Παρασκευή 24 Αυγούστου 2018

ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗΝ ΠΑΝΤΕΡΠΝΗ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ΜΑΣ (Δ. Νατσιός)

Ταξίδι στὴν πάντερπνη ἐτυμολογία μας

Δημήτρης Νατσιὸς
δάσκαλος-Κιλκὶς

“Σήμερα εἶναι σπάνιο νὰ δεῖς Ἕλληνες ἢ Ἑλληνίδες ἐπιβαίνοντες ὄνου, ἀλλὰ θὰ δεῖς πολλοὺς ὄνους ἐπιβαίνοντες Ἑλλήνων”

.                 Εἶναι παραδεκτὸ ἀπ’ ὅλους ὅτι τὸ πιὸ γοητευτικὸ καὶ συναρπαστικὸ κεφάλαιο τῆς Γλώσσας μας εἶναι ἡ ἐτυμολογία, ἡ ἀναζήτηση τῆς καταγωγῆς, τῶν «γενεθλίων» τῶν λέξεων. Εἶναι τόσο ὡραῖο τὸ ἐτυμολογικὸ ταξίδι, ποὺ ἀκόμη καὶ τὰ μικρὰ παιδιὰ τοῦ Δημοτικοῦ ἐνθουσιάζονται καὶ συναρπάζονται. Ἐὰν εἴχαμε, ὅπως ἔχω ξαναγράψει, σοβαρὸ ὑπουργεῖο ἐθνικῆς Παιδείας καὶ ὄχι νεοταξικῆς Προπαγάνδας, θὰ εἶχε γραφτεῖ ἕνα μικρό, εὔχρηστο ἐτυμολογικὸ λεξικὸ μὲ λέξεις συχνόχρηστες. Οἱ ὠφέλειές του θὰ ἦταν πολλαπλές.
.             Πρῶτον: Θὰ κατανοοῦσαν οἱ μαθητές τὴν συνέχεια τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας ὅτι “εἶναι κόρη ἀπὸ μεγάλη γενιά, εἶναι ἡ θυγατέρα τῆς γλώσσας τῶν ἀρχαίων Ἀθηναίων συγγραφέων, τὸ σόι της βαστᾶ ἀπὸ τοὺς τραγικούς, τὸν Πλάτωνα, τὸν Θουκυδίδη κι ἀπὸ τὴν Καινὴ Διαθήκη”, σημειώνει ὁ Γιῶργος Θεοτοκᾶς σὲ κείμενό του τὸ 1939. (Νὰ προσθέσουμε στὴν ἀπαρίθμηση τῶν γεννητόρων καὶ τὸν Ὅμηρο).
.           Δεύτερον: Ἡ ἐτυμολογία καὶ ἡ διδασκαλία της προξενεῖ σεβασμὸ καὶ θαυμασμὸ στὰ παιδιὰ γιὰ τὴν γλῶσσα. Τὸ συνάντησα αὐτὸ πολλὲς φορὲς μὲς στὴν αἴθουσα. Θυμᾶμαι τὴν ἔκπληξη καὶ τὸν ἐντυπωσιασμὸ τῶν μαθητῶν, ὅταν σὲ κάποιο μάθημα, τὴν περασμένη σχολικὴ χρονιά, συζητούσαμε γιὰ κάποιες λέξεις «κακές», χλευαστικές, ὄχι ὕβρεις, ποὺ μᾶς ἔρχονται ἀπὸ τὸ λεγόμενο Βυζάντιο. Πήραμε τὸ ρῆμα κοροϊδεύω. (Ἡ ἀφορμὴ ἦταν ἡ διαμαρτυρία κάποιου μαθητῆ, διότι τὸν κορόιδευαν, αὐτὸ ποὺ σήμερα πέρασε καὶ θρονιάστηκε δυστυχῶς στὴν γλώσσα ὡς μπούλινγκ, ἀγγλ. bullying).
.               Εἶναι γνωστὸ ὅτι ἀπὸ τὸ Βυζάντιο ἴσχυε ἡ ποινῆς τῆς διαπόμπευσης, τοῦ δημόσιου ἐξευτελισμοῦ. Ἀπὸ τὶς χειρότερες καὶ ταπεινοτικότερες καταδίκες ἦταν τὸ κούρεμα «ἐν χρῷ» (κοινῶς γουλί). Τὸν ἀποκαλοῦσαν, τὸν κατάδικο, κουρόγιδο-κουρεμένο γίδι- ἐξ οὗ καὶ κορόιδο καὶ κοροϊδεύω. Κατὰ τὴν πάνδημη περιαγωγὴ τοῦ κουρόγιδου (κορόιδου) στοὺς δρόμους καὶ στὴν ἀγορά, καθισμένου συνήθως πάνω σὲ γαϊδούρι (γαϊδουροκαθισμένος), τὸ πλῆθος τοῦ πετοῦσε στὸ πρόσωπο ἀσβόλη (=καπνιὰ), ἐξ οὗ καὶ ἀποσβολώθηκα – ἔμεινα ἀποσβολωμένος. Ἀκόμη πασπάλιζαν τὴν χούφτα τους μὲ «μοῦζα» (=βρομιὰ) καὶ μουτζούρωναν τὸ πρόσωπο τοῦ διαπομπευμένου. Ἀπὸ δῶ βγῆκε καὶ τὸ ρῆμα μουντζώνω. Ἄλλες φορὲς τοὺς ἄλειβαν μὲ πίσσα καὶ ἔτσι μᾶς «κληροδοτήθηκε» τὸ ρῆμα «πασαλείβω» τῆς νεοελληνικῆς. Ἐνίοτε ὁ ὄχλος ἐξακόντιζε καὶ πηλό, λάσπη, κατὰ τὸ βασανιστήριο τοῦ διασυρμοῦ, καὶ προῆλθε ὁ προπηλακισμός, ποὺ περιορίστηκε πλέον στὸν λεκτικὸ ὀνειδισμό. Ἀκόμη κάποιες νεοελληνικὲς παροιμιώδεις φράσεις ἔχουν τὴν καταγωγή τους σὲ ἐκείνη τὴν ἐποχή. Λέμε «θὰ σὲ συγυρίσω» ἀπὸ τὸ βυζαντινὸ «συγύρισμα», τὸ γύρισμα, τὴν περιφορὰ στοὺς δρόμους. Τὸ «γίναμε θέατρο» ἀπὸ τὸ «θεατρίζεσθαι», ταυτόσημο τοῦ «πομπεύεσθαι». Τὸ «γίναμε βούκινο», ἐπειδὴ συχνὰ προπομποὶ κατὰ τὸ γύρισμα ἦταν σαλπιγκτές, οἱ «τρουμπετάρηδες» μὲ τὶς τρουμπέτες, τὰ βούκινα καὶ τὶς σάλπιγγες. (Ἡ διαπόμπευση ἐπὶ γαϊδάρου ἦταν ἀρχαῖο ἔθιμο. Τὸ συνήθιζαν μάλιστα καὶ στὶς μοιχαλίδες γυναῖκες. Ὕστερα ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἀτιμωτικὴ περιφορὰ ὀνομάζονταν διὰ βίου «ὀνοβάτιδες» καὶ ζοῦσαν μὲς στὴν ντροπή. Βεβαίως σήμερα εἶναι σπάνιο νὰ δεῖς Ἕλληνες ἢ Ἑλληνίδες ἐπιβαίνοντες ὄνου, ἀλλὰ θὰ δεῖς πολλοὺς ὄνους ἐπιβαίνοντες Ἑλλήνων καὶ ὁ νοῶν, νοείτω…) Θὰ σκεφτεῖ κάποιος. Μὰ δὲν βρῆκες καλύτερο παράδειγμα, γιὰ τὴν ἐτυμολογία, δάσκαλε; Εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ πολλά. Ὅμως τὸ πιὸ δύσκολο στὴν διδασκαλία εἶναι νὰ ἑλκύσεις τὴν προσοχὴ τῶν μαθητῶν καὶ νὰ καταλήξεις στὸ πλατωνικὸ «τέρπειν καὶ διδάσκειν». Ἂν τὸ μάθημα δὲν εἶναι εὐχάριστο, σὲ ἀναμένει ἡ ἀποτυχία.
.                Ὅταν ἐτυμολογούσαμε τὸ κουρόγιδο (κορόιδο), πήραμε καὶ τὰ δύο συνθετικά, τὶς λέξεις καὶ προχωρήσαμε βαθύτερα. Ἡ γίδα προέρχεται ἀπὸ τὴν αἰτιατικὴ τοῦ ὀνόματος ἡ αἶξ – τῆς αἰγὸς – τὴν αἰγίδα. Ἔφυγε τὸ «αἰ» καὶ μᾶς ἔμεινε ἡ γίδα. Σήμερα ὅμως  λέμε  «ὑπὸ τὴν αἰγίδα», ὑπὸ τὴν προστασία κάποιου ἐπίσημου προσώπου ἢ φορέα. Σύμφωνα μὲ τὸν μύθο, ὁ Ζεὺς θήλασε, ὅταν ἦταν βρέφος  στὴν Κρήτη, ἀπὸ ἕνα ζῶο, μία γίδα, ποὺ λεγόταν Ἀμάλθεια. Τὸ γάλα παρεχόταν μέσῳ τοῦ κέρατος τῆς Ἀμαλθείας καὶ ἔκτοτε ἡ φράση ἔγινε σύμβολο ἀφθονίας ἀγαθῶν. Μεγαλώνοντας ὁ Δίας μετέβαλε τὴν Ἀμάλθεια καὶ τὸ κέρας της σὲ ἀστερισμό. Τὸ δέρμα της ἐπίσης τὸ μετέτρεψε σὲ ὅπλο, τὴν αἰγίδα, τὸ ὄνομα τῆς ἀσπίδας του. Ἡ αἰγίδα τὸν προστάτευε. (Ἀπὸ δῶ καὶ ἡ καταιγίδα, προφανῶς ἡ λέξη ἀπηχεῖ τὶς ἀντιλήψεις τῶν ἀρχαίων γιὰ τὸν νεφεληγερέτη καὶ ὀμβροτόκο Δία). Τὸ πρῶτο συνθετικὸ «κοῦρο» προέρχεται ἀπὸ τὸ ρῆμα κείρω ποὺ σημαίνει κόβω, κουρεύω. Ἀπὸ ἐδῶ παράγονται τά: κουρά, κουρέας, κουρεῖο, ἀλλὰ καὶ τὸ κουράζω ποὺ ἀρχικὰ σήμαινε ὅτι τιμωρῶ κάποιον διὰ κουρᾶς, ὁ κοῦρος, ἡ κόρη (κούρη), τὸ κέρμα (ἔκοψε χρῆμα), ὁ κορμός, ὁ καιρὸς (κομμάτι χρόνου), ὁ ἀκέραιος (ποὺ δὲν κομματιάζεται), ὁ ἀκραιφνὴς ἐκ τοῦ ἀκ(ε)ραι(ο)φ(α)νής, (ἄθικτος, ἀνέπαφος), ὁ ἀκαριαῖος καὶ λοιπά. Ὡραῖα πράγματα καὶ ὅσο δὲν τὰ προβάλλουμε στὴν ἐκπαίδευση, «πιανόμαστε… κορόιδα».
.                 Τρίτον: Πληγὴ πυορροοῦσα σήμερα κατάντησε ἡ ἀνορθογραφία. Τὸ δὲ ὑπουργεῖο «φρόντισε» νὰ καταργήσει καὶ τὸ μάθημα, τὸ τετράδιο τῆς ὀρθογραφίας σὲ μία γλῶσσα ποὺ ἡ ὀμορφιὰ καὶ ἡ ἀπαράμιλλη ἡ σαφήνειά της ἑδράζονται στὶς ὀρθογραφικές της ἀποχρώσεις. Ἡ ὀρθογραφία, ἡ ὑπακοὴ στοὺς κανόνες της, εἶναι μάθημα πειθαρχίας γιὰ τὰ παιδιά, πράγμα ποὺ δὲν συνάδει μὲ τὸν ἀναρχικό… κουκουλοφλῶρο τῆς ἐποχῆς μας. («Ὅταν οἱ ἐχθροί σου θὰ ἔχουν ξεμάθει τὴν ὀρθογραφία τους, νὰ ξέρεις ὅτι ἡ νίκη πλησιάζει», ἔλεγε σοφὸς Ρῶσος γλωσσολόγος). Ἴσως δὲν λείπει ἀπὸ τὸν νοῦ τῶν Ἑλληνομάχων καὶ ἡ καθιέρωση τῆς φωνητικῆς γραφῆς, γιὰ νὰ γίνουμε ἐπιτέλους… ἀκραιφνεῖς Εὐρωπαῖοι. Ὀρθογραφία μαθαίνεις κυρίως μέσῳ τῆς ἐτυμολογίας· τελεία καὶ παῦλα. Καὶ εὐτυχῶς πολλοὶ δάσκαλοι χρησιμοποιοῦν τετράδιο ὀρθογραφίας, κατὰ παράβασιν τῶν ἄνωθεν ἐντολῶν καὶ διασώζουν ὅ,τι μπορεῖ νὰ περισωθεῖ. (Κάποτε εἴχαμε καὶ τετράδιο καλλιγραφίας, διότι μᾶς ἐνδιέφερε καὶ ἡ φιλοκαλία, ἡ νοικοκυροσύνη, ἡ ὀμορφιά, ὁ καλλωπισμός. Στὰ χωριά μας, στὴν Μακεδονία μας, ἀκόμη οἱ μάνες μας χρησιμοποιοῦν τὸ φουκάλι – ἡ σκούπα, τὸ σάρωθρον- καὶ φουκαλίζουν τὶς αὐλές. Καὶ ὅμως ἡ λέξη προέρχεται ἀπὸ τὸ φιλοκαλῶ, τὴν φιλοκαλία. Τὸ ἀναφέρει νομίζω καὶ ὁ σπουδαῖος Φ. Κουκουλὲς στὸ “Βυζαντινῶν βίος καὶ πολιτισμός”).

.                 «Ὤ! Γλῶσσα τῆς Ρωμηοσύνης, Ὤ! νικήτρα τοῦ θανάτου», γράφει ὁ Παλαμᾶς γιὰ τὴν πανσεβάσμια λαλιά μας. Καὶ ὁ μεγάλος Σολωμὸς μᾶς κληροδότησε τὸ ἀειθαλὲς ρητό: “μήγαρις ἔχω ἄλλο στὸ νοῦ μου, πάρεξ ἐλευθερία καὶ γλῶσσα”. Τὸ ἕνα συντηρεῖ τὸ ἄλλο. Γιὰ νὰ ἀγαπήσουν τὴν “νικήτρα τοῦ θανάτου” γλῶσσα μας τὰ παιδιά, πρέπει νὰ ἀρωματιστοῦν απο τὴν εὐωδιαστὴ ἐτυμολογία της. Καὶ σήμερα μὲς στὴν ἐρημιὰ καὶ τὸν ξεπεσμὸ τοῦ κόσμου, ἡ ἀγάπη καὶ ἡ μελέτη τῆς γλώσσας μας εἶναι ὄντως γνώρισμα ἐλεύθερου ἀνθρώπου.Ἔτσι κατανοῶ τὴν φράση τοῦ Σολωμοῦ. Ἐπαναλαμβάνω καὶ τὴν προλογικὴ σκέψη. Ἕνα ἐτυμολογικὸ λεξικὸ γιὰ παιδιὰ τοῦ Δημοτικοῦ νὰ γράψουν κάποιοι ἐπαΐοντες καὶ ἂς κυκλοφορεῖ κάτω ἀπὸ τὴν μύτη τῆς ὀνοβάτιδος ἐξουσίας…


Δημήτρης Νατσιὸς
δάσκαλος-Κιλκὶς
ΠΗΓΗ:   ΚΛΙΚ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου