸν Φίλιππον, καὶ οὐκ εἶδεν αὐτὸν οὐκέτι ὁ εὐνοῦχος· ἐπορεύετο γὰρ τὴν ὁδὸν αὐτοῦ χαίρων.

ΕΡΜΗΝΕΙΑ
 
Κατά τάς ημέρας εκείνας, Άγγελος Κυρίου ελάλησε προς το Φίλιππο λέγοντας: «Σήκω και πήγαινε κατά το νότο, στην οδό που κατεβαίνει από την Ιερουσαλήμ στη Γάζα. αυτή είναι έρημη». Και αφού σηκώθηκε, πήγε. Και ιδού ένας άντρας Αιθίοπας, ευνούχος, ανώτατος αξιωματούχος της Κανδάκης, βασίλισσας των Αιθιόπων, ο οποίος ήταν υπεύθυνος πάνω σε όλο το θησαυροφυλάκιό της. Αυτός είχε έρθει να προσκυνήσει στην Ιερουσαλήμ, και επέστρεφε και καθόταν πάνω στο άρμα του και διάβαζε τον προφήτη Ησαΐα. Είπε λοιπόν το Πνεύμα στο Φίλιππο: «Πλησίασε και προσκολλήσου στο άρμα τούτο». Προσέτρεξε τότε ο Φίλιππος και τον άκουσε να διαβάζει τον προφήτη Ησαΐα και του είπε: «Άραγε καταλαβαίνεις αυτά που διαβάζεις;» Εκείνος είπε: «Πώς λοιπόν θα μπορούσα αν κάποιος δε με οδηγήσει;» Και παρακάλεσε το Φίλιππο να ανεβεί και να καθίσει μαζί του. Η περικοπή λοιπόν της Γραφής που διάβαζε ήταν αυτή: Σαν πρόβατο στη σφαγή οδηγήθηκε και σαν αμνός απέναντι σ’ αυτόν που τον κουρεύει άφωνος, έτσι δεν ανοίγει το στόμα του. Μέσα στην ταπείνωσή του αφαιρέθηκε η κατάκρισή του. Τη γενιά του ποιος θα διηγηθεί; Επειδή αφαιρείται από τη γη η ζωή του. Αποκρίθηκε τότε ο ευνούχος στο Φίλιππο και του είπε: «Σε παρακαλώ, πες μου, για ποιον ο προφήτης λέει αυτό; Για τον εαυτό του ή για κάποιον άλλο;» Άνοιξε τότε ο Φίλιππος το στόμα του και, αφού άρχισε από τη γραφή αυτή, του κήρυξε το ευαγγέλιο για τον Ιησού. Καθώς λοιπόν προχωρούσαν στο δρόμο, ήρθαν σε κάποιο μέρος με νερό, και λέει ο ευνούχος: «Ιδού νερό, τι με εμποδίζει να βαφτιστώ;» Είπε τότε ο Φίλιππος: «Αν πιστεύεις με όλη την καρδιά, επιτρέπεται». Αποκρίθηκε λοιπόν και είπε: «Πιστεύω πως ο Υιός του Θεού είναι ο Ιησούς Χριστός». Και διέταξε να σταθεί το άρμα και κατέβηκαν και οι δύο στο νερό, ο Φίλιππος και ο ευνούχος, και τον βάφτισε. Όταν λοιπόν ανέβηκαν από το νερό, Πνεύμα Κυρίου άρπαξε το Φίλιππο και δεν τον είδε πια ο ευνούχος, προχωρούσε μάλιστα στο δρόμο του χαίροντας. 



ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟΝ  ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ

ΤΗΣ  ΗΜΕΡΑΣ  

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ  Δ΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ  ΛΟΥΚΑ    

ΚΕΙΜΕΝΟΝ

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, προσελθόντες τῷ Ἰησοῦ οἱ δώδεκα μαθηταὶ αὐτοῦ, εἶπον αὐτῷ· ἀπόλυσον τὸν ὄχλον, ἵνα πορευθέντες εἰς τὰς κύκλῳ κώμας καὶ τοὺς ἀγροὺς καταλύσωσι καὶ εὕρωσιν ἐπισιτισμόν, ὅτι ὧδε ἐν ἐρήμῳ τόπῳ ἐσμέν. εἶπε δὲ πρὸς αὐτούς· δότε αὐτοῖς ὑμεῖς φαγεῖν. οἱ δὲ εἶπον· οὐκ εἰσὶν ἡμῖν πλεῖον ἢ πέντε ἄρτοι καὶ ἰχθύες δύο, εἰ μήτι πορευθέντες ἡμεῖς ἀγοράσωμεν εἰς πάντα τὸν λαὸν τοῦτον βρώματα· ἦσαν γὰρ ὡσεὶ ἄνδρες πεντακισχίλιοι. εἶπε δὲ πρὸς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ· κατακλίνατε αὐτοὺς κλισίας ἀνὰ πεντήκοντα. καὶ ἐποίησαν οὕτω καὶ ἀνέκλιναν ἅπαντας. λαβὼν δὲ τοὺς πέντε ἄρτους καὶ τοὺς δύο ἰχθύας, ἀναβλέψας εἰς τὸν οὐρανὸν εὐλόγησεν αὐτοὺς καὶ κατέκλασε, καὶ ἐδίδου τοῖς μαθηταῖς παραθεῖναι τῷ ὄχλῳ. καὶ ἔφαγον καὶ ἐχορτάσθησαν πάντες, καὶ ἤρθη τὸ περισσεῦσαν αὐτοῖς κλασμάτων κόφινοι δώδεκα. Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ εἶναι αὐτὸν προσευχόμενον καταμόνας, συνῆσαν αὐτῷ οἱ μαθηταί, καὶ ἐπηρώτησεν αὐτοὺς λέγων· τίνα με λέγουσιν οἱ ὄχλοι εἶναι; 

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

Εκείνο τον καιρό, πλησίασαν τον Ιησού οι δώδεκα μαθητές του και του είπαν: «Απόλυσε το πλήθος, για να πορευτούν στα γύρω χωριά και στους αγρούς και να έχουν κατάλυμα και να βρουν τρόφιμα, γιατί εδώ είμαστε σε έρημο τόπο». Είπε τότε προς αυτούς: «Δώστε τους εσείς να φάνε». Εκείνοι είπαν: «Δεν υπάρχουν σ’ εμάς περισσότερο από πέντε άρτους και δύο ψάρια, εκτός κι αν εμείς πορευτούμε να αγοράσουμε για όλο το λαό τούτο τροφές». Γιατί ήταν περίπου πέντε χιλιάδες άντρες. Είπε τότε προς τους μαθητές του: «Βάλτε τους να κατακλιθούν σε ομάδες περίπου ανά πενήντα». Και έκαναν έτσι και τους έβαλαν να κατακλιθούν όλους. Αφού έλαβε τότε τους πέντε άρτους και τα δύο ψάρια, σήκωσε πάνω το βλέμμα του στον ουρανό και τα ευλόγησε και τα κατάκοψε με τα χέρια και έδινε στους μαθητές να τα παραθέσουν στο πλήθος. Και έφαγαν και χόρτασαν όλοι, και σήκωσαν σε δώδεκα κοφίνια ό,τι περίσσεψε σ’ αυτούς από τα κομμάτια. Και συνέβηκε να είναι μαζί του και οι μαθητές, ενώ αυτός ήταν μόνος του και προσευχόταν. Και τους ρώτησε λέγοντας: «Ποιος με λένε τα πλήθη πως είμαι;»

 ΠΗΓΗ:  http://kainidiathiki.agiooros.org/
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου