Όταν στην προσπάθεια να εξανθρωπιστείς, ξεχνάς πως είσαι άνθρωπος…
Παρασκευή, 30 Νοεμβρίου 2012
Γράφει η Εύα Μπαλταγιάννη
Φεύγει και ο Νοέμβριος. Πάψαμε πια να μετράμε τον Αύγουστο, καθώς το κρυαδάκι έκανε την εμφάνισή του. Άρχισε να βρέχει. Η θερμοκρασία παίρνει καθοδική οδό και όλοι σκεφτόμαστε: “μα γιατί να μην κρατούσε η ζέστη λίγο ακόμα;” Όχι για κάποιον άλλο λόγο, μα για τον προφανή! Το πετρέλαιο!!
Όπως και να έχει όμως, λίγο από δω, λίγο από κει, λίγο με κουβέρτα, λίγο με κλιματισμό, λίγο με τζάκι, λίγο με σόμπα, με πέλλετ, με σφραγισμένα παράθυρα, με μπουφανάκι μέσα στο σπίτι, το κουτσοπαλεύουμε… Εμείς. Γιατί υπάρχουν και κάποιοι άλλοι, που, μάλλον μάταια ελπίζουν στο χριστουγεννιάτικο θαύμα.
Μια πρωινή βόλτα μου στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, με έκανε να γυρίσω σπίτι με τύψεις και να θελήσω να περάσω τις εικόνες που συγκέντρωσα από το μυαλό στο κείμενο, λες και θα τις ξεχάσω, λες και θα περάσω από κάποιου είδους κάθαρση.
Μια πρωινή βόλτα έλεγα, που έκανα μ’ έναν φίλο, παίρνοντας έναν καφέ στο ένα χέρι, την ομπρέλα στο άλλο χέρι, με ένα “αχ, μωρέ, τί θα κάνουμε φέτος, πώς θα τη βγάλουμε;” στο στόμα, με- όχι και τόσο καλές- λεξούλες για τα σκουπίδια που “έχουν γίνει πλέον ζωντανοί οργανισμοί μωρέ και ζουν ανάμεσά μας, πού θα πάει πια, έλεος, ας κάνουν κάτι, τριτοκοσμική πόλη γίναμε, μυρίζει η ατμόσφαιρα, θα κάνουν πια κάτι, μπας και συνέλθουν οι δρόμοι;”.
Κοιτάζαμε τα σκουπίδια, συζητούσαμε, λέγαμε ότι φέτος είδαμε προς μεγάλη μας θλίψη περισσότερους συνανθρώπους από ποτέ να τα ψάχνουν για να βρουν είτε ρούχα είτε φαγητό, ώσπου το βλέμμα μας πάγωσε και η κουβέντα σταμάτησε. Εκεί, κάπου στην Π.Μελλά, σ’έναν μακρύ και μεγάλο σορό από σκουπίδια, ένας άνθρωπος! Σκευρωμένος, κρυωμένος, πάνω στις σακούλες, ξυπόλητος, με ένα λεπτό παντελόνι κι ένα σακάκι από πάνω, μ’ ένα κομμάτι χαρτόνι, που έγραφε “ΠΙΝΑΟ”.
Αυτομάτως, η κουβέντα σταμάτησε! Τα μάτια καρφώθηκαν και ένα “πλάκα μας κάνουν; πού είναι το κράτος πρόνοιας” ξεχύθηκε παγωμένο κι αυτό από το στόμα.. Τον σηκώσαμε και τον βάλαμε σε ένα υπόστεγο, του δώσαμε και μια τυρόπιτα, ήταν το μόνο που μπορέσαμε να κάνουμε. Και τα ερωτηματικά που γεννήθηκαν, 2:
Μα καλά, τους αρέσει αυτό το πράγμα; Αυτή είναι η βελτίωση της ζωής που μας υπόσχονται; Να κοιμόμαστε στα σκουπίδια; Να μην έχουμε ένα πιάτο φαγητό; Να ζούμε κάτω από τα όρια της φτώχειας; Έχουν κάνει μια βόλτα να δουν πώς ζει ο κόσμος, ή θα μας θυμηθούν πάλι εάν προκηρυχθούν εκλογές; Τότε, που θα βγουν απορριμματοφόρα, για να μαζέψουν ό,τι σου χαλάει την αισθητική.. είτε αυτό είναι σακούλα, είτε άνθρωπος! Τους αρέσει που οι μισοί κάτοικοι αυτής της χώρας (και παραπάνω) έχουν μείνει χωρίς δουλειά, και άλλοι τόσοι χωρίς σπίτι; Τους αρέσει που οι μόνοι που έχουν ελπίδα είναι οι ίδιοι, καθώς οι περικοπές δεν τους πιάνουν; Μάλλον όχι.
Και εμείς; Εμείς τί κάνουμε; Πόσοι πέρασαν σήμερα δίπλα του, πόσοι τον σχολίασαν αυτόν τον άνθρωπο; Πόσοι είπαν: “Παναγίιια, μου, μακρυά από’ μας” πόσοι τον είδαν; Κανείς δε σκέφτηκε να τον μαζέψει, να τον βάλει κάπου, να μη βρέχεται τουλάχιστον; Τίποτα; Δε μας ενδιαφέρει τίποτα πλέον; Ούτε ο διπλανός μας, που ζητάει βοήθεια; Θα μας ενδιαφέρει μόνο, εάν ζητήσουμε εμείς μια μέρα βοήθεια..
Συγκλονίστηκα και σήμερα. Το “κάθε πέρυσι και καλύτερα” νομίζω φέτος έχει αποκτήσει άλλο νόημα… Αλλά, ας προσπαθήσουμε να κάνουμε κάτι. Δεν ξέρω τί. Ό,τι πιστεύει ο καθένας από εμάς ότι μπορεί να έχει ουσία. Η εικόνα αυτή χαράχθηκε στο μυαλό μου και δε νομίζω να φύγει ποτέ από εκεί. Πώς κατάντησε έτσι αυτή η χώρα.. Να παρακαλά να έχει ομίχλη, να μη βλέπει τη μιζέρια μέσα της. Καλημέρα!
«Όταν ήρθαν να πάρουν τους Εβραίους, δεν διαμαρτυρήθηκα, γιατί δεν ήμουν Εβραίος. Όταν ήρθαν για τους κομμουνιστές δεν φώναξα, γιατί δεν ήμουν κομμουνιστής. Όταν κατεδίωξαν τους τσιγγάνους, ούτε τότε φώναξα, γιατί δεν ήμουν τσιγγάνος. Όταν έκλεισαν το στόμα των Ρωμαιοκαθολικών που αντιτάσσονταν στο φασισμό, δεν έκανα τίποτα γιατί δεν ήμουν καθολικός. Μετά ήρθαν να συλλάβουν εμένα, αλλά δεν υπήρχε πια κανείς να αντισταθεί μαζί μου»
Μπ. Μπρεχτ
Φεύγει και ο Νοέμβριος. Πάψαμε πια να μετράμε τον Αύγουστο, καθώς το κρυαδάκι έκανε την εμφάνισή του. Άρχισε να βρέχει. Η θερμοκρασία παίρνει καθοδική οδό και όλοι σκεφτόμαστε: “μα γιατί να μην κρατούσε η ζέστη λίγο ακόμα;” Όχι για κάποιον άλλο λόγο, μα για τον προφανή! Το πετρέλαιο!!
Όπως και να έχει όμως, λίγο από δω, λίγο από κει, λίγο με κουβέρτα, λίγο με κλιματισμό, λίγο με τζάκι, λίγο με σόμπα, με πέλλετ, με σφραγισμένα παράθυρα, με μπουφανάκι μέσα στο σπίτι, το κουτσοπαλεύουμε… Εμείς. Γιατί υπάρχουν και κάποιοι άλλοι, που, μάλλον μάταια ελπίζουν στο χριστουγεννιάτικο θαύμα.
Μια πρωινή βόλτα μου στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, με έκανε να γυρίσω σπίτι με τύψεις και να θελήσω να περάσω τις εικόνες που συγκέντρωσα από το μυαλό στο κείμενο, λες και θα τις ξεχάσω, λες και θα περάσω από κάποιου είδους κάθαρση.
Μια πρωινή βόλτα έλεγα, που έκανα μ’ έναν φίλο, παίρνοντας έναν καφέ στο ένα χέρι, την ομπρέλα στο άλλο χέρι, με ένα “αχ, μωρέ, τί θα κάνουμε φέτος, πώς θα τη βγάλουμε;” στο στόμα, με- όχι και τόσο καλές- λεξούλες για τα σκουπίδια που “έχουν γίνει πλέον ζωντανοί οργανισμοί μωρέ και ζουν ανάμεσά μας, πού θα πάει πια, έλεος, ας κάνουν κάτι, τριτοκοσμική πόλη γίναμε, μυρίζει η ατμόσφαιρα, θα κάνουν πια κάτι, μπας και συνέλθουν οι δρόμοι;”.
Κοιτάζαμε τα σκουπίδια, συζητούσαμε, λέγαμε ότι φέτος είδαμε προς μεγάλη μας θλίψη περισσότερους συνανθρώπους από ποτέ να τα ψάχνουν για να βρουν είτε ρούχα είτε φαγητό, ώσπου το βλέμμα μας πάγωσε και η κουβέντα σταμάτησε. Εκεί, κάπου στην Π.Μελλά, σ’έναν μακρύ και μεγάλο σορό από σκουπίδια, ένας άνθρωπος! Σκευρωμένος, κρυωμένος, πάνω στις σακούλες, ξυπόλητος, με ένα λεπτό παντελόνι κι ένα σακάκι από πάνω, μ’ ένα κομμάτι χαρτόνι, που έγραφε “ΠΙΝΑΟ”.
Αυτομάτως, η κουβέντα σταμάτησε! Τα μάτια καρφώθηκαν και ένα “πλάκα μας κάνουν; πού είναι το κράτος πρόνοιας” ξεχύθηκε παγωμένο κι αυτό από το στόμα.. Τον σηκώσαμε και τον βάλαμε σε ένα υπόστεγο, του δώσαμε και μια τυρόπιτα, ήταν το μόνο που μπορέσαμε να κάνουμε. Και τα ερωτηματικά που γεννήθηκαν, 2:
Μα καλά, τους αρέσει αυτό το πράγμα; Αυτή είναι η βελτίωση της ζωής που μας υπόσχονται; Να κοιμόμαστε στα σκουπίδια; Να μην έχουμε ένα πιάτο φαγητό; Να ζούμε κάτω από τα όρια της φτώχειας; Έχουν κάνει μια βόλτα να δουν πώς ζει ο κόσμος, ή θα μας θυμηθούν πάλι εάν προκηρυχθούν εκλογές; Τότε, που θα βγουν απορριμματοφόρα, για να μαζέψουν ό,τι σου χαλάει την αισθητική.. είτε αυτό είναι σακούλα, είτε άνθρωπος! Τους αρέσει που οι μισοί κάτοικοι αυτής της χώρας (και παραπάνω) έχουν μείνει χωρίς δουλειά, και άλλοι τόσοι χωρίς σπίτι; Τους αρέσει που οι μόνοι που έχουν ελπίδα είναι οι ίδιοι, καθώς οι περικοπές δεν τους πιάνουν; Μάλλον όχι.
Και εμείς; Εμείς τί κάνουμε; Πόσοι πέρασαν σήμερα δίπλα του, πόσοι τον σχολίασαν αυτόν τον άνθρωπο; Πόσοι είπαν: “Παναγίιια, μου, μακρυά από’ μας” πόσοι τον είδαν; Κανείς δε σκέφτηκε να τον μαζέψει, να τον βάλει κάπου, να μη βρέχεται τουλάχιστον; Τίποτα; Δε μας ενδιαφέρει τίποτα πλέον; Ούτε ο διπλανός μας, που ζητάει βοήθεια; Θα μας ενδιαφέρει μόνο, εάν ζητήσουμε εμείς μια μέρα βοήθεια..
Συγκλονίστηκα και σήμερα. Το “κάθε πέρυσι και καλύτερα” νομίζω φέτος έχει αποκτήσει άλλο νόημα… Αλλά, ας προσπαθήσουμε να κάνουμε κάτι. Δεν ξέρω τί. Ό,τι πιστεύει ο καθένας από εμάς ότι μπορεί να έχει ουσία. Η εικόνα αυτή χαράχθηκε στο μυαλό μου και δε νομίζω να φύγει ποτέ από εκεί. Πώς κατάντησε έτσι αυτή η χώρα.. Να παρακαλά να έχει ομίχλη, να μη βλέπει τη μιζέρια μέσα της. Καλημέρα!
«Όταν ήρθαν να πάρουν τους Εβραίους, δεν διαμαρτυρήθηκα, γιατί δεν ήμουν Εβραίος. Όταν ήρθαν για τους κομμουνιστές δεν φώναξα, γιατί δεν ήμουν κομμουνιστής. Όταν κατεδίωξαν τους τσιγγάνους, ούτε τότε φώναξα, γιατί δεν ήμουν τσιγγάνος. Όταν έκλεισαν το στόμα των Ρωμαιοκαθολικών που αντιτάσσονταν στο φασισμό, δεν έκανα τίποτα γιατί δεν ήμουν καθολικός. Μετά ήρθαν να συλλάβουν εμένα, αλλά δεν υπήρχε πια κανείς να αντισταθεί μαζί μου»
Μπ. Μπρεχτ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου