ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΕΣ ΚΑΙ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΕΣ
ΚΑΙ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ
ΜΙΧΑΗΛ ΗΛ. ΝΤΑΣΚΑΓΙΑΝΝΗΣ
Οι Έλληνες κομμουνιστές
αντιτάχθηκαν εξ’ αρχής στη
Μικρασιατική εκστρατεία και
με τις μικρές τους δυνάμεις
προσπάθησαν, με κάθε
μέσο, να υπονομεύσουν την
πολεμική προσπάθεια του
ελληνικού κράτους, γιατί η
νεαρή τότε Σοβιετική Ένωση
είχε συμμαχήσει με τον Κεμάλ.
Σε
μια ιστορική περίοδο, που οι Έλληνες της Ανατολής αλλά και άλλες
εθνικές μειονότητες διεκδικούσαν το δικαίωμά τους για δημιουργία εθνικής
εστίας το Κομμουνιστικό Κόμμα επέμεινε στη διατήρηση του δόγματος της
ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο Μικρασιατικός και Θρακικός
ελληνισμός που υφίστατο γενοκτονία από τους Οθωμανούς αντιμετωπίστηκε
από τους κομμουνιστές ως ένας απόμακρος χώρος, όπου ο ελληνικός στρατός
εστάλη για να υπερασπίσει τα συμφέροντα των ιμπεριαλιστών.
Οι
ιστορικοί του ΚΚΕ θεωρούν ως αρχή της ίδρυσης του Κόμματος το Α'
ιδρυτικό συνέδριο του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδας (ΣΕΚΕ),
που εγίνετο Νοέμβριο (4/17- 10/23) του 1918, στον Πειραιά. Το συνέδριο
αυτό, μεταξύ των άλλων, έστειλε χαιρετισμό «προς την ρωσική επανάσταση»
και διαμαρτυρία «δια την μελετωμένην επέμβασιν των αγγλογάλλων». Το
ΚΚΕ, διαχρονικά, απέρριπτε τη «Μεγάλη Ιδέα», την οποία θεωρούσε ως την
κύρια αιτία για την καθυστέρηση και ανάπτυξη της
μαρξιστικής-λενινιστικής σκέψης στην Ελλάδα, γιατί «είχε πιάσει
τόσο βαθιά, είχε σκοτίσει τόσο πολύ τα μυαλά του λαού, ώστε κυριαρχούσε
απόλυτα στην πνευματική μας ζωή και το ιδεολογικό εποικοδόμημά μας και
έπνιγε ασφυχτικά κάθε ιδεολογική εκδήλωση, που ζητούσε να ξεφύγει απ'
το μονοπώλιο και την κηδεμονία της». Ο «Ριζοσπάστης» της εποχής έγραφε ότι με τη «Μεγάλη Ιδέα» επιχειρείται ο επικίνδυνος αποπροσανατολισμός του λαού.
Το
ΣΕΚΕ καταδίκαζε τη Μικρασιατική εκστρατεία ως τυχοδιωκτική (!) και τον
πόλεμο ως επεκτατικό (!). Αρκετές δεκαετίες αργότερα, το ΚΚΕ διαχώρισε
«την αστικοδημοκρατική ιδέα της δημιουργίας της "Μεγάλης Ελλάδας"
με την ιδέα της ολοκληρωτικής απελευθέρωσης των υπόδουλων περιοχών, που
γύρευαν παλιά οι αστοί δημοκράτες και η οποία βασιζόταν στην οργάνωση
του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα»: «Τότε επρόκειτο για ελληνικά εδάφη» (προφανώς εννοεί τους Βαλκανικούς πολέμους, αν και δεν το διευκρινίζει ρητά), ενώ «τώρα αφορούσε την επέκταση σε βάρος ξένων χωρών», που απαιτούσε «την ενεργό συμμετοχή της Ελλάδας στους ιμπεριαλιστικούς τυχοδιωκτισμούς των μεγάλων δυνάμεων».
Λίγες μέρες πριν την είσοδο των ελληνικών στρατευμάτων στη Σμύρνη, την Πρωτομαγιά του 1919, η κυβέρνηση απαγόρευσε στο ΣΕΚΕ «να εορτάση εις την έδραν του (Αθήνα) την 1ην
Μαΐου, να οργανώση παρέλασιν διά της πόλεως... ακόμη να συνέλθη και εις
αυτά τα γραφεία του, τα οποία απεκλείσθησαν διά μυδραλιοβόλων», όπως ανέφερε σε σχετική ανακοίνωσή του.
Το
Σεπτέμβριο του 1920, το ΣΕΚΕ στην προκήρυξή του προς τους εργάτες και
τους χωρικούς της Ελλάδας καταδίκαζε τη Συνθήκη των Σεβρών και τις
αλυτρωτικές επιδιώξεις της ελληνικής κυβέρνησης: «Έχει συμφέρον (η
κυβερνώσα αστική τάξις) να εξαπατήση και πάλιν τας εργαζομένας τάξεις
της χώρας, με το πρόσχημα μιας δήθεν οριστικής ειρήνης, με το επιχείρημα
του «διπλασιασμού της πατρίδος» και της απελευθερώσεως των
«υποδούλων αδερφών»... Έχει τέλος συμφέρον (να εξαπατήση) διά να
αποτρέψη την προσοχήν του λαού από την αθλιότητα που τον μαστίζει και να
απομακρύνη την σκέψιν του από τους νέους πολέμους που παρασκευάζει...
Το Κόμμα μας έχει την υποχρέωσιν να αποκαλύψη... ότι ο πόλεμος δεν
ετελείωσεν. Απλώς διά της ειρήνης ταύτης ετέθησαν οι βάσεις των πολέμων
της αύριον». Συνεχίζοντας, το ΣΕΚΕ ανέλυε τον «ταξικό», σύμφωνα με τις ιδεοληψίες του, χαρακτήρα του πολέμου και υποστήριζε ότι το «μεγάλωμά
της (της Ελλάδας), διά το οποίον πανηγυρίζουν (οι αστοί), είναι η
επέκτασις των ορίων της εκμεταλλεύσεώς των... Η ελευθερία την οποίαν
καυχώνται ότι πραγματοποιεί η ειρήνη είναι πραγματικώς η πολιτική και
οικονομική υποδούλωσις της χώρας μας εις τας μεγάλας κεφαλαιοκρατικός
δυνάμεις της Δύσεως... αι οποίαι (δυνάμεις) την εμεγάλωσαν (την Ελλάδα)
διά να την χρησιμοποιήσουν στρατιωτικώς όπου τα συμφέροντά των
κινδυνεύουν». Και κατέληγε στην προκήρυξή του: «Κάτω η
επιστράτευσις και κάθε άλλος εκβιασμός του λαού διά νέους πολέμους.
Ζήτω η ειρήνη μεταξύ όλων των λαών της Ανατολής και όλου του κόσμου».
Υπό
την καθοδήγηση του ΣΕΚΕ συγκροτήθηκε στο Μικρασιατικό μέτωπο Κεντρική
Εκτελεστική Επιτροπή των κομμουνιστών στρατιωτών, για να συντονίζει την
αντιπολεμική δραστηριότητα του κόμματος μέσα στο στρατό που βρισκόταν
στη Μικρά Ασία. Είχε, ήδη, προηγηθεί έκκληση της Βαλκανικής
Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας - η οποία βρισκόταν υπό βουλγαρικό έλεγχο
και προπαγάνδιζε την σλαβική εθνική ιδέα - προς τους κομμουνιστές
στρατιώτες να αντισταθούν στην εκστρατεία.
Στόχος της Επιτροπής ήταν «να
διαφωτίζει τους στρατιώτες του μετώπου, να απαντά στις όποιες πράξεις,
ανοχές ή και σκόπιμες παραλείψεις της στρατιωτικής και πολιτικής
ηγεσίας». Τα μηνύματά της ήταν ηττοπαθή και πολύ σκληρά απέναντι
στην πολιτική και στρατιωτική ηγεσία και με τις μικρές της δυνάμεις
προσπαθούσε να βλάψει και να υπονομεύσει την πολεμική προσπάθεια. Σε
προεκλογική ανακοίνωσή της, με τίτλο «Η φωνή των στρατιωτών του
Μετώπου» (δημοσιευμένο στην εφημερίδα «Εργατικός Αγών», 20/9/1920),
αμφισβητούσε την τωρινή «αστική και καπιταλιστική Πατρίδα» και
την αντιπαρέβαλε με την Πατρίδα, που θα διαμορφώνονταν στα πλαίσια της
σοσιαλιστικής κοινωνίας και για την οποία μόνο θα πολεμούσαν: «...Δεν
μπορείτε να 'χετε σεις πατρίδα ούτε ιδανικά. Τα ιδανικά σας και η
πατρίδα σας είναι κλεισμένα μέσα στο σιχαμερό σας συμφεροντολογικό σας
εγώ, που την κτηνώδη απληστία του χορταίνει η θυσία του ανθρωπίνου
αίματος. Η πατρίδα αυτή που την περιτριγυρίζετε μ' ένα γελοίο
πλασματικό φωτοστέφανο είναι η δική μας η πατρίδα. Και οι αληθινοί
πατριώτες είμαστε εμείς. Όχι γιατί σκοτωθήκαμε και σκοτώσαμε άλλους
ανθρώπους και ματώσαμε και ταλαιπωρηθήκαμε για τα συμφέροντά σας κάτω
απ’ την πίεση της βίας σας, αλλά γιατί το κήρυγμα της μεγάλης αλήθειας
που 'ρχεται βροντόφωνο από κει πάνω (σ.σ. εννοείται η Σοβιετική Ρωσία), μας
εσφυρηλάτησε την καρδιά μας με τη θέληση της αγαπημένης πατρίδας μας
αναγεννημένης κι ευτυχισμένης με τη δύναμη την ακαταμάχητη που
χρειάζεται στους μεγάλους απολυτρωτικούς αγώνες, με την αγάπη
για όλους τους δυναστευομένους ανθρώπους του κόσμου και για τη λευτεριά
και για την παντοτινή ειρήνη και για την αδελφοσύνη. Αυτή είναι η
πατρίδα για την οποία έχουμε την ανώτερη θέληση και δύναμη να
πολεμήσουμε. Και θα πολεμήσουμε γι' αυτήν» (Το ΚΚΕ, Επίσημα Κείμενα τόμος Α', σελ. 114-116).
Υπεύθυνος
της κομμουνιστικής οργάνωσης στο μέτωπο ήταν ο Παντελής Πουλιόπουλος,
μετέπειτα γραμματέας του ΚΚΕ και ηγέτης του τροτσκιστικού κινήματος στην
Ελλάδα. Ο Δ. Λιβιεράτος αναφέρει ότι ο Πουλιόπουλος ανήκε στον ηγετικό
πυρήνα των 200 περίπου μελών του Κόμματος, που δρούσαν στο στρατό και
αγωνίζονταν κατά του πολέμου. Ο Άγις Στίνας υποστηρίζει ότι η «δουλειά»
δεν οργανώθηκε από το Κόμμα, αλλά από τη δική τους «φράξια», μαζί με τον
Πουλιόπουλο, για να υπονομεύσουν την πολεμική προσπάθεια, να
επιταχύνουν την «ήττα των ιμπεριαλιστών», δηλαδή να συμβάλουν στη νίκη
του κεμαλικού στρατού επί των Ελλήνων και να διαδώσουν τις ιδέες για μια
κομμουνιστική επανάσταση.
Εξάλλου,
το ΣΕΚΕ σε προκήρυξή του προς τους στρατιώτες κατά τη διάρκεια της
προεκλογικής περιόδου, καλούσε τους επιστρατευμένους να υπερψηφίσουν
τους σοσιαλιστές υποψηφίους και να καταψηφίσουν τόσο το «Κόμμα των
Φιλελευθέρων», όσο και την «Ενωμένη Αντιπολίτευση», γιατί οι εκπρόσωποί
τους είναι εκείνοι «που τους έστειλαν στο μέτωπο να σκοτωθούν, που
θέλουν την ψήφο τους για να μπορέσουν, κρατώντας στα χέρια τους την
εξουσία, να εξακολουθήσουν τους πολέμους, που τους κρατούν οκτώ τώρα
χρόνια διαρκώς επιστρατευμένους και τους σέρνουν από μέτωπο σε μέτωπο».
Στο
μεταξύ, μέσα στον Σεπτέμβριο του 1920, το ΣΕΚΕ στο έκτακτο Συνέδριό του
ψήφισε το προεκλογικό του πρόγραμμα, στο οποίο, ανάμεσα στα άλλα,
καθοριζόταν: «Καταπολέμησις με κάθε μέσον κάθε νέου πολέμου εις το
μέλλον και κάθε νέας επιστρατεύσεως, καθώς και κάθε άλλης προσπάθειας
προς συμμετοχήν της Ελλάδος στας συμμαχίας και επιχειρήσεις των
ιμπεριαλιστών της Ευρώπης. Άμεσος γενική αποστράτευσις». Στην
απόφασή του για τη συμμετοχή στις εκλογές του Νοεμβρίου περιλάμβανε
γενικόλογες και αόριστες αναφορές, όπως: Συνεργασία με τους βαλκανικούς
λαούς. Ειρήνη με όλους τους λαούς. Αναγνώριση της "Ρωσικής δημοκρατίας
των εργατών και χωρικών". .. Κατάσχεση και δήμευση των πολεμικών
κερδών. Έλεγχος στις μεγάλες επιχειρήσεις. Άμεση και οριστική κατοχή των
χωραφιών από τους δουλευτές αγρότες κλπ. (Α’ έκτακτο εκλογικό
συνέδριο, Σεπτέμβριος 1920).
Η
προεκλογική συγκέντρωση του ΣΕΚΕ, τον Οκτώβριο, στην Αθήνα μεταβλήθηκε
σε μεγάλη διαδήλωση πενήντα χιλιάδων περίπου ατόμων με κυρίαρχο
σύνθημα «Κάτω ο πόλεμος». Το ΚΚΕ είχε μόλις 1.200 μέλη και ο
«Ριζοσπάστης» 2.500 φύλλα κυκλοφορία και ο όγκος της συγκέντρωσης
αιφνιδίασε ακόμη και τους διοργανωτές της. Για το πρωτόγνωρο αυτό
γεγονός, ο άλλοτε γενικός γραμματέας του ΚΚΕ Ε. Σταυρίδης εξήγησε ότι: «Το
κύριον σύνθημα που ηκούετο και εδόνει την ατμόσφαιραν ήτο "Κάτω ο
πόλεμος". Τα καθαρώς κομμουνιστικά συνθήματα εύρισκαν πολύ
περιωρισμένην απήχησιν. Το "Κάτω ο Βενιζέλος" όμως αντηχούσε πέρα ως
πέρα... Από τα μπαλκόνια της οδού Σταδίου οι κυρίες της αριστοκρατίας
μας έραιναν με άνθη. Και απορούντες διηρωτώμεθα: Πότε έγιναν
κομμουνίστριες αυτές από τα μέγαρα;».
Τα
συνθήματα των κομμουνιστών συνέπιπταν με εκείνα της αντιβενιζελικής
παράταξης (της «Ενωμένης Αντιπολίτευσης»), η οποία και αυτή επαγγελλόταν
το τέλος του πολέμου: «Οίκαδε», «επιστροφή από το μέτωπο», «αποχώρηση
του στρατού από τη Μικρά Ασία». Μάλιστα, το πιο αποκαλυπτικό σύνθημα της
εποχής για την παράδοξη «βασιλοκομμουνιστική» συμμαχία υπήρξε το «
σφυρί δρεπάνι, ελιά στεφάνι». Χωρίς αμφιβολία, τα συνθήματα αυτά
εξέφραζαν την κόπωση του ελληνικού λαού από τη συμμετοχή των
στρατευμένων παιδιών του σε τρεις πολέμους (Βαλκανικούς, Α’ Παγκόσμιο
και Μικρά Ασία) και πήγαζαν από την αντίθεσή του στις βαναυσότητες και
ακρότητες των βενιζελικών, αποκορύφωμα των οποίων ήταν η δολοφονία του
Ίωνος Δραγούμη και ουδόλως συνέπιπταν με τις πολιτικές επιδιώξεις του
ΣΕΚΕ.
Επίσης,
η επιστράτευση και η συγκρότηση αξιόμαχου στρατού για το Μικρασιατικό
μέτωπο έγινε ύστερα από επίπονη προσπάθεια, η οποία ολοκληρώθηκε, μόλις
το καλοκαίρι του 1918. Είχαν εκδηλωθεί στάσεις ακόμα και στο στράτευμα,
με πιο σημαντική του συντάγματος πεζικού στη Λαμία, στις 2 Φεβρουάριου
1918. Για την καταστολή της η κυβέρνηση απέστειλε σύνταγμα Κρητών, το
οποίο συγκρότησε εκτελεστικά αποσπάσματα για να τουφεκίσουν τους
συντοπίτες τους που καταδικάστηκαν ως πρωταίτιοι.
Στις
εκλογές που πραγματοποιήθηκαν το Νοέμβριο του 1920 το ΣΕΚΕ έλαβε το
13%, με περίπου 100.000 ψήφους. Ταυτόχρονα, η γενικότερη διαφοροποίηση
του εκλογικού σώματος εκφράστηκε με τη μεγάλη νίκη της «Ενωμένης
Αντιπολίτευσης» και τη συντριβή των βενιζελικών. Ωστόσο, η συνέχιση της
εκστρατείας και από τη νέα κυβέρνηση προκάλεσε τα αντιπολεμικά
αντανακλαστικά του ΣΕΚΕ:«... Η οργανωμένη εργατική τάξις η οποία
ουδέποτε ηθέλησε να γίνη ευνούχος ουδενός αστικού κόμματος, δεν ηργάσθη
κατά της βε- νιζελικής δικτατορίας χάριν της υποθέσεως του Κωνσταντίνου ή
διά το συμφέρον των εν τη εξουσία πολιτικών, αλλά χάριν του ίδιου αυτής
αγώνος, του αγώνος εναντίον του πολέμου, της τυραννίας και της
εκμεταλλεύσεως της οποίας υπήρξεν το αέναον θύμα κατά την
τελευταίαν δεκαετίαν. Χωρίς σήμερον μετά το επελθόν εκ των εκλογών
αποτέλεσμα ουδέ κατά το ελάχιστον να κλονίζεται εις την στάσιν του
έναντι του κόμματος των Φιλελευθέρων, το Σοσιαλιστικόν Εργατικόν
(Κομμουνιστικόν) Κόμμα οφείλει να διακηρύξη ότι η πολεμική και
ιμπεριαλιστική πολιτική την οποία συνεχίζει η νέα κυβέρνησις χάριν της
επιστροφής του Κωνσταντίνου, δεν ανταποκρίνεται προς τους
πόθους και τα συμφέροντα της μεγάλης τάξεως των παραγωγών του έθνους. Η
πολιτική αύτη ανταποκρίνεται προς τα συμφέροντα ορισμένων κύκλων
πολιτικών και άλλων επιχειρηματιών της πολιτικής και κεφαλαιοκρατικών
κύκλων, οι οποίοι επείγονται να συναγωνιστούν το βενιζελικόν κόμμα εις
την πολεμικήν και τυχοδιωκτικήν του πολιτικήν και να αναγνωριστούν αυτοί
ως οι εγκυρότεροι πράκτορες των Ανταντικών συμφερόντων εν Ελλάδι» (Το ΚΚΕ, Επίσημα Κείμενα, τόμος Α', σελ.163-165).
Το κρίσιμο 1921
Την
Πρωτοχρονιά του 1921, το Κεντρικό Συμβούλιο των κομμουνιστών στρατιωτών
του μετώπου εξέδωσε «επαναστατικό» μήνυμα για το νέο έτος (δημοσιεύτηκε
στην εφημερίδα «Εργατικός Αγών», 3/1/1921), για να διεγείρει τα
αντιπολεμικά αισθήματα των Ελλήνων στρατιωτών: «Η πρώτη του 192 7 δεν ακούει εδώ πάνω στο μέτωπο ούτε τα μοιρολόγια των αδικοσκοτωμένων,
ούτε τους στεναγμούς των βασανισμένων, αλλά μια κραυγή μεγάλη,
στεντόρεια, που βγαίνει κι από των πολεμιστάδων τα παλληκαρίσια στήθια
κι από των κειτόμενων τα χτικιασμένα πνευμόνια κι από των αποθαμένων τα
χωσμένα κόκαλα: Ζήτω η επανάστασις!».
Ο
Αβραάμ Μπεναρόγια, ηγέτης της εβραϊκής Σοσιαλιστικής Εργατικής
Ομοσπονδίας της Θεσσαλονίκης γνωστής ως «Φεντερασιόν», ανέφερε για την
οργάνωση των κομμουνιστικών αντιπολεμικών πυρήνων ότι «μια ευρεία
αντιπολεμική προπαγάνδα εις το μέτωπον και τα μετόπισθεν αναπτύσσεται.
Οργανώνονται ενιαχού στρατιωτικοί κύκλοι προς μελέτη και συζήτηση. Ένα
κόμμα αντιπολεμικό δημιουργείται στο μέτωπο». Στο Ναυτικό
δημιουργήθηκαν όμιλοι σχεδόν σε όλα τα πλοία και το Ναύσταθμο που
χρησίμευε ως κέντρο. Με τα αντιτορπιλικά «Σφενδόνη» και «Βέλος», που
ταξίδευαν συνέχεια Πειραιά-Σμύρνη, αποστέλλονταν εφημερίδες και
φυλλάδια προς το μέτωπο.
Στον
ελλαδικό χώρο από τις αρχές του 1921, οργανώνονταν διαδηλώσεις και
άλλες κινητοποιήσεις με οικονομικά, πολιτικά αιτήματα και αντιπολεμικά
συνθήματα. Η κυβέρνηση, κάποια στιγμή, εμπόδισε την έκδοση του
«Ριζοσπάστη» για τρεις μέρες.
Οι
σιδηροδρομικοί των «Σιδηροδρόμων Ελληνικού Κράτους» (ΣΕΚ) απέργησαν, το
Φεβρουάριο, με αίτημα την αύξηση των αποδοχών τους, με αποτέλεσμα να
παραλύσουν οι συγκοινωνίες, ενώ η χώρα βρίσκονταν σε εμπόλεμη κατάσταση.
Η κυβέρνηση εξέδωσε διάταγμα επιστράτευσης των σιδηροδρομικών και όσοι
δεν επέστρεψαν στην εργασία τους 300 περίπου, οι περισσότεροι από τους
οποίους ήταν κομμουνιστές εστάλησαν, ως τιμωρία, στο μέτωπο. Ο
Σταυρίδης, εύλογα, θεώρησε ανεξήγητη και καταστροφική την ενέργεια αυτή
της κυβέρνησης: «Δύναται ν’ απορή κανείς τώρα, διατί κατέρρευσεν εκεί το μέτωπον,
όταν τοιαύτα μέτρα ελαμβάνοντο από την Κυβέρνησιν; Οι 300
σιδηροδρομικοί εις το Μέτωπον, όχι μόνον έγιναν άριστοι σύνδεσμοι μεταξύ
των ομάδων των κομμουνιστών εις το Μέτωπον, όχι μόνον μετέφερον
πανταχού προπαγανδιστικό υλικόν, εφημερίδας, "μπροσούρας", αλλά και
λιποτάκτας εβοήθουν πολλούς και ταξίδια κομμουνιστικών στελεχών μεταξύ
των μονάδων και της Σμύρνης. Έφθασε το πράγμα εις σημείον, ώστε η
Στρατιά Μικράς Ασίας να έχη εις τα χαρτιά της 60.000 λιποτάκτας. Οι
πλείστοι έξ αυτών είχον σταλή ήδη εις την Ελλάδα με τα επίτακτα πλοία,
όπου υπήρχον ναύται κομμουνισταί. Αλλά μεγάλας υπηρεσίας
προσέφερεν εις τον Κομμουνισμόν το επίτακτον (επιβατηγό) πλοίο, "Έλση"
(χρησίμευε ως πλωτό νοσοκομείο), μέσα εις το οποίον υπηρετούν εις ιατρός
κομμουνιστής και μερικαί νοσοκόμοι κομμουνίστριαι. Τα στρώματα των
κρεβατιών πάντοτε κάτι έκρυπτον».
Οι
κομμουνιστικοί πυρήνες κατάφεραν να ελέγξουν το μεγαλύτερο μέρος των
σιδηροδρόμων του μετώπου, οι οποίοι χρησιμοποιήθηκαν για τη μεταφορά
των λιποτακτών. Ο Λιβιεράτος στο βιβλίο του «Το ελληνικό εργατικό κίνημα
1918-1923» γράφει:«. ..Μέσα σε λίγες εβδομάδες ολόκληρο το Μέτωπο
καταρρέει, όχι τόσο από τα χτυπήματα του αντιπάλου, όσο γιατί οι Έλληνες
στρατιώτες βαρέθηκαν να πολεμάνε και γυρίζουν στα σπίτια τους. Κάνουν
"απεργία πολέμου" κατά μια έκφραση της εποχής...». Το ίδιο ισχυρίζεται και ο Μπεναρόγια στη βιογραφία του: «Η απεργία του στρατού στο μέτωπο έλυσε τη μικρασιατική τραγωδία».
Την
πρωτομαγιά του 1921, εκδηλώθηκαν στη Θεσσαλονίκη μεγάλες διαδηλώσεις με
συνθήματα όπως «Κάτω ο πόλεμος» και «Συναδέλφωση των λαών». Στο Κουλέ
Καφέ, στο Τσινάρ και στις εβραϊκές συνοικίες έγιναν συγκρούσεις με τη
χωροφυλακή.
Το μοιραίο 1922
Με
την έλευση του 1922, το ΣΕΚΕ συνέχισε να ασκεί δριμύτατη κριτική στην
κυβέρνηση για τη συνέχιση του πολέμου. Σε ανακοίνωση της Κεντρικής του
Επιτροπής («Ριζοσπάστης», 22/2/1922) υπενθύμιζε ότι «μόνον το κόμμα
μας είχε το θάρρος να διακηρύξει ότι ο μικρασιατικός πόλεμος είναι
καταδικασμένος από τον ελληνικόν λαόν και ότι η συνέχισίς του πρόκειται
να αποβή εις καταστροφήν ολοκλήρου της χώρας» και πρότεινε: «Δεν
υπάρχει άλλη διέξοδος από την κρίσιν παρά μόνον η κατάπαυσις του
πολέμου και η άμεσος ειρήνη, καθώς και η διάλυσις της εθνοσυνελεύσεως, η
οποία διά της στάσεώς της απεδείχθη αντίθετος προς την εντολήν την
οποίαν έλαβεν».
Μετά
την άνοιξη του 1922, το ΣΕΚΕ όξυνε την πολεμική του και παρότρυνε λαό
και στρατό σε εξέγερση και συγκρότηση λαϊκών δικαστηρίων. Σε μια κρίσιμη
περίοδο για την Ελλάδα, που δοκιμάζονταν από εσωτερική πολιτική κρίση,
οι κομμουνιστές, με τις καταστροφικές ανακοινώσεις τους προσπαθούσαν
να προκαλέσουν φθορά στο ηθικό των στρατιωτών και των οικογενειών τους,
καθώς κάθε οικογένεια σχεδόν είχε και έναν στρατιώτη στο μέτωπο. Όταν ο
υπουργός Οικονομικών Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης αναγκάστηκε να προσφύγει σε
αναγκαστικό δάνειο προς εξεύρεση πόρων για την οικονομική ενίσχυση της
Μικρασιατικής εκστρατείας και την κάλυψη των πολεμικών δαπανών του
κράτους, το ΣΕΚΕ, στις 23 Μαρτίου, απευθύνθηκε ευθέως στους στρατιώτες
για να καταδικάσει τη φορολογική πολιτική, κινδυνολογώντας ότι θα τους
οδηγούσε «εις την απόγνωσιν, την πείναν και την δυστυχίαν» και σε «φορολογικήν δήμευσιν των οικονομιών σας». Αφού, μάλιστα, «δίκην εισαγγελέως» σημείωνε ότι «αλλού τοιούτου είδους κυβερνήσεις, όχι μόνον ανατρέπονται, αλλά και παραπέμπονται ενώπιον δικαστηρίων», καλούσε τους εργάτες, χωρικούς και στρατιώτες «να δείξουν αυτήν την φοράν ότι δεν είναι λαός ραγιάδων, αλλά λαός που γνωρίζει να τιμωρήση παραδειγματικώς εκείνους που
τον ωδήγησαν εις τον πόλεμον βιαίως και χωρίς την θέλησίν του, καθώς
και εκείνους που με την ιδίαν βίαν τον καταδικάζουν τώρα εις τον δια της
πείνης θάνατον».
Στις
21 Μαΐου, το ΣΕΚΕ στο μανιφέστο του χαρακτήριζε τη εκστρατεία της
Μικρασίας ως την «αιώνια πληγή» και «ρίζα του κακού» του εργαζόμενου
λαού: «Ο μικρασιατικός αγών. Να η αιτία των φόρων, του απαίσιου
δανείου, των υλικών και ηθικών συμφερόντων σου: η διαιώνισις της
μικρασιατικής περιπέτειας. Το κράτος-κυβέρνησις χρειάζεται καθημερινώς 3
εκατομμύρια δια την εκστρατείαν αυτήν. Από πού θα βγουν τα εκατομμύρια
αυτά; Από τα ράχη σου, δυστυχισμένε λαέ. Εάν δεν παύση η
μικρασιατική πληγή κάθε εξάμηνο, το κράτος θα χρειάζεται εκατομμύρια,
πολλά εκατομμύρια... Αυτή είναι η μόνη αλήθεια... Κάτω οι πόλεμοι, κάτω η
φορολογία».
Η
κυβέρνηση, έστω και την ύστατη στιγμή, αντέδρασε στις υπονομευτικές και
διαβρωτικές ενέργειες του ΣΕΚΕ. Στις αρχές Ιουλίου εγκλείστηκε στις
φυλακές Συγγρού ο διευθυντής του «Ριζοσπάστη» Γ. Πετσόπουλος. Τέσσερις
μέρες αργότερα συνελήφθησαν τα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΕΚΕ και
της διοίκησης της ΓΣΕΕ για αντιπολεμική δράση. Στο μέτωπο συνελήφθησαν
22 στρατιώτες, που ήταν μέλη και οπαδοί της Κεντρικής Επιτροπής
κομμουνιστών στρατιωτών, οι οποίοι εγκλείστηκαν στις φυλακές του
Μπαρτζόβα στα περίχωρα της Σμύρνης, με την κατηγορία της «εσχάτης
προδοσίας». Ο Λιβιεράτος αναφέρει ότι θα δικάζονταν από στρατοδικείο
και θα οδηγούνταν στο εκτελεστικό απόσπασμα, αλλά σώθηκαν και έφθασαν
στην Αθήνα, όταν κατέρρευσε το Μικρασιατικό μέτωπο.
Απολογισμός της δράσης του ΣΕΚΕ
Ο
αντίκτυπος της δράσης των κομμουνιστών στο στράτευμα την περίοδο της
Μικρασιατικής εκστρατείας δεν μπορεί εύκολα να εκτιμηθεί. Ο σοβιετικός
καθηγητής Α. Νόβιτσεφ, στο βιβλίο TouTurtsia: Kratkayia Istoria,
αναφέρει ότι: «Χάρη στην εκτεταμένη προπαγάνδα του Ελληνικού Κομμουνιστικού Κόμματος, που συνεργάστηκε με το Κομμουνιστικό Κόμμα της Τουρκίας... 700.000
φυγόστρατοι ή λιποτάκτες απέφυγαν τον ελληνικό στρατό... Ομάδες των
κομμουνιστών παλαιμάχων της Μικρός Ασίας καυχώνταν ότι είχαν παίξει
''οργανικό" ρόλο διαδίδοντας τη σύγχυση και τον πανικό ανάμεσα στις
ελληνικές μονάδες, τις κρίσιμες μέρες του Αυγούστου του 1922, όταν ο
τουρκικός στρατός διέσπασε τις ελληνικές γραμμές... Αν και η
αποτελεσματικότητα των κομμουνιστών πρακτόρων την κρίσιμη στιγμή δεν
πρέπει να υπερτιμηθεί, συνέβαλαν στην περαιτέρω διάσπαση του μετώπου
όταν η τουρκική επίθεση έφτασε στο αποκορύφωμά της». Ο Νίκος
Ψυρούκης εκφράζει την άποψη για μειωμένη αποτελεσματικότητα των πυρήνων
και υποστηρίζει ότι η πολιτική επιρροή των κομμουνιστών ηγετών δεν ήταν
τόσο αποφασιστική, ώστε να καθορίσει τις εξελίξεις.
Τα
«φιλειρηνικά» και «φιλεργατικά», όμως κηρύγματα του ΣΕΚΕ ασκούσαν
αρνητική επίδραση στο ηθικό του στρατού, έστω και σε μικρό βαθμό, γιατί
έβρισκαν «πρόσφορο» έδαφος στη ψυχική και σωματική κούραση των
στρατιωτών, που προέρχονταν από τη μακρόχρονη απουσία τους από τις
οικογένειές τους, από την αδιάκοπη συμμετοχή τους στους απελευθερωτικούς
αγώνες του έθνους και τις άσχημες συνθήκες διαβίωσης στα αφιλόξενα
εδάφη της Μικρασιατικής ενδοχώρας, καθώς και από την αδυναμία του
πολιτικού συστήματος να αναζητήσει μια «έντιμη» λύση στις δύσκολες
εκείνες στιγμές.
Οι
στρατιώτες που ήταν μέλη του ΣΕΚΕ, με έμβλημα τον αντιβενιζελισμό,
είχαν καταφέρει να διεισδύσουν σε εμπιστευτικές θέσεις επιτελεία,
τηλεφωνικά κέντρα και μονάδες ανεφοδιασμού, για να «καλλιεργήσουν»
κλίμα ηττοπάθειας να εξωθήσουν στρατιώτες σε λιποταξία και εγκατάλειψη
θέσεων, να ενσπείρουν τον πανικό και να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις
για την ήττα του ελληνικού στρατού. Έχει γραφτεί ότι οι πρώτοι, που
έδωσαν το σύνθημα της φυγής, στην πρώτη μονάδα που κατέρρευσε ήταν δύο
κομμουνιστές λοχίες του 41ου Συντάγματος.
Ο Τίτος Αθανασιάδης γράφει ότι «η
διείσδυση του μηχανισμού του ΚΚΕ στις τάξεις του στρατεύματος τότε
ήταν εξαιρετικά μεγάλη, περισσότερο λόγω των πολεμικών και διεθνών
συνθηκών της εποχής και λιγότερο λόγω των οργανωτικών ικανοτήτων των
ολίγων άλλωστε στελεχών του». Όταν, μάλιστα, μετά την καταστροφή
της Σμύρνης εξερράγη η «επανάσταση» του Πλαστήρα, το Σεπτέμβριο του
1922, οι κομμουνιστές προσπάθησαν να προωθήσουν τα δικά τους σχέδια. Ο
Μπεναρόγια, στο βιβλίο του «Η πρώτη σταδιοδρομία του ελληνικού
προλεταριάτου», επισημαίνει ότι στην Ανατολική Θράκη «... στρατιώται
πολλαχού με τας κραυγάς "ζήτω ο Λένιν" και με ερυθράς σημαίας απήτουν
από τους επαναστάτας την αποστολήν των εις τα σπίτια των. Εις την
Ραιδεστόν ένοπλοι ομάδες με ερυθράς σημαίας και με κραυγάς "ζήτω τα
Σοβιέτ" διέτρεχαν τα χωρία δια να κατέλθουν εις τας Αθήνας». Όπως συμπεραίνει ο Αθανασιάδης «από τους τότε μηχανισμούς του ΚΚΕ επιχειρήθηκε η δημιουργία mo μέτωπο
κατάστασης όμοιας με αυτή που επιχειρήθηκε από τους Μπολσεβίκους στη
Ρωσία το 1917. Οι συνθήκες όμως δεν ήταν ώριμες για την επιτυχία του
εγχειρήματος».
Ιδιαίτερα
μετά την κατάρρευση του μετώπου ένα μέρος του ευρισκόμενου σε
απόγνωση ελληνικού στρατού πιθανότατα δεχόταν με ευκολία τις
«αποδιοργανωτικές» διακηρύξεις των κομμουνιστών. Σύμφωνα με τη μαρτυρία
του Γιάννη Κορδάτου, γενικού γραμματέα, τότε, του ΣΕΚΕ, όταν ο βασιλιάς
Κωνσταντίνος πρότεινε στις 12 Σεπτεμβρίου, λίγο πριν από την εκδήλωση
του κινήματος του Πλαστήρα, στον Ιωάννη Μεταξά να σχηματίσει νέα
κυβέρνηση, για να διασώσει ουσιαστικό το θρόνο του, ο Μεταξάς
αποδέχτηκε την πρόταση, με την προϋπόθεση να λάβουν μέρος σε αυτή «και
οι κομμουνιστές, γιατί μόνο αυτοί μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τον
Πλαστήρα, επειδή μόνο σ' αυτούς θα υπακούσουν οι στρατιώτες». Οι
προσπάθειες του Μεταξά μπορεί να μην ευοδώθηκαν, ωστόσο είναι και αυτό
μια απόδειξη ότι οι κομμουνιστές εκμεταλλευόταν την δύσκολη θέση, στην
οποία είχε περιέλθει το στράτευμα.
Στις
3 Αυγούστου 1924, με την ευκαιρία της συμπλήρωσης δέκα χρόνων από την
κήρυξη του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου (Α’ ΠΠ), το ΣΕΚΕ απηύθυνε μανιφέστο
προς τον εργαζόμενο ελληνικό λαό, στο οποίο παραδεχόταν ότι υπονόμευσε
τη Μικρασιατική εκστρατεία, αφού ήταν «το μόνο κόμμα που καταδίκασε τον πόλεμο της Μικρασίας και αγωνίστηκε για να τελειώσει μια ώρα αρχύτερα»,
αψηφώντας φυλακίσεις καταδίκες εξορίες. Αρκετά χρόνια μετά την
καταστροφή, ο ηγέτης του ΚΚΕ, Ν. Ζαχαριάδης, έγραψε σε άρθρο του στην
εφημερίδα Ριζοσπάστης: «Η Μικρασιατική Εκστρατεία δεν χτυπούσε μόνο
τη νέα Τουρκία, μα στρεφότανε και ενάντια στα ζωτικότατα συμφέροντα
του ελληνικού λαού. Γι’ αυτό και μεις, όχι μόνο δεν λυπηθήκαμε για την
αστικοτσιφλικάδικη ήττα στη Μικρά Ασία μα και την επιδιώξαμε». Συνεπώς,
όσο και αν ήταν αριθμητικά μικρή η δύναμη των κομμουνιστών, με κάθε
τρόπο, προσπάθησαν να φθείρουν το ηθικό και το αξιόμαχο του
στρατεύματος, που δοκιμαζόταν από τις κακουχίες και να επισπεύσουν την
ήττα του από τα κεμαλικά στρατεύματα.
Επίλογος
Το ΣΕΚΕ, τότε, αλλά και το ΚΚΕ και η Αριστερά, σήμερα, επαναλαμβάνουν διαρκώς την άποψη ότι «στη
Μικρασία πολεμήσαμε όχι για το ξεσκλάβωμα δούλων αδερφών, αλλά σαν
μισθοφόροι χωροφύλακες για τα συμφέροντα του αγγλικού ιμπεριαλισμού, που
ενδιαφερόταν για τα Στενά και τα πετρέλαια της Μοσούλης», καθώς και για τα συμφέροντα των Ελλήνων καπιταλιστών, που αναζητούσαν νέες αγορές για τα προϊόντα τους και για επενδύσεις.
Η άποψη αυτή, ασφαλώς, δεν είναι εσφαλμένη, αφού καθ' όλη τη διάρκεια του 19ου
αιώνα οι πολιτικές επιλογές του ελληνικού κράτους προκαταλαμβάνονταν
από τη βρετανική κηδεμονία, ενώ οι επεκτάσεις του ελληνικού εδάφους
επιβάλλονταν από τη Μεγάλη Βρετανία. Ωστόσο, μετά το ρωσο-τουρκικό
πόλεμο του 1877, τη συνθήκη του Αγίου Στεφάνου και το Συνέδριο του
Βερολίνου εγκαταλείφθηκε το δόγμα της εδαφικής ακεραιότητας της
Οθωμανικής αυτοκρατορίας, αφού ήταν πια προφανές ότι, τόσο στην Ευρώπη,
όσο και στην Ασία, η γεωπολιτική ισορροπία, αργά ή γρήγορα θα
ανατρέπονταν και θα αντικαθίσταντο είτε από καθεστώτα άμεσου αποικισμού,
είτε από νέα εθνικά κράτη. Στο μέτρο που μεγάλωνε η ρωσική επιρροή
στις σλαβικές χώρες και με δεδομένη την αυξανόμενη διείσδυση της
γερμανικής επίδρασης, η Μ. Βρετανία εναπέθετε όλο και πιο πολύ τις
ελπίδες της στην Ελλάδα, που εμφανιζόταν ως η μόνη εγγυήτρια των
μακροπρόθεσμων συμφερόντων της, ανάμεσα στους «επίδοξους διαδόχους»
της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Όπως
επισημαίνει ο καθηγητής Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, η ελληνική μεγαλοαστική
τάξη της διασποράς, κυρίως, από το 1910 και μετά, συμμετείχε ενεργά
στην προετοιμασία για την εδαφική επέκταση του ελληνικού κράτους και
χρηματοδοτούσε τις στρατιωτικές δαπάνες, αφού το οικονομικό της μέλλον
εμφανιζόταν σα συνάρτηση της δυνατότητας του ελληνικού κράτους να
επιβάλει, με τη βοήθεια της Αγγλίας, ένα διαμοιρασμό όσο το δυνατόν πιο
συμφερτικότερο. Τότε δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις για τη διαμόρφωση
και την ανάπτυξη μιας εθνικής αστικής τάξης, η οποία θα στεκόταν αρωγός
της προσπάθειας του ελληνικού κράτους για οικονομική ανασυγκρότηση και
εδαφική ολοκλήρωση.
Οι
ελληνικές χριστιανικές κοινότητες της Ανατολής αποτελούσαν σημαντικές
πολυάνθρωπες κοινότητες, όπως η Σμύρνη, η Κωνσταντινούπολη με την
Ανατολική Θράκη και ο Πόντος στον μικρασιατικό βορρά, οι οποίες είχαν ως
σημείο αναφοράς ένα ήδη συγκροτημένο εθνικό κράτος, την Ελλάδα, που
όχι μόνο τους εξασφάλιζε ένα υποκατάστατο εστίας, αλλά και χρησίμευε για
εδαφική βάση και εγχειρηματικό εφαλτήριο επέκτασης προς περιοχές που
διεκδικούσαν. Στο μέτρο που ήταν σαφές ότι η Οθωμανική αυτοκρατορία δεν
μπορούσε να αναστείλει το διαμελισμό της, οι διάφορες εθνικές ομάδες
προωθούσαν τα αιτήματά τους για αυτοδιάθεση και οικοδόμηση μιας εθνικής
εστίας.
Ο
Βλάσης Αγτζίδης θεωρεί ότι η αποβίβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη
τον Μάιο του 1919 ήταν συνέχεια του Α' ΠΠ και της αναπόφευκτης
διευθέτησης των μεταπολεμικών γεωπολιτικών ισορροπιών και κατά συνέπεια ο
ελληνοτουρκικός πόλεμος δεν προκλήθηκε από την Ελλάδα.
Ο
Τζορτζ Χόρτον, Γενικός Πρόξενος των ΗΠΑ στη Σμύρνη το 1922 παραπέμπει
στη μελέτη της Ελληνοαμερικανικής Εταιρείας, το 1918, σύμφωνα με την
οποία πριν από την έκρηξη του Μεγάλου Πολέμου (εννοεί τον Α' ΠΠ) και στη
διάρκειά του ξεριζώθηκαν από τη Θράκη και τη Μικρά Ασία ενάμισι
εκατομμύριο Έλληνες (Οθωμανοί υπήκοοι που είχαν ελληνική ιθαγένεια και
ήταν χριστιανοί στο θρήσκευμα), οι μισοί από τους οποίους πέθαναν από
την πείνα, τις κακουχίες και τις βιαιότητες του καθεστώτος. Οι απελάσεις
και η τρομοκράτηση των «ραγιάδων», που ζούσαν στα παράλια της Μικράς
Ασίας σχεδιάσθηκαν από τους Γερμανούς (σχέδιο αφελληνισμού του Λίμαν Φον
Σάντερς) και είχαν όλα τα διακριτικά σημάδια πολεμικών μέτρων. Έτσι, η
απόφαση που πάρθηκε στις 6.5.1919 από το Ανώτατο Συμμαχικό Συμβούλιο
για την αποστολή ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία, προκειμένου να
«προλάβει σφαγές σε βάρος των χριστιανών» ήταν ζήτημα υψίστης σημασίας
για την Ελλάδα.
Για
το ΣΕΚΕ, όμως, δεν υπήρχαν εθνικά ζητήματα ούτε ανάγκη εθνικής
απελευθέρωσης των Ελλήνων της Ανατολής, καθώς θεωρούσε ότι το επιχείρημα
για την απελευθέρωση των «υπόδουλων αδελφών» ήταν μόνο για τη
μεγαλύτερη εκμετάλλευση του λαού από τους αστούς και την ολοκλήρωση της
εξάρτησης της χώρας από τους ξένους. Στα έγγραφα του ΣΕΚΕ που
δημοσιεύτηκαν στο πεντάτομο έργο «Το ΚΚΕ, Επίσημα κείμενα», δεν υπάρχει η
παραμικρή αναφορά για ύπαρξη ελληνικών πληθυσμών στη Μικρά Ασία και
στην Ανατολική Θράκη, ούτε για την καταπίεση που υφίσταντο από τους
Οθωμανούς. Ο ελληνισμός των περιοχών αυτών αντιμετωπίζονταν από τους
κομμουνιστές ως ένας ξένος και απόμακρος χώρος, όπου ο ελληνικός
στρατός απεστάλη για να υπερασπίσει τα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα.
Το ΣΕΚΕ αντιτάχθηκε πλήρως στη Μικρασιατική εκστρατεία και υποστήριζε την ακεραιότητα της νεοτουρκικής εθνικιστικής
Οθωμανικής
αυτοκρατορίας, γιατί αυτό ήταν το δόγμα της νεαρής, τότε, Σοβιετικής
Ένωσης, η οποία ενίσχυε τον Κεμάλ, για «να οργανώσει τακτικό στρατό και
να ανακόψει την επίθεση των Άγγλων και των Ελλήνων εισβολέων». Η στάση
του αυτή, όμως, ήταν αντιπατριωτική, γιατί εξυπηρετούσε τα συμφέροντα
των Σοβιετικών, οι οποίοι ήταν εξοργισμένοι με την Ελλάδα, αφού είχε
λάβει μέρος στην Ουκρανική εκστρατεία, στο πλευρό των συμμάχων,
εναντίον των μπολσεβίκων.
Όπως, χαρακτηριστικά, σημειώνει ο καθηγητής Κωνσταντίνος Φωτιάδης «η
απλόχερη διεθνιστική αλληλεγγύη του ΚΚΕ σε έναν λαό ο οποίος θύμα των
προκαταλήψεων, της αμάθειας, του πρωτόγονου φανατισμού και των
παντουρανικών του ιδεών, είχε επιδοθεί συστηματικά στην εξόντωση
εκατομμυρίων χριστιανών, αποτελεί μοναδική περίπτωση. Το χρέος της
Ελλάδος απέναντι στον δοκιμαζόμενο μικρασιατικό Ελληνισμό, ο οποίος
από το 1913 υφίστατο προκλητική συρρίκνωση, βαφτίστηκε επεκτατικός
πόλεμος, επειδή η χώρα αναγκαστικά συμπορεύτηκε, αλλά και πολλές φορές
ταυτίστηκε, με συμμαχικά συμφέροντα που έβλαψαν το δημοκρατικό της
ιστορικό παρελθόν. Ποιο σοσιαλιστικό κράτος θα έκλεινε τα αυτιά του στις
απεγνωσμένες κραυγές βοήθειας δυόμισι και πλέον εκατομμυρίων ομοεθνών
του;...».
Πολύ
γρήγορα αποδείχθηκε ότι ο Κεμάλ Ατατούρκ δεν ήταν ένα φωτισμένος
ηγέτης, αλλά ένας αδίστακτος εθνικιστής, που οργάνωσε την εξόντωση των
Ελλήνων και άλλων χριστιανικών ομάδων και μειονοτήτων στην Τουρκία.
Ούτε ασφαλώς εξέφρασε την αναδυόμενη τουρκική αστική τάξη, αλλά το
στρατοκρατικό κατεστημένο, που οικειοποιήθηκε τα εδάφη και τον πλούτο
των εθνοτήτων, που υπέστησαν τη γενοκτονία. Η συμμαχία του ΣΕΚΕ με τον
κεμαλισμό αποτελεί μια από τις πλέον μελανές σελίδες στην ιστορία του
ελλαδικού κομμουνιστικού κινήματος.
Αναμφίβολα
δεν ήταν μόνο η στάση του ΣΕΚΕ, που συνέβαλε στην ήττα του ελληνικού
στρατού και στην καταστροφή. Τα λάθη της πολιτικής και στρατιωτικής
ηγεσίας αλλά κυρίως η εγκατάλειψη της Ελλάδας από τους υποτιθέμενους
συμμάχους (Γάλλους και Ιταλούς), οι οποίοι την κρίσιμη στιγμή
προσέγγισαν τον Κεμάλ και στο τέλος τον εξόπλισαν, καθώς και η
προκλητική αδιαφορία των Βρετανών ήταν εκείνοι οι παράγοντες που
προσδιόρισαν την έκβαση του πολέμου.
Read more: http://www.egolpion.com/komunistes_mikrasia.el.aspx#ixzz2e1GwSWHH
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου