Αιωνιότητα=Πραγματικότητα
ΤΟΥ ΝΙΚ. ΒΟΪΝΕΣΚΟΥ
Υπάρχει ζωή μετά το θάνατο; Σ’ αυτό το πανανθρώπινο ερώτημα δόθηκαν διάφορεςαπαντήσεις. Όμως, τη μόνη σωστή και αναντίρρητη απάντηση μπορεί να τη βρει κανείς στο 25ο κεφάλαιο του κατά Ματθαίον Ευαγγελίου. Εκεί ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός με απλά και σύντομα λόγια ομιλεί για τη Δευτέρα παρουσία Του και για τη μέλλουσα κρίση, και τελειώνει με τα παρακάτω λόγια: «Και απελεύσονται ούτοι εις κόλασιν αιώνιον, οι δε δίκαιοι εις ζωήν αιώνιον» (Ματθ. κε΄ 46). Κόλαση, λοιπόν, αιώνια και ζωή αιώνια υπάρχει μετά το θάνατο, δηλαδή, ζωή αφόρητη και βασανιστική μαζί με το διάβολο και ζωή πανέμορφη και πανευτυχής μαζί με το Θεό.
Αυτήν την αλήθεια διέδωσαν σε όλο τον κόσμο οι άγιοι Απόστολοι, γι’ αυτήν την αλήθεια έχυσαν το αίμα τους τα εκατομμύρια των Μαρτύρων, αυτήν την αλήθεια εδίδαξαν οι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας μας, αυτήν την αλήθεια ομολογούμε και εμείς στο Σύμβολο της Πίστεως, λέγοντας: «προσδοκώ ανάστασιν νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος». Επειδή όμως πάντοτε υπήρχαν οι αμφισβητούντες και αρνούμενοι αυτήν την αλήθεια, ο Θεός την επιβεβαίωνε με θαύματα. Δύο, λοιπόν, από αυτά τα θαύματα, τα οποία αναφέρει ο Άγιος Γρηγόριος ο Μέγας στο βιβλίο του «Βίοι αγνώστων ασκητών», θα αναφέρουμε εδώ προς δόξαν Θεού και δική μας ωφέλεια. Το πρώτο είναι από τη ζωή του Αγίου Σεβήρου και το δεύτερο από τη ζωή του Αγίου Φορτουνάτου. Και οι δύο έζησαν τον 5-6 αιώνα μετά Χριστόν.
Ο Άγιος Σεβήρος ήταν πρεσβύτερος στο ναό της Παναγίας στην κοιλάδα Ιντερορίνα (σημερινό Antrodoco). Mια φορά ένας άρχοντας που έφτασε στα τελευταία του, έστειλε γρήγορα αγγελιοφόρους και παρακάλεσε τον άγιο Σεβήρο να έλθει το συντομότερο σε αυτόν για να εξομολογηθεί τις αμαρτίες του. Όμως, συνέβη ο ιερεύς να είναι απασχολημένος με το κλάδεμα του αμπελιού και είπε σε αυτούς που ήλθαν: «Πηγαίνετε εσείς μπροστά και εγώ σας ακολουθώ». Καθυστέρησε, όμως, λιγάκι για να τελειώσει την ελάχιστη εργασία που έμενε. Αφού τελείωσε, πήρε το δρόμο για τον άρρωστο. Ενώ προχωρούσε, ήλθαν τρέχοντας να τον συναντήσουν οι αγγελιοφόροι, οι οποίοι του είπαν: «Γιατί άργησες, πάτερ; Μην κουράζεσαι, γιατί ήδη πέθανε». Τότε ο άγιος άρχισε να τρέμει και με μεγάλες φωνές να αποκαλεί τον εαυτό του φονιά εκείνου. Κλαίγοντας έφθασε στο σπίτι του νεκρού και έριξε τον εαυτό του στη γη μπροστά στο κρεβάτι του. Κι ενώ έκλαιγε γοερά, χτυπούσε το κεφάλι του στη γη κι αποκαλούσε τον εαυτό του ένοχο του θανάτου του, ξαφνικά ο κεκοιμημένος αναστήθηκε. Οι άνθρωποι που στέκονταν τριγύρω, όταν το αντίκρυσαν αυτό, έβγαλαν κραυγές θαυμασμού και άρχισαν ακόμη περισσότερο να κλαίνε από χαρά. Όταν τον ρώτησαν εκείνον που ήταν και πώς επέστρεψε πίσω, είπε: «Φοβερά σιχαμεροί ήταν αυτοί που με οδηγούσαν, από των οποίων το στόμα και τα ρουθούνια έβγαινε φωτιά, την οποία δεν μπορούσα να υποφέρω. Ενώ με πήγαιναν μέσα από σκοτεινούς τόπους, ξαφνικά ένας νεανίας με ωραία μορφή, μαζί και με άλλους, μπήκε στο δρόμο μας και μας σταμάτησε και είπε σε αυτούς που με τραβούσαν: «Οδηγήστε τον πίσω, γιατί ο πρεσβύτερος Σεβήρος οδύρεται. Ο Κύριος τον εδώρησε στα δάκρυα εκείνου».Ο άγιος Σεβήρος σηκώθηκε αμέσως και τον εξομολόγησε. Ο αναστημένος έζησε επτά ημέρες εν μετανοία και την όγδοη μέρα χαρούμενος έφυγε για την αιώνια ζωή.
Ο άγιος Φορτουνάτος ήταν επίσκοπος στην πολιτεία της Τουδερτίας (σημερινό Τodi), που βρίσκεται στα όρια Τουσκίας και Ουμβρίας. Εκεί κατοικούσε κάποιος Μάρκελλος, άνδρας καλών πράξεων, μαζί με τις δύο αδελφές του. Κάποτε αρρώστησε και το απόγευμα του αγιωτάτου Σαββάτου του Πάσχα απεβίωσε. Κι επειδή έπρεπε το σώμα να μεταφερθεί αρκετά μεγάλη απόσταση, δεν μπόρεσαν να τον θάψουν την ίδια μέρα. Λόγω αυτής της καθυστέρησης, οι αδελφές του, προσέτρεξαν κλαίγοντας στον ευσεβή Φορτουνάτο και άρχισαν να κραυγάζουν με μεγάλες φωνές: «Ξέρομε ότι κρατάς την πολιτεία των Αποστόλων, θεραπεύεις λεπρούς, δίνεις το φως στους τυφλούς. Έλα και ανάστησε το νεκρό μας». Αυτός μόλις άκουσε ότι ο αδελφός τους είχε πεθάνει, άρχισε να κλαίει για το θάνατό του και τους απάντησε: «Να φύγετε τώρα και μην λέτε τέτοια πράγματα, γιατί ήταν απόφαση του Παντοδύναμου Θεού, στον Οποίο κανείς άνθρωπος δεν μπορεί να αντιταχθεί». Έφυγαν, λοιπόν, εκείνες και ο επίσκοπος έμεινε θλιμμένος για τον θάνατο του Μάρκελου.
Την άλλη μέρα, την Κυριακή, πριν ακόμα από το πρώτο λυκαυγές, φώναξε τους δύο διακόνους του, πήρε το δρόμο για το σπίτι του πεθαμένου, έφθασε στο μέρος που βρισκόταν το άψυχο σώμα και εκεί δόθηκε ολόκληρος στην προσευχή. Σαν τελείωσε την ευχή, σηκώθηκε, κάθισε δίπλα στο σώμα του νεκρού και με ήπια φωνή κάλεσε τον νεκρό με το όνομά του, λέγοντας: «Αδελφέ Μάρκελλε!». Κι εκείνος σαν να κοιμόταν ελαφριά και να ξύπνησε από εκείνη την κοντινή, όσο ισχνή κι αν ήταν, φωνή, αμέσως άνοιξε τα μάτια και αντικρύζοντας τον επίσκοπο είπε: «Αμάν, τι έκανες; Αμάν, τι έκανες;». Τον ρωτάει ο επίσκοπος: «Τι έκανα;». Κι εκείνος: «Τη χθεσινή μέρα ήρθαν δύο τραβώντας με έξω από το σώμα και με οδήγησαν σε έναν ωραίο τόπο. Σήμερα όμως στάλθηκε ένας και είπε: πηγαίνετέ τον πίσω, γιατί ο Φορτουνάτος ο επίσκοπος ήλθε στο σπίτι του. Και σαν τελείωσε αυτά τα λόγια έγινε αμέσως υγιής από την προηγούμενη αρρώστια του και έμεινε αρκετό ακόμα καιρό σε αυτή τη ζωή.
Αδελφοί μου, τι άλλο να προσθέσουμε; Όταν τα θαύματα μιλούν, εμείς πρέπει να σιωπούμε, να γονατίζουμε και με όλη μας την καρδιά να λέμε: «Δόξα Σοι ο Θεός».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου