ΞΕΡΙΖΩΜΟΣ
ΞΕΡΙΖΩΜΟΣ
Ιφιγένεια Χρυσοχόου
Απόσπασμα από το βιβλίο: Πυρπολημένη γη
Δ’ έκδοση Αναθεωρημένη ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ
Τα
σταφύλια απλωμένα στο σεργί άρχισαν να σταφιδιάζουν. Οι ρόγες, κάτω απ'
τον αυγουστιάτικο ήλιο, ζεστές, μαλακές, ολοένα ζάρωναν και ξάνθαιναν.
Η
Ιφιάνασσα σκαρφαλωμένη πάνω στη συκιά διαλέγει τα γινωμένα σύκα, τα
καθαρίζει βιαστικά, τα δαγκάνει λίγo και τα υπόλοιπα τα πετά. Ύστερα
κατεβαίνει απ' τη συκιά και σεργιανώντας, ανάμεσα στα δέντρα και στα
κλήματα, πάει στον κούλα.
Η
Ιφιάνασσα κοιτάει τα χέρια που ασταμάτητα δουλεύουν. «Τι γρήγορα που
πάνε τα χέρια της κόνα Αναστασίας! Και τι πολλοί φιδέδες που πέφτουν
απάνω στο κόσκινο!».
Πίσω
απ' το ντάμι η Ραλιά με τη Βασώ κάνανε μπουγάδα. Η Ραλιά ρίχνει με το
κουμάρι απ' το καζάνι απάνω στο μπουγαδοκόφινο με τ' ασπρόρουχα βραστό
νερό και με τ' αλουσόνερο, που τρέχει στη σκάφη, πλένει τα σκούρα. Η
Βασώ ξεπλένει, απλώνει και μαζεύει απ' τα σκοινιά τα στεγνά ρούχα. Ο
Αντών-νταής κουβαλάει με το κελετέρι σταφύλια για το γκιούμπαλι και για
το πετιμέζι. Όλα μαζί, λες και δε θα προφτάσουνε. Άλλες χρονιές, αυτές
οι δουλειές γίνονται το Σεπτέμβρη. Τώρα με τ' άσκημα νέα απ' το μέτωπο,
βάλθηκαν όλες οι νοικοκυρές να τελειώσουν μιαν ώρα αρχήτερα με τις
δουλειές. Να 'ναι έτοιμες. Δεν ξέρεις τι γίνεται.
Εκείνη την ώρα φάνηκε ο μπεξής. Το μούτρο του είναι αγριεμένο κι η ματιά του γιομάτη θολούρα.
—Τρέχει τίποτα, Αγγελή;
—Έσπασε το μέτωπο. Ο στρατός μας όπου φύγει φύγει! Τινάχτηκαν μονομιάς οι γυναίκες.
—Χωρατεύεις;
—Χωρατεύω; Τα τρένα φίσκα απ' το στρατό μας. Η Ανατολή αδειάζει.
—Παναγιά μου!...
—Κι ο άντρας μου ακόμα να φανεί απ' το Ουσάκ, βάζει τα κλάματα η Ελένη.
Πάνω στην ώρα ήρθανε ο Μήτσος, ο Ανανίας κι ο Κώστας ο Μπεζεστεντζής.
—Τι λέει ο μπεξής; ξεστόμισαν τα πανιασμένα χείλια.
—Αλήθεια
είναι. Τι κοιτάτε έτσι; Σήμερα στο παζάρι, κανένας ρωμιός δεν ήτανε.
Μονάχα Τούρκοι, όπως στον καιρό του Σεφέρ— Μπερλίκ. Το τσαρσί αδειάζει.
Ήρθαμε να σας πάρουμε.
—Κι η σταφίδα που 'ναι αμάζωτη; Κι η μπουγάδα που 'ναι στη μέση; παλάβωσε η Ελένη.
—Κι εγώ που 'μαι στο μήνα μου; λέει η Γιωργή.
—Κι εγώ που 'χω γιαπί; λέει η Σαμολαδάδαινα.
—Κι ο Θανάσης; Γιατί δε φάνηκε;
—Ο Θανάσης είναι στη Μαγνησία, στου Καρατζόπουλου. Έρχεται απόψε.
—Άντε, μπρος ετοιμαστείτε να φύγουμε.
—Εγώ δεν το κουνώ, κάνει η κόνα Αναστασία. Θα μείνω στον κούλα. Η κόρη μου ας φύγει.
—Μάνα,
ας τα λόγια. Ώσαμε το βράδυ πρέπει όλοι να 'μαστε στη Μαινεμένη, λέει ο
γιος της ο Κώστας. Ειδοποιείστε και τη Δέσποινα τ' Ανανία.
—Και τι θα κάνουμε στη Μαινεμένη;
—Αν αγριέψουν τα πράματα, θα τραβήξουμε για τη Σμύρνη.
—Και πού να μείνει τόσο βιος!
—Είπαμε, προσωρινά θα πάμε στη Σμύρνη. Στη Σμύρνη είν' ασφάλεια. Θα μείνουμε εκεί, ώσπου να περάσει η μπόρα.
Πριν
καλοβραδιάσει, άδειασαν οι κουλάδες. Η σταφίδα έμεινε απλωμένη στο
σεργί, πολλά ρούχα στο σκοινιά, τα σταφύλια στα κελετέρια κι όλες οι
δουλειές στη μέση.
Ώσαμε
τη νύχτα βροχή έρχονταν τα νέα στη Μαινεμένη. Τα τρένα κουβαλούν κόσμο
για τη Σμύρνη. Πολύ αργά ήρθε κι ο Χατζηνάσος. Όλοι ξεσηκωμένοι
πηγαινοέρχονται, ρωτάνε, μιλάνε. Κανείς δεν παίρνει απόφαση.
Η
Ιφιάνασσα, κουρασμένη απ' τις εντυπώσεις, τα τρεχάματα των μικρών και
των μεγάλων, τις ιστορίες που 'λεγε ο μπαμπάς για την οπισθοχώρηση του
στρατού, για το φευγιό του κόσμου, έπεσε σε ύπνο ταραγμένο.
Κι
ήρθε το όνειρο. Τρέχανε, λέει, κάτι λύκοι, Θεούλη μου! Τι άγριοι που
ήτανε! Όλοι τρέχανε κατά πάνω τους. Στο δρόμο τρώγανε τους χριστιανούς.
Ήρθανε και στ' αμπέλι τους και φάγανε τον μπεξή. Πήγαν να φάνε και τον
μπαμπά... Ξύπνησε τρομαγμένη. Ήτανε πια μέρα.
Μόλις άκουσε το όνειρο η μαμά, έδωσε την εξήγηση. «Οι λύκοι είναι Τούρκοι».
—Πες, πείραξαν τον μπαμπά σου; Του κάνανε κακό;
Η Ιφιάνασσα δε θυμόταν.
Η
μαμά το 'πε τ' όνειρο στις γειτόνισσες. Τ' άκουσαν οι φιλινάδες της
Ιφιάνασσας. Αυτή καμάρωνε που όλοι μιλούσαν για τ' όνειρό της. Και σαν
τη ρωτούσε και την ξαναρωτούσε η μαμά, αν πείραξαν οι Τούρκοι τον
μπαμπά; «Όχι», είπε και το πίστεψε κι η ίδια.
Απ' το πρωί της Τρίτης είχε πια παρθεί απ' τους πιο πολλούς η απόφαση. Θα φύγουνε.
Ολόκληρη
η Μαινεμένη ετοιμάζει τους μπόγους και γεμίζει ντέγκια. Μάζεψαν τ'
ασημικά, τα κεντήματα, τα σερβίτσια, τα καλά ρούχα. Τα χαλιά τα τύλιξαν
χώρια. «Να βάλουμε κι αυτό το μεταξωτό πάπλωμα που κέντησε η νενέ μου με
μαλαματένια κι ασημένια κλωστή». «Να πάρουμε τ' ασημένιο καντήλι με τα
σκαλίσματα που 'ναι αντίκα και που μου χάρισε στα βαφτίσια του γιου μου η
πεθερά μου». «Να μην ξεχάσουμε τ' ασημένιο σερβίτσιο του γλυκού».
Όλες
«να βάλουμε κι αυτό». «Να βάλουμε και τ' άλλο». Στο σπίτι του
Χατζηνάσου, γέμισαν εφτά ντέγκια που ήταν ασήκωτα, χώρια οι μποχτσάδες.
Ύστερα άρχισαν να τ' αδειάζουν. Να μπορεί να τα σηκώσει άνθρωπος.
Η
μέρα πέρασε, «κρύψε τούτο να μην το βρούνε». «Καταχώνιασε τ' άλλο να
μην το ανακαλύψουν». «Βάλε ναφθαλίνη στα μάλλινα». «Σκέπασε καλά τα
έπιπλα».
Οι
νοικοκυραίοι πηγαινοέρχονται στα μαγαζιά και στις δουλειές τους. Να
πάρουν τους παράδες απ' τους χοντζαρέδες. Να 'χουν μαζί τους τα
ντεφτέρια με τα βερεσέδια. Δεν ξέρεις τι γίνεται και πόσο θα βαστάξει
αυτό. Να τακτοποιήσουν τα πράματα, να βολέψουν, να κρύψουν.
Τα νέα έρχονται βροχή απ' το σταθμό. Άδειασε το Αφιόν Καρα-Χισάρ, το Ουσάκ. Το τελευταίο τρένο που πέρασε ήταν απ' τον Κασαμπά.
Από
νωρίς έκλεισε η φάμπρικα του Ηλιάδη. Στα πιο πολλά μαγαζιά μπήκαν
λουκέτα. Πολλοί στέκονται ακόμα μπροστά στις κλειδωμένες πόρτες. Ο
Χατζηαντωνίου, ο Παπαδημητρίου, τ' αδέρφια οι Ψευτογιατροί, ο Χατζίκος, ο
Βασιλάκης, οι Παλάδες. Οι επίτροποι μαζεύτηκαν στα γραφεία της
εκκλησιάς και δεν ξέρουν τι απόφαση να πάρουν.
Νωρίς
τ' απόγεμα ακούστηκαν στο τσαρσί πυροβολισμοί. Τρομοκρατήθηκαν όλοι.
Ένας ένας αρπάνε ό,τι μπορούν, και κουβαλιούνται στο σταθμό. Δεν
πρόφτασε να νυχτώσει κι η μισή Μαινεμένη είχε αδειάσει. Άλλοι τράβηξαν
με τα ζα, μ' αραμπάδες ίσια για τη Σμύρνη.
Οι
πιο πολλοί πέρασαν τη νύχτα στο σταθμό. Τα τρένα σφύριζαν και τρέχαν
δαιμονισμένα. Κανένα δε σταματούσε. Πήχτρα απάνω το στιβαγμένο
ανθρωπομάζωμα. Τα ξημερώματα δοκιμάζουν κάμποσοι να πάνε στα σπίτια
τους. Κάτι ξέχασαν. Κάτι θυμήθηκαν την τελευταία στιγμή. Ησυχία ακόμα
ήταν.
—Καλλιώ,
τρέχα στο σπίτι μια και πάει ο Στάθης. Πάρε το σίδερο. Δεν μπορεί να
βγαίνουμε κι ασιδέρωτοι. Τι; Όπως σε δουν σε γράφουν, λέει η κυρία Όλγα η
γιατρούδαινα, που όλη τη νύχτα την πέρασε ανακούρκουδα απάνω στους
μπόγους.
—Α, καλέ, δεν πήρα το γουνένιο μου παλτό. Κι έρχεται χειμώνας...
—Κουνήσου απ' τον τόπο σου, χριστιανή μου... Κατάρα δίνεις να ξεχειμωνιάσουμε μακριά απ' το σπίτι μας...
—Να πάω να φέρω το μύλο του καφέ. Η μάνα μου είναι ταιριακλού. Στιγμή δεν μπορεί να κάνει χωρίς καφέ. Και τον θέλει της ώρας.
—Λέω να πεταχτώ να δω το σπίτι μου. Θαρρώ πως δεν κλείδωσα καλά.
—Δε φάνηκε ακόμα η Μπεζεστεντζίνα!
—Φύγανε από χτες με αραμπά.
—Κι έλεγε ότι δε θα 'φευγε.
—Τα μάθατε, η Δεληδάκαινα αποφάσισε να μείνει.
—Ο
Γιαννακός ο Αραμπατζής πέρασε, λένε, απ' το νεκροταφείο του Άι
Κωνσταντίνου κι είπε: «Όχι, δε φεύγω. Εδώ είναι θαμμένοι οι παππουλήδες
μου. Εδώ θα μείνω κι εγώ».
—Ας κάνει παρέα με το ζουρλό τον Ξενοφών, που κοίταε χτες ξαφνιασμένος τα παιδιά, γιατί δεν του πετούσαν πέτρες.
—Με τα λόγια κοντεύουμε να μεσημεριαστούμε. Κι ούτε να φανεί άλλο τρένο...
—Μπας και δεν περάσει άλλο;
—Αμάν, μη λέτε τέτοια κουβέντα...
Σε λίγο ακούστηκε μακρινό σφύριγμα.
Μονομιάς τινάχτηκαν όλοι. Οι γυναίκες άρπαξαν τα μωρά και τους μπόγους. Οι άντρες χίμηξαν με τα ντέγκια.
Τι
παράξενο πράμα ήταν τούτο που ερχόταν! Έμοιαζε με ψόφια
σαρανταποδαρούσα που σάλευαν γύρω της χιλιάδες μερμήγκια. Κόσμος
σκαρφαλωμένος από πάνω, απ' τα πλάγια. Κόσμος που πατούσε μονάχα με το
'να πόδι στα σκαλοπάτια...
Απελπισία κυρίεψε όλους.
Το
βαρύ αγκομαχητό του τρένου έσμιξε με το θρήνο των γυναικών, τα κλάματα
των παιδιών, τις βλαστήμιες και τα σκουντήματα των αντρών.
—Γιάγκο, Γιάγκο!...
Ήταν ο γιος της Μπεζεστεντζίνας που πήδηξε απ' το τρένο. Η γυναίκα του η Νανώ με τα παιδιά τους βάζουν τα κλάματα.
—Τι θ' απογίνουμε, Γιάγκο; Πώς θα πάμε στη Σμύρνη;
—Τι περιμένετε; Η Μαγνησία καίγεται. Οι τσέτες κατεβαίνουν απ' τα γύρω χωριά...
—Δε θα 'ρτει άλλο τρένο;
—Θα 'ρτει. Όμως δεν ξέρουμε αν σταθεί. Ακόμα η Μαγνησία να φύγει.
—Τι θα κάνουμε;
—Θα πάμε με τα πόδια.
Τότε
οι πιο πολλοί σηκώθηκαν να φύγουν με τα πόδια. Μες σ’ εκείνη την
παραζάλη του ξεσηκωμού, ξέφυγε η Ιφιάνασσα. Κατάλαβε πια ότι κάτι το
πολύ σοβαρό γίνεται. Φεύγουν απ' την πατρίδα. Έτσι όπως διάβαζε στο
αναγνωσματάριο ο Κλήτος. Πριν φύγουν στην ξενιτιά, φιλούσαν το χώμα.
Μάλιστα, όταν έλεγε η Ιφιάνασσα εκείνο το ποίημα το «Ελληνικό χώμα»,
δάκρυζε η μαμά. Η Ιφιάνασσα νιώθει ότι μεγάλωσε πολύ. Ρίχνει μια ματιά
γύρω. Κανείς δεν την προσέχει. Γονατίζει και στηρίζει τα παλαμάκια της
πάνω στη γη. Ύστερα σκύβει και φιλάει το χώμα. Μονάχα που, με την
ανασαιμιά της, γιόμισαν χώματα τα ρουθούνια και τη γαργαλάνε. Η
Ιφιάνασσα δεν τα σκουπίζει. Αργά κι επίσημα γυρίζει στους δικούς της.
Εκεί τη βλέπουν η Κλήτε του Μαντζαβίνου κι η Ζαμφώ του Χατζηαντωνίου, τα
πιο όμορφα κορίτσια της Μαινεμένης. Γιατί την κοιτάζουν έτσι; Να πήραν
τάχα είδηση;
Ήρθε
ένα τρένο που σταμάτησε εκεί μπροστά τους. Δίχως να το καταλάβουνε,
βρέθηκαν όλοι μέσα. Εκείνο τράβηξε ίσια στη Σμύρνη, χωρίς να σταθεί
πουθενά. Πέρασαν απ' το Ολουτζάκ, το Εμιραλέμ, το Τσιλί. Έρημα όλα τα
χωριά. Μονάχα στο δρόμο, μια σειρά ατέλειωτη από ανθρώπους, αραμπάδες
και ζα τραβούσε πλάι στο τρένο. Μια σειρά που έφτανε ώσαμε τη Σμύρνη.
Εκεί, είδαν κάτι που δεν είχαν ξαναδεί. Χιλιάδες κόσμος κάθονταν όξω απ'
τη Σμύρνη. Αραμπάδες, καρότσες, γαϊδούρια, καμήλες, αλόγατα παντού
τριγύρω. Κι ανάμεσά τους αμέτρητοι άνθρωποι. Άλλοι κοιμούνται, άλλοι
κάθονται, άλλοι στέκονται, άλλοι κλαίνε. Τα μούτρα αγριεμένα. Τα κορμιά
τσακισμένα απ' την κούραση. Οι ψυχές ανταριασμένες.
«Πώς
κάθονται έτσι στο δρόμο; Κι αν βρέξει; Πού θα προφυλαχτούν;», ζαλίζεται
η Ιφιάνασσα. Α, αυτοί θα πάνε στη νενέ που 'χει όμορφο σπίτι...
Η
νενέ τούς περίμενε μ' αγωνία. Γιατί άργησαν; Πού 'ναι ο Μήτσος; Γιατί
δεν ήρθανε ακόμα απ' τη Μαγνησία ο αδερφός της ο Καρατζόπουλος με τη
γυναίκα του και το παιδί του;
Ούτε
την Πέμπτη φάνηκε ο Καρατζόπουλος. Τα ξημερώματα της Παρασκευής ήρθαν
με το τελευταίο τρένο. Η Αναστασία τους περίμενε στον Μπασμαχανέ.
—Γιατί αργήσατε;
—Από
χτες τ' απόγεμα ταξιδεύουμε. Ενενήντα βαγόνια γέμισαν. Πού να χωρέσουν
όλοι! Δυο μηχανές το σέρνανε. Πάλι καλά που μπόρεσε να μας κουβαλήσει
ώσαμε εδώ και δε μας άφησε στο δρόμο.
—Θα μείνετε σε μένα.
—Όχι, μας περιμένει ο Υπερείδης.
Γιομάτο
το σπίτι της νενές, της Αναστασίας, απάνω και κάτω. Η Ελένη, ο Θανάσης
και τα παιδιά μείνανε μαζί της στο απάνω πάτωμα. Οι άλλοι βολεύτηκαν στο
ισόγειο με τη θεία Χρύσα, το θείο Χρήστο και το Δημητράκη.
Όλοι ζουν με την αγωνία, τι θα γίνει. Ως πού θα πάει αυτό; Βγαίνουν κάθε τόσο έξω ν' αγοράσουν ψωμί, φαγώσιμα, ό,τι βρουν.
Το βράδυ της Παρασκευής ήρθε ο θείος Μήτσος.
—Πού ήσουνα; Τι έγινες; Γιατί δε φάνηκες από προχτές; ρωτάει μ' αγωνία ο μπαμπάς.
—Μένω με τον κουμπάρο μου, το ζαχαροπλάστη, που είναι Ιταλός υπήκοος.
—Έχεις κάνα νέο;
—Σκοτώσανε
μπροστά στο καμπαναριό το Γιαννακό τον Αραμπατζή. Πήρανε τη Σταματία
του Δεληδάκη. Πολλοί Μαινεμενλήδες μένουν στην Άγια Άννα, στο Κορδελιό.
Ψάχνουν να βρουν τους επιτρόπους. Ζητάνε εκδίκηση για το φόνο, τότε, του
καϊμακάμη. Άκουσα ότι πιάσαν πολλούς.
—Μήτσο, προφυλάξου, μην πιάσουν κι εσένα, τον παρακαλεί ο Θανάσης.
—Μπα, εγώ δεν έχω φόβο. Οι Τούρκοι μ' αγαπάνε. Πολλές φορές τους βοήθησα.
—Εμπιστοσύνη δεν μπορείς να 'χεις σε Τούρκο. Εδώ είναι Σμύρνη. Κίνδυνος δεν υπάρχει.
—Ξέρεις, σήμερα έφυγε ο στόλος. Έφυγε το Στρατηγείο. Έφυγε κι ο καταραμένος ο Στεργιάδης.
—Οι σύμμαχοι δεν αφήνουν να πειραχτεί η Σμύρνη. Εγώ γρήγορα θα ξανάρθω.
Κανείς δεν τον ξανάδε ποτέ πια το Μήτσο.
Το
πρωί το Σάββατο πήγε ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος και λειτούργησε στην
Άγια Φωτεινή. Πατείς με πατώ σε ο κόσμος μέσα κι όξω να τον δει, να τον
ακούσει. Ώσπου να φύγει ο κόσμος απ' τη λειτουργία, μπήκαν στη Σμύρνη οι
τσέτες με τον Κιόρ Πεχλιβάν.
Διπλοκλειδώθηκε
ο κόσμος στα σπίτια. Ο τρόμος σέρνεται στους δρόμους. Ο τρόμος
γρονθοκοπά τις καρδιές. Η αγωνία θέριεψε στις ψυχές. Οι μέρες περνούν
στη σκιά του χαμού και του θανάτου.
Ένα
πρωινό απανωτά χτυπήματα τράνταξαν την ξώπορτα. Κατέβασαν τα παιδιά
βιαστικά, απ' την πίσω σκάλα, στην αυλή. Ο μπαμπάς καθόταν στην τζαμαρία
και διάβαζε το Ευαγγέλιο. Τρέχει η νενέ, που ήξερε φαρσί τα τούρκικα,
κι άνοιξε την πόρτα. Χύθηκαν μέσα τρία αγριεμένα νταγκαλάκια. Της δίνουν
μια κοντακιά και την ξάπλωσαν κάτω.
—Παρά, παρά, φωνάζουν.
Τρέχει η μαμά κι η θεία Χρύσα, τους δίνουν παράδες. Τους δίνουν δαχτυλίδια, αλυσίδες ασημένιες.
Δεν
τους φτάνουν αυτά. Σπουν τα μπαούλα. Ξεκοιλιάζουν μπόγους, αρπάνε ό,τι
καλό βρουν. Μπαίνουν στην τζαμαρία. Βλέπουν τον μπαμπά να διαβάζει, με
σκυμμένο το κεφάλι. Του δίνουν μια με το ξίφος. Τα τζάμια έπεσαν θρύψαλα
στην αυλή.
Η Ιφιάνασσα κάτω ξεφωνίζει.
—Σκότωσαν
τον μπαμπά μου, σκότωσαν τον μπαμπά μου! Τρέχει απάνω. Ο μπαμπάς δεν
έπαθε τίποτα. Το ξίφος ούτε τον άγγιξε. Ξέφυγε και χτύπησε τα τζάμια. Η
μαμά πήγε κι αγκάλιασε τον Τούρκο. Τον παρακαλεί με κλάματα. Του δίνει
μια φούχτα παγκανότες. Έτσι έφυγαν όλοι. «Το Ευαγγέλιο που κρατούσα στα
χέρια και διάβαζα μ' έσωσε», σκέφτεται ο Θανάσης την ώρα που πήγε να
βοηθήσει την Ελένη και τη Χρύσα να σηκώσουν τη νενέ. Εκείνη τους κοιτά
με μάτι θαμπό, με χείλια πανιασμένα, χωρίς να μπορεί να σαλέψει. Τη
βάζουν απάνω στο κρεβάτι.
—Ένα γιατρό, ένα γιατρό, φωνάζει η μαμά.
Κανείς
δε μιλά. Πού και πού καμιά πιστολιά ακούεται απ' το δρόμο και κάνας
άγριος βόγκος, που κόβεται στη μέση. Κάθε τόσο μια άγρια φωνή και
βιαστικά βήματα.
—Ποιον γιατρό; Που θα τον βρεις; Ποιον να ζητήσεις; Και ποιος θα 'ρθει; λέει ο μπαμπάς. Δεν ακούτε; Έξω σκοτώνουν και σφάζουν...
Δυο
μέρες ακούνητη στο κρεβάτι η Αναστασία. Μόλις σαλεύουν τα χείλια για
λίγο νερό. Της είχε κατεβεί κόλπος. Ξαφνικά άρχισαν να χτυπάνε απανωτά
οι καμπάνες. Φωνές απ' το δρόμο, φασαρία, τρεχαλητά.
—Φωτιά, φωτιά...
—Φωτιά... Βοήθεια...
—Φωτιά, χριστιανοί, καιγόμαστε...
Άνοιξαν
την πόρτα. Η γειτονιά χυμένη έξω. Όλοι ρωτάνε μ' απόγνωση. Σε λίγο, λες
κι έγιναν οι δρόμοι ποτάμια από ανθρώπους που τρέχουν στη θάλασσα...
Τίποτα δεν μπορεί να τους σταματήσει. Ετοιμάστηκαν κι αυτοί να φύγουν.
Φέρνει ο ξάδερφος ο Λεωνίδας με τον Κλήτο έναν αραμπά που βρήκαν
παρατημένο στο δρόμο. Ανεβάζουν εκεί τη νενέ, φορτώνουν τα ντέγκια και
τους μπόγους, και ξεκινάνε για την παραλία. Ο Κλήτος κι ο Λεωνίδας
σέρναν τον αραμπά. Η μαμά βαστούσε το μωρό το Βασιλάκη. Ο μπαμπάς το
Λευτεράκη, και τ' άλλα παιδιά κρατιόνταν απ' τα χέρια.
Κοντεύοντας
στην παραλία, μπούκωσαν οι δρόμοι. Χιλιάδες κόσμος φορτωμένος με μωρά,
με μπόγους, με ντέγκια. Άρρωστοι, γέροι και παιδιά στους αραμπάδες. Κι η
φωτιά όλο και δυνάμωνε.
Κάποτε
το μπουλούκι των χριστιανών σταμάτησε. Ούτε μπρος, ούτε πίσω. Μπρος η
θάλασσα. Πίσω η φωτιά. Κι απ' τα πλάγια άλλα μπουλούκια. Και πίσω,
παντού οι Τούρκοι που χτυπούσαν, σκουντούσαν με όπλα, με σπαθιά. Κανείς
δεν μπορούσε πια να προχωρήσει. Σφηνώθηκαν εκεί, πλάι στη θάλασσα, ώσαμε
το πρωί. Τα παιδιά ξάπλωσαν κάτω απ' τον αραμπά.
Η
φωτιά χιμούσε στον ουρανό. Φώτιζε παράξενα τη νύχτα. Μαυροκόκκινες
φλόγες γλείφαν το στερέωμα, λες κι ήταν φαντάσματα που χόρευαν αλλόκοτα,
με μουσική τα ουρλιάσματα των Τούρκων, το θρήνο των χριστιανών, το
βόγκο των πληγωμένων, το τρίξιμο και το γδούπο των σπιτιών που
γκρεμίζονταν.
Το
πρωί τους βρήκε άλλο κακό. Οι Τούρκοι μάζευαν τους άντρες. Πού να
κρυφτεί τόσο αντρομάνι; Ζάρωναν τα παλικαράκια να φαίνονται παιδιά.
Καμπούριαζαν και γίνονταν κουβάρι οι μεγάλοι να δείχνουν γέροι. Άρπαζαν
τα όμορφα κορίτσια. Μονομιάς όλα φόρεσαν της νενές το φακιόλι να κρυφτεί
τ' όμορφο νεανικό μούτρο.
Μες
στο ξεδιάλεγμα και την ανεμομπουμπούλα, βρέθηκε ο Χατζηνάσος με την
οικογένειά του μαζί με άλλους σ’ ένα δρόμο της Πούντας. Σε λίγο είδαν
ένα σκοτωμένο. Ήταν μισοσκεπασμένος μ' ένα παλτό. Η Ιφιάνασσα πρώτη φορά
βλέπει σκοτωμένο. Κοιτάει τα γυμνά ξυλιασμένα πόδια με τα κιτρινιασμένα
νύχια, που εξείχαν απ' το παλτό. Δεν ήξερε, καθώς τον κοίταζε, πως απ'
εκείνη τη μέρα, μόλις θα 'βγαζε τα πόδια της όξω απ' το σκέπασμα, αμέσως
θα 'ρχόταν στο νου ο σκοτωμένος της Σμύρνης και τρομαγμένη θα τα
ξανατραβούσε μέσα.
Πιο
πέρα σμίξαν μ' άλλους κι άλλους, κι όλοι μαζί φτάσανε στο Πανιώνιο...
Εκεί μπήκαν μέσα στο νεκροταφείο. Η πρώτη δουλειά όλων ήταν ν' ανοίξουν
τα μνήματα. Να κρύψουν μέσα τους άντρες. Να μουντζουρώσουν τα κορίτσια.
Να τα ντύσουν γριές.
Πάει
η Ελένη να ξεσκεπάσει τη μητέρα της, βλέπει ότι ήταν πεθαμένη. Μάνι
μάνι άνοιξαν ένα μνήμα να τη θάψουν. Βρέθηκε κι ένας παπάς.
—Τύχη
που είχε η γριά! Τη διάβασαν κιόλας! Κάνει ένας Αρμένης, που είχε
κρυφτεί στον πλαϊνό τάφο. Αλί σε μας, που θα πάμε αδιάβαστοι...
Δυο μέρες έμειναν στο νεκροταφείο.
Τα μαντάτα έρχονταν απανωτά.
—Οι Τούρκοι σφάζουν, κρεμούν, σκοτώνουν.
—Το Χρυσόστομο τον σέρνανε στα σοκάκια και σιγά σιγά τον κόβανε κομμάτια κομμάτια. Μαρτύρησε ο Μητροπολίτης μας. Άγιασε.
—Οι σύμμαχοι δε βοηθούν...
—Βαπόρια φορτώνουν κόσμο για την Ελλάδα. Όποιος προφτάσει και μπει...
—Η φωτιά τίποτα δεν άφησε όρθιο. Από τέσσερα μέρη η φωτιά...
—Η φωτιά κι οι λεηλασίες φάγανε τη Σμύρνη.
—Πάει πια, πέθανε η Σμύρνη.
—Μου 'ρχεται στο νου το γνωμικό που λέει:
«Η Πόλη αν καεί, η Σμύρνη κάνει Πόλη.
Η Σμύρνη αν καεί, Σμύρνη δεν κάνει η Πόλη».
Η Σμύρνη αν καεί, Σμύρνη δεν κάνει η Πόλη».
—Τώρα που κάηκε, κανείς πια δεν μπορεί να την αναστήσει.
—Ας γλιτώσει ο κοσμάκης και πάλι θα ξαναγίνει. Η Σμύρνη θα ξανακάνει τη Σμύρνη.
Τρεις
μέρες στο νεκροταφείο. Η πείνα άρχισε να τους παιδεύει. Κανείς δεν
παίρνει απόφαση. Κι όλο έρχονται και καινούργιοι. Να κουνηθούν δεν
μπορούν πια.
Ένας παραγιός, πώς και βρήκε το Χατζηνάσο.
—Αφεντικό, έφερα ψωμί και κασκαβάλι. Ήταν ο Πανάνης.
—Ποιος σου είπε; Πού ήξερες ότι είμαστε εδώ;
—Σας είδε από μακριά ο αδερφός μου. Μ' έστειλε να σας πάρω. Έχουμε δικό μας φούρνο στο Νταραγάτσι, ελάτε.
Σηκώθηκε όλη η οικογένεια και πήγε στο Νταραγάτσι. Εκεί πλύθηκαν, άλλαξαν, έφαγαν ψωμί και φαΐ μαγειρεμένο.
—Δεν ξεχνάμε, αφεντικό, που μας βοήθησες ν' ανοίξουμε το φούρνο. Τι γίνεται ο κύριος Μήτσος;
—Πριν απ' τη φωτιά έχω να τον δω. Εσείς δεν ακούσατε τίποτα;
—Όχι,
μονάχα για τους Μαινεμενλήδες μάθαμε. Πιάσανε καμιά δεκαπενταριά, όσους
βρήκαν και τους σκότωσαν, επειδή σκοτώσανε τότε τον καϊμακάμη.
—Έμαθες ποιους σκότωσαν;
—Τον
Ανανία τον πιάσαν αμέσως στο Κορδελιό. Εκεί τον κρέμασαν. Το Νικολάκη
το Σαραφείδη, τον Αλέκο τον Αλεξίου, το Σπύρο και το Στέλιο Παλά, το
Νίκο τον Ατζεμιδάκη, τον Αυγεράκογλου και δεν ξέρω ποιους άλλους.
Δάκρυσες, αφεντικό. Ποιος να το περίμενε...
—Εσύ τι θα κάνεις. Βλέπω δουλεύεις. Τι σκοπό έχεις;
—Λέω να μείνω αφεντικό. Μπόρα είναι και θα περάσει. Τώρα που έχω δουλειά δικιά μου, να την αφήσω; Εσύ τι σκέφτεσαι;
—Εγώ;... Μόλις μπορέσουμε, θα φύγουμε.
Σε
μια βδομάδα ξεσηκώθηκε πάλι ολόκληρη η οικογένεια, μ' απόφαση να
φτάσουν στα βαπόρια. Ο μπαμπάς ντύθηκε γυναίκα. Ο Κλήτος έβαλε πολύ
κοντά πανταλόνια κι όλο καμπούριαζε να φαίνεται πιο μικρός. Πήραν μαζί
τους μονάχα όσους μπόγους μπορούσαν. Όλα τ' άλλα έμειναν.
Μόλις κάνουν να προχωρήσουν λίγο, τους σταματούν οι Τούρκοι. Η μαμά είχε μαζί της παράδες και κάθε φορά τους έβαζε στο χέρι.
Δώσε
εδώ, δώσε εκεί, κόντευαν να τελειώσουν οι παράδες. Σε λίγο τους κόβουν
το δρόμο άλλοι Τούρκοι. Αυτοί είναι ζόρικοι. Ζητάνε κι άλλα. Τους χώνει
δυο χρυσές στο χέρι η μαμά. Δε φτάνουν. Αγριεύουν. Ο Κλήτος ζαρώνει πιο
πολύ. Ο μπαμπάς, μες στα γυναικεία ρούχα, τυλίγει πιο πολύ το φακιόλι
στο κεφάλι. Σφίγγει πιο πολύ το Λευτεράκη στην αγκαλιά του. Αρπάει ένας
Τούρκος τον μπόγο με τ' ασημένιο σερβίτσιο απ' το χέρι του Κλήτου.
Χύθηκαν τα κουταλάκια και τα πηρουνάκια του γλυκού κάτω. Κατρακυλούσαν
οι κούπες του γλυκού στο ντουσεμέ. Ντιντίνισαν ο δίσκος και τα ζάρφια.
Αφού τους πήραν ό,τι είχαν, τους ανάγκασαν, με κοντακιές και χτυπήματα,
ν' αλλάξουν δρόμο κατά τον Άι Κωνσταντίνο. Σαν προχώρησαν λίγο,
σκόνταψαν σ’ ένα μπουλούκι τούρκικο που έσερνε κοπέλες κι άντρες. Ύστερα
ήρθαν κι άλλοι Τούρκοι κι άλλοι, που σπρώχνουν προς το μέρος τους
γυναικόπαιδα... Σπρώξε απ' εδώ, σπρώξε απ' εκεί, καρφώθηκαν στη μέση οι
χριστιανοί. Τώρα χτυπάνε από παντού. Σαν είδε μια γυναίκα να σκοτώνουν
μπροστά της την γκαστρωμένη κόρη της, άρπαξε το χέρι του Τούρκου. Θεριό
έγινε εκείνος. Δίνει μια στη γυναίκα και την ξαπλώνει κάτω. Αυτό λες κι
ήταν σύνθημα. Αμέσως αρχίζει σφαγή. Η Ιφιάνασσα κι οι δικοί της
βρίσκονται πιο άκρη, κοντά στο δρόμο. Μες στο μακελειό, τα κλάματα, τα
ξεφωνητά, ξέφυγαν απ' τους Τούρκους. Τρέχοντας σαν παλαβοί φτάσανε στο
«Και». Εκεί έσμιξαν με τον κόσμο. Όλοι σπρώχνουν και σπρώχνονται για την
αποβάθρα όπου είναι αραγμένα τα πλοία. Απ' την εξάντληση και το
συνωστισμό, κάθε τόσο κι αφήνουν όλοι από κανένα μπόγο. Όλα τα πολύτιμα
και τ' ακριβά της Μικρασίας ήταν σκορπισμένα στην προκυμαία της Σμύρνης.
Κανείς για τίποτα δε νοιάζεται. Μονάχα, πώς να φτάσουν στο καράβι.
«Παναγιά μου, βοήθησε να σωθούμε, και ζητιάνοι ας γυρίζουμε σ’ όλη μας
τη ζωή». «Χριστέ μου, δώσε να φτάσουμε στην Ελλάδα, κι όρκο δίνω σε
μοναστήρι να κλειστώ». «Άι Λευτέρη μου, λευτέρωσέ μας, και τάμα κάνω
ξυπόλυτη να 'ρχομαι στην εκκλησιά σου, να σου ανάβω το καντήλι».
Ακόμα λίγο και κόντευαν.
Στα
πλάγια η θάλασσα λερωμένη, και τα πτώματα τουμπανιασμένα
χτυπολογιούνται αναμεταξύ τους. Αλίμονο, αν παραπατήσει κανείς. Δε θα
σηκωθεί. Αλίμονο, αν πέσει κανείς στη θάλασσα. Εκεί θα μείνει.
Κάποια
στιγμή σταμάτησαν. Φόρτωσε το βαπόρι κι έφυγε. Τώρα περιμένουν τ' άλλο.
Ώρες περνούν... Η Ελένη μετράει και ξαναμετράει τα παιδιά. Μη χαθεί
κανένα... Όλα κρατιούνται σφιχτά απ' το φουστάνι της κι απ' τα χέρια
τους. Κοιτάει τον άγνωστο κακοπαθιασμένο κόσμο. «Τι να 'γινε η
Ευαγγελία;» σκέφτεται. «Ο Λεωνίδας, που πήγε να τη βρει, τη βρήκε άραγε;
Πού να βρίσκονται η Χρύσα, ο Καρατζόπουλος, η Δέσποινα, τ' ανίψια της;
Τι έγινε με το Μήτσο;». Η Βασώ, είπε, θα πήγαινε σε μια φιλινάδα της
Εβραίισσα. Πού να 'ναι τώρα;
Με
το τελευταίο σπρώξιμο, βρέθηκαν πια στο καράβι, ξεσκισμένοι,
καταματωμένοι, ξεμαλλιασμένοι. Ούτ' ένα μπογαλάκι μαζί τους... Κι οι πιο
πολλοί άντρες να λείπουν...
Και
σαν ξεκίνησε το καράβι, και σιγουρεύτηκε η ψυχή, και ξελαγάρισε το
μυαλό, τότε, απ' τ' ανθρώπινα ρημάδια, που ξεριζώνοτναν απ' τον τόπο
τους, ένα ουρλιαχτό άρχισε να βγαίνει και να σκίζει τον αγέρα. Ένα
ουρλιαχτό που 'γινε θρήνος και μοιρολόι για τους άντρες, που έμειναν στα
χώματά τους, και που ίσως ποτέ δε θα ξανάβλεπαν πια.
Πηγή φωτογραφίας: http://gym-kassiop.ker.sch.gr/ergasies/rempet.php
Ἀντιαιρετικὸν Ἐγκόλπιον www.egolpion.com
28 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2012
Read more: http://www.egolpion.com/xerizomos.el.aspx#ixzz2e1KXzyTq
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου