Σάββατο 9 Φεβρουαρίου 2019

Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ [Κυριακὴ τῆς Χαναναίας]–1 (Ἅγ. Νικόλ. Βελιμίροβιτς)

Ἁγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς

Ὁμιλία στὴν
Κυριακὴ ΙZ´ Ματθαίου
[τῆς Χαναναίας]

(Ματθ. ιε´ 21-28)

ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ὁμιλίες Ε´- Κυριακοδρόμιο Β´»,
Ἀθῆναι 2013, μετάφρ. Π. Μπότση,
σελ. 137-158.

Μέρος Α´

βλ. σχετ.: Η ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΦΥΣΕΩΣ (ΙΖ´ Ματθ.)

Η ΖΩΝΤΑΝΗ ΠΙΣΤΗ ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΕΙ (Κυρ. ΙΖ´ Ματθ. “Τῆς Χαναναίας”)

«ΔΕΝ ΓΝΩΡΙΖΕΙ ΠΡΟΦΗΤΕΣ ΑΛΛΑ ΠΙΣΤΕΥΕΙ ΣΤΟΝ ΠΡΟΦΗΤΕΥΟΜΕΝΟ» (Λόγος Βασιλείου Σελευκείας Εἰς τὴν Χαναναίαν)

.             Κανένας ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ γευτεῖ τὴ γλυκύτητα τοῦ καλοῦ, ἂν πρῶτα δὲν ἐπιμείνει καὶ δὲν δοκιμαστεῖ στὸ καλό. Στὸ δρόμο πρὸς τὸ καλὸ πρῶτα δοκιμάζουμε τὴν πικρία κι ὕστερα τὴ γλυκύτητα.
.             Ἡ φύση ὁλόκληρη εἶναι γεμάτη ἀπὸ διδαχὲς καρτερίας καὶ ἐπιμονῆς. Ἂν τὰ νεόφυτα δέντρα σου δὲν ἀναπτυχθοῦν, γιὰ νὰ δημιουργήσουν δασύλιο, θὰ μπορέσουν ἆραγε ν’ ἀντέξουν στὸν ἄνεμο καὶ τὸ χιόνι; Θὰ σοῦ ἦταν ἆραγε χρήσιμα τὰ ποτάμια, ἂν δὲν ἔφτιαχναν βαθιὲς κοῖτες; Μήπως τὰ μυρμήγκια αὐτοκτονοῦν, ὅταν οἱ τροχοὶ καταστρέφουν τὰ σπίτια τους στὸ δρόμο, ἢ ξεκινοῦν μὲ ἐπιμονὴ νὰ φτιάχνουν καινούργια; Ἂν κάποιος ἄκαρδος ἄνθρωπος γκρεμίσει τὴ φωλιὰ τοῦ χελιδονιοῦ στὸ σπίτι του, τότε τὸ χελιδόνι θὰ ξεκινήσει ἀδιαμαρτύρητα νὰ πάει σὲ ἄλλο σπίτι, γιὰ νὰ φτιάξει τὴν καινούργια φωλιά του. Ὁ,τιδήποτε κάνουν οἱ φυσικὲς καταστροφὲς ἢ οἱ ἄνθρωποι στὰ φυτὰ καὶ στὰ ζῶα, κάνουν τοὺς ἀνθρώπους νὰ θαυμάζουν τὴν ἀκατάβλητη ἐπιμονή τους στὴν ἐκτέλεση τοῦ καθήκοντος, ποὺ τοὺς ὅρισε ὁ Θεός. Ὅταν ἕνα φυτὸ ποὺ τὸ κόψανε ἢ τὸ θερίσανε, ἔχει τὴ δύναμη ν’ ἀναπτυχθεῖ ξανά, θὰ τὸ κάνει. Ὅταν σ’ ἕνα πληγωμένο καὶ μοναχικὸ ζῶο ἔμεινε ἔστω κι ἐλάχιστη δύναμη ζωῆς, θὰ προσπαθήσει νὰ κάνει κι αὐτὸ τὸ καθῆκον του, γιὰ νὰ ζήσει.
.           Ἡ καθημερινὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι γεμάτη ἀπὸ διδαχὲς γιὰ τὴν καρτερία καὶ τὴν ἐπιμονή. Ὁ ἐπίμονος στρατιώτης θὰ κερδίσει τὴ μάχη. Ὁ ἐπίμονος τεχνίτης θὰ τελειοποιήσει τὸ ἔργο του. Ὁ ἐπίμονος ἔμπορος θὰ πλουτίσει. Ὁ ἐπίμονος ἱερέας θὰ βάλει τοὺς ἀνθρώπους τῆς ἐνορίας του στὸ σωστὸ δρόμο. Ὁ ἐπίμονος ἄντρας ἢ ἡ ἐπίμονη γυναίκα τῆς προσευχῆς, θὰ φτάσει στὴν τελειότητα καὶ τὴν ἁγιότητα. Ὁ ἐπίμονος καλλιτέχνης ἀποκαλύπτει τὸ ἐσωτερικὸ κάλλος τῶν πραγμάτων. Ὁ ἐπίμονος ἐπιστήμονας ἀνακαλύπτει τοὺς κανόνες καὶ τοὺς νόμους ποὺ διέπουν τὶς σχέσεις τῶν πραγμάτων. Ἀκόμα καὶ τὸ πιὸ χαρισματικὸ παιδὶ δὲν θὰ μάθει νὰ γράφει, ἂν δὲν ἐξασκηθεῖ μὲ ἐπιμονὴ στὸ γράψιμο. Ἕνας ἄνθρωπος μὲ θαυμάσια φωνὴ δὲν θὰ γίνει ποτὲ μεγάλος τραγουδιστής, ἂν δὲν ἐξασκηθεῖ. Ἔχουμε συνηθίσει νὰ ὑπενθυμίζουμε στοὺς ἄλλους κάθε μέρα, ἀλλὰ καὶ νὰ μᾶς ὑπενθυμίζουν οἱ ἄλλοι, τὴν ἀνάγκη τῆς ἐπιμονῆς καὶ τῆς καρτερίας στὸ καθημερινό μας ἔργο.
.             Ἡ ἐπιμονή, γιὰ νὰ καταλήξουμε σὲ κάποιο συμπέρασμα, εἶναι τὸ μοναδικὸ καλὸ ἔργο ποὺ τὸ συνιστοῦν ὅλοι καὶ δὲν τὸ ἀμφισβητεῖ κανένας. Ὅλη αὐτὴ ἡ ἐπιμονὴ στὸ ἔργο ὅμως ποὺ ἀκοῦμε κάθε μέρα, εἶναι μόνο ἕνα σχολεῖο ποὺ μᾶς μαθαίνει τὴν ἐσωτερικὴ ἐπιμονὴ στὸ πνευματικὸ βασίλειο. Ὅλη αὐτὴ ἡ ἐξωτερικὴ ἐπιμονὴ στὸ λουστράρισμα καὶ στὴν τελειοποίηση τῶν πραγμάτων, στὴ σύναξη πλούτου, γνώσεων καὶ τεχνῶν, εἶναι μόνο μία εἰκόνα τῆς θαυμαστῆς ἐπιμονῆς ποὺ πρέπει νὰ ἔχουμε γιὰ τὴ βελτίωση καὶ τελειοποίηση τῶν καρδιῶν μας, γιὰ τὴ φροντίδα καὶ τὸν ἐμπλουτισμὸ τῆς ψυχῆς μας, τῆς ἄφθαρτης κι ἀθάνατης ἐσωτερικῆς μας ὕπαρξης.
.           Ἡ Ἁγία Γραφὴ μᾶς διδάσκει σὲ κάθε σελίδα της τὴν ἐπιμονὴ στὰ πνευματικὰ θέματα. Μᾶς διδάσκει τόσο μὲ λόγια ὅσο καὶ μὲ τὰ μεγάλα παραδείγματα ἀνδρῶν καρτερικῶν ἢ μή. Τὰ δύο πιὸ φοβερὰ παραδείγματα μὴ ἐπιμονῆς στὸ καλό, τὰ βρίσκουμε στὴν περίπτωση τοῦ Ἀδάμ, τοῦ προπάτορα τοῦ ἀνθρώπινου γένους, καὶ τοῦ Ἰούδα, ποὺ πρὶν ἦταν ἀπόστολος κι ἔπειτα ἔγινε προδότης. Καὶ τοὺς δύο ἡ ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ τοὺς τοποθέτησε πολὺ κοντά Του. Ὁ Ἀδὰμ ἦταν μὲ τὸν Θεὸ στὸν παράδεισο, ὁ Ἰούδας κοντὰ στὸν Χριστὸ στὴ γῆ. Ξεκίνησαν κι οἱ δύο μὲ ὑπακοὴ στὸν Θεὸ καὶ τελείωσαν μὲ δυσπιστία. Τὸ τέλος τοῦ Ἰούδα ἦταν πιὸ φοβερὸ ἀπὸ τοῦ Ἀδάμ, ἐπειδὴ μπροστά του εἶχε καὶ τὸ παράδειγμα τοῦ πρωτόπλαστου. Ὁ Σαοὺλ πάλι δὲν εἶχε ἐπιμονὴ στὴ μάχη καὶ γι’ αὐτὸ παραφρόνησε. Ὁ Σολομὼν δὲν εἶχε ἐπιμονὴ κι ἡ βασιλεία του μοιράστηκε. Πόσο ὑπέροχη ὅμως, πόσο ὑπεράνθρωπη ἐπιμονὴ ἔδειξε ὁ Ἀβραὰμ μὲ τὴν πίστη του στὸ Θεό, ὁ Ἰακὼβ μὲ τὴν πραότητά του, ὁ Ἰωσὴφ μὲ τὴν ἐγκράτειά του, ὁ Δαβὶδ μὲ τὴ μετάνοιά του κι ὁ δίκαιος Ἰὼβ μὲ τὴν καρτερία του! Τί ὑπέροχο παράδειγμα ἐπιμονῆς στὴν ἁγνότητά της ἔδειξε ἡ Παναγνὴ Παρθένος, ἀλλὰ κι ὁ δίκαιος Ἰωσὴφ μὲ τὴν ὑπακοή του στὸν Θεό! Ἀλλὰ τὸ ἴδιο ἔκαναν κι οἱ ἀπόστολοι, καθὼς κι ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ εἶχαν ἀφοσιωθεῖ στὸν Θεό, μὲ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ!
.           Στὴν Ἁγία Γραφὴ θὰ βροῦμε πάρα πολλὰ καὶ καθαρὰ παραδείγματα πῶς ἡ ἐπιμονὴ στὸ καλὸ ἀποβαίνει πάντα νικηφόρα καὶ στεφανώνεται. Κανένας ἀπὸ μᾶς ποὺ τὰ διαβάζει αὐτὰ δὲν μπορεῖ νὰ ἰσχυριστεῖ πὼς δὲν ἤξερε ἢ δὲν διδάχτηκε. Πῶς γίνεται ἑκατοντάδες χιλιάδες ἁγίων, παρθένων καὶ μαρτύρων, ἀπὸ τὴν ἔνσαρκη ζωὴ τοῦ Χριστοῦ στὴ γῆ ὣς σήμερα, νὰ τὸ γνωρίζουν αὐτὸ καὶ μεῖς νὰ τὸ ἀγνοοῦμε; Δὲν εἶναι πὼς δὲν ξέρουμε, ἀλλὰ δὲν ἔχουμε τὴ δύναμη νὰ ἐπιμείνουμε. Τὸ νὰ γνωρίζουμε τὸ καλὸ καὶ νὰ μὴν ἐπιμένουμε σ’ αὐτό, μᾶς κατακρίνει διπλά. Ἐκεῖνος ποὺ δὲν γνωρίζει τὸ δρόμο αὐτὸ καὶ δὲν τὸν ἀκολουθεῖ «δαρήσεται ὀλίγας». Αὐτὸς ὅμως ποὺ τὸν γνωρίζει καὶ δὲν τὸν ἀκολουθεῖ, «δαρήσεται πολλάς» (βλ. Λουκ. ιβ´ 47, 48).
.           Ὁ δρόμος πρὸς τὸ καλὸ εἶναι ἀνηφορικός. Ἐκεῖνος ποὺ ἔμαθε νὰ βαδίζει μόνο σὲ ἐπίπεδες ἐπιφάνειες ἢ σὲ κατηφόρες, στὴν ἀρχὴ θὰ τὸν βρεῖ δύσκολο. Αὐτὸς ποὺ ξεκίνησε νὰ βαδίζει τὸ δρόμο αὐτὸν κι ἔπειτα γυρίζει πίσω, δὲν θὰ μπορέσει νὰ σταθεῖ στὸν τόπο ἀπ’ ὅπου ξεκίνησε τὸν ἀνήφορο, ἀλλὰ θὰ κατεβεῖ πιὸ χαμηλά, στὸ σκοτάδι καὶ στὴν ἀπώλεια. Γι’ αὐτὸ εἶπε ὁ Κύριος πὼς «οὐδεὶς ἐπιβαλὼν τὴν χεῖρα αὐτοῦ ἐπ’ ἄροτρον καὶ βλέπων εἰς τὰ ὀπίσω εὔθετος ἐστιν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» (Λουκ. θ´ 62).
.           Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο μᾶς μιλάει γιὰ ἕνα θαυμαστὸ παράδειγμα ἐπιμονῆς στὴν πίστη καὶ τὴν προσευχὴ ποὺ μᾶς δίνει μία συνηθισμένη γυναίκα, ποὺ μάλιστα ἦταν εἰδωλολάτρισσα. Μακάρι τὸ παράδειγμα αὐτὸ νὰ λειτουργήσει σὰν φωτιὰ στὶς συνειδήσεις ὅλων ἐκείνων ποὺ αὐτοονομάζονται πιστοί, ἐνῶ στὴν πίστη καὶ στὴν προσευχὴ εἶναι σκληροὶ καὶ ψυχροὶ σὰν τὴν πέτρα.

* * *

.           «Καὶ ἐξελθὼν ἐκεῖθεν ὁ Ἰησοῦς ἀνεχώρησεν εἰς τὰ μέρη Τύρου καὶ Σιδῶνος. καὶ ἰδοὺ γυνὴ Χαναναία ἀπὸ τῶν ὁρίων ἐκείνων ἐξελθοῦσα ἐκραύγασεν αὐτῷ λέγουσα· ἐλέησόν με, Κύριε, υἱὲ Δαυίδ· ἡ θυγάτηρ μου κακῶς δαιμονίζεται» (Ματθ. ιε´ 21, 22). Ἀπὸ ποῦ ἐρχόταν ὁ Ἰησοῦς; Ἀπὸ τὴ Γαλιλαία, ἀπὸ τὴ γῆ ὅπου κατοικοῦσαν Ἰσραηλίτες ποὺ προέρχονταν ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ εὐλογημένου Σήμ. Καὶ ποῦ πήγαινε; Στὶς περιοχὲς ὅπου κατοικοῦσαν οἱ Χανανίτες, οἱ ἀπόγονοι τοῦ Χάμ, ποὺ τὸν εἶχε καταραστεῖ ὁ πατέρας του. Ὁ Κύριος λοιπὸν ἄφησε τοὺς εὐλογημένους καὶ πῆγε στοὺς καταραμένους. Γιατί; Ἐπειδὴ ο ελογημένοι εχαν ξεχάσει τὸν Θε κι πομένως εχαν γίνει καταραμένοι, ν κάποιοι π τος καταραμένους εχαν μολογήσει τὸν Θε κι εχαν γίνει ελογημένοι. Ὁ Κύριος, ἀφοῦ στηλίτευσε τοὺς γραμματεῖς καὶ τοὺς Φαρισσαίους γιὰ τὴν προσήλωσή τους σὲ ἐξωτερικὲς συνήθειες, στὸν τύπο δηλαδή, καὶ τὴν ἀπὸ μέρους τους παράβαση τῶν ἐντολῶν τῆς ἐλεημοσύνης καὶ τῆς τιμῆς πρὸς τοὺς γονεῖς, πῆρε τοὺς μαθητές του καὶ πέρασε στὴ γῆ τῶν εἰδωλολατρῶν.
.           Γιατί πῆγε στοὺς εἰδωλολάτρες ἀφοῦ νωρίτερα εἶχε δώσει ἐντολὴ στοὺς μαθητές Του νὰ πᾶνε «πρὸς τὰ πρόβατα τὰ ἀπολωλότα οἴκου Ἰσραὴλ» (Ματθ. ι´ 6); Πρῶτον ἐπειδή, ὅπως λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, δὲν περιορίζεται ἀπὸ τὶς ἐντολὲς ποὺ δίνει στοὺς μαθητές Του. Δεύτερον, ἐπειδὴ ἔβλεπε πὼς οἱ Ἰουδαῖοι τὸν ἀποστρέφονταν κι ὁ ἴδιος ἀντιλαμβανόταν πὼς τελικὰ θὰ τὸν ἀπέρριπταν ἐντελῶς. Ὁ Θεὸς εἶναι πιστὸς στὶς ὑποσχέσεις Του. Μὲ τοὺς προφῆτες Του εἶχε ὑποσχεθεῖ νὰ στείλει τὸν Σωτήρα στὸν Ἰουδαϊκὸ λαό. Κι αὐτὸ τὸ πραγματοποίησε ὁ Θεός. Ὁ Ἰουδαϊκὸς λαός, μέσῳ τῶν ἡγετῶν του, ἀπέρριψε τὸν Σωτήρα. Ὁ Θεὸς ὅμως ἔχει πλῆθος τρόπους γιὰ νὰ ἐκτελέσει τὸ σχέδιό Του. Ἡ ἀπόρριψη τῶν Ἰουδαίων δὲν ἦταν ἱκανὴ νὰ ἐμποδίσει τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας, πολὺ λιγότερο μποροῦσε νὰ τὸ ἀφανίσει. Ὁ Σωτήρας Χριστὸς πέρασε τὰ σύνορα τῆς Ἰουδαίας καὶ πῆγε σὲ ἄλλους λαούς. Πιστὸς στὴν ὑπόσχεσή Του ὁ Κύριος ἔστειλε πρῶτα στοὺς Ἰουδαίους τοὺς ἀποστόλους Του, μετὰ τὴ Σταύρωσή Του ὅμως, ὁ ἀναστημένος Κύριος τοὺς ἔστειλε «εἰς πάντα τὰ ἔθνη» (Ματθ. κη´ 19). Τρίτον καὶ τελευταῖο, ὁ Κύριος ἤθελε γιὰ μία ἀκόμα φορὰ νὰ ντροπιάσει τὸν ἐκλεκτὸ καὶ εὐλογημένο λαὸ μὲ τὴν πίστη τῶν εἰδωλολατρῶν, ὥστε μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο νὰ τοὺς ὁδηγήσει στὴ μετάνοια καὶ νὰ τοὺς ξαναφέρει κοντὰ στὸν Θεό. Αὐτὸ τὸ ἔκανε γιὰ πρώτη φορὰ στὴν Καπερναοὺμ μὲ τὸν Ρωμαῖο ἑκατόνταρχο. Ὁ Ρωμαῖος ἑκατόνταρχος προερχόταν ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Ἰάφεθ καὶ ἔδειξε μία σπάνια πίστη στὸν Κύριο Ἰησοῦ. Οἱ Ἰαφεθίτες κι οἱ Χαμίτες λοιπὸν θὰ κληθοῦν στὴ βασιλικὴ τράπεζα ἀπὸ τὸν Βασιλιὰ τοῦ οὐρανοῦ, ὅταν οἱ Σημίτες, ὁ ἐκλεκτὸς λαός, θ’ ἀπορρίψει τὴν πρόσκληση. Αὐτὸ λειτουργοῦσε ὡς μία ὑπενθύμιση, ἀλλὰ καὶ ὡς ἐπίπληξη στοὺς Ἰουδαίους. Ἐκεῖνοι ὅμως παρέμειναν καμπτοι κι λύγιστοι ς τ τέλος κι τσι πορρίφθηκαν πκενον πο ο διοι εχαν πορρίψει..           Ἂς δοῦμε τώρα τὸ μεγαλεῖο τῆς πίστεως ποὺ εἶχε ἡ Χαναναία. Πῆγε νὰ συναντήσει τὸν Ἰησοῦ, ποὺ τὸν ἀποκάλεσε Κύριο καὶ Υἱὸ Δαβίδ. Σίγουρα εἶχε ἀκούσει γιὰ τὸ θαυματουργὸ Χριστό, ἀφοῦ ἡ φήμη Του εἶχε διαδοθεῖ στὶς πλησιόχωρες περιοχές. Τώρα ἄκουσε πὼς πλησίασε στὰ δικά της μέρη κι ἔτρεξε νὰ τὸν συναντήσει μὲ χαρὰ καὶ μὲ μεγάλη πίστη. Ὅπως γράφει ὁ εὐαγγελιστὴς Μάρκος, ὁ Κύριος εἶχε πάει σ’ ἕνα σπίτι, ποὺ «οὐδένα ἤθελε γνῶναι» (Μάρκ. ζ´ 24), δὲν ἤθελε νὰ γνωρίζει κανένας πὼς βρισκόταν ἐκεῖ. Εἶναι φανερὸ πὼς ὁ Κύριος ἤθελε μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο νὰ δώσει μεγαλύτερη ἔμφαση στὸ μεγαλεῖο τῆς πίστεως τῶν εἰδωλολατρῶν. Δὲν θὰ ἔκανε δημόσια προσωπικὴ ἐπίδειξη, ἐκεῖνοι θὰ τὸν ἀναζητοῦσαν. Θὰ μποροῦσε νὰ κρυφτεῖ ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες, ἀλλὰ «οὐκ ἠδυνήθη λαθεῖν» (αὐτόθι). Ἡ δυνατὴ πίστη τῆς Χαναναίας γυναίκας τὸν ἐντόπισε. Τὸ ἔθνος ποὺ εἶχε καλέσει, δὲν τὸν δέχτηκε, ἐνῶ «ὁ λαὸς ὁ καθήμενος ἐν σκότει… ἐν χώρᾳ καὶ σκιᾷ θανάτου» (Ἡσ. θ´ 2), τὸν ἀναζήτησε. Καὶ τὸν βρῆκαν τὴν ὥρα ποὺ Ἐκεῖνος προσπαθοῦσε νὰ κρυφτεῖ ἀπ’ αὐτούς.
.           Προσέξτε πὼς ἡ γυναίκα δὲν εἶπε στὸν Κύριο, «ἐλέησε τὴν κόρη μου», ἀλλὰ ἐλέησόν με, Κύριε. Ἡ κόρη της ἦταν παράφρων, τὴ βασάνιζε ὁ δαίμονας. Κι ὅμως ἡ μητέρα της ζήτησε ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ ἐλεήσει ἐκείνην, ἀντὶ τῆς θυγατέρας της. Γιατί; Ἐπειδὴ ἡ κόρη της, μὲ τὴν παραφροσύνη ποὺ εἶχε, δὲν καταλάβαινε τί τῆς συνέβαινε. Δὲν μποροῦσε ν’ ἀντιληφθεῖ τὸν τρόμο καὶ τὸ βάσανό της, ὅπως τὸ καταλάβαινε ἡ μητέρα της ποὺ ἦταν καλά. Ἀπὸ τὰ λόγια αὐτὰ καταλαβαίνουμε τὴ μεγάλη ἀγάπη τῆς μητέρας πρὸς τὴν κόρη της. Ἡ μητέρα ὑπέφερε τὰ βάσανα τῆς κόρης της σὰ νά ᾽ταν δικά της. Ἐκεῖνος ποὺ θὰ ἐλεοῦσε τὴν κόρη της, θὰ ἐλεοῦσε κι ἐκείνη, τὴ δύστυχη μητέρα της. Στὴν τρομερὴ αὐτὴ κατάσταση τῆς μητέρας ποιός θὰ μποροῦσε μὲ κάποιο τρόπο νὰ τὴν ἐλεήσει, ἂν δὲν ἐλεοῦσε καὶ τὴν κόρη της; Δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία πὼς ἡ παραφροσύνη τῆς κόρης προκαλοῦσε θλίψη σ’ ὁλόκληρη τὴν οἰκογένεια, καθὼς καὶ σ’ ὅλους τοὺς φίλους καὶ συγγενεῖς τους. Δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία πὼς οἱ γείτονες θὰ εἶχαν ἀπομακρυνθεῖ, οἱ ἐχθροί τους θὰ χαίρονταν. Τὸ σπίτι ἦταν ἀδειανό, ἔμοιαζε μὲ τάφο. Ἔξω ἀπ’ αὐτὸ ἔφταναν μόνο οἱ κραυγὲς καὶ τὰ παλαβὰ γέλια τῆς τρελῆς κόρης. Θὰ μποροῦσε νὰ σκεφτεῖ ἢ νὰ ὀνειρευτεῖ ἡ μητέρα νὰ μιλήσει ἢ νὰ προσευχηθεῖ γιὰ ὁτιδήποτε ἄλλο; Εἶναι πιθανὸ νὰ εἶχε καταλογίσει τὸ κακὸ ποὺ βρῆκε τὴν κόρη της σὲ κάποια δική της ἁμαρτία. Γι’ αὐτὸ καὶ εἶπε: ἐλέησόν με, Κύριε! «Ὁ δὲ οὐκ ἀπεκρίθη αὐτῇ λόγον» (Ματθ. ιε´ 23). Δὲν τὸ συνήθιζε ὁ Χριστὸς νὰ μὴν ἀπαντάει στὶς ἐρωτήσεις ἢ στὶς παρακλήσεις τῶν ἀνθρώπων. Ἀκόμα καὶ στὸ σατανᾶ ἀπάντησε στὴν ἔρημο. Σιγὴ κράτησε μόνο στὶς ἐρωτήσεις ποὺ τοῦ ἔθεσαν οἱ ἄνομοι κριτὲς καὶ βασανιστές Του, ὁ Καϊάφας κι ὁ Πιλάτος. Γιατί λοιπὸν κράτησε σιωπὴ στὴν ἱκεσία τῆς δύστυχης αὐτῆς γυναίκας; Τὸ ἔκανε ὥστε τὰ μάτια ἐκείνων ποὺ δὲν ἔβλεπαν, ν’ ἀνοίξουν, γιὰ νὰ δοῦνε ἐκεῖνα ποὺ ἔβλεπε Αὐτός. Γιὰ νὰ δώσει στὴ γυναίκα αὐτὴ τὴν εὐκαιρία νὰ δείξει ἐμφατικότερα τὴν πίστη της, γιὰ νὰ δοῦν τὴν πίστη αὐτὴ ὅλοι οἱ σύντροφοί Του.

ΠΗΓΗ ἠλ. κειμ. «Η ΑΛΛΗ ΟΨΙΣ»
ΠΗΓΗ:   ΚΛΙΚ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου