Σάββατο 12 Ιανουαρίου 2019

ΤΑ ΓΑΪΔΟYΡΙΑ ΚΑΙ ΤΟ… AΓΑΛΜΑ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ (Δημ. Νατσιός) «Δῶσ’ του κάνα-δυὸ ἀκόμη τοῦ κοπρίτη!!»

Τ γαϊδούρια κα τό…γαλμα τς ξουσίας

Γράφει ὁ Δημ. Νατσιός
Δάσκαλος-Κιλκίς

.           Θὰ τὸ λέμε στὰ ἐγγόνια μας -ἂν ὁ Θεὸς τὸ ἐπιτρέψει- καὶ δὲν θὰ μᾶς πιστεύουν. Ὑπῆρχε κάποτε ἕνα κόμμα μὲ τίτλο «Ἀνεξάρτητοι Ἕλληνες».  Συγκυβερνοῦσε μὲ τὸ ἄλλο ἀπίθανο φανέρωμα τῆς ἱστορίας, ὀνόματι «ΣΥΡΙΖΑ».
.                 Προσπαθοῦμε μὲ λογικοὺς ὅρους νὰ ἑρμηνεύσουμε τὸ φαινόμενο καὶ στεκόμαστε ἐνεοὶ καὶ ἀποσβολωμένοι. Πῶς γίνεται αὐτό; Οἱ ὑποτίθεται ὑπερασπιστὲς τῆς ἀνεξάρτητης Ἑλλάδας κρατοῦν στὴν ἐξουσία τοὺς προδότες τῆς πατρίδας. Θὰ περίμενε κανεὶς τὴν ἀποφράδα ἡμέρα ποὺ λέρωναν μὲ τὴν ὑπογραφή τους, στὶς Πρέσπες, τὴν ἱστορία τῆς Μακεδονίας, οἱ Ἀνεξάρτητοι νὰ παραιτηθοῦν καὶ νὰ γκρεμίσουν τὸ ὄνειδος. Ὄχι. Τὰ ἀξιώματα, οἱ λουφέδες καὶ τὰ συνοδευτικὰ καλούδια τῆς ἐξουσίας ὑπερτεροῦν. Κατάντησαν ὑποστύλωμα, συλλογικότητα τοῦ ΣΥΡΙΖΑ, ποὺ ἀντὶ νὰ ἐκσφενδονίζει μπογιὲς σὲ ντουβάρια, ψηφίζει, μὲ ἀντάλλαγμα λίγα ψιχία ἐξουσίας, τὴν δήωση τῆς πατρίδας, τὸ ἐλεεινὸ ξεπούλημα τῶν τιμαλφῶν της.
.             Γιὰ τὴν ἐν λόγῳ συλλογικότητα, ἀνερμήνευτη ἀπὸ τὸν κοινὸ νοῦ, ἐντόπισα “ἑρμηνευτικὰ σχήματα” σὲ μύθους τοῦ Αἰσώπου. Ὡς γνωστόν, ὁ μέγας μυθοποιὸς ἀντλεῖ τὴν θεματολογία του ἀπὸ τὸ ζωικὸ βασίλειο. Προφανῶς τὸ ἔπραξε γιὰ δύο λόγους: Πρῶτον, γιατί τὸ κείμενο μὲ τὰ ἄλογα ζῶα γίνεται εὐχάριστο, οἰκεῖο καὶ εὐσύνοπτο στοὺς ἀναγνῶστες. Τὰ παραμύθια πάντα διασκεδάζουν καί, ἀνεπαισθήτως ποὺ λέει ὁ ποιητής, διδάσκουν. Καί, δεύτερον, βλέποντας τὴν περιρρέουσα ἀνθρώπινη συμπεριφορὰ καὶ βλακεία, ἂν καὶ ἔλλογο ὂν ὁ ἄνθρωπος, προσέφυγε στὰ ζωντανά, στὰ “ἥμερα καὶ τὰ ἄγρια τοῦ βουνοῦ καὶ τοῦ λόγγου”, γιὰ νὰ τονίσει τὴν κατάπτωση τοῦ εἴδους του. Τὸ ζῶο ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ Αἴσωπος, κατὰ κόρον, στὶς διηγήσεις του εἶναι ὁ ὄνος, ὁ γάϊδαρος.  Ἂν καὶ ὁ ὄνος διακρίνεται γιὰ τὴν ὑπομονὴ καὶ ἀντοχή του, θεωρήθηκε στὴν ἀρχαιότητα, καὶ ὄχι μόνον, ὡς τὸ κατ’ ἐξοχὴν σύμβολο τοῦ πείσματος, τῆς βραδύνοιας, τῆς ἀμάθειας καὶ τῆς αὐθάδειας. «Τί γαϊδούρι εἶναι αὐτό!…», λέμε καὶ σήμερα.  Οἱ ἀρχαῖοι εἶχαν καὶ μία νόστιμη παροιμία γιὰ ὅσους ἔλεγαν ἀνοησίες.  «Ληρεῖς ὥσπερ ἀπ’ ὄνου καταπεσών»,  δηλαδή, «παραμιλᾶς, παραληρεῖς σὰν νὰ ἔχεις πέσει ἀπὸ γαϊδούρι».  (Στὸ “ἀπ’ ὄνου” κρύβεται λογοπαίγνιο «ἀπὸ νοῦ», ἐν ὀλίγοις «ἔχασες τὰ μυαλά σου»).
.             Παραθέτω τὸν μύθο τοῦ Αἰσώπου, πρῶτα στὴν ἀειφεγγῆ γλῶσσα τῶν προγόνων καὶ κατόπιν σὲ νεοελληνικὴ ἀπόδοση.
Τίτλος: «Ὄνος βαστάζων ἄγαλμα».  «Ὁ γάϊδαρος ποὺ κουβαλοῦσε ἕνα ἄγαλμα». (Τὸ κείμενο δὲν ἔχει καμμία σχέση μὲ πρόσωπα τῆς πραγματικότητας καί, ἂν συσχετισθεῖ, ὁ γράφων οὐδεμία εὐθύνη φέρει). «Ὄνῳ τις ἐπιθεὶς ἄγαλμα ἤλαυνεν εἰς ἄστυ. Τῶν δὲ συναντώντων προσκυνούντων τὸ ἄγαλμα ὁ ὄνος ὑπολαβὼν ὅτι αὐτὸν προσκυνοῦσιν, ἀναπτερωθεὶς ὠγκᾶτο τε καὶ οὐκέτι περαιτέρω προϊέναι ἐβούλετο. Καὶ ὁ ὀνηλάτης αἰσθόμενος τὸ γεγονὸς τῷ ροπάλῳ αὐτὸν παίων, ἔφη:  Ὢ κακὴ κεφαλή, ἔτι καὶ τοῦτο λοιπὸν ἦν ὄνον ὑπ’ ἀνθρώπων προσκυνεῖσθαι». «Κάποιος φόρτωσε ἕνα ἄγαλμα στὸ γάϊδαρό του καὶ πῆρε τὸ δρόμο γιὰ τὴν πόλη. Αὐτοὶ ποὺ τοὺς συναντοῦσαν προσκυνοῦσαν τὸ ἄγαλμα, γεγονὸς ποὺ παρεξήγησε ὁ γαίδαρος καὶ νομίζοντας ὅτι προσκυνοῦν αὐτόν, πῆραν τὰ μυαλά του ἀέρα, ἄρχισε νὰ γκαρίζει καὶ δὲν ἤθελε νὰ προχωρήσει παραπέρα.  Ὁ ἀγωγιάτης κατάλαβε τί συμβαίνει, καὶ χτυπώντας τον μὲ τὸ ξύλο, τοῦ εἶπε:  Ἀνόητε, αὐτὸ μᾶς ἔλειπε, νὰ προσκυνοῦν οἱ ἄνθρωποι ἕνα γαϊδούρι».
.             Τὸ ἄγαλμα εἶναι ἡ ἐξουσία. Δίδεται πολλὲς φορὲς σὲ τοῦτο τὸν τόπο καὶ σὲ φαιδρὰ πρόσωπα, σὲ γαϊδούρια.  Μὲ ἕνα 3%, γιὰ παράδειγμα στὶς ἐκλογές, ἐνδέχεται νὰ βρεθεῖς συγκυβερνήτης καὶ νὰ σὲ προσκυνοῦν τὰ ἀποχαυνωμένα ἀσκέρια ὄχι ἐσένα,  ἀλλὰ τὸ ἄγαλμα. Καὶ τότε τὸ γαϊδούρι ἀρχίζει τὰ ὀγκανίσματα, τὰ ὑπερφίαλα γκαρίσματα. (Θυμᾶμαι, εἶχα διαβάσει, ὅταν κυβερνοῦσε, καλύτερα ποδοπατοῦσε, ὁ Χότζα τὴν Ἀλβανία καὶ εἶχε προσδεθεῖ στὸ κινέζικο ἅρμα, ἔλεγε:  Ἐμεῖς καὶ οἱ Κινέζοι εἴμαστε ἕνα δισεκατομμύριο).
.             Βεβαίως ἔρχεται ἡ στιγμή, εὐτυχῶς πάντα συμβαίνουν αὐτὰ στὴν ἱστορία, ποὺ ὁ ὀνηλάτης, ὁ λαός, “αἰσθόμενος τὸ γεγονός”, κατανοεῖ τὰ ὀνοειδῆ μασκαριλίκια καὶ ἁρπάζει βρεγμένη σανίδα.
.             Δυστυχῶς ὑπάρχουν πολλὰ γαϊδούρια πού, ἐπειδὴ κρατοῦν τὸ ἄγαλμα τῆς ἐξουσίας, ἀναγκαζόμαστε πολλὲς φορὲς νὰ διατηροῦμε τὴν ψυχραιμία μας καὶ τὴν εὐγένειά μας γιὰ νὰ μὴν τὰ κλωτσήσουμε. Ἀλλὰ καὶ στὴν καθημερινότητά μας δὲν συναντᾶμε πολλὲς φορὲς πείσμονα γαϊδούρια;  Πόσες φορὲς περάσαμε τὸ κατώφλι δημόσιας ὑπηρεσίας καὶ ἐκμηδενιστήκαμε; Εἶναι σχεδὸν κανόνας στὴν Ἑλλάδα ἡ ἀναρρίχηση στὰ παχυλόμισθα ἀξιώματα -συνήθως ἀπὸ κομματικοὺς κηφῆνες- νὰ συνοδεύεται ἀπὸ ἀλαζονεία.
.             Ὁ ἄνθρωπος ποὺ «κουρταλεῖ», καθὼς θὰ ἔλεγε ὁ Σολωμός, ὅλες τὶς πόρτες καὶ μεταβάλλει τὴν σπονδυλική του στήλη σὲ λαστιχένιο σωλήνα, γιὰ νὰ κατορθώσει νὰ πάρει μία θέση, μόλις καθίσει στὴν πολυπόθητη καρέκλα, μόλις ἀποκτήσει -αὐτὸ πιὰ εἶναι τὸ «ἀπίστευτο ὄνειρο»- γραφεῖο καὶ ἰδιαίτερη γραμματεία, δηλαδὴ μόλις γίνει ἐξουσία, χάνει καὶ ὅση ἀρετὴ κατεῖχε καὶ γίνεται βασανιστής, γαϊδούρι ξεσαμάρωτο.  (Πόσες φορὲς μπήκαμε σὲ κάποιο γραφεῖο καὶ μᾶς ἀντιμετώπισαν περίπου σὰν ἐνόχληση; Φάτσες βαριεστημένες, νευρόσπαστα ποὺ οὔτε τὸ βλέμμα τους δὲν σηκώνουν νὰ σὲ κοιτάξουν, συντροφιὲς ἀφασιακῶν ποὺ ξεκαρδίζονται συζητώντας γελοιότητες- καὶ σὺ νὰ καίγεσαι. Τέρατα τῆς γραφειοκρατίας, αὐτῆς τῆς τρομερῆς πέδης.  Ἀποροῦν καὶ θλίβονται ὅμως ὅλοι αὐτοὶ πού, μόλις πάρουν τὴν σύνταξή τους, μεταβάλλονται παρευθὺς σὲ «ἀμελητέες ποσότητες»). Ἀλλὰ ὅταν ἕνας ἄνθρωπος δὲν εἶναι παρὰ ἐξουσία καὶ τίποτε ἄλλο, εἶναι πολὺ φυσικὸ πού, χάνοντας τὴν ἐξουσία, χάνει τὰ πάντα.
.             Θυμήθηκα κι ἕνα σπαρταριστὸ ἐπεισόδιο ἀπὸ τὰ ἀπομνημονεύματα τοῦ στρατηγοῦ Μακρυγιάννη.  Ὁ στρατηγὸς συζητᾶ μ’ ἕνα «γαϊδούρι» ποὺ εἶχε κάποια ἐξουσία. Διαβάζω καὶ ἀγαλλιῶ. Μνημειώδης στιγμή!!
.             «Ἀφοῦ ἤμουνα στὴν Ἀρκαδιά, ἄκουγα τὸν πρόβοδο τῶν Ἀραπάδων, ντρεπόμουν νὰ καθήσω μὲ τὶς γυναῖκες μὲ τριακόσιους διαλεχτοὺς ὀπούχα.  Τοῦ λέγω τοῦ διοικητῆ τῆς Ἀρκαδιᾶς, νὰ τὸν ἀφήσω ἕναν ἀξιωματικὸν μὲ πενήντα ἀνθρώπους καὶ νὰ πάγω μὲ τοὺς ἄλλους εἰς τὴν ἀνάγκη τῆς πατρίδας. Μ’ ἀποκρίνεται: “Δὲν ἔχεις νὰ πᾶς πουθενά, ὅτι ἐγὼ εἶμαι ἀπὸ κείνους ὅπου κατεβάζω κι ἀνεβάζω στρατηγούς”.  Ἦταν ἕνας μπαρμπέρης, φίλος τοῦ ἀρχηγοῦ Κολοκοτρώνη καὶ τοῦ πρωτοσύγκελου κι ἀλλουνῶν.  Ἐγώ ’λεγα νὰ πάγω νὰ σκοτωθῶ μὲ τοὺς ὀχτρούς, αὐτὸς γύρευε νὰ μοῦ γκρεμίσει τὸν βαθμό μου. Τοῦ μίλησα δι’ αὐτό, τοῦ κακοφάνη. Εἶπε τοῦ ἀνηψιοῦ του ὀποῦχε εἰς τὸ ψωμὶ καὶ γεμελίκια (=ἐφόδια) καὶ μᾶς τάκοψε. Πῆγα καὶ τὸν ἔπιασα τοῦ ᾽δωσα ἕνα ξύλο διὰ πεθαμόν·κι ἂν δὲν πήδαγε ἀπὸ τὸ παλεθύρι κάτου ὁ διοικητής, δὲν ξέρω ἂν ἔμενε ζωντανός».
.             Ὡραῖος ὁ στρατηγός!!  Τὸ διαβάζεις καὶ εἶσαι ἕτοιμος νὰ φωνάξεις: «δῶσ’ του κάνα-δυὸ ἀκόμη τοῦ κοπρίτη!!». Ἀκολούθησε αἰσώπειο τακτική.  Ξύλο διὰ πεθαμὸν στὸ γαϊδούρι. Μήπως καὶ σήμερα πρέπει… ἀλλὰ ἂς μὴν συνεχίσω γιατί θὰ κατηγορηθῶ γιὰ ὑποκίνηση ἀξιόποινων πράξεων… 

ΠΗΓΗ:   ΚΛΙΚ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου