Ένας σύγχρονος Άγιος Μητροπολίτης, ο Χαλκίδος Νικόλαος Σελέντης
Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας,
Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας
(19 Ἰανουαρίου 1975)
Ἡ Ἐκκλησία μας εἶναι ζῶσα καὶ ἀνατρέφει συνεχῶς Ἁγίους. Αὐτοὶ εἶναι τὰ πρότυπά μας, τὰ καυχήματά μας, οἱ ὁδοδεῖκτες μας πρὸς τὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν καὶ προέρχονται ἀπὸ ὅλες τὶς κοινωνικὲς τάξεις.
Ἔχουμε ἁγίους οἰκογενειάρχες, ἁγίους ἐργάτες, ἁγίους ἐπιστήμονες, ἁγίους κυβερνῆτες,
ἁγίους μοναχούς, ἁγίους ἱερεῖς, ἁγίους ἐπισκόπους.Ξεχωρίζει ἀνάμεσα στοὺς τελευταίους ὁ σύγχρονος, ὁ ἰσουράνιος, ὁ μακάριος Μητροπολίτης Χαλκίδος, Νικόλαος Σελέντης, ὁ ταπεινὸς καὶ ἀκούραστος κατηχητής, ὁ προσευχητικὸς ἄνθρωπος μὲ τὸ χάρισμα τῶν δακρύων, ὁ ἐπίσκοπος ποὺ ζοῦσε μέσα στὸ φῶς καὶ ἐξέπεμπε φῶς, φῶς Χριστοῦ.
Ἦταν ὅλος φῶς καὶ ἔλαμπε σὰν ἀστέρι ὀρθρινὸ μὲ τὴν ὁλόφωτη παρουσία του, τὸν ζεστό του λόγο, τὶς ζωήρρυτες πηγὲς τῶν δακρύων του.
Ὁ Ἅγιος Παΐσιος εἶχε πεῖ μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ Νικολάου:
Προστέθηκε ἕνας ἅγιος στὸν Παράδεισο.
Καὶ ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος Τσαλίκης εἶχε πεῖ:
Ὁ Νικόλαος εἶναι στὸν παράδεισο. Ἐπικοινωνῶ μαζί του. Μοῦ εἶπε νὰ μὴν μιλάω γι’αὐτόν.
Ὁ μακάριος Νικόλαος ἐργάσθηκε στὸν ἀγρὸ τοῦ Κυρίου φιλόπονα καὶ διέπρεψε ὡς κατηχητὴς καὶ ἱεροκήρυκας ἀκόμη καὶ μὲ τὴν ἐπισκοπική του ἰδιότητα, μὲ τὴν κενωτικὴ προσφορὰ καὶ ἀγάπη του, μὲ τὸ ἀκατάβλητο φρόνημά του, τὸν μεστὸ κατηχητικό του λόγο, τὴν ἀγάπη του πρὸς τὴν νεότητα, τὴν ἀνεξικακία, μακροθυμία καὶ ὑπομονή του στὶς ἀντιξοότητες, τὶς ἀδικίες καὶ τὶς δυσκολίες τῆς ζωῆς.
Τὸ κατηχητικὸ τραγούδι δὲν ἔλλειπε ἀπὸ τὰ χείλη του καὶ ζοῦσε μέσα σὲ μιὰ οὐράνια χαρὰ τραγουδώντας τὸ ὕμνο τοῦ χριστιανοῦ ποιητῆ Γ. Βερίτη:
Μὲ τὸ τραγούδι καὶ τὸ γέλιο,
μὲ τὴν λαχτάρα τῆς ψυχῆς
καὶ μὲ τὸ θάρρος ποὺ μᾶς δίνει
ἡ δύναμη τῆς προσευχῆς
παίρνουμε δρόμο καὶ κινᾶμε
κι’ ὅλο τραβᾶμε μπρὸς γοργοὶ
καὶ τ’ ἅγιο μήνυμα σκορπᾶμε
τοῦ λυτρωμοῦ σ’ ὅλη τὴν γῆ.
Ὁ π. Νικόλαος ζοῦσε καὶ ἀνέπνεε γιὰ τὸν Χριστό μας, τὸ ἐφετὸ τῆς καρδιᾶς του, πρὸς τὸν ὁποῖο προσευχητικά, ἀδιάλειπτα ἔλεγε: Κύριε, σὺ εἶναι «λύχνος τοῖς ποσί μου καὶ φῶς ταῖς τρίβοις μου» (Ψαλμ 118, 105).
Ἀγαποῦσε τὸν Χριστό μας μὲ μιὰ μοναδικὴ ἀγάπη, καὶ ἡ ἐπικοινωνία μαζί Του, προσευχητική, δοξολογικὴ καὶ ἱκετευτική, ἦταν ἀδιάλειπτη. Δὲν θὰ ἦταν ὑπερβολὴ ἐὰν λέγαμε, ὅτι ἡ ἀναπνοή του ἦταν δοξολογία τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ μας καὶ κάθε μοναδικὴ στιγμὴ τῆς σύντομης στὴν γῆ παρουσίας του ἕνας ὕμνος, ἕνα τραγούδι εὐχαριστιακό.
Αὐτὴ τὴν ἀγάπη του γιὰ τὸν Χριστό μας τονίζει ὁ φίλος του, συναγωνιστής του στὶς ἐπάλξεις τῆς πίστεως, ὁ πανάξιος καὶ ὁμότροπός του Μητροπολίτης Καρυστίας κ. κ. Σεραφεὶμ γράφοντας:
«Ὁ Νικόλαος δέν προσέβλεπε οὔτε ἀπέβλεπε στήν δόξα τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά ἀκράδαντα πίστευε στήν μισθαποδοσία τοῦ Θεοῦ. Αὐτήν ποθοῦσε καί γιά αὐτήν ἐργάστηκε…. Δοσμένος ὁλόκληρος καί καταρτισμένος στόν λόγο τοῦ Θεοῦ, ἀνέπτυξε τό κήρυγμα καί κατέστησε τόν ἄμβωνα κέντρο τοῦ Ναοῦ καί τοῦ ἐνδιαφέροντος τοῦ λαοῦ. Συνείχετο ἀπό τό αἴσθημα τῆς εὐθύνης καί διαρκῶς ἐσκέπτετο καί ἀγωνιοῦσε γιά τήν σωτηρία τῶν ἐμπεπιστευμένων εἰς αὐτόν ψυχῶν "ὑπέρ ὧν Χριστός ἀπέθανε" καί γιά τοῦτο δέν ἔδινε "ὕπνον τοῖς βλεφάροις καί νυσταγμόν τοῖς ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ".... Ἡ ψυχή του, ἐξαγνισμένη καί ἐξαγιασμένη, ἦτο δοχεῖον καί λύρα τοῦ Πνεύματος. Ἡ καρδιά του, καθαρή καί ἀγαθή, ἦτο ἐργαστήριον καί πηγή ἀστείρευτη καλῶν ἔργων καί λόγων. Τό χέρι του , πάντα ἀνοιχτό, νά μοιράζει γιά νά δίνει ὅλα τά δικά του καί ὅλα ὅσα οἱ ἄνθρωποι τοῦ ἔβαζαν στό χέρι. Ἔμεινε διά βίου καί ἔφυγε ἐκ τοῦ βίου πτωχός... Τόν Νικόλαο δέν μπορεῖς νά τόν γνωρίσεις ἀπό μία περιγραφή καί μάλιστα σύντομη καί περιληπτική. Τόν Νικόλαο, μόνο ἄν τόν εἶχες ζήσει ἀπό κοντά, θά μπορέσεις νά τόν ἐννοήσεις καί νά τόν ἐκτιμήσεις. Μέ τήν ὡραία του μορφή, τό ἀνεπιτήδευτο χαμόγελο, μέ τήν μεγάλη του καρδιά καί τήν ἁγιασμένη του ψυχή, ὅπως μᾶς ἔδινε τήν ζωή του, θά μᾶς δίνει τήν εὐχή του, πού τόσο τήν ἔχομε ἀνάγκη. Καί τήν προσευχή του, διότι "πολύ ἰσχύει δέησις δικαίου ἐνεργουμένη"»
Ὁ μακάριος Μητροπολίτης Χαλκίδος Νικόλαος Σελέντης ἦταν μιὰ ψυχὴ ποὺ ποτιζόταν ἀπὸ τὴν βροχὴ τῶν δακρύων, μὲ τὴν βοήθεια τῆς ὁποίας φύτρωνε μέσα της καὶ ἀναπτυσόταν τὸ ἄνθος τῆς χαρᾶς.
Ἴσχυε γι’ αὐτόν, ὅτι τὸ χάρισμα τῶν δακρύων παράγει «χαροποιὸν πένθος» καὶ ἐπιτακτικὰ ζητοῦσε ἀπὸ τὸν γλυκύτατό μας Ἰησοῦ, ὅπως κάθε Χριστιανὸς «ἐν μετανοίᾳ», νὰ τοῦ δώσει τὸ χάρισμα τῶν δακρύων. Ἔτσι, ἔγραφε στὰ «Ξεσπάσματα τῆς καρδιᾶς μου»:
Ὅπως ἡ βροχὴ γονιμοποιεῖ τὰ σπέρματα τῶν καρπῶν στὴν γῆ, ἔτσι καὶ τὸ δάκρυ τὰ σπέρματα τῶν ἀρετῶν στὴν ψυχή. Καὶ προσευχητικὰ πρακαλοῦσε:
Κύριε, δός μου τὸ χάρισμα τῶν δακρύων, γιατὶ Σὺ μόνος ξέρεις πόση λάσπη κρύβω μέσα μου. Ναί, ἀκούω τὴ φωνή Σου νὰ μοῦ λέει: «Λούσου στὰ δάκρυά σου, γιὰ νὰ καθαριστεῖς».
Ἀπὸ τὸν ἑαυτό μου κάθε μέρα ἀπογοητεύομαι. Ἔρχου, Κύριε!
Ἔλεγε, ὅτι στὰ δάκρυα τῆς μετανοίας ἡ ψυχὴ ἀναβαπτίζεται. Ἡ μετάνοια εἶναι ὁ νιπτήρας μας καὶ τὰ δάκρυα τὸ εὐλογημένο νερὸ τοῦ ἀναβαπτισμοῦ. Τὸ δάκρυ, κατὰ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης ἰσοδυναμεῖ μὲ λουτρὸ παλλιγγενεσίας καὶ ξαναφέρνει στὸν ἄνθρωπο τὴν ἀπομακρυσμένη χάρη τοῦ Θεοῦ, αὐτὴν ποὺ ὁ ἴδιος μὲ τὴν συμπεριφορά του ἀπομάκρυνε.
«Καὶ δάκρυον στάξαν ἰσοδυναμεῖ λουτρῷ παλλιγγενεσίας καὶ ἐπανάγει τὴν χάριν». Στὰ δάκρυα καταφεύγουν τόσοι καὶ τόσοι, γιὰ νὰ καθαρισθοῦν ἀπὸ τὸν ρύπο τῆς ἁμαρτίας. «Δακρύων ὄμβρους» «προσάγουν» στὸν αἴροντα τὰς ἁμαρτίας τοῦ κόσμου, Χριστό μας. Καὶ τὰ δάκρυα τοῦ Ἐπισκόπου Νικολάου ὑπῆρξαν ἀείρρυτα.
Τὸν κατανυκτικὸ τρόπο προσευχῆς ἐξομολογητικὰ διηγεῖτο, ὅτι τὸν ἔμαθε ἀπὸ μιὰ ἁπλὴ γυναικούλα ποὺ ἔμενε στὸ Πέραμα, τὴν Αὐγουλοῦ, ὅπως τὴν ὀνόμαζαν, ἐπειδὴ πουλοῦσε φρέσκα αὐγά, γιὰ τὸν ἄρτο τὸν ἐπιούσιο.
Ἦταν τότε νεαρὸς περιοδεύων κατηχητής. Αὐτὴ ἔκανε συνεχῶς μετάνοιες φωνάζοντας τὸ «Κύριε, ἐλέησον», κτυποῦσε τὸ στῆθος καὶ τὰ δάκρυά της ἔτρεχαν ποτάμι. Στὰ αἰτήματά της, ἁπλά, ταπεινά, ἀγαπητικά, εἶχε μιὰ ἀμεσότητα μὲ τὸν Χριστό μας ὀνομάζοντάς τον «Χριστουλάκη» καὶ Ἐκεῖνος τῆς χάριζε τὰ ἀπαραίτητα τῆς ἡμέρας μαζὶ μὲ τὴν ψυχικὴ εἰρήνη, αὐτὴν ποὺ μᾶς γεμίζει χαρὰ καὶ διώχνει κάθε μας θλίψη.
Γιὰ τὴν ἁπλότητα, τὴν ἱεραποστολικὴ δράση καὶ τὴν κενωτικὴ προσδορὰ τοῦ ἐπισκόπου Νικολάου διηγοῦνται ἀκόμη καὶ σήμερα ὑπερήλικες κάτοικοι τῶν ὀρεινῶν τῆς Εὐβοίας οἰκισμῶν, ὅπως τοῦ Κούτουρλα καὶ τοῦ Μετοχίου.
Τὶς ἅγιες ἡμέρες τῶν Χριστουγέννων ὁ ταπεινὸς ἐπίσκοπος, π. Νικόλαος, μαζὶ μὲ τὸν διάκο του ἐπισκεπτόταν παρὰ τὶς ἀντίξοες καιρικὲς συνθῆκες, τὰ κρύα, τὶς βροχὲς καὶ τὰ χιόνια, τὰ χωριά τους ἐπιβαίνοντας σὲ κάποιο στρατιωτικὸ τζίπ. Λειτουργοῦσε ὡς ἱερέας καὶ ὄχι ὡς ἐπίσκοπος, κτυποῦσε μόνος του τὴν καμπάνα, γιὰ νὰ συναχθοῦν οἱ πιστοί, καί, μετὰ τὸ «δι’ εὐχῶν», χωρὶς νὰ βγάλει τὰ ἄμφια ἐπισκεπτόταν τὰ διάφορα σπίτια τοῦ χωριοῦ μὲ ἀσθενεῖς ἢ γέροντες, γιὰ νὰ τοὺς κοινωνήσει, νὰ τοὺς μεταφέρει τὴν χαρὰ τῶν Χριστουγέννων, νὰ τοὺς κατηχήσει, νὰ τοὺς δυναμώσει στὴν πίστη.
Καὶ ἔτσι ὅπως ἦταν μὲ τὰ ἄμφια, χωρὶς νὰ ἀλλάξει, βάζοντας ἕνα πανωφόρι ἔφευγε γιὰ τὸ ἄλλο χωριό, ὅπου πάλι ἐπαναλάμβανε τὰ ἴδια μὲ ὄρεξη καὶ ζῆλο, αὐτὸν ποὺ μόνο χαριτωμένοι ἄνθρωποι ἔχουν.
Γιὰ πανηγυρικὸ φαγητὸ οὔτε ποὺ σκεπτόταν. Χόρταινε μὲ τὴν χαρὰ ποὺ ἔδινε στὸν κόσμο, μὲ τὴν δοξολογία τῶν Ἀγγέλων, αὐτὴν ποὺ μετέφερε σὲ ὅλους ψάλλοντας γλυκύτατα τό: «Χριστὸς γεννᾶται δοξάσατε, Χριστὸς ἐξ οὐρανῶν ἀπαντήσατε...».
Ὁ Μητροπολίτης Νικόλαος ὑπῆρξε μιὰ μοναδικὴ ἀξία, ἕνα δῶρο τοῦ Θεοῦ στὴν γῆ μας, ἕνα πρότυπο σὲ μιὰ κοινωνία ποὺ ψάχνει γιὰ πρότυπα.
Τὸν ἐνθυμούμεθα μὲ θαυμασμὸ καὶ τὸν παρακαλοῦμε νὰ ἀξιώσει καὶ ἐμᾶς νὰ ἀγαπήσουμε τὸν Χριστό μας, ὅπως Ἐκεῖνος.
Ἂν τὸ πετύχουμε αὐτό, τότε ὅλη ἡ ζωή μας θὰ εἶναι χριστοκεντρικὴ καὶ θὰ δοξάζεται καὶ ἀπὸ ἐμᾶς ὁ Χριστός μας, ὅπως δοξάσθηκε καὶ ἀπὸ Ἐκεῖνον στὸν σύντομο ἐπὶ γῆς βίο του.
ΠΗΓΗ: ΚΛΙΚ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου