Η ΚΛΗΣΗ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ (Ἅγ. Νικόλ. Βελιμίροβιτς)
Ἁγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς
Δευτέρα Κυριακὴ μετὰ τὴν Πεντηκοστή
[Β´ Ματθαίου: Ἡ κλήση τῶν Ἀποστόλων]
(Ματθ. δ´ 18-23)
ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ὁμιλίες Δ´- Κυριακοδρόμιο»,
Ἀθῆναι 2012,
μετάφρ. Π. Μπότση, σελ. 35-50.
. Γιατί οἱ ἄνθρωποι εἶναι πάντα τόσο βιαστικοὶ σήμερα; Γιὰ νὰ δοῦν ὅσο γίνεται πιὸ γρήγορα τὴν ἐπιτυχία τῶν προσπαθειῶν τους. Κι ἡ ἐπιτυχία ἔρχεται καὶ παρέρχεται, ἀφήνοντας πίσω της κάποια ἴχνη λύπης.
. Γιατί οἱ γιοὶ τῶν ἀνθρώπων εἶναι τόσο βιαστικοὶ σήμερα; Γιὰ νὰ δρέψουν τοὺς καρποὺς τῶν ἀγώνων τους τὸ συντομότερο δυνατό. Κι οἱ καρποὶ ἔρχονται καὶ παρέρχονται, ἀφήνοντας πίσω τους τὰ ἴχνη κάποιας πικρίας.
. Ὅταν ἔρχεται ὁ θάνατος, οἱ σημερινοὶ ἄνθρωποι πεθαίνουν βλέποντας τὸν ἑαυτό τους στὸ παρελθόν. Βλέπουν τὶς ἐπιτυχίες τους ποὺ ἔχουν ξεχαστεῖ, τοὺς θερισμένους καρποὺς ποὺ ἔχουν σαπίσει. Μὲ τὸν δικό τους θάνατο, χάνονται καὶ τὰ τελευταῖα ἴχνη τῶν προσπαθειῶν καὶ τῶν καρπῶν τους. Ἐκεῖνοι ποὺ ἔρχονται μετὰ ἀπ’ αὐτούς, σπέρνουν μὲ τὴν ἴδια βιασύνη, θερίζουν τοὺς καρπούς, τοὺς τρῶνε κι ἔπειτα φεύγουν γυμνοὶ καὶ ἄδειοι ἀπ’ αὐτὸν τὸν κόσμο.
. Οἱ ἄνθρωποι ἔτσι ἐξελίσσονται. Δὲν γίνεται τὸ ἴδιο ὅμως μὲ τὸν Θεό. Οἱ ἄνθρωποι παρατηροῦν πῶς ἀντιμετωπίζουν τὰ πράγματα οἱ ἴδιοι καὶ πῶς τ’ ἀντιμετωπίζει ὁ Θεὸς καὶ λένε: Οἱ μύλοι τοῦ Θεοῦ ἀλέθουν ἀργά, ἀλλ’ ἀλέθουν πολὺ καλά.
. Ὁ Θεὸς ἴσως ἀργεῖ στὴ μία γενιά, ἀλλὰ δὲν ἀργεῖ σ’ ὅλο τὸ φάσμα τῶν γενεῶν. Συχνὰ σπείρει στὴ μία γενιὰ καὶ θερίζει στὴν ἄλλη. Ἔτσι ἡ πρώτη γενιὰ (τότε ποὺ σπέρνει ὁ Θεὸς) λέει πὼς ὁ Θεὸς εἶναι ἀργός. Ἡ ἄλλη γενιά, τότε ποὺ θερίζει ὁ Θεός, λέει πὼς εἶναι ταχύς. Στὶς δικές μας, τὶς ἀνθρώπινες ἐνασχολήσεις, κάθε θερισμὸς δὲν εἶναι πιὸ γρήγορος ἀπὸ τὸ ὄργωμα, τὴ σπορά, τὸ ξεχορτάριασμα καὶ τὴν ἀνιαρὴ περίοδο ἀναμονῆς τῆς ὡρίμανσης τοῦ καρποῦ; Ὁ Θεὸς ὅμως δὲν εἶναι οὔτε ἀργὸς οὔτε γρήγορος. Ἔχει τὸ ρυθμό Του καὶ δὲν τὸν ἐγκαταλείπει. Τὸ μυρμήγκι βλέπει μόνο τὴ μυρμηγκοφωλιά του. Ὁ ἀγρότης ὅμως παρατηρεῖ ὅλον τὸν ἀγρό.
. Ἂν ὁ Χριστὸς ἐνεργοῦσε σύμφωνα μὲ τὸν τρόπο τῶν ἀνθρώπων, δὲν θὰ εἶχε διαλέξει γιὰ ἀποστόλους Του δώδεκα ψαράδες, ἀλλὰ μᾶλλον δώδεκα βασιλιάδες τῆς γῆς. Ἂν ἤθελε νά ᾽χει ἄμεση ἐπιτυχία στὸ ἔργο Του καὶ νὰ δρέψει τοὺς καρποὺς τῶν ἀγώνων Του, μὲ τὴν ἀκατανίκητη δύναμή Του θὰ εἶχε διαλέξει δώδεκα ἀπὸ τοὺς πιὸ δυνατοὺς βασιλιάδες τοῦ κόσμου, γιὰ νὰ τοὺς κάνει ὀπαδοὺς καὶ ἀποστόλους Του. Σκέψου ἁπλὰ πῶς θὰ μποροῦσε ἀμέσως ὁ Χριστός, σὲ μία στιγμή, νὰ γίνει γνωστὸς σ’ ὁλόκληρο τὸν κόσμο· πόσο γρήγορα θὰ διαδιδόταν τότε ἡ διδασκαλία Του! Πῶς θὰ ἐξαφανίζονταν τὰ εἴδωλα ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ μ’ ἕνα αὐτοκρατορικὸ διάταγμα! Πῶς θὰ μετατρέπονταν ὅλοι οἱ εἰδωλολατρικοὶ ναοὶ σὲ χριστιανικούς! Πῶς θὰ σταματοῦσαν ἀμέσως οἱ θυσίες ζώων στοὺς θεοὺς καὶ τοὺς καπνοὺς ἀπὸ τὶς θυσίες θ’ ἀντικαθιστοῦσαν τὰ θυμιάματα! Σκέψου πόσο εὔκολα ἡ Ἐκκλησία τοῦ ἑνὸς Θεοῦ θὰ εἶχε ἱδρυθεῖ, γιὰ τὴν ἐξυπηρέτηση ὁλόκληρης τῆς ἀνθρωπότητας! Ὁ Χριστός, χωρὶς νὰ χρειαζόταν νὰ ὑποφέρει καὶ νὰ πάθει, θὰ καταλάμβανε τὸν πρῶτο καὶ μοναδικὸ αὐτοκρατορικὸ θρόνο κι ἀπὸ κεῖ θὰ κυβερνοῦσε ὅλους τοὺς λαοὺς τῆς γῆς, ὁλόκληρο τὸν κόσμο ἀπὸ ἀνατολὴ σὲ δύση κι ἀπὸ βορρᾶ ὣς τὸ νότο, μὲ ἀντιπροσώπους Του τοὺς δώδεκα ὑποτελεῖς βασιλιάδες. Χωρὶς νὰ χρειαστεῖ νὰ πάθει, οἱ σκληροτράχηλοι Ἰουδαῖοι θὰ ἀναγνώριζαν τὸν Χριστὸ ὡς βασιλιὰ καὶ τὸν ἀναμενόμενο Μεσσία καὶ θὰ τὸν προσκυνοῦσαν.
. Στοχάσου τελικὰ πόσα πράγματα θὰ μποροῦσαν νὰ γίνουν ἀπὸ ἕναν τέτοιο ἐπίγειο βασιλιὰ καὶ μάλιστα σύντομα, μὲ τὴ δύναμη καὶ τὴν εὐφυΐα ἑνὸς μόνο ἀνθρώπου! Τ’ ἀποτελέσματα θὰ ἦταν τὰ ἴδια μὲ ὅσα εἶχαν πραγματοποιήσει ὅλες μαζὶ οἱ βασιλεῖες, πρὶν ἀλλὰ καὶ μετὰ τὸ Χριστό. Θά ᾽χαν φτάσει κι αὐτὰ σ’ ἕνα τέλος, μαζὶ μὲ τοὺς ἱδρυτές τους. Ὁ κόσμος θὰ ξαναγύριζε ἐκεῖ ποὺ ἦταν καὶ πρίν. Πιὸ γραφικὰ ἀκόμα, θὰ ἦταν σὰ νά ’χε ξεριζώσει κάποιος γίγαντας μία πανύψηλη δρῦ ἀπὸ τὸ δάσος καὶ τὴν εἶχε ξαναφυτέψει σὲ μία πεδιάδα. Ὅσο διάστημα ὁ γίγαντας στεκόταν δίπλα στὸ δέντρο καὶ τὸ κρατοῦσε ὄρθιο μὲ τὸ δυνατό του χέρι, ἡ δρῦς θὰ στεκόταν ὄρθια. Μὲ τὸ ποὺ θ’ ἀπομακρυνόταν ὁ γίγαντας ὅμως, ὁ ἄνεμος ποὺ θὰ φυσοῦσε θὰ τὴν ξερίζωνε καὶ θὰ τὴν ἔριχνε κάτω. Οἱ ἄνθρωποι θὰ μαζεύονταν γύρω ἀπὸ τὴν πεσμένη δρῦ καὶ θὰ θαύμαζαν πῶς ἕνα τόσο δυνατὸ δέντρο ἔπεσε μὲ τὸ πρῶτο φύσημα τοῦ ἀνέμου, ἐνῶ οἱ ἀργοανάπτυκτες φουντουκιὲς δίπλα τους ἀντιστέκονταν στὸν ἄνεμο καὶ στέκονταν ὄρθιες. Οἱ ἄνθρωποι θὰ κουνοῦσαν τὸ κεφάλι τους καὶ θά ᾽λεγαν: «Εἶναι ἀλήθεια πὼς οἱ χαμηλὲς φουντουκιὲς φυτεύονται μὲ σπόρο κι ἀναπτύσσονται ἀργά, ἀλλ’ ἀντιστέκονται σθεναρὰ κι ἀντιμετωπίζουν πιὸ εὔκολα τὸν ἄνεμο ἀπὸ τὴν πανύψηλη δρῦ ποὺ τὴ μεταφύτεψε ἕνας γίγαντας κι ἔπειτα τὴν ἐγκατέλειψε. Ὅσο πιὸ βαθιὰ βρίσκονται στὸ ἔδαφος οἱ ρίζες τοῦ δέντρου, τόσο πιὸ δυνατὸ καὶ πιὸ ἀνθεκτικὸ θὰ γίνει.
. Πόσο σοφὸ ἦταν τὸ νὰ ξεκινήσει ἀπὸ τὰ χαμηλὰ ὁ Κύριος κι ὄχι ἀπὸ τὴν κορυφή. Πόσο σοφὸ ἦταν ν’ ἀρχίσει τὴν οἰκοδομὴ τῆς βασιλείας Του ὄχι μὲ βασιλεῖς, ἀλλὰ μὲ ψαράδες. Πόσο καλό, πόσο σωτήριο ἦταν γιά μᾶς, ποὺ ζοῦμε δύο χιλιάδες χρόνια ἀπὸ τὴ γέννησή Του, τὸ ὅτι δὲν ἀπέβλεψε στὴν τελικὴ ἐπιτυχία τοῦ ἔργου Του, οὔτε καὶ στὸ νὰ θερίσει τοὺς καρποὺς τῶν ἀγώνων Τοῦ ὅσο ζοῦσε. Δὲν ἤθελε, ὅπως ὁ γίγαντας, νὰ μεταφυτέψει μεμιᾶς τὸ τεράστιο δέντρο, ἀλλὰ σὰν ἁπλὸς ἀγρότης νὰ θάψει τὸ σπόρο τοῦ δέντρου βαθιὰ μέσα στὴ γῆ κι ἔπειτα νὰ πάει στὸ σπίτι του. Κι αὐτὸ ἔκανε. Ὁ Κύριος ἔθαψε τὸ σπόρο τοῦ Δέντρου τῆς Ζωῆς ὄχι μόνο στὸ βάθος τῆς καρδιᾶς τῶν ἁπλῶν Γαλιλαίων ψαράδων, ἀλλὰ καὶ στὸ βάθος τῆς ἴδιας τῆς κόλασης. Ἔπειτα συνέχισε τὴν πορεία Του. Καὶ τὸ δέντρο ἀναπτυσσόταν ἀργά, πολὺ ἀργά. Ἄνεμοι ἰσχυροὶ φύσηξαν πάνω του σὲ μία προσπάθεια νὰ τὸ ξεριζώσουν, μὰ δὲν τὸ κατόρθωσαν. Οἱ ἐχθροὶ ἔκοψαν τὸ δέντρο, τὸ ἔριξαν κάτω, μὰ οἱ ρίζες του πέταξαν πολλοὺς καινούργιους βλαστούς. Ὅσο ἐκεῖνοι τὸ πελέκιζαν, τόσο πιὸ γρήγορα ἀναπτυσσόταν. Οἱ ὀρδὲς τοῦ ἐχθροῦ ἔσκαψαν στὴ γῆ, πιὸ βαθιὰ κι ἀπὸ τὶς κατακόμβες γιὰ νὰ τὸ ξεριζώσουν. Ὅσο ὅμως ἐκεῖνοι προσπαθοῦσαν, τόσο οἱ ρίζες ἀντιστέκονταν, τόσο οἱ καινούργιοι βλαστοὶ μεγάλωναν κι ἄλλοι φύτρωναν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ καὶ πύκνωναν. Ἔτσι τὸ δέντρο τοῦ Χριστοῦ, ποὺ φυτεύτηκε μὲ τοῦ Θεοῦ τὸν τρόπο κι ὄχι τοῦ ἀνθρώπου, ἐξακολουθεῖ ν’ ἀνθίζει ὣς σήμερα, δύο χιλιάδες χρόνια ἀργότερα, παράγει καρποὺς γλυκοὺς γιὰ ἀνθρώπους καὶ ἀγγέλους καὶ λάμπει ἀπὸ φρεσκάδα καὶ κάλλος, σὰ νά ᾽χε φυτευτεῖ μία γενιὰ νωρίτερα.
. Ἂν ὁ Κύριος εἶχε ἐνεργήσει ὅπως οἱ ἄνθρωποι, εἶναι ἀλήθεια πὼς θὰ τὸν εἶχαν δοξάσει πολὺ νωρίτερα οἱ ἄνθρωποι, ἐμεῖς ὅμως δὲν θὰ εἴχαμε σωθεῖ. Δὲν τὸν ἐνδιέφερε ἡ δόξα τῶν ἀνθρώπων, ὁ ἦχος τῶν ποιμενικῶν αὐλῶν, ποὺ σήμερα ἀκούγονται κι αὔριο ρίχνονται στὴ φωτιά. Ἐκεῖνο, ποὺ τὸν ἐνδιέφερε, ἦταν ἡ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Δὲν ἦρθε στοὺς ἀνθρώπους, ὅπως κάνει κάποιος γίγαντας σὲ τσίρκο, γιὰ νὰ δείξει τὴ δύναμη καὶ τὶς ἱκανότητές του, ν’ ἀπολαύσει τὸ χειροκρότημα τῶν θεατῶν. Ἦρθε σὰν φίλος σ’ ἐμᾶς, σὰν γιατρὸς σὲ θεραπευτήριο, γιὰ νὰ μᾶς ἐπισκεφτεῖ, νὰ συνομιλήσει μὲ τὸν καθένα μας καὶ νὰ μᾶς προσφέρει συμβουλὲς καὶ θεραπεία. Εἶναι ἑπομένως πολὺ καλὸ γιὰ ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα, ἀπὸ τότε ποὺ ξεκίνησε ὁ κόσμος ὣς τὴ συντέλεια, τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Κύριος ἐνήργησε μὲ θεϊκὸ τρόπο. Διάλεξε γιὰ ἀποστόλους Του ὄχι δώδεκα τρανοὺς βασιλιάδες, μὰ δώδεκα ἄσημους ψαράδες. Στὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο μαθαίνουμε μὲ ποιὸ τρόπο τοὺς διάλεξε.
* * *
. «Περιπατῶν δὲ (ὁ Ἰησοῦς) παρὰ τὴν θάλασσαν τῆς Γαλιλαίας εἶδε δύο ἀδελφούς, Σίμωνα τὸν λεγόμενον Πέτρον καὶ Ἀνδρέαν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ, βάλλοντας ἀμφίβληστρον εἰς τὴν θάλασσαν· ἦσαν γὰρ ἁλιεῖς» (Ματθ. δ´ 4). Ἀπὸ ποῦ ἦρθε ὁ Ἰησοῦς στὴ θάλασσα τῆς Γαλιλαίας; Αὐτὸ ὁ εὐαγγελιστής μᾶς τὸ λέει στὴν προηγούμενη εὐαγγελικὴ περικοπή. Ὅταν ἀκοῦσε πὼς φυλάκισαν τὸν Ἰωάννη τὸ Βαπτιστή, ἔφυγε ἀπὸ τὴν Ἰουδαία καὶ πῆγε στὴ Γαλιλαία, στὴν περιφρονημένη αὐτὴ περιοχὴ τῆς Ἰσραηλιτικῆς γῆς. Προέβλεπε τὸ μαρτυρικὸ θάνατο τοῦ μεγάλου στρατιώτη Του, τοῦ Προδρόμου. Ἔτσι φάνηκε σὰν νὰ ὑποχώρησε, στὴν οὐσία ὅμως πῆγε νὰ προετοιμαστεῖ γιὰ νὰ νικήσει τοὺς ἐχθρούς Του.. Ὅσο διάστημα βρισκόταν στὴ Γαλιλαία τώρα, δὲν ἦταν φυσικὸ νὰ μείνει στὴ Ναζαρέτ, ὅπου εἶχε περάσει τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς ἐπίγειας ζωῆς Του; Μὰ ποιός προφήτης εἶναι ἀποδεκτὸς στὴ δική του πατρίδα; Στὴ Ναζαρὲτ βρισκόταν, ὅταν οἱ συμπατριῶτες Του θέλησαν νὰ τὸν γκρεμίσουν ἀπὸ τὸ χεῖλος κάποιου βράχου. Γιὰ ν’ ἀποφύγει ἄλλη μία φορὰ τὴν προσωρινὴ κακία τῶν ἀνθρώπων, ἐγκαταστάθηκε τελικὰ δίπλα στὴ θάλασσα τῆς Γαλιλαίας, στὰ ὅρια τῶν φυλῶν Ζαβουλὼν καὶ Νεφθαλείμ. Ἐκεῖ ζοῦσαν οἱ πιὸ περιθωριακοὶ καὶ περιφρονημένοι ἄνθρωποι, «ἐν σκότει, ἐν χώρᾳ καὶ σκιᾷ θανάτου» (βλ. Ἡσ. θ´ 2). Σ’ αὐτὸ τὸ πυκνὸ σκοτάδι ἔμελλε νὰ θάψει τὸ σπόρο τοῦ καρποφόρου δέντρου τοῦ εὐαγγελίου Του.
. Ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης γράφει πὼς ὁ πρῶτος ποὺ κάλεσε ὁ Κύριος ἦταν ὁ Ἀνδρέας, στὴν Ἰουδαία. Ὁ Ἀνδρέας ἦταν πρὶν μαθητὴς τοῦ Ἰωάννη τοῦ Βαπτιστῆ. Ὅταν ὅμως ὁ Ἰωάννης ἔδειξε τὸν Χριστὸ καὶ εἶπε πὼς Ἐκεῖνος ἦταν ἀνώτερός του, ὁ Ἀνδρέας ἄφησε τὸ δάσκαλό του καὶ ἀκολούθησε τὸν Χριστό. Ἀμέσως μετὰ ἀπ’ αὐτὸ ὁ Ἀνδρέας βρῆκε τὸν ἀδερφὸ του Σίμωνα καὶ τοῦ εἶπε: «εὑρήκαμεν τὸν Μεσσίαν· ἔστι μεθερμηνευόμενον Χριστός· καὶ ἤγαγεν αὐτὸν πρὸς τὸν Ἰησοῦν» (Ἰω. α´ 42-43). Τότε ἦταν ποὺ ὁ Χριστὸς ἔδωσε στὸ Σίμωνα τὸ ὄνομα «Πέτρος», ποὺ σημαίνει τὴ σταθερὴ πέτρα τῆς πίστης.
. Δὲν ὑπάρχει κάποια ἀντίφαση ἀνάμεσα σ’ αὐτὰ ποὺ γράφει ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ἐδῶ καὶ σ’ ἐκεῖνα ποὺ ἀναφέρει ὁ Ματθαῖος στὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο, ὅτι ὁ Κύριος κάλεσε τὰ δύο ἀδέρφια στὴ θάλασσα τῆς Γαλιλαίας; Σύμφωνα μὲ τὸ εὐαγγέλιο τοῦ Ἰωάννη, πρῶτος ἀκολούθησε τὸν Χριστὸ ὁ Ἀνδρέας κι ἔπειτα ὁ Πέτρος. Στὸ εὐαγγέλιο τοῦ Ματθαίου βλέπουμε πὼς ὁ Χριστὸς τοὺς βρῆκε καὶ τοὺς κάλεσε μαζί. Ἀναφέρει μάλιστα πρῶτα τὸν Πέτρο κι ἔπειτα τὸν Ἀνδρέα. Αὐτὴ δὲν εἶναι μία φανερὴ ἀντίφαση; Ὄχι, καθόλου. Ὅπως γράφει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἐδῶ περιγράφονται δύο χωριστὰ γεγονότα. Τὸ ἕνα ἔλαβε χώρα στὴν Ἰουδαία, ὅταν ὁ Βαπτιστὴς ἦταν ἀκόμα ἐλεύθερος, καὶ τὸ ἄλλο στὴ Γαλιλαία, ἀργότερα, ὅταν ὁ Βαπτιστὴς εἶχε ἤδη φυλακιστεῖ κι ὁ Κύριος ζοῦσε πιὰ στὴν Καπερναούμ, στὰ παράλια τῆς θάλασσας τῆς Γαλιλαίας. Ὁ Ἰωάννης περιγράφει τὴν προηγούμενη συνάντηση τοῦ Χριστοῦ μὲ τὸν Πέτρο καὶ τὸν Ἀνδρέα, ὁ Ματθαῖος τὴ μεταγενέστερη. Αὐτὸ φαίνεται καθαρὰ ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Ματθαῖος μιλάει γιὰ τὸν «Σίμωνα τὸν λεγόμενον Πέτρον», ποὺ σημαίνει πὼς ὁ Σίμων εἶχε πάρει ἤδη τὸ ὄνομα «Πέτρος» ἀπὸ τὸν Κύριο. Ἡ προηγούμενη συνάντηση, ἡ πρώτη ποὺ εἶχε ὁ Πέτρος μὲ τὸν Χριστό, ἔγινε στὴν Ἰουδαία, τότε ποὺ ὁ Ἀνδρέας τὸν ἔφερε στὸν Χριστό. Τὴν πρώτη συνάντηση τὴν περιγράφει ὁ Ἰωάννης: «Καὶ ἤγαγεν αὐτὸν (ὁ Ἀνδρέας) πρὸς τὸν Ἰησοῦν. ἐμβλέψας αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς εἶπε· σὺ εἶ Σίμων ὁ υἱὸς Ἰωνᾶ, σὺ κληθήσῃ Κηφᾶς, ὃ ἑρμηνεύεται Πέτρος» (Ἰω. α´ 43).
. Ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος τὸ γνώριζε αὐτὸ καὶ τώρα περιγράφει τὴν ἑπόμενη συνάντηση ποὺ εἶχαν τὰ παιδιὰ τοῦ Ἰωνᾶ μὲ τὸν Κύριο, γι’ αὐτὸ καὶ μιλάει γιὰ «Σίμωνα τὸν λεγόμενον Πέτρον». Ἀναφέρει πρῶτα τὸν Πέτρο κι ὕστερα τὸν Ἀνδρέα, ἐπειδὴ ὁ Πέτρος ἦταν πιὸ ζωηρὸς χαρακτήρας ἀπὸ τὸν ἀδερφό του κι ἔκανε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μεγαλύτερη ἐντύπωση. Τὸ ὅτι ὁ Ἰωάννης κι ὁ Ματθαῖος περιγράφουν δύο περιστατικά, εἶναι πεντακάθαρο σ’ ὅποιον διαβάσει καὶ τὰ δύο εὐαγγέλια. Ἐνῶ ὁ Ματθαῖος περιγράφει τὴν ὁριστικὴ κλήση τοῦ Πέτρου καὶ τοῦ Ἀνδρέα νὰ γίνουν μαθητές, ὁ Ἰωάννης περιγράφει ἕνα ἄλλο περιστατικό, ὅταν τὰ δύο ἀδέρφια συνάντησαν τὸν Χριστό, τότε ποὺ ὁ Πρόδρομος εἶπε: «Ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ!». Συνάγεται καθαρὰ πὼς μετὰ τὴν πρώτη αὐτὴ συνάντηση χωρίστηκαν ἀπὸ τὸν Χριστὸ κι ἀργότερα πῆγαν στὴ Γαλιλαία, ὅπου ὁ Κύριος τοὺς συνάντησε τὴν ὥρα ποὺ ἐπιδίδονταν στὸ ἔργο τους, τοῦ ψαρᾶ.
. «Καὶ λέγει αὐτοῖς· δεῦτε ὀπίσω μου καὶ ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων. οἱ δὲ εὐθέως ἀφέντες τὰ δίκτυα ἠκολούθησαν αὐτῷ» (Ματθ. δ´ 19-20). Ὁ Κύριος γνώριζε τὴν καρδιά τους. Οἱ ψαράδες αὐτοὶ εἶχαν μία παιδιάστικη πίστη στὸν Θεό, ὑπάκουγαν στὸ λόγο Του. Δὲν εἶχαν συνηθίσει νὰ ἐξουσιάζουν καὶ νὰ δίνουν ἐντολές, μὰ νὰ ἐργάζονται ἁπλὰ καὶ νὰ ὑπακοῦν. Ἡ ταπείνωση κι ἡ ὑπακοὴ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ γέμιζε τὴν καρδιά τους. Μπορεῖ νὰ ἦταν ἁπλοϊκοὶ ψαράδες, ἀλλὰ οἱ ψυχές τους διψοῦσαν καὶ πεινοῦσαν γιὰ ἀλήθεια καὶ δικαιοσύνη. Ὁ Ἀνδρέας εἶχε ἤδη ἐγκαταλείψει μία φορὰ τὰ δίχτυά του, γιὰ ν’ ἀκολουθήσει ὡς μαθητὴς τὸν Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο. Μόλις ὁ Ἰωάννης ἔδειξε τὸν Ἰησοῦ καὶ εἶπε πὼς Ἐκεῖνος ἦταν ἀνώτερός του, ὁ Ἀνδρέας ἄφησε τὸν Ἰωάννη κι ἀκολούθησε τὸν Χριστό. Ἦταν κι οἱ δυό τους φλογερὲς ψυχές, ποὺ ἀναζητοῦσαν μὲ ἀγωνία τὴ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ βασιλεία Του. Γι’ αὐτὸ κι ὁ Χριστὸς ἀπευθύνθηκε σ’ αὐτοὺς αὐθεντικά, μὲ ἐξουσία: «Ἀκολούθει μοι!»
. Ἔτσι ἐνεργεῖ μὲ ὅλους μας ὁ Θεός. Δὲν θὰ μᾶς πιέσει ν’ ἀκολουθήσουμε τὸ δρόμο Του. Μᾶς ἀφήνει νὰ διαλέξουμε τὸ δρόμο τῆς σωτηρίας ἢ τῆς ἀπώλειάς μας ἐλεύθερα, σύμφωνα μὲ τὴ δική μας ἀντίληψη. Ὅταν ὅμως ὁ καρδιογνώστης Θεὸς μεριμνᾶ γιὰ νὰ βάλει τὶς καρδιές μας στὸ σωστὸ δρόμο, στὸ δρόμο τῆς σωτηρίας, τότε μᾶς ἕλκει σταθερὰ πρὸς αὐτὸν τὸ δρόμο. Ὅταν βλέπει πὼς ἡ καρδιά μας ἔχει στραφεῖ ὁλότελα πρὸς τὸ δρόμο τῆς κακίας καὶ τῆς ἀπώλειας, τότε μᾶς ἀφήνει ὁ Θεὸς καὶ πέφτουμε στὴ δυναστεία τοῦ σατανᾶ. Αὐτὸ ἔγινε στὴν περίπτωση τοῦ προδότη Ἰούδα. Ὅταν ἡ καρδιά του στράφηκε ἐξ ὁλοκλήρου πρὸς τὸ πονηρὸ καὶ διάλεξε ν’ ἀκολουθήσει τὸ σκοτεινὸ δρόμο τῆς ἀπώλειας, ὁ Χριστὸς δὲν προσπάθησε περισσότερο νὰ τὸν γυρίσει πίσω. Ἀντίθετα, σὰν εἶδε πὼς ὁ σατανᾶς εἶχε μπεῖ πιὰ στὸν Ἰούδα, τοῦ εἶπε: «Ὃ ποιεῖς, ποίησον τάχιον» (Ἰωάν, ιγ´ 27). Οὔτε στὴν περίπτωση τοῦ Πέτρου καὶ τοῦ Ἀνδρέα λοιπόν, οὔτε σὲ κείνην τοῦ Ἰούδα δὲν παραβίασε τὴν ἐλευθερία τῆς ἐπιλογῆς τους. Μιλάει ἁπλὰ στὶς καρδιὲς ποὺ ἔχουν ἤδη διαλέξει τὸ καλὸ ἢ τὸ κακὸ καὶ λέει ἀποφασιστικὰ στὸν Πέτρο, «ἀκολούθει μοι» καὶ στὸν Ἰούδα, «ὃ ποιεῖς, ποίησον τάχιον».
. Ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων. Τί σημαίνει αὐτό; Πὼς ὅπως μέχρι τώρα πιάνετε ψάρια στὰ δίχτυά σας ἀπὸ τὰ σκοτεινὰ βάθη τῆς θάλασσας, ἔτσι ἀπὸ τώρα, μαζί μου καὶ μὲ τὸ εὐαγγέλιό μου, θὰ ἁλιεύετε ἀνθρώπους ἀπὸ τὰ σκοτεινὰ βάθη τῆς κακίας αὐτοῦ τοῦ κόσμου.
. Ὁ Πέτρος κι ὁ Ἀνδρέας ἄκουσαν τὴν κλήση τοῦ Χριστοῦ καὶ εὐθέως ἀφέντες τὰ δίκτυα ἠκολούθησαν αὐτ῀ῶ. Βλέπεις πῶς οἱ καρδιὲς τῶν δύο αὐτῶν ἀνθρώπων εἶχαν ἤδη διαλέξει ν’ ἀκολουθήσουν τὸ καλό; Δὲν ρώτησαν: «Ἀπὸ ποῦ μᾶς καλεῖς; Τί θὰ τρῶμε; Ποιός θὰ φροντίσει τὶς οἰκογένειές μας;» Θαρρεῖς πὼς ἦταν σὰ νὰ περίμεναν σ’ ὅλη τους τὴ ζωὴ αὐτὴν τὴν κλήση. Ἄφησαν σὰν παιδιὰ ὅλες τὶς φροντίδες τους στὸν Κύριο, τὰ ἐγκατέλειψαν ὅλα κι ἀνταποκρίθηκαν στὴν κλήση Του.
. «Καὶ προβὰς ἐκεῖθεν εἶδεν ἄλλους δύο ἀδελφούς, Ἰάκωβον τὸν τοῦ Ζεβεδαίου καὶ Ἰωάννην τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ, ἐν τῷ πλοίῳ μετὰ Ζεβεδαίου τοῦ πατρὸς αὐτῶν καταρτίζοντας τὰ δίκτυα αὐτῶν, καὶ ἐκάλεσεν αὐτούς, οἱ δὲ εὐθέως ἀφέντες τὸ πλοῖον καὶ τὸν πατέρα αὐτῶν ἠκολούθησαν αὐτῷ» (Ματθ. δ´ 21, 22). Καὶ πάλι ἐδῶ ἔχουμε τὴν κλήση δύο ψαράδων, ὄχι δύο βασιλιάδων. Δὲν φοροῦσαν στέμματα στὸ κεφάλι τους, στὸ στῆθος τους ὅμως εἶχαν βασιλικὲς καρδιές. Ὁ Κύριος μαζεύει μαργαριτάρια στὸ σκοτάδι. Διαλέγει τοὺς ταπεινοὺς κι ἀγράμματους, γιὰ νὰ κατατροπώσει τοὺς ἰσχυροὺς καὶ τοὺς σοφούς. Διαλέγει τοὺς φτωχούς, γιὰ νὰ ντροπιάσει τοὺς πλούσιους.
. Ὁ Ἰάκωβος κι ὁ Ἰωάννης ἦταν πολὺ φτωχοί. Οἱ ἴδιοι ἐπισκεύαζαν τὰ δίχτυα, μαζὶ μὲ τὸν πατέρα τους. Οἱ ψυχὲς τους ὅμως ἦταν πλούσιες. Πεινοῦσαν καὶ διψοῦσαν γιὰ τὸν Θεό. Οἱ καρδιές τους εἶχαν στραφεῖ πρὸς τὸ καλό. Καὶ περίμεναν. Καὶ μόλις τοὺς κάλεσε ὁ Κύριος, ἄφησαν τὴν ἴδια στιγμὴ τὴ δουλειά τους, τὴ βάρκα, τὸν πατέρα τους καὶ τὰ δίχτυα καὶ ἠκολούθησαν αὐτῷ.
. Ἡ βαθύτερη ἔννοια εἶναι ἡ ἑξῆς: ἁλιεῖς, ψαράδες, εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ἀναζητοῦν πνευματικὲς εὐλογίες· τὰ δίκτυα ὑποδηλώνουν τὴν ψυχή· θάλασσα εἶναι ὁ κόσμος καὶ πλοῖο τὸ σῶμα. Τὸ βάλλοντας ἀμφίβληστρον εἰς τὴν θάλασσαν δείχνει πὼς οἱ ψαράδες ἀναζητοῦσαν πνευματικὲς εὐλογίες, πνευματικὴ τροφή, τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἅπλωναν καὶ βύθιζαν τὴν ψυχή τους στὰ πλάτη καὶ τὰ βάθη αὐτοῦ του κόσμου, γιὰ νὰ βροῦν τὶς εὐλογίες αὐτές, ὅπου καὶ νὰ ἦταν. Καταρτίζοντας τὰ δίκτυα σημαίνει τὶς προσπάθειες ποὺ ἔκαναν γιὰ νὰ καταρτίσουν τὶς ψυχές τους. Γιὰ τοὺς δύο πρώτους, τὸ ἀφέντες τὰ δίκτυα, ἠκολούθησαν αὐτῷ, σημαίνει πὼς ἄφησαν τὴν παλιὰ κι ἁμαρτωλὴ ψυχή τους κι ἄρχισαν ν’ ἀνακαινίζονται ἀπὸ τὸ Χριστό, γιὰ ν’ ἀναγεννηθοῦν, νὰ μορφώσουν καινούργια ψυχὴ καὶ καινούργιο πνεῦμα. Σημαίνει ἐπίσης πὼς ἀπὸ τώρα δὲν θ’ ἀναζητοῦν πιὰ ν’ ἀποκτήσουν πνευματικὲς εὐλογίες μὲ τὶς δικές τους προσπάθειες καὶ δυνάμεις, ἀλλὰ μὲ τὸν Χριστό. Δὲν θὰ στηριχθοῦν στὴ δική τους δύναμη, ἀλλὰ στὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ. Δὲν θὰ βασιστοῦν στὸ δικό τους νοῦ, ἀλλὰ στὴν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ. Στοὺς ἄλλους δύο μαθητές, τὸ ἀφέντες τὸ πλοῖον καὶ τὸν πατέρα αὐτῶν σημαίνει πὼς ἄφησαν τ’ ἁμαρτωλὰ σώματα καὶ τὸν ἐπίγειο πατέρα τους, γιὰ ν’ ἀσχοληθοῦν μὲ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς τους, νὰ βαδίσουν πρὸς συνάντηση τοῦ οὐράνιου Πατέρα τους, ὡς παιδιὰ κατ’ υἱοθεσία μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ.
. «Καὶ περιῆγεν ὅλην τὴν Γαλιλαίαν ὁ Ἰησοῦς διδάσκων ἐν ταῖς συναγωγαῖς αὐτῶν καὶ κηρύσσων τὸ εὐαγγέλιον τῆς βασιλείας καὶ θεραπεύων πᾶσαν νόσον καὶ πᾶσαν μαλακίαν ἐν τῷ λαῷ» (Ματθ. δ´ 23). Μετὰ ἀπὸ τριάντα χρόνια ποὺ εἶχε περάσει στὴν ἀφάνεια, τώρα ὁ Κύριος Ἰησοῦς ξεκινάει τὴ θεϊκὴ ἀποστολή Του μὲ ζῆλο κι ἀποφασιστικότητα. Αὐτὸ ἐκφράζεται μὲ τὰ λόγια περιῆγεν ὅλην τὴν Γαλιλαίαν ὁ Ἰησοῦς. Ἀποστολὴ καὶ διακονία Του ἦταν νὰ ἐξηγήσει τὸ παλιὸ καὶ νὰ κηρύξει τὸ νέο. Νὰ ἐπιβεβαιώσει καὶ τὰ δύο μὲ θαύματα καὶ θεραπεῖες. Ὁ Νόμος εἶχε δοθεῖ ἀπὸ τὸ Μωυσῆ καὶ τοὺς προφῆτες καὶ μαρτυρήθηκε μὲ πολλὰ θαύματα, γιὰ νὰ πιστέψουν οἱ ἄνθρωποι πὼς ὁ Νόμος αὐτὸς ἦταν θεϊκός. Οἱ ἑρμηνευτὲς τοῦ Νόμου ὅμως εἶχαν σκοτισμένες ψυχὲς καὶ διέστρεψαν τὸ πνεῦμα του. Ὁ παλιὸς Νόμος ἑπομένως εἶχε καταστεῖ νεκρός, ἦταν σὰ νὰ μὴν ὑπῆρξε ποτέ.
* * *
. Τώρα ὁ πάναγνος κι ἀναμάρτητος Κύριος Ἰησοῦς ἐμφανίζεται ὡς ὁ μοναδικὸς ποὺ ἀντιλαμβάνεται καὶ μπορεῖ νὰ ἑρμηνεύσει ἀληθινὰ τὸν πρῶτο αὐτὸ Νόμο. Ἑρμηνεύει τὸ νόημά του κι ἀποκαλύπτει τὸ πνεῦμα του γιὰ τοὺς ἁμαρτωλούς. Εἶναι τώρα ὁ ἑρμηνευτὴς τοῦ Πνεύματος, ὅπως ἀργότερα τὸ Πνεῦμα θὰ ἐπιβεβαιώσει τὸν Ἴδιο. Δὲν ἀπορρίπτει τὸν παλιὸ Νόμο τοῦ Θεοῦ. Πῶς θὰ μποροῦσε νὰ τὸν ἀπορρίψει, ἀφοῦ Ἐκεῖνος τὸν εἶχε δώσει; Ἀπὸ ἄποψη ὅμως πραγματικῆς πνευματικῆς καὶ προφητικῆς σημασίας, τώρα δίνει τὸ νόμο τῆς σωτηρίας, κηρύττει τὸ εὐαγγέλιο τῆς Βασιλείας.
. Ὁ παλιὸς Νόμος εἶναι σὰν μία καλὴ καὶ εὔφορη γῆ. Μία γῆ ὅμως ποὺ καλύφθηκε ὁλόκληρη ἀπὸ ἀγκάθια καὶ ζιζάνια, παραμελημένη ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, δηλαδὴ ἀπὸ ἀσύνετους ἑρμηνευτές. Ἔτσι τὰ μάτια ὅλων στρέφονται μακριὰ ἀπὸ τὴν ἐγκαταλελειμμένη αὐτὴ γῆ. Τώρα ὁ Κύριος τὴν ὀργώνει ὁλόκληρη, σπέρνει καινούργιο σπόρο κι οἱ ἄνθρωποι τὸν παρακολουθοῦν μὲ φόβο καὶ δέος. Κι ὅπως ὁ παλιὸς Νόμος πιστοποιήθηκε μὲ πολλὰ θαύματα, ἔτσι καὶ τώρα ὁ Κύριος Ἰησοῦς, ὡς Νομοθέτης, πιστοποιεῖ τὸν καινούργιο Νόμο μὲ πολλὰ θαύματα. Τὰ θαύματα αὐτὰ δὲν γίνονται, γιὰ νὰ κάνει μία κενόδοξη καὶ μάταιη ἐπίδειξη τῆς δύναμής Του, ἀλλὰ γιὰ νὰ προσφέρει ἀληθινὴ ὑπηρεσία στοὺς ἀνθρώπους. Τὰ θαύματα αὐτὰ ἦταν θεραπεῖες ἀσθενειῶν τοῦ σώματος, τοῦ νοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπινων ἀδυναμιῶν. Ὁ Κύριος μᾶς ἐπισκέφτηκε ὄχι σὰν κάποιος μάγος, ἀλλὰ σὰν φίλος καὶ θεραπευτής.
. Ὅλοι ἐμεῖς ποὺ πεινοῦμε καὶ διψοῦμε γιὰ τὴ δικαιοσύνη καὶ τὴν ἀγάπη Του, ἐμεῖς ποὺ ψαρεύουμε μάταια μὲ τὴν ψυχή μας, σὰν δίχτυα, στὴ θάλασσα αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ἂς ἀκούσουμε τὴ φωνὴ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. Μᾶς καλεῖ τώρα, ὅπως τότε τοὺς ψαράδες στὴ θάλασσα τῆς Γαλιλαίας: «Ἀκολούθει μοι!» Μόλις ἀκούσουμε τὴ φωνὴ αὐτή, ἂς μὴ διστάσουμε οὔτε στιγμή. Ἂς παρατήσουμε ὅλες τὶς παλιὲς δουλειὲς καὶ τὶς παλιὲς ἀγάπες κι ἂς τὸν ἀκολουθήσουμε. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ ἀληθινός μας Φίλος καὶ Θεραπευτής. Ὅλοι οἱ ἄλλοι εἶναι εἴτε ἀνόητοι εἴτε ἀπατεῶνες.
. Προσέξτε! Δὲν μᾶς καλεῖ ὡς βασιλιάδες ἢ ποιμένες, ὡς πλούσιους ἢ φτωχούς, ὡς σοφοὺς ἢ ἀμαθεῖς, ἀλλ’ ὡς ἄντρες καὶ γυναῖκες ἄρρωστους, ἀδύναμους. Οἱ ἀρρώστιες κι οἱ ἀδυναμίες μας προέρχονται ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Γι’ αὐτὸ ἂς προσκυνήσουμε τὸν Κύριο Ἰησοῦ κι ἂς κραυγάσουμε σ’ Ἐκεῖνον, ὅπως ἔκαναν τόσοι ἄρρωστοι κι ἀδύναμοι ἄνθρωποι ἐκεῖνο τὸν καιρό: «Κύριε Ἰησοῦ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλό! Συγχώρεσέ με, Κύριε, συγχώρεσε τὶς ἀμέτρητες ἁμαρτίες μου. Καθάρισέ με μὲ τὴ δύναμή Σου, ζωοποίησέ με μὲ τὸν ζωοποιὸ ἄρτο Σου, εἴσελθε στὰ ἐσώτατα βάθη τῆς ψυχῆς μου ὡς καθαρὸς καὶ ζωογόνος ἀέρας σὲ σκοτεινὸ δωμάτιο. Κι ἐγὼ τότε θὰ γιατρευτῶ· θὰ γιατρευτῶ καὶ θὰ γίνω καλά, θὰ ζήσω!»
. Εἴθε ὁ Κύριος νὰ δοξαστεῖ ἔτσι μὲ τὴ δύναμη τῆς ψυχῆς μας καὶ τὴν ἁγνότητα τοῦ σώματός μας, μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὴν ὁμοούσια καὶ ἀδιαίρετη Τριάδα, τώρα καὶ πάντα καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου