Παρασκευή 15 Δεκεμβρίου 2023

ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Γ. ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ (1938 - 2013)

ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ  Γ. ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ

(1938 - 2013)

Ο  ΣΤΟΡΓΙΚΟΣ  ΠΟΙΜΕΝΑΣ 

ΚΑΙ  ΑΚΑΜΑΤΟΣ  ΕΡΓΑΤΗΣ  ΤΟΥ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ  ΤΟΥ  ΧΡΙΣΤΟΥ

 

Του Πρωτοπρεσβυτέρου

π. Ευαγγέλου Κ. Πριγκιπάκη, Δρος Θ.- Δρος Φ.

Καθηγητού του Προτύπου Γυμνασίου Πατρών

            Την Πέμπτη 26 Οκτωβρίου 2023 συμπληρώθηκαν δέκα έτη από την προς Κύριον εκδημία του μακαρίας μνήμης επιφανούς κληρικού της τοπικής μας Εκκλησίας, αοιδίμου πρωθιερέως π. Δημητρίου Αθανασόπουλου, ο οποίος, εκπληρώνοντας το κοινό ανθρώπινο χρέος, μετατέθηκε από τον μάταιο και φθαρτό τούτο κόσμο στην αιώνια, άφθαρτη και ποθεινή  πατρίδα σε ηλικία εβδομήντα πέντε ετών περίπου, έπειτα από μακρά και πολυώδυνη ασθένεια ανήμερα της ονομαστικής του εορτής στις 26

Οκτωβρίου 2013, οπότε πλέον ως «ουρανοπολίτης» συνεχίζει αενάως τη θεία Ιερουργία στο υπερουράνιο Θυσιαστήριο.

 

        Ι.  Ο π. Δημήτριος ως Ιερατική Προσωπικότης

 

       1. Είναι αδιαμφισβήτητο το γεγονός, ότι ο μακαριστός π. Δημήτριος αναδείχθηκε με το πολυποίκιλο, πολυεπίπεδο και πρωτοποριακό ποιμαντικό του έργο σε μια από τις πλέον σεβάσμιες και εμβληματικές ιερατικές φυσιoγνωμίες της σύγχρονης ιστορίας της Αποστολικής Εκκλησίας των Πατρών, της οποίας, ως Νύμφης του Χριστού, διακόσμησε περίλαμπρα τον πολύτιμο στέφανο ως πολύεδρο διαμάντι, καθιστάμενος αυθεντικό υπόδειγμα φορέα της χαρισματικής ιερωσύνης, με την ανεπίληπτη και αποστολικής χροιάς εν ταπεινώσει άσκηση του ιερατικού, του προφητικού και του βασιλικού αξιώματος του Χριστού, διακρινόμενος για την άοκνη και ακατάπαυστη ποιμαντική του εργασία στους τομείς της τελετουργίας των ιερών μυστηρίων, της κατηχήσεως και της οικοδομής του λογικού του ποιμνίου, αλλά και της σοφής και δημιουργικής άσκησης της εκκλησιαστικής διοικήσεως σε ενοριακό επίπεδο με θαυμαστά αποτελέσματα.

       2.  Ο αείμνηστος π. Δημήτριος δηλαδή, υπήρξε, κατά κοινή ομολογία,  μια από τις πλέον σπάνιες και μοναδικές ιερατικές προσωπικότητες της Εκκλησίας του Πρωτοκλήτου στις μέρες μας, που ο Θεός ευδόκησε να μεταφυτευθεί από τη γειτονική Ηλεία και να καρποφορήσει πνευματικά στην αχαϊκή αποστολική πόλη των Πατρών, εργαζόμενος εξόχως δημιουργικά, ευεργετικά και θεραπευτικώς ποιμαντικά στις νοτιοανατολικές παρυφές της για πενήντα ολόκληρα έτη, αρχικά στην ενορία Ρωμανού, κυρίως όμως στην αγαπημένη του Εγλυκάδα, για χάρη της οποίας και αισθανόμενος ως ποιμένας της την εν Κυρίω καύχηση τραγουδούσε με συγκίνηση, πως : «Το χω στ’ αλήθεια καύχημα, σεμνή μου περηφάνεια // που υπηρετώ στην καρπερή, όμορφη πεδιάδα // που έχει τρανά ιδανικά, χριστιανική ζωντάνια, // γι’ αυτό … αξίζει να φωνάζουμε : Ζήτω η Εγλυκάδα». 

        Με το αθόρυβο, αλλά πλήρες ανακαινιστικής εν Χριστώ αγάπης και έμπλεο θείας χάριτος ποιμαντικό του έργο στις ενορίες Ρωμανού και Εγλυκάδας, προσέθεσε και εκείνος έναν ακόμη από τους αναρίθμητους πολυτελείς και πολύτιμους χρυσούς κρίκους της στη μακρά αλυσίδα του «τιμίου πρεσβυτερίου» της Εκκλησίας της Αχαΐας, διακρινόμενος για το ακραιφνές και γνήσιο ιερατικό ήθος που λιτάνευε, αλλά και για την κατά Χριστόν βιωτή που κοπιαστικώς και εμπόνως διήγε, ώστε να αναδεικνύεται διαρκώς σε υπόδειγμα ορθοδόξου κληρικού, ο οποίος κόσμησε πολυτελώς και εμπλούτισε πολυπληθώς με την πνευματική του εργασία το μεγάλο αχαϊκό ιερατικό συναξάρι. Για τον λόγο αυτό και κατέλειπε φήμη ενάρετου κληρικού και αυθεντικού εκκλησιαστικού άνδρα, καθώς υπήρξε ευλαβέστατος και αφοσιωμένος ως ποιμένας, κατανυκτικός ως λειτουργός, διακριτικός ως πνευματικός οδηγός, αλλά και ακάματος εργάτης της φιλανθρωπίας, ώστε με το πολυσήμαντο, πρωτοποριακό και μεθοδικό εκκλησιαστικό του έργο να αποβεί γνήσιος φορέας του μηνύματος του Ευαγγελίου του Χριστού στην εποχή του, αλλά και αεικίνητος διάκονος και ευεργετικός ποιμένας του λογικού ποιμνίου που του εμπιστεύθηκε η Εκκλησία στην περιοχή του Ρωμανού και ιδίως της Εγλυκάδας, την οποία μάλιστα αρνήθηκε να αποχωριστεί όταν, έπειτα από εισήγηση μάλλον του επίσης σπουδαίου κληρικού της τοπικής μας Εκκλησίας αειμνήστου Αρχιμ. Γαβριήλ Αθανασιάδη, του προτάθηκε από τον μακαριστό μητροπολίτη Πατρών Νικόδημο η μετάθεση σε επίζηλη εφημεριακή θέση μεγάλου κεντρικού και επιφανούς Ναού της πόλεώς μας, εφόσον η λεπτή του ψυχή είχε βρει πλέον πνευματική ανάπαυση στην Εγλυκάδα, ώστε να τραγουδά και πάλι : «Την έχω μέσα στην καρδιά τούτη την Ενορία // που αδελφωμένοι όλοι μας, σαν γόνιμη κυψέλη, // διαβαίνει ήσυχα η ζωή, τι Θεία ευλογία...! // πλούσια η αγάπη του Θεού τα αγαθά μας στέλνει».

       3. Ως άνθρωπος ο μακαριστός π. Δημήτριος υπήρξε ανεπιτήδευτα αυθεντικός και απροσποίητα απλός, προσηνής και συγχωρητικός, ήπιος και ευπροσήγορος, μειλίχιος και χαριτωμένος, αλλά και παράλληλα διακριτικός, σοβαρός και πολύ μετρημένος, με ζωή υποδειγματική και καλό λογισμό για τους πάντες και τα πάντα, ώστε η όλη του παρουσία να αποπνέει ευωδία Χριστού, να ακτινοβολεί ανδρείο και να αναδίδει ανδρικό φρόνημα, αλλά και καθαρότητα και διαύγεια πνευματική, καθώς διέθετε μεγαλείο ψυχικό, αγάπη αρχοντική, ευθύτητα μοναδική, συμπεριφορά ανδροπρεπή και σεμνότητα μοναδική, με αποτέλεσμα να λειτουργεί ως άριστο και ζωντανό παράδειγμα μίμησης για τα εν Κυρίω τέκνα του, αλλά και ως γνήσιο υπόδειγμα ποιμαντικής αυτογνωσίας για τους συμπρεσβυτέρους του, για τους οποίους υπήρξε «άνθρωπος καλοσυνάτος, ταπεινός, άνθρωπος της υπομονής, της πραότητας,  φιλόξενος, γεμάτος αγάπη προς όλους (π. Γερ. Στανίτσας). Με τη σταθερή άσκηση της εκπλήσσουσας αυτής υψηλής και κοπιώδους ιερατικής του πολιτείας μάλιστα, ο π. Δημήτριος κατόρθωσε να υποστασιάσει αυθεντικά, αλλά και να σαρκώσει γνήσια με την κατά Θεόν σοφία του όλες τις αποστολικές παραγγελίες για τον αληθινό ποιμένα και τον άξιο λειτουργό των θείων μυστηρίων, αφού υπήρξε όντως «ἀνεπίληπτος, νηφάλιος, σώφρων, κόσμιος, φιλόξενος, … ἐπιεικής, ἄμαχος, ἀφιλάργυρος, … τοῦ ἰδίου οἴκου καλῶς προϊστάμενος» (Α΄ Τιμ. 3, 2-4), αλλά και «ἤπιος πρὸς πάντας, διδακτικός, ἀνεξίκακος» (Β΄ Τιμ, 2, 24), «φιλάγαθος, δίκαιος,  ὅσιος,  ἐγκρατής,  ἀντεχόμενος  τοῦ  κατὰ  τὴν  διδαχὴν  πιστοῦ  λόγου,  ἵνα  δυνατὸς  ᾖ  καὶ  παρακαλεῖν  ἐν  τῇ  διδασκαλίᾳ  τῇ ὑγιαινούσῃ καὶ τοὺς ἀντιλέγοντας ἐλέγχειν» (Τιτ. 1, 8-9), αναδεικνυόμενος «δόκιμος … τῷ Θεῷ, ἐργάτης ἀνεπαίσχυντος, ὀρθοτομῶν τὸν λόγον τῆς ἀληθείας» (Β΄ Τιμ. 2, 15). 

 

       ΙΙ. Η Καταγωγή, η Γέννηση, η Παιδεία, ο Γάμος και η είσοδος στην Ιερωσύνη του π. Δημητρίου

 

       1. Ο αοίδιμος π. Δημήτριος είλκε την καταγωγή  από τον παρακείμενο νομό Ηλείας και μάλιστα από την εύανδρο κώμη Σκιλλουντία (την αρχαία «Σκιλλούντα»), σημερινό χωριό «Μάζι», του Δήμου Ανδρίτσαινας-Κρεστένων της επαρχίας Ολυμπίας, όπου και γεννήθηκε το έτος 1938, ως ένα από τα επιζήσαντα επτά από τα δεκατέσσερα συνολικά τέκνα του Γεωργίου και της Μαρίας, το γένος Αναστασοπούλου. Ο μικρός Δημήτριος γαλουχήθηκε στα νάματα της ορθοδόξου παραδόσεως από την ευλαβή του οικογένεια, αλλά και μέσα στο ταπεινό ενοριακό περιβάλλον της Σκιλλουντίας, προσπαθώντας από την παιδική του ηλικία, καθώς από πολύ νωρίς φλεγόταν από τον πόθο για την ιερωσύνη, να ενδυναμώσει στην καρδιά του με την προσευχή και τον πνευματικό του αγώνα τη βαθιά του επιθυμία να αξιωθεί να διακονήσει το άγιο Θυσιαστήριο. Για τον λόγο αυτό, αλλά και επειδή ήταν εξαιρετικά ευφυής και σφόδρα φιλομαθής, επιδίωξε κάτω από τις πολύ αντίξοες εμφυλιοπολεμικές και μεταπολεμικές συνθήκες να καταρτιστεί και να οπλιστεί κατάλληλα, προκειμένου να προετοιμαστεί επαρκέστερα για το επίμοχθο, αλλά υψηλό ιερατικό στάδιο της ζωής του. Έτσι, αφού αποπεράτωσε την πρωτοβάθμια εκπαίδευση στη γενέτειρά του, φοίτησε για δύο χρόνια στο Γυμνάσιο Κρερστένων, από όπου έλαβε μεταγραφή για να σπουδάσει επί πέντε έτη στην περίφημη Εκκλησιαστική Σχολή της Κορίνθου, ολοκληρώνοντας επιτυχώς την εγκύκλιο παιδεία του, αλλά και παρακολουθώντας την απαραίτητη για το ιερατικό στάδιο ειδική, ακαδημαϊκού επιπέδου, εβδόμη τάξη, έχοντας συλλέξει και αφομοιώσει με την αποφοίτησή του τόσο τη θεωρητική, όσο και την πρακτική βάση της ποιμαντικής εργασίας, ώστε να είναι έτοιμος να την εφαρμόσει στην μετέπειτα ιερατική του διακονία.

        2. Προπαρασκευασμένος κατάλληλα πνευματικά και θεωρητικά  για το υψηλό ιερατικό υπούργημα ο νεαρός Δημήτριος, εγκαταστάθηκε στην πόλη των Πατρών το έτος 1962, όπου γνώρισε και σύναψε γάμο με τη εκλεκτή του σύζυγο και μετέπειτα πρεσβυτέρα κ. Ουρανία, το γένος Δημητρέλλου, καταγόμενη από το ορεινό χωριό «Γρηγόριο» της επαρχίας Ναυπακτίας. Επειδή μάλιστα ο Θεός τον προετοίμαζε, καθώς φαίνεται, για το μέγα αξίωμα της ιερωσύνης, του πρόσφερε «γυνή … ὡς ἄμπελον εὐθηνοῦσα ἐν τοῖς κλίτεσι τῆς οἰκίας» του, τού χάρισε δηλαδή ως σύζυγο πρόσωπο σοβαρό και κατάλληλο για την ιερή διακονία που θα αναλάμβανε όπως ήταν η μακαριστή πλέον από τον Νοέμβριο του 2016 πρεσβυτέρα Ουρανία, εφόσον υπήρξε και εκείνη μια ευλαβέστατη, εργατική και ευλογημένη γυναίκα που διακρινόταν για την αρετή, τη φιλοξενία, την ευγένεια, το θυσιαστικό της πνεύμα, το ψυχικό της μεγαλείο και την μητρική αγάπη που επιδείκνυε αφειδώλευτα προς τους πάντες, η οποία μάλιστα με την πίστη, την υπομονή και την καρτερία της, όχι μόνο συγκατατέθηκε στην επιθυμία του συζύγου της να εισέλθει στις τάξεις του κλήρου, αλλά και επρόκειτο να αποβεί με την αρωγή και την άοκνη συμπαράστασή της «ὁμόζυγος» αληθινή, «ἀλείπτις» άριστη, βακτηρία πολύτιμη, παρηγορία διαρκής και επιστηριγμός μεγάλος στην άρση και την περιφορά του μεγάλου σταυρού της ιερωσύνης από τον σύζυγό της.

       3. Προετοιμαζόμενος ο αείμνηστος π. Δημήτριος από πολύ νωρίς και μεθοδικά για το ιερατικό στάδιο, διήγε, ενώ ήταν ακόμη λαϊκός, υποδειγματικό βίο, διακρινόμενος για τη βαθιά του πίστη, τη σωφροσύνη και την πολλή προσοχή που επιδείκνυε στα πνευματικά ζητήματα, καθώς και για την άσβεστη φιλομάθεια που τον χαρακτήριζε, ώστε να εντρυφά ακατάπαυστα για να καταρτίζεται πνευματικά στην Αγία Γραφή και τα έργα των Θεοφόρων Πατέρων. Βαδίζοντας με τον τρόπο αυτό μια συνετή και συνεπή πνευματική πορεία, αλλά και γνωρίζοντας ότι η ιερωσύνη δεν είναι κοσμικό αξίωμα που οδηγεί τον άνθρωπο σε μια σταδιοδρομία επαγγελματικής αποκαταστάσεως ή καταξιώσεως, αλλά συνιστά επίπονο και πλήρες θλίψεων έργο που προσφέρεται κατά παραχώρηση Θεού για τη διακονία της εν Χριστώ σωτηρίας του ανθρώπου, αμέσως σχεδόν μετά το γάμο του, δέχθηκε εν ταπεινώσει την κλήση της Εκκλησίας διά του αοιδίμου μητροπολίτου Πατρών Κωνσταντίνου το έτος 1963,  οπότε χειροτονήθηκε Διάκονος και τοποθετήθηκε για να επιτελέσει το διακονικό του έργο στον ιστορικό Ναό του Παντοκράτορος Πατρών, όπου και παρέμεινε τρία και πλέον έτη μέχρι το έτος 1967, οπότε χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος επίσης από τον μακαριστό Πατρών Κωνσταντίνο και διορίστηκε αρχικά ως εφημέριος στην ενορία Αγ. Δημητρίου Ρωμανού μέχρι το 1970, από όπου και μετατέθηκε οριστικά, διαδεχόμενος τον αείμνηστο καρδιακό του φίλο, Πρωτοπρεσβύτερο π. Ανδρέα Ράπανο, στην ενορία του Αγίου Ανδρέου Εγλυκάδας, την οποία εποίμανε θεοφιλώς και θεαρέστως μέχρι την κοίμησή του το φθινόπωρο του 2013.

        4. Γευόμενος θυσιαστικά τον ιερό θεσμό του γάμου και της οικογένειας από το έτος 1962 ωστόσο, ο αοίδιμος π. Δημήτριος, «μαζί με την ηρωίδα δοκιμαζόμενη πρεσβυτέρα του Ουρανία, την ακούραστη από πρωίας έως νυκτός συνοδοιπόρο  του, έκτισαν γερά θεμέλια στην κατ’ οίκον Εκκλησία τους», εφόσον ευτύχησαν να δημιουργήσουν μια πολυμελή και ευλογημένη οικογένεια, ώστε ο ήδη σπουδαίος ιερεύς να αναδειχθεί πρωτίστως «ένας εξαιρετικός οικογενειάρχης» και υπερπολύτεκνος πατέρας, καθώς αξιώθηκε να αποκτήσει και να απολαύσει «ὡς νεόφυτα ἐλαιῶν κύκλω τῆς τραπέζης» του συνολικά έντεκα (11) τέκνα, επτά υιούς και τέσσερις θυγατέρες, «ένα και ένα διαλεχτά, όλα κοντά στην Εκκλησία», καθώς ανατράφηκαν εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου, «εκ των οποίων» μάλιστα, «τα τέσσερα είναι εκλεκτοί κληρικοί, αντάξιοι του αξίου πατέρα τους, και μία μοναχή. Τα δε υπόλοιπα τέκνα του είναι τίμιοι οικογενειάρχες, κοινωνικά χρήσιμοι που απολαμβάνουν το σεβασμό και την αγάπη της πατραϊκής κοινωνίας» (π. Γερ. Στανίτσας). Τα τέκνα του π. Δημητρίου κατά σειρά είναι ο φίλτατος π. Κωνσταντίνος, συνεφημέριος αρχικά και  κατόπιν διάδοχος και άξιος συνεχιστής του σπουδαίου έργου του πατέρα του στην Εγλυκάδα, ο εξαίρετος συμφοιτητής μου Γεώργιος, ο μετέπειτα και έως σήμερα λαμπρός Αρχιμ. π. Χαρίτων, αφοσιωμένος ιεραπόστολος των πονεμένων ψυχών, με θαυμαστή διακονία στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Πατρών «Παναγία η Βοήθεια», η Μαρία, που έχει εγκαταβιώσει από ετών και ασκείται φιλοτίμως και ταπεινώς ως μοναχή Αγάθη στην Ιερά Μονή Παναγίας Ελεούσης Πατρών, ο Γρηγόριος, επίλεκτο διευθυντικό στέλεχος της Εθνικής Τράπεζας, η Θεοδώρα, Υπερπολύτεκνη Μητέρα, Νηπιαγωγός και Τραπεζική Υπάλληλος, ο Βασίλειος, Οικονομολόγος και Λογιστής, ο π.  Χρυσόστομος, με έξοχο ποιμαντικό έργο στην ενορία Κοιμήσεως Θεοτόκου Παραλίας, ο π.  Πέτρος, Πολύτεκνος Πατέρας και με πολύ αξιόλογο εκκλησιαστικό έργο ως εφημέριος Τέμενης Αιγιαλείας, η Ιωάννα, Ιατρός, ο Ανδρέας, Μηχανικός και Πολύτεκνος Πατέρας επίσης, όπως  και η Βασιλική, Καθηγήτρια Φυσικής Αγωγής.

 

      ΙΙΙ.  Το πολυσύνθετο και ρηξικέλευθο Ποιμαντικό Έργο του π. Δημητρίου

 

       1. Ο μακαριστός π. Δημήτριος κατόρθωσε να αναδειχθεί, παράλληλα με την οικογένειά του, εξίσου φιλόστοργος πατέρας, αλλά και επιδέξιος οδηγός και για την ευρύτερη πνευματική οικογένεια που απέκτησε, δηλαδή για όλα ανεξαιρέτως τα μέλη των ενοριών Ρωμανού και ιδιαιτέρως της Εγλυκάδας. Έτσι, από την αρχή της υψιπετούς ιερατικής του πορείας, ο νεαρός τότε και φέρελπις κληρικός εγκαινίασε ένα σπουδαίο, πολυεπίπεδο και ρηξικέλευθο ποιμαντικό έργο για τις αρχές της δεκαετίας του 1970, εφόσον κατόρθωσε να συλλάβει, με τη διορατικότητα και την ενσυναίσθηση που τον διέκρινε, τα μηνύματα της εποχής, να αισθανθεί τον παλμό και να κατανοήσει τις πνευματικές και υλικές ανάγκες του λογικού του ποιμνίου, ώστε να δραστηριοποιηθεί κατάλληλα ως πνευματικός του πατέρας σε εκείνους κυρίως τους τομείς του εκκλησιαστικού έργου που θα θεράπευαν τις δυσκολίες και θα αναπλήρωναν τις ελλείψεις του, χωρίς ωστόσο να το υποβιβάσει με εκκοσμικευμένου χαρακτήρα υποχωρήσεις και να προσαρμόσει την εκκλησιαστική παράδοση στην κοσμική νοοτροπία, αλλά, λειτουργώντας υγιώς ποιμαντικά, να προσπαθήσει να μεταμορφώσει θεραπευτικά και σταδιακά το φρόνημα του λαού που του εμπιστεύθηκε η Εκκλησία και να τον οδηγήσει σε σωτήριες πνευματικές ατραπούς. Έτσι, «οι ενοριακές του πρωτοβουλίες», όπως τονίζεται ορθώς από εξίσου σπουδαίο και εφάμιλλο του μακαριστού π. Δημητρίου σε έξοχο ποιμαντικό έργο συμπρεσβύτερό του, ήταν «γεμάτες έμπνευση, φωτισμό και μεθοδικότητα. Η όλη ενοριακή αυτή εργασία δείχνει να φλέγεται από τον ιερό πόθο και την αγάπη του για την Εκκλησία και την ενορία που του εμπιστεύθηκε ο Θεός και η Εκκλησία. ‘Ο ζήλος του οίκου σου κατέφαγε με’ αρμόζει άριστα στον ταπεινό ιερέα-λειτουργό του Θεού» (π. Γερ. Στανίτσας), ώστε το όλο έργο του να τον καταστήσει καθολικά σεβαστό και εξαιρετικά αγαπητό στην Εγλυκάδα, ονομαστό και ευυπόληπτο σε ολόκληρη την Πάτρα, αλλά και πρότυπο εκκλησιαστικής διακονίας για σύμπαντα τον ευαγή κλήρο της τοπικής μας Εκκλησίας.

       2. Επειδή ακριβώς ο αοίδιμος π. Δημήτριος εισήλθε ενσυνείδητα στην ιερωσύνη, βίωνε αδιάλειπτα και αναζωπύρωνε καθημερινώς το χάρισμα που έλαβε από την Εκκλησία δια του επισκόπου του (Πρβλ. Β΄ Τιμ. 1,16), γι’ αυτό και αναδείχθηκε ως ορθόδοξος κληρικός, ακριβής τηρητής της πατερικής παραδόσεως, επικεντρώνοντας την ποιμαντική του μέριμνα ως εφημέριος Ρωμανού και Εγλυκάδας στο κατ’ εξοχήν έργο του ιερέως που είναι η ορθή και κατανυκτική επιτέλεση της θείας λατρείας, η οποία και αποτελεί την υγιή βάση κάθε επιμέρους ποιμαντικής εργασίας, αλλά και την πηγή του αγιασμού και της εν Χριστώ παιδαγωγίας για τον άνθρωπο, εφόσον έχει ως σκοπό να μεταμορφώσει πνευματικά όσους από τους πιστούς συμμετέχουν ταπεινώς και αξίως στην επιτέλεση των ιερών μυστηρίων και ακολουθιών, με προεξάρχουσα τη θεία Ευχαριστία. Όντως, η τέλεση της θείας Λειτουργίας ειδικώς, συνιστούσε για τον π. Δημήτριο μέγα και φοβερό μυστήριο, μέσω του οποίου οι ενσυνειδήτως συμμετέχοντες πιστοί να μεταρσιώνονται πνευματικά, γι’ αυτό και ως προεξάρχων της αναιμάκτου Θυσίας, διεπνέετο από συστολή και θείο φόβο, ήταν συγκεντρωμένος απόλυτα και ευχόταν διαρκώς μυστικώς, ενώ διατηρούσε την πνευματική του γαλήνη εγρηγορούσα, παρόλο που ευρίσκετο συνήθως σε βαθιά κατάνυξη και έντονη συστολή και περισυλλογή, συνεπαρμένος πνευματικά από τα τελούμενα.

       3. Διαβλέποντας τα πλούσια φυσικά και επίκτητα χαρίσματα, αλλά και εκτιμώντας την πνευματική ωριμότητα, το ορθόδοξο ήθος, την ακεραιότητα, τη θέρμη της πίστης, αλλά και την πείρα του π. Δημητρίου, ο επίσκοπός του τού ανέθεσε σε σχετικά σύντομο διάστημα το βαρύ έργο της καθοδηγήσεως του λογικού ποιμνίου του Χριστού με τη διακονία του λειτουργήματος της πνευματικής πατρότητος, το οποίο έμελε να αποβεί πηγή πολλών πνευματικών δωρεών για τα υπάκουα από τα πολυπληθή πνευματικά του τέκνα. Ως έμπειρος πνευματικός ιατρός ο αείμνηστος π. Δημήτριος, ανίχνευε αριστοτεχνικά τα τραύματα στις επιβαρυμένες ψυχές, και, καθώς είχε μαθητεύσει σε σοφούς και έμπειρους πατέρες και πνευματικούς διδασκάλους, διαγίγνωσκε και αποκάλυπτε τις πνευματικές τους ασθένειες, τις οποίες θεράπευε αποτελεσματικά με τη χορήγηση των κατάλληλων πνευματικών φαρμάκων, έχοντας ως απλανή οδηγό στο έργο αυτό, καθώς υπήρξε ακριβής τους τηρητής, τους Ιερούς Κανόνες, αλλά και εφαρμόζοντας διακριτικά και θεραπευτικά την Oικονομία στο πνεύμα των Αγίων Πατέρων. Γι’ αυτό και υπήρξε πάντοτε συμπονετικός και μακρόθυμος στην ανθρώπινη αδυναμία, χωρίς ωστόσο να παρασύρεται σε πνευματικές εκπτώσεις, καθώς παρέμενε αμετακίνητος από τα όρια που έθεσαν οι ιεροί Πατέρες, γνωρίζοντας καλώς ότι επιτελεί μόνον έργο Θεού, στον Οποίο αισθανόταν πως δάνειζε την ιερατική του ύπαρξη για να πραγματώσει το σωτηριώδες έργο Του στον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά. Έτσι, ως πνευματικός πατέρας ο μακαριστός, δεν χάρασσε δικούς του κανόνες, αλλά εφαρμόζοντας το θέλημα του Θεού παρηγορητικά («παρακλητικώς») επιδείκνυε συνετή επιείκεια και πολλή κατανόηση προς τα κοπιώντα και πεφορτισμένα τέκνα του, ώστε να αναδεικνύεται εξαίρετος ως εξομολόγος, καθώς υποδεχόταν τις πονεμένες ψυχές με πατρική χαρά και διακριτική αγάπη, με προσήνεια, μειλιχιότητα, αλλά και με ευγένεια και ηπιότητα, ώστε να αναπαύονται στο πετραχήλι του και να ειρηνεύουν οι καρδιές πλήθους ανθρώπων, στον καθένα από τους οποίους επαναλάμβανε αδιάλειπτα το προερχόμενο από το έργο του Μ. Βασιλείου, Εἰς τό Πρόσεχε σεαυτῷ (PG 31, 204C), προσφιλές του ρητό, «ἐπιμελοῦ ψυχῆς, πράγματος ἀθανάτου».

         4. Εκτός από την πνευματική υποστήριξη του ποιμνίου του όμως, ο αείμνηστος π. Δημήτριος μόχθησε πολύ επίσης και για την οικοδομική αυτάρκεια των ενοριών που εφημέρευσε, με την ανέγερση, την ανακαίνιση και τον ευτρεπισμό συνολικά δεκαεπτά (17) Ναών, κυρίως Παρεκκλησίων. Ασκώντας δηλαδή φιλοτίμως και δημιουργικώς τα καθήκοντά του στις ενορίες Ρωμανού και Εγλυκάδας, έθεσε ως κύριο μέλημά του τον εμπλουτισμό τους με νέα Θυσιαστήρια, αλλά και την ανακαίνιση και συντήρηση των ήδη υπαρχόντων με την συγκινητική συνδρομή των ενοριτών του και με σκοπό να δοξολογείται απρόσκοπτα το άγιο Όνομα του Θεού, αλλά και να τελείται αενάως η Θεία Ευχαριστία για να σώζεται ο άνθρωπος και να ζει κόσμος. Έτσι, με δική του πρωτοβουλία και διαρκή αυτοπρόσωπη επιστασία, ανοικοδομήθηκαν εκ θεμελίων οι ιεροί Ναοί των: 1) Αγ. Πέτρου και Παύλου Ρωμανού, 2) Παναγίας Βλαχερνών Παναχαϊκού (Παλαιό μετόχι Παναγίας Γηροκομητίσσης), 3) Αγίας Βαρβάρας Παναχαϊκού (Παλαιό κοιμητήριο, παλαιό Μαζαράκι), 4) Αγίου Γεωργίου Ελεκίστρας, 5) Αγίας Ειρήνης Εγλυκάδος, 6) Αγίου Βλασίου Εγλυκάδος τα έτη 1989-1990, 7) Αγίου Νικολάου Εγλυκάδος, 8) Αγίων Μυροφόρων Εγλυκάδος τα έτη 1976-1977, 9) Αγίων 318 θεοφόρων Πατέρων Εγλυκάδος τα έτη 1981-1987, 10) Αγίων Εφραίμ και Ευθυμίου Εγλυκάδος το 2007, 11) Μεταμορφώσεως Σωτήρος, κοιμητηρίου Εγλυκάδος τα έτη 1973-1974 και 1984, αλλά και 12) Παναγίας της Μαζιωτίσσης, στο πατρικό του κτήμα στη Σκιλλουντία, για την εορτή της οποίας μάλιστα ο έξοχος λευίτης συνέθεσε και τον παρακάτω ύμνο : «Χωρίον Μαζαίων τιμώντες Σε Γλυκοφιλούσα Σεπτή, // αγκάλαις Σου φέρουσα  τον του παντός Ποιητήν. // Τούτον τον τόπον σου φύλαττε, // από πάσης ανάγκης, // ον και ο Ξενοφών ο αθηναίος ετίμησεν, // πέμπουσα τας ακτίνας των λαμπρών σου θαυμάτων, // εν ύμνοις αεί ως Θεοτόκον και Προστάτιν δοξάζομεν». Ο μακαριστός Γέροντας όμως, πρωτοστάτησε επίσης και στην εκ βάθρων ανακαίνιση των ιερών Ναών: 13) Αγίου Δημητρίου Ρωμανού, 14) Παναγίας Ζωοδόχου Πηγής (Παναγίτσας), 15) Αγίας Παρασκευής Παναχαϊκού, 16) Προφήτου Ηλιού Πουρναροκάστρου, καθώς και 17) Αγίου Ανδρέου Εγλυκάδος, του μεγάλου και περικαλλούς ενοριακού ναού της Εγλυκάδος που υπέστη σοβαρές ζημίες από τον σεισμό του Ιουλίου του έτους 1993. Στο πλαίσιο αυτό ακόμη και προκειμένου να διαφυλάξει και να αναδείξει τους εκκλησιαστικούς θησαυρούς της αγαπημένης του ενορίας, προχώρησε στην ίδρυση Ενοριακού Εκκλησιαστικού Μουσείου/Κειμηλιαρχείου το έτος 2007, το οποίο στεγάζεται σε ιδιαίτερη αίθουσα του Πνευματικού Κέντρου και υπήρξε το πρώτο του είδους του μέχρι τότε στην Ιερά Μητρόπολη Πατρών.

       5. Ένας από τους πλέον σπουδαίους τομείς του ποιμαντικού έργου του αοιδίμου π. Δημητρίου ωστόσο, υπήρξε η κατήχηση και η εν Χριστώ αγωγή της νεότητας, αλλά και η πνευματική στήριξη των νέων οικογενειών. Οι νέοι άνθρωποι γενικότερα, συνιστούσαν για τον μακαριστό Γέροντα το μέλλον της Εκκλησίας, αλλά και της γλυκιάς μας πατρίδας, γεγονός που προσπαθούσε να διατηρεί άσβεστο, να υπενθυμίζει διαρκώς και να υπογραμμίζει διαχρονικώς με πολλή θέρμη, προτρέποντάς τους με το «μείνατε πιστοί Ορθόδοξοι, πάντα Έλληνες!», αλλά και τιμώντας ιδιαιτέρως τόσο την πολύτεκνη οικογένεια, όσο και τους στυλοβάτες της ορθοδόξου ελληνικότητας, όπως ο ευλαβής ιερέας και ο τίμιος δάσκαλος ως κατ’ εξοχήν πρότυπα και παιδαγωγούς της νεότητας. Για τον λόγο αυτό μάλιστα, στο αύλειο χώρο μπροστά από τον κεντρικό Ναό του Αγ. Ανδρέου κατασκεύασε δύο σπουδαία μνημεία, δηλαδή «δύο στήλες οι οποίες υπάρχουν ένθεν και ένθεν της εξωθύρας. Η μία αναφέρεται στους πολυτέκνους γονείς οι οποίοι σηκώνουν τη δική τους διακονία επί των ώμων, έχοντας υπόψιν τους την εντολή του Κυρίου και η άλλη στον παπά και τον δάσκαλο» (Μητρ. Πατρών Χρυσόστομος). Το πρώτο μνημείο, που είναι αφιερωμένο στην πολύτεκνη οικογένεια ως πρότυπο ορθόδοξης παραδοσιακής ελληνικής οικογένειας και φέρει την, έντονα από την Αγ. Γραφή (Σοφ. Σειρ. 3, 2) εμπνευσμένη, επιγραφή: «Ο ‘Κύριος ἐδόξασε’ γονείς ‘ἐπὶ τέκνοις’. Πολλά παιδιά πολλές ευλογίες, μεγάλη και ισχυρή Ελλάδα», εγκαινίασε ο αείμνηστος μητροπολίτης Πατρών Νικόδημος το έτος 1992, ενώ το δεύτερο, που είναι αφιερωμένο στον Ιερέα και τον Δάσκαλο με την επιγραφή : «Εις τον Ιερέα και Διδάσκαλο, τους δύο ακλόνητους στύλους του Ορθοδόξου Ελληνικού Έθνους», εγκαινιάστηκε το 2007 από τον Σεβ. Μητροπολίτη Πατρών κ. Χρυσόστομο.

         Ως πρωτοπόρος στην ποιμαντική δραστηριότητα της νεότητας ο π. Δημήτριος, καθώς, με τον σοφό οραματισμό που διέθετε, διέβλεπε τις ανάγκες των μελλούμενων καιρών με την σταδιακή γιγάντωση του δημογραφικού προβλήματος, μερίμνησε με πολύ ζήλο για τη διάδοση και αποδοχή του συνθήματος για την απόκτηση πολλών, αλλά και την χριστιανική αγωγή όλων των ελληνόπουλων από νέες, διαπνεόμενες από τις ορθόδοξες χριστιανικές αρχές, οικογένειες. Για τον λόγο αυτό και φρόντιζε να ενθαρρύνει τα νέα ζευγάρια που καθοδηγούσε πνευματικά για την γέννηση παιδιών, λειτουργώντας Σχολή Γονέων για το σκοπό αυτό, αλλά και ιδρύοντας για την διευκόλυνσή τους στον αύλειο χώρο του παρεκκλησίου των Αγίων Πατέρων πρότυπο Εκκλησιαστικό Παιδικό Σταθμό, προκειμένου να φιλοξενούνται κατά κύριο λόγο και έναντι συμβολικού τιμήματος τα παιδιά των εργαζομένων ενοριτών του, αλλά και στο πλαίσιο της δημιουργικής τους απασχόλησης εκεί, να γαλουχούνται «εξ απαλών ονύχων» τα νήπια με τον λόγο του Θεού από κατάλληλους συνεργάτες. Έτσι, από την έναρξη της διακονίας του στην Εγλυκάδα ο π. Δημήτριος οργάνωσε και λειτούργησε παράλληλα κατηχητικές ομάδες και νεανικές συντροφιές με ποικίλες δραστηριότητες για όλες τις ηλικίες, από το Δημοτικό μέχρι και το Πανεπιστήμιο. Για την διευκόλυνση μάλιστα του ποικίλου αυτού ποιμαντικού έργου μερίμνησε ώστε να ανοικοδομηθεί περί τα τέλη της δεκαετίας του 1970 μεγάλο Πνευματικό Κέντρο δίπλα ακριβώς από τον Ναό του Άγιο Ανδρέα, το οποίο ανακαινίστηκε και επεκτάθηκε το 2002, προκειμένου να στεγάσει στο σύνολό τους τις διαρκώς αυξανόμενες ενοριακές δραστηριότητες, όπως τις νεανικές ομάδες, τις ομάδες ενηλίκων, τα απογευματινά κηρύγματα, τα τμήματα χειροτεχνίας, αλλά και τους κατηχητικούς κύκλους, όπως και την περίφημη γυναικεία Χορωδία BelCantes με διεθνείς παρουσίες και διακρίσεις. Στο πλαίσιο των δράσεων των ενηλίκων μάλιστα, ο π. Δημήτριος, οργάνωσε και ανέπτυξε, με την εξεύρεση και αξιοποίηση κατάλληλων συνεργατών και κυρίως συνεργατριών, πλούσιο φιλανθρωπικό έργο προς τους αναξιοπαθούντες ενορίτες του στην Εγλυκάδα κυρίως, αλλά και όπου αλλού υπήρχε ανάγκη υλικής και πνευματικής συμπαραστάσεως.

 

       IV. Η αναγνώριση της προσφοράς του από την Εκκλησία και η κοίμηση του π. Δημητρίου

 

      1. Ακολουθώντας την παραπάνω ρηξικέλευθη και υψιπετή ποιμαντική πορεία και δράση ο αοίδιμος π. Δημήτριος, κράτησε την ιερωσύνη στο αληθές ύψος της αποστολής της, χωρίς ποτέ να τη μεταχειριστεί ως εξουσία για προνόμια, επιβολή ή και αυτοπροβολή. Την παρέλαβε από τον επίσκοπό του ως χαρισματική παρακαταθήκη κατά τη χειροτονία του και την παρέδωσε με την κοίμησή του στον μεν Κύριο ως αγία και άμωμη, στους δε πνευματικούς του επιγόνους ως υψηλή και ταπεινή διακονία. Έτσι, κατά την πεντηκονταετή ιερατεία του, φρόντιζε πάντοτε με το έργο του να μην επισκιάζει, να μην υποκαθιστά ή να μην αποκρύπτει από τους ανθρώπους τον Θεό με την προβολή του προσώπου του ή με την επίδειξη των πράγματι πολλών του χαρισμάτων, της βιβλικής του σοφίας και των ποικίλων αρετών του, αλλά, αντιθέτως, τον αποκάλυπτε εναργέστερα, τον φανέρωνε εντονότερα και στον πρόσφερε πλουσιοπάροχα προς κατά χάριν μετοχή μέσα από την ησυχία, την αφάνεια και την απλότητά του στα πνευματικά του τέκνα. Για τον λόγο αυτό και διατήρησε την απροσποίητη ταπείνωση, την έμφυτη διακριτικότητα, την ευλογημένη λεπτότητα στη συμπεριφορά και την αρχοντική ευγένεια που στόλιζε την όλη πολιτεία του, ώστε να μην υποκύπτει ποτέ, ούτε σε εφήμερες και ψυχοφθόρες ματαιοδοξίες, αλλά ούτε και σε ναρκισσισμούς, ανταγωνισμούς και μικρότητες, τόσο συχνές, δυστυχώς, στον καιρό μας, με συνέπεια να καθίσταται νομίζουμε απολύτως σαφές, πως ο αείμνηστος π. Δημήτριος απέβη φορέας μιας αυθεντικά μαρτυρικής ιερωσύνης, μιας ιερωσύνης που συνιστούσε μαρτύριο αλλά και αναστάσιμη μαρτυρία για τον άνθρωπο, μιας ιερωσύνης που αποτελούσε το προζύμι και το αλάτι που αναμειγνύονται στο ζυμάρι όχι για να αφανιστούν και να σβήσουν, αλλά πλασμένες με το «ὕδωρ τὸ ζῶν», να πολλαπλασιαστούν και να προσφερθούν για να γονιμοποιήσουν και να ωριμάσουν παρηγορητικά, να ανακουφίσουν και να νοστιμίσουν θεραπευτικά τα ατελεύτητα πάθη, αλλά και τους μεγάλους καημούς και τους αλάλητους στεναγμούς του αγωνιζόμενου πνευματικά πιστού λαού του Θεού. Έτσι, όπως παρατηρείται εύστοχα, με τη μακρά διαδρομή και επίπονη πορεία του ο ταπεινός λευίτης της Εγλυκάδας, «φώτιζε με όλη την πολύπλευρη προσωπικότητά του και άφησε ως κληρονομία την εργατικότητά του, την ταπείνωση, την αγάπη, την προσήλωση, και την αυταπάρνησή του στην ιερατική του διακονία και στις αξίες  της ελληνορθόδοξης παράδοσής μας. Το έργο που κατέλειπε ο αείμνηστος παπά-Δημήτρης είναι αξιόλογο, σημαντικό και πρωτοποριακό για τα δεδομένα της τοπικής μας Εκκλησίας», ούτως ώστε, «όσα κι αν αναφέρει κανείς για τη ζωή και την πολιτεία του παπά-Δημήτρη είναι λίγα και λειψά και τον αδικούν. ….. ομιλούν εύγλωττα τα έργα και η αποδοχή του ευσεβούς λαού που τον περιέβαλλε με στοργή και λατρεία … εμείς που τον γνωρίσαμε, τον ζήσαμε και τον αγαπήσαμε ως ένα άψογο αδελφό και συλλειτουργό. Δεν μπορούμε να μην αναγνωρίσουμε και να ομολογήσουμε τη μεγάλη πνευματική και ποιμαντική κληρονομιά που  εγκατέλειπε σε μας τους συμπρεσβυτέρους του» (π. Γερ. Στανίτσας).

        2. Πενήντα συναπτά έτη ο θαυμαστός π. Δημήτριος εργάστηκε ακούραστα και φιλότιμα, αγόγγυστα, άοκνα και θυσιαστικά στο «γεώργιον» του Χριστού, γι’ αυτό και «τον τίμησε … η ποιμένουσα Εκκλησία, η οποία, αναγνωρίζοντας την προσφορά του, τον περιέβαλε με τιμητικές διακρίσεις προβάλλοντάς τον ως άξιο ποιμένα,  όχι μόνο στην στενή ενοριακή του διακονία, αλλά και στην  Εκκλησία γενικότερα» (π. Γερ. Στανίτσας). Πράγματι, για την άοκνη ποιμαντική του μέριμνα και τη μεγάλη του προσφορά στην Εκκλησία, ο π. Δημήτριος τιμήθηκε διαδοχικά από τον αοίδιμο Μητροπολίτη Πατρών Νικόδημο με το οφφίκιο του πρωτοπρεσβυτέρου κατά την εις πρεσβύτερο χειροτονία του δευτερότοκου υιού του π. Χαρίτωνος, από τον Σεβ. Μητροπολίτη Πατρών κ. Χρυσόστομο με τον Χρυσό Σταυρό του Αγίου Ανδρέου, αλλά και από τον μέγα και αλησμόνητο Αρχιεπίσκοπο Αθηνών κυρό Χριστόδουλο και την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος με το χρυσό μετάλλιο του Αποστόλου Παύλου. Και αυτό διότι, μπροστά στην εκπλήρωση του ιερού του έργου, ούτε οι πολλές δυσκολίες στάθηκαν εμπόδιο ποτέ, αλλά ούτε και ο κλονισμός της υγείας του και η μεγάλη δοκιμασία από την ασθένειά του πτόησε τον π. Δημήτριο, αλλά μάλλον απέβησαν όλα πνευματικές αφορμές για να καλλιεργήσει ακόμη περισσότερο την καρτερία στις ποικίλες θλίψεις και τον μεγάλο ψυχικό και σωματικό πόνο.

       Ο Κύριος επέτρεψε όμως, ο καλός αυτός ποιμένας να δοκιμαστεί σοβαρά με την υγεία του κατά τα τελευταία έτη του βίου του, κάτι ωστόσο που δεν τον κατέβαλε, αλλά αποτέλεσε μάλλον εφαλτήριο για νέα πνευματικά παλαίσματα, υπομένοντας με θαυμαστή εγκαρτέρηση και θάρρος τον σταυρό του, προτρέποντας μάλιστα και ανθρώπους που υπέφεραν να υπομένουν με πίστη την ασθένειά τους. «Τι δε να πούμε», παρατηρεί προσφυώς ο π. Γερ. Στανίτσας, «για την Ιώβεια υπομονή του στη διάρκεια της οδυνηρής ασθένειάς του; Η περιπέτειά του μεταφράζονταν σε δοξολογία προς τον Θεό, σε ιλαρό μειδίαμα, σε υπερνίκηση του πόνου μέχρι την τελευταία στιγμή της επίγειας ζωής του, γιατί ενώ πονούσε αφόρητα, αυτός συνέχιζε την ιερατική του διακονία έως εσχάτων. Έπεσε όρθιος επί των επάλξεων, γιατί μέσα του έκρυβε μία ανδρεία ψυχή. Την ψυχή του Ορθόδοξου Έλληνα κληρικού που γνωρίζει την αποστολή του».

        Αλλά ο «σκόλοψ τῆς σαρκός» [Β΄Κορ. 12,7], δηλαδή η σοβαρή χρόνια ασθένεια που τον κατέτρυχε, καθώς και η μεγάλη κόπωση από την πεντηκονταετή υπερεντατική ιερατική του διακονία, οδήγησαν σταδιακά στη σωματική του κατάπτωση και στην ολοκλήρωση του επίγειου βίου του το Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2013. Την επομένη ημέρα, Κυριακή 27 Οκτωβρίου, τελέσθηκε αρχιερατική θεία Λειτουργία προ του σεπτού του σκηνώματος στον Άγιο Ανδρέα, μετά το πέρας της οποίας έλαβε χώρα η εξόδιος ακολουθία του, με την συμμετοχή μεγάλου πλήθους κλήρου και λαού, ενώ η ταφή του πραγματοποιήθηκε στο κοιμητήριο της Εγλυκάδας, όπου αναπαύεται εδώ και δέκα έτη, προσδοκώντας την κοινή Ανάσταση, αλλά και από τον Κύριο της Δόξης να λάβει τον «ἀμαράντινον» (Α΄ Πέτρ. 5,4) «τῆς δικαιοσύνης στέφανον» (Β΄ Τιμ. 4,8), με την ευχή των συμπρεσβυτέρων του «στον σεβάσμιο λευίτη, τον καταξιωμένο ιερωμένο, τον αληθινό ποιμένα του Θεού, τον άξιο και ταλαντούχο κοινωνικό εργάτη, τον ευλαβέστατο λειτουργό, τον υπέροχο άνθρωπο και καλό παπά» να «είναι αιωνία η μνήμη» του (π. Γερ. Στανίτσας).

        3. Παρά την παρέλευση μιας δεκαετίας από την αναχώρησή του για τον Ουρανό ωστόσο, η ανάμνηση του μακαριστού π. Δημητρίου παραμένει ακόμη έντονα ζωντανή στην τοπική μας Εκκλησία και ιδίως χαραγμένη βαθιά στις ψυχές των πνευματικών του τέκνων στην Εγλυκάδα, τα οποία τον αγάπησαν και παιδαγωγήθηκαν από το παράδειγμά του, αλλά και ευεργετήθηκαν από τη σοφή πνευματική του καθοδήγηση και τις προσευχές του, ακουμπώντας τη ζωή τους πάνω στο άγιο πετραχήλι του. Έτσι, είναι πανθομολογούμενο, ότι παρόλο που αναχώρησε από κοντά μας εδώ και τόσα χρόνια, η αίσθηση της παρουσίας του παραμένει ακόμη ζώσα και θάλλουσα στις καρδιές των μελών του ποιμνίου του, αλλά και έντονα χαραγμένη στις ζωές όλων όσων είχαμε την ευλογία να ευεργετηθούμε από την πλημμύρα της αγάπης του και να γίνουμε αποδέκτες των δωρημάτων της προσευχητικής του παρρησίας προς τον Άγιο Θεό, ώστε με αφορμή τη συμπλήρωση δέκα ετών από την αποδημία του να του προσφέρουμε ταπεινά και ως ελάχιστο αντίδωρο, σαν ένα μπουκέτο φθινοπωρινά αγριολούλουδα από την πεδιάδα της Εγλυκάδας και σαν ένα κεράκι αναμμένο και λίγο ευωδιαστό θυμίαμα, τούτο το πολύ μικρό για τη μεγαλοσύνη του, όμως καρδιακό αφιέρωμα αγάπης και σεβασμού προς το ιερό του πρόσωπο. Είναι βέβαιο τέλος, ότι ο αοίδιμος π. Δημήτριος θα παραμείνει παντοτινά στη μνήμη μας και στην προσευχή μας, αλλά και στη μνήμη του πληρώματος της ενορίας της Εγλυκάδας, όπως και της Αποστολικής Εκκλησίας των Πατρών ως ένας αυθεντικός ορθόδοξος κληρικός, ο οποίος ανάλωσε θυσιαστικά το είναι του στο έργο του Θεού και τη διακονία της σωτηρίας του ανθρώπου, αναδεικνυόμενος γνήσιος ευαγγελικός ποιμένας και συνεχιστής του έργου του Κυρίου μας Ιησού Χριστού στον κόσμο, καθώς και άξιος πνευματικός επίγονος του Πρωτοκλήτου των Αποστόλων στην πόλη των Πατρών. Να έχουμε την ευχή του και ας είναι «ἡ μνήμη αὐτοῦ ἀγήρως καί αἰωνία» ! Αμήν !

 

       Βιβλιογραφική Σημείωση : Για τη σύνθεση του παρόντος αφιερώματος, ουσιαστική υπήρξε η αρωγή των φίλων και αδελφών συλλειτουργών, Αρχιμ. π. Χαρίτωνος και Πρωτοπρεσβύτερου π. Κωνσταντίνου, εκλεκτών τέκνων του π. Δημητρίου. Πληροφορίες και πολύτιμα στοιχεία αντλήθηκαν επίσης από τα δημοσιεύματα : 1. Ανωνύμου, Ετήσιο Μνημόσυνο Αειμνήστου π. Δημητρίου Αθανασοπούλου Εφημερίου Εγλυκάδος (26/10/2013-26/10/2014), (Πάτρα - Εγλυκάδα 2014), σσ. 24, 2. Μητρ. Πατρών Χρυσοστόμου, «Ομιλία … στην εξόδιο ακολουθία π. Δημητρίου Αθανασοπούλου», στο Ετήσιο Μνημόσυνο …, όπ.παρ., σ. 4-13, 3. Πρωτ. Γερ. Στανίτσα, «Η Εγκυκάδα θρηνεί την απώλεια του Πνευματικού της Πατέρα», στο Ετήσιο Μνημόσυνο …, όπ.παρ., σ. 18-20 και στην https://agiabarbarapatras.blogspot.com/search?updated-max=2013-10-30T19:21:00%2B02:00&max-results=7&start=112&by-date=false, 4. Σ.Ν. Γκουρβέλου, Η Ενορία του Αγίου Ανδρέου Εγλυκάδος χθές και σήμερα, Πάτρα : Έκδοση Ι.Ν. Αγίου Ανδρέου Εγλυκάδος, 2010, 5. <Αικ. Γιαννέτου>, «Αθανασόπουλος  Δημήτριος», στο Ελλάδα 21ος Αιώνας  -  Πελοπόννησος. Προσωπικότητες Ελληνισμού, Αθήνα : Κέντρο Οικουμενικού Ελληνισμού, 2016, σ. 58-59, καθώς και από τις ιστοσελίδες : α) της Ι.Μ. Πατρών : http://i-m-patron.gr/ β) της Ενορίας Εγκυκάδος : https://www.enoriaeglikadas.gr/ και γ) τον «Αναστάσιο» : https://anastasiosk.blogspot.com/2013/10/blog-post_5961.html 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου