«Τα σχολεία δεν είναι απλώς τόποι προσκτήσεως γνώσεων, αλλά κυρίως φροντιστήρια ηθικής, χριστιανικής και εθνικής αγωγής» Ι. Καποδίστριας
«Κάλλιο
γνώση παρά γρόσι». Από τα χρόνια της δουλείας μας έρχεται η σοφή
παροιμία του λαού μας, που εξεικονίζει τον ζήλο των προγόνων μας για τα
γράμματα. Αλλά για ποια γράμματα;
Όπως γράφει ο ακαδημαϊκός Σίμος Μενάρδος, στα χρόνια της φρικτής Οθωμανοκρατίας «η ψυχή του Έθνους αγρυπνούσε.
Φτωχοί παπάδες και δάσκαλοι, που ετρέφοντο με λίγο ψωμί, είχαν το σθένος εις το βάθος της ψυχής των, σθένος ποιητών.
Καταλάβαιναν
την ευθύνην που τους εβάρυνε να συνεχίσουν την ελληνικήν παράδοσιν,
διηγούντο εις τα Ελληνόπουλα ποια ήταν άλλοτε η πατρίδα τους και τους
εδίδασκαν δύο ονόματα: Ελλάς και ελευθερία». (αρχ. Ιω. Αλεξίου, «Η
Παιδεία στην Τουρκοκρατία», εκδ. «Ζωής», σελ. 181).
Από
εκείνα τα σχολεία και με τέτοιους δασκάλους «αποφοίτησαν» τα λιοντάρια
του ’21. Μα και ο άγιος των σκλάβων, ο Πατροκοσμάς, τα ίδια δεν
κανοναρχούσε στο Γένος; «Το σχολείον ποτίζει την ψυχή και ανοίγει τες
εκκλησιές» κήρυττε, γιατί γνώριζε ο άγιος ότι τα προσανάμματα της
εθνικής ελευθερίας τα προσφέρει του Χριστού η πίστη η αγία.
Ο
πρώτος και τελευταίος ίσως Ρωμηός Κυβερνήτης της Ελλάδας, ο Ιωάννης
Καποδίστριας, είχε συλλάβει εναργέστατα ότι για να «σταθεί» το αρτιγενές
κράτος στην χορεία των «πεπολιτισμένων» εθνών της Εσπερίας πρέπει η
Παιδεία του να αρδεύεται από τις αείχλωρες πηγές της ρωμαίικης
παράδοσης, ειδάλλως καταντά «παλιόψαθα των εθνών».
Γράφει σε επιστολή του προς τον Μουστοξύδη μεταξύ άλλων. «Τα
σχολεία δεν είναι απλώς τόποι προσκτήσεως γνώσεων, αλλά κυρίως
φροντιστήρια ηθικής, χριστιανικής και εθνικής αγωγής». (Ι. Καποδίστρια, «Κείμενα», εκδ. ΟΕΔΒ, σελ. 75).
Αυτά
τα τρία είναι τα ψηλώματα, οι κορυφές με τις οποίες φτερούγιζε ο λαός
για τόσους αιώνες: η πίστη (η χριστιανική αγωγή), η πατρίδα (η εθνική
αγωγή) και η οικογένεια (η ηθική αγωγή), που τα πρώτα ανεξίτηλα μαθήματά
της τα λαμβάνει ο άνθρωπος από την κατ’ οίκον Εκκλησία.
Και
αν επί επταετίας διαπομπεύτηκε το τρίπτυχο των ελληνοσώτειρων αρετών,
λόγω της μετατροπής τους σε ιδεολόγημα, δίδοντας ταυτόχρονα και μια
ουρανόπεμπτη πρόφαση στους ψευτοπροοδευτικούς να επιπέσουν αργότερα και
να μαγαρίσουν και την πατρίδα και την «θρησκεία» και την οικογένεια, εν
τούτοις πάντοτε στην ιστορία μας πολεμούμε γι’ αυτά τα τρία πολυτίμητα.
Δεν ήταν εφεύρημα των Απριλιανών,.
Η ημιμάθειά τους τα αμαύρωσε.
Θυμίζω. Τον παιάνα που διασώζει ο Αισχύλος στο έργο του «Πέρσαι» (Στιχ. 402-5).
«Ω
παίδες Ελλήνων, ίτε ελευθερούτε πατρίδ’ (η πατρίδα), ελευθερούτε δε
παίδας, γυναίκας (η οικογένεια), θεών τε πατρώων έδη (η θρησκεία), θήκας
προγόνων νυν υπέρ πάντων αγών».
Την
Δευτέρα 28 Μαϊου του 1453 ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος μιλά στον λαό ως
«ο ποιμήν ο καλός», που «την ψυχήν αυτού τίθησιν υπέρ των προβάτων».
«Όσοι συνάχθηκαν και τον άκουσαν, ήταν σαν να κάθισαν γύρω από το τραπέζι του Μυστικού Δείπνου», γράφει ο Παν. Κανελλόπουλος.
Διέσωσε
ο πιστός του συμβουλάτορας Σφραντζής τα λόγια του ήρωα βασιλέα: «Καλώς
ουν οίδατε αδελφοί, ότι… οφειλέται κοινώς εσμέν ίνα προτιμήσωμεν
αποθανείν… υπέρ της πίστεως ημών… (η θρησκεία) υπέρ της πατρίδος… υπέρ
του βασιλέως ως Χριστού του Κυρίου… υπέρ συγγενών και φίλων…». (η
οικογένεια). («Ελληνορθόδοξη Πορεία» επιμ. Κ. Χολέβας, σελ. 126).
Αυτά
τα τρία τιμαλφή λαμπρύνουν το Συναξάρι του Γένους – οι ήρωες της
πατρίδος – και κοσμούν το Εικονοστάσι της Εκκλησίας – οι άγιοι και οι
μάρτυρες.
Όταν έλεγε ο Μακρυγιάννης «γι’ αυτά πολεμήσαμεν» αυτό εξυπονοούσε…
Αυτή
η Παιδεία, η βαπτισμένη στην κολυμπήθρα της Ελληνορθοδοξίας, βαστούσε,
παρ’ όλο που η λεγόμενη πνευματική ηγεσία του τόπου πάλευε για την
νεκρανάσταση της αρχαίας Αθήνας (Κοραής), μήπως και μας αποδεχθεί η
Ευρώπη.
Ο Κολοκοτρώνης, ο αγράμματος αυτός άνθρωπος, ο μόλις γνωρίζων να συλλαβίζει, είχε σαφέστατη αντίληψη του σκοπού της μορφώσεως.
Αποτεινόμενος
τον Νοέμβριο του 1838 από τον λόφο της Πνύκας προς τους συγκεντρωμένους
εκεί μαθητές των Αθηνών, τους είπε επιγραμματικότατα:
«Η
προκοπή σας και η μάθησή σας να μη γίνη σκεπάρνι μόνο για το άτομό σας,
αλλά να κυττάξη το καλό της κοινότητος και μέσα εις το καλόν αυτό
βρίσκεται και το δικό σας», λόγια που υπενθυμίζουν την ρήση του μεγάλου
Περικλή στους Αθηναίους: «Καλώς μεν γαρ φερόμενος ανήρ το καθ’ εαυτόν
διαφθειρόμενης της πατρίδος ουδέν ήσσον ξυναπόλληται, κακοτυχών δε εν
ευτυχούση πολλώ μάλλον διασώζεται». (Θουκυδ. Β’ 60).
Μεταφράζει
ο Ελευθέριος Βενιζέλος «διότι ο άνθρωπος που ευδοκιμεί εις τας
ιδιωτικάς του υποθέσεις, εάν η πατρίς του καταστραφή, χάνεται κι αυτός
μαζί της, ενώ είναι πολύ μάλλον πιθανόν ότι θα σωθή, εάν κακοτυχή μεν ο
ίδιος, η πατρίς του όμως ευτυχή».
Αυτό
δεν είναι το «είμαστε στο εμείς» του Μακρυγιάννη. Παιδεία χωρίς το
ευλογημένο «εμείς», είναι μια «Παιδεία», «μία βιομηχανία που παράγει
τους ψευτομορφωμένους και τους νεόπλουτους της μάθησης, που έχουν την
ίδια κίβδηλη ευγένεια με τους νεόπλουτους του χρήματος», γράφει ο
Σεφέρης (Δοκιμές, τ. Α’, σελ. 236, εκδ. «Ίκαρος»). (Τι ωραία το
διατύπωσε αυτό ο οσιακής μνήμης Γέροντας Παϊσιος ο Αγιορείτης, όταν
έλεγε: «Κλείνουμε λάθος την αντωνυμία.
Λέμε εγώ, εσύ, αυτός, αντί να λέμε αυτός, εσύ, εγώ»).
Ο
τύπος αυτός του ελληνορθόδοξου σχολείου βαστούσε ως την εποχή που
άρχισε να δρουν και να το επηρεάζουν οι πειραματισμοί, οι αλχημείες που
ονομάστηκαν πομπωδώς εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις. Φαινόμενο που
παρουσιάστηκε στην αυγή του 20ου αι. και εντάθηκε κατά την
μεταπολίτευση.
Μέχρι
τότε το σχολείο με τον κακοπληρωμένο, αλλά ψυχωμένο εκείνο δάσκαλο,
στάθηκε θεματοφύλακας των τιμαλφών αξιών του Γένους, της ρωμαίικης
παράδοσης, από τον Τρωικό πόλεμο και τον Όμηρο έως τον Παλαιολόγο και
την Επανάσταση του ’21.
Οι
«παλιοί» οι δάσκαλοι δεν ήξεραν πολλά πράγματα από το τι γινότανε έξω
από τα σύνορα του κράτους, δεν κατείχαν μεταπτυχιακά και «ντοκτορά»,
γνώριζαν όμως αρχαία Ελληνικά και την ιστορία μας και μετέδιδαν την
φλόγα της ψυχής τους, πολλές φορές με πολλή ρητορική, αλλά πάντοτε με
πνευματική εντιμότητα και ευθύνη. Και ξεσκόλιζαν εκείνα τα σχολεία
«δασκαλούδια», οπλισμένα με τον γερό πολιτισμό του Γένους, που έβγαζαν
ασπροπρόσωπες τις κοινωνίες που τα ανέθρεφαν.
Αυτό το σχολείο όμως το κλόνισε στην ψυχή του Έθνους η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση.
Ό,τι δεν είχε πρόσφατη ημερομηνία λήξεως θεωρήθηκε αντιδραστικό, συντηρητικό και εξοβελίστηκε.
Η
γλώσσα, αμυντήριο αήττητο του λαού, κατακρεουργήθηκε, η παράδοση
διαπομπεύτηκε, η πίστη περιθωριοποιήθηκε, η φιλοπατρία ποινικοποιήθηκε.
Και έτσι από το σχολείο των «ιερών γραμμάτων», φτάσαμε στα «άθεα γράμματα».
«Τ’
άθεα γράμματα παραμέρισαν τους αγίους και τους αγωνιστές και βάλανε στο
κεφάλι του έθνους, ξένους κι άπιστους γραμματισμένους, που πάνε να
νοθέψουνε τη ζωή μας.
Τα άθεα γράμματα κόψανε το δρόμο του έθνους και το αμποδάνε να χαρεί τη λευτεριά του» έλεγε ο «Παπουλάκος», του Κ. Μπαστιά.
Τέτοια «άθεα γράμματα που υφαίνουνε το σάβανο του Γένους» διδάσκονται σήμερα στα σχολεία μέσω των επικίνδυνων σχολικών βιβλίων.
Παράδειγμα:
Έχω μπροστά μου, «τρεις γενιές» θα έλεγα, βιβλίων γλώσσας Στ’
Δημοτικού, που παλαιότερα τα ονομάζαμε «Αναγνωστικά», γιατί μέσω αυτών
γινόταν και ανάγνωση του πολιτισμού μας. Του 1964, 1983 και 2006
αντίστοιχα.
Το πρώτο ξεκινά με βυζαντινή εικόνα «Ο Χριστός ευλογών τα παιδιά»,
το δεύτερο, μ’ ένα απόσπασμα της «Αντιγόνης» του Σοφοκλή,
στο
τρίτο, το νεοταξικό, θα βρεις άσκηση με την οποία οι μαθητές καλούνται
να γράψουν μια ιστορία στην οποία πρωταγωνιστούν ο Μέγας Αλέξανδρος, ο
Καραγκιόζης και η… Κοκκινοσκουφίτσα.
Στα παλιά βιβλία μοσχοβολούσαν τα κείμενα για ήρωες και αγίους, σμίλευε ο δάσκαλος ψυχές.
Στα νέα, του Νέου Σχολείου, περισσεύουν τα μίζερα, τα καταθλιπτικά, τα σχιζοφρενικά κείμενα.
Παιδεία
χωρίς Χριστό, εκπαίδευση ξέψυχη, που ετοιμάζει τους αυριανούς
Γενίτσαρους, εκπαίδευση που «γέμισε τα παιδιά με μιαν αρρωστιάρικη
ανησυχία για το πώς θα βγάλουν το ψωμί τους μονάχα».
Και θα κλείσω με τη φωνή που μας έρχεται από το περιβόλι της Παναγίας μας.
Το 1984 οι Αγιορείτες Πατέρες κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου.
Κυκλοφορήθηκε ένα συγκλονιστικό κείμενό τους με τίτλο «το Άγιον Όρος και η Παιδεία του Γένους μας».
Λόγος αδελφικός βγαλμένος από την πείρα ενός μεγάλου σχολείου ζωής, υπεύθυνος και αναγκαίος, παρήγορος και αυστηρός συνάμα.
Αποσπώ ένα κείμενο, γραμμένο από την κιβωτό του Γένους:
"Γιατί να υποσιτίζονται πνευματικά τα παιδιά;
Γιατί να τρέφονται με ακαθαρσίες;
Γιατί να βασανίζονται;
Ποιός
μπορεί αν βοηθήσει τα παιδιά να μείνουν «αγράμματα», σαν τον
Μακρυγιάννη, να μάθουν, να πάρουν την χάρη του λαού του Θεού και τότε να
γίνουν οι αγράμματοι οι καλύτεροι πεζογράφοι μας;
Ποιός
μπορεί να μας κρατήσει στο ύψος, στο ήθος, στην ελευθερία της
«αγραμματοσύνης» του «καθυστερημένου» λαού που βλάστησε από το χώμα του
τα Δημοτικά τραγούδια, τις παροιμίες, τους σκοπούς, τα ήθη και τα έθιμα
των Αρματωλών και Κλεφτών".
Την απάντηση την αποσπώ από το ίδιο το κείμενο:
"Μόνο η Εκκλησία του Χριστού μπορεί"...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου