ΠΑΙΔΙ ΜΟΥ, ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ; (Χαρ. Μπούσιας)
Παιδί μου, ποῦ εἶσαι;
γράφει γιὰ τὴν «ΧΡ. ΒΙΒΛΙΟΓΡ.»
ὁ Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας,
Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας
. Ἀσίγητα ἀκούγεται στὰ αὐτιά μας, στὰ αὐτιὰ τοῦ καθενός μας, ἡ φωνή του Κυρίου μας, τοῦ Δημιουργοῦ μας, τοῦ Πλάστη μας, ἡ φωνὴ τοῦ ἐνδιαφέροντός Του γιὰ ἐμᾶς:
-Παιδί μου, ποῦ εἶσαι»; Σὲ ψάχνω! Σὲ ἀναζητῶ! Γιατί μοῦ κρύβεσαι; Ἔχεις παράπονο ἀπὸ μένα; Μήπως δὲν σοῦ φέρθηκα καλά; Γιατί μὲ ἀποστρέφεσαι; Μήπως ντρέπεσαι νὰ μὲ δεῖς, γιατί ἡ συμπεριφορά σου εἶναι ἀνάρμοστη; Μήπως παρήκουσες τῶν ἀντολῶν μου; Ὅτι καὶ ἂν συμβαίνει, ἐγὼ σὲ ψάχνω! Μὴν κρύβεσαι! Σὲ θέλω! Εἶσαι τὸ παιδί μου καὶ εἶμαι ὁ πατέρας σου. Σὲ θέλω κοντά μου. Θέλω νὰ νοιώθω τὴν ἀνάσα σου δίπλα μου. Θέλω νὰ σὲ βλέπω εὐτυχισμένο καὶ χαρούμενο. Θέλω τὴν πρόοδό σου. Θέλω νὰ ζῶ γιὰ πάντα μαζί σου.
. «Ἀδάμ, ποῦ εἶ» (Γεν. γ´ 9) ; Ἀκούστηκε κάποτε ἡ φωνὴ τοῦ Κυρίου μέσα στὸν Παράδεισο. Ἔψαχνε ὁ Θεὸς τοὺς Πρωτοπλάστους ποὺ εἶχαν κρυφθεῖ. Τότε ποὺ ἡ παρακοή τους στὸ θεῖο θέλημα τοὺς εἶχε ἀπομακρύνει ἀπὸ κοντά Του. Τότε ποὺ ντρέπονταν νὰ Τὸν δοῦν. Τότε ποὺ ἡ Εὔα «κρότον τοῖς ὠσὶν ἠχηθεῖσα τῷ φόβῳ ἐκρύβη», ὅταν τὸ δειλινὸ ἐκεῖνο ἄκουσε τὸν ἦχο τῶν ποδιῶν τοῦ Κυρίου «περιπατοῦντος», αὐτῶν ποὺ ἀργότερα ἄκουσε καὶ ἡ ἁμαρτωλὴ γυναίκα, ἡ ὁποία ἔρρανε τὰ ἄχραντα πόδια τοῦ Χριστοῦ μας, ὅπως ψάλλει καὶ ἡ ὑμνωδὸς Κασσιανή. Δὲν εἶχε, ὅμως, τίποτε τὸ ἄγριο ἐκείνη ἡ φωνή, τίποτε τὸ ἀπάνθρωπο καὶ τὸ αὐστηρό. Μόνο κάτι τὸ πονεμένο καὶ τὸ ἐλεγκτικό. Ἦταν ἕνα κάλεσμα σὲ μετάνοια καὶ σὲ σωτηρία, πράξη καὶ αὐτὴ τῆς θείας Οἰκονομίας.
. Ὁ Θεὸς ὡς παντογνώστης καὶ παντεπόπτης γνώριζε, ἀσφαλῶς, τί εἶχαν διαπράξει οἱ Πρωτόπλαστοι. Δὲν περίμενε, ὅμως, αὐτοὺς νὰ Τὸν ἀναζητήσουν. Πρῶτος Ἐκεῖνος ἔκανε τὸ μεγάλο βῆμα. Πρῶτος Ἐκεῖνος ἔσπευσε νὰ τοὺς ἀναζητήσει. Ἤθελε νὰ τοὺς δώσει τὴν εὐκαιρία νὰ Τοῦ ζητήσουν συγγνώμη. Ἔτσι, ἄρχισε νὰ τριγυρνᾶ ἀνάμεσα στὶς φυλλωσιὲς τοῦ Παραδείσου καὶ νὰ φωνάζει: «Ἀδάμ, ποῦ εἶ»; Παιδί μου Ἀδάμ, ποῦ εἶσαι; Σὲ ἀναζητῶ μὲ ἀγωνία! Ἔλα, παρουσιάσου, μὴν μὲ κακοκαρδίζεις.
. Ἔμοιαζε ἡ συμπεριφορὰ τοῦ Ἀδὰμ μὲ τὴν συμπεριφορὰ τῶν μικρῶν μας παιδιῶν, ποὺ μετὰ ἀπὸ κάποια ζημιὰ ἢ ἀταξία κρύβονται φοβισμένα. Ἡ ἀγάπη, ὅμως, τοῦ πατέρα, τὰ ἀναζητᾶ περιμένοντας νὰ ὁμολογήσουν κλαίοντας τὸ λάθος τους καὶ Ἐκεῖνος νὰ τὰ σφίξει πάλι μέσα στὴ μεγάλη του ἀγκαλιά.
. Τὸ ἐρώτημα «Ποῦ εἶσαι» ποὺ μᾶς ἀπευθύνει ὁ Κύριος εἶναι ἐρώτημα ἀγάπης, εἶναι πρόσκληση σωτηρίας. Εἶναι ἐρώτημα ποὺ περιμένει τὴν ἀπάντηση τῆς μετανοίας γιὰ ὁποιοδήποτε λάθος ζωῆς καὶ τὸ αἰτήμα τῆς συγχωρήσεως. Μὲ τὸ ἐρώτημα αὐτὸ ὁ Κύριος κάτι περιμένει. Περιμένει τὴν ἀνταπόκρισή μας στὸ ψάξιμό Του, μᾶς δίνει τὴν εὐκαιρία νὰ νοιώσουμε το λάθος μας καὶ νὰ τὸ διορθώσουμε μένοντας μέσα στὴν πατρικὴ ἀγκαλιά, μέσα τὸν μυρβόλο Παράδεισο.
. Ὁ παρήκοος Ἀδὰμ τότε, μὴ μπορώντας περισσότερο νὰ κρυφθεῖ παρουσιάσθηκε γυμνὸς μπροστά Του, ἀλλὰ χωρὶς νὰ ζητήσει συγγνώμη Τοῦ εἶπε:
-Ἄκουσα, Κύριε, τὴν φωνή Σου καὶ κρύφθηκα, γιατὶ ἤμουν γυμνός. Πρώτη φορὰ εἶδα τὴν γύμνια μου καὶ ντρέπομαι.
-Γιατί, Ἀδάμ, φοβήθηκες Ἐμένα ποὺ σὲ ἔπλασα; Τί τὸ τρομακτικὸ εἶδες τὴν ὄψη Μου; Στὴν ὄψη Αὐτοῦ ποὺ σὲ εὐεργέτησε μὲ τόσα ἀγαθά; Αὐτοῦ ποὺ σὲ τίμησε μὲ τόση τιμή; Ποιός σοῦ εἶπε, Ἀδάμ, ὅτι εἶσαι γυμνός; Τί σὲ ἔκανε νὰ δεῖς αὐτὴν τὴν ἀλήθεια, νὰ ἀντιληφθεῖς τὴν φτώχια σου, τί ἄλλο ἀπὸ τὸν καρπὸ τῆς γνώσεως, ποὺ σοῦ εἶχα πεῖ νὰ μὴν τὸν φᾶς;
. Τί ἄφατη ἀγάπη! Τί διευκόλυνση τῆς ἐξομολογήσεως! Τοῦ εἶπε ὁ Κύριος τὴν ἁμαρτία ποὺ διέπραξε, γιὰ νὰ κάνει τὰ πράγματα εὔκολα στὸν Ἀδάμ. Τοῦ τὴν εἶπε πρὶν ἐκεῖνος τὴν ὁμολογήσει, γιὰ νὰ τὸν φέρει σὲ συναίσθηση καὶ σκύβοντας τὸ κεφάλι νὰ τοῦ πεῖ:
«Ναί, Κύριε, δὲν Σὲ ἄκουσα, συγχώρεσέ με».!
. Τί ὄμορφα ποὺ θὰ εἶχαν τελειώσει ὅλα! «Συγχώρεσέ με». Ἂν ἔλεγε αὐτὴ τὴν μεγάλη λέξη, τὴν ὁποία οὔτε ἀργότερα ὁ Ἰούδας τὴν εἶπε, θὰ ἄνοιγε ἡ πόρτα τοῦ θείου ἐλέους. Αὐτὴ εἶναι ἡ λέξη ποὺ ἀνοίγει τὴν κλειστὴ πόρτα τῆς καρδιᾶς στὴν Χάρη. Εἶναι ἡ λέξη ποὺ θὰ σφράγιζε τὴν πόρτα τῆς ἐξόδου τοῦ Πρωτοπλάστου ἀπὸ τὸν ποθεινότατο Παράδεισο.
. Ὅμως ὁ Ἀδὰμ δὲν εἶπε τὴν λέξη αὐτή. Προτίμησε νὰ ἀντιτάξει τὴν αὐθάδεια στὴν ἀγάπη.
-Ἐσὺ φταῖς, Θεέ μου! «Ναί, Ἐσὺ φταῖς, γιατὶ ἡ γυναίκα ποὺ μοῦ ἔδωσες μὲ παρέσυρε καὶ μοῦ ἔδωσε τὸν ἀπαγορευμένο καρπό».
. Τότε ἦταν ποὺ ὁ Κύριος δέχθηκε μιὰ κλωτσιά ἀπὸ τὸ πλάσμα Του, ἀλλὰ δὲν μίλησε. Κοίταξε μήπως βρεῖ πόρτα ἀνοικτὴ στὴν καρδιὰ τῆς Εὔας.
-Γιατί τὸ ἔκανες αὐτό, Εὔα;»
. Ἀλλὰ οὔτε ἐδῶ βρῆκε τὴν μετάνοια, τὴν συναίσθηση τῆς ἁμαρτίας.
-Τί ζητᾶς ἀπὸ ἐμᾶς εὐθύνη, Κύριε, συνέχισε ὁ Ἀδάμ, ἀφοῦ φταῖς Ἐσὺ ὁ ἴδιος; Ἐσὺ δὲν δημιούργησες τὴν γυναίκα; Ἐσὺ δὲν δημιούργησες τὸν ὄφη;
. Τὸ φαρμάκι τῆς ἀναισχυντίας καὶ τοῦ ἐγωϊσμοῦ, τῆς αὐτονομήσεως εἶχε φαρμακώσει τὶς καρδιὲς τῶν Πρωτοπλάστων. Φαρμακώθηκε ἡ καρδιὰ τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὔας καὶ μίσησαν τὸν Δημιουργό τους μέχρι τοῦ σημείου νὰ τὸν μεμφθοῦν γιὰ τὰ δημιουργήματά Του. Ἔκλεισαν πιὰ οἱ φαρμακωμένες καρδιές τους στὴν Χάρη ποὺ ποτὲ δὲν ἔπαψε νὰ κτυπάει τὴν πόρτα τους. «Ἰδοὺ ἵσταμαι ἐπὶ τὴν θύραν καὶ κρούω» (Ἀποκ. γ´ 20). Ὅμως ἡ θύρα ἦταν καλὰ ἀμπαρωμένη καὶ μέσα κατοικοῦσε ὁ Διάβολος.
. Μὲ τὶς ἀπαντήσεις του ὁ ἀμετανότητος καὶ σκληρόκαρδος Ἀδὰμ ἔχασε τὴν εὐκαιρία τῆς ζητήσεως συγγνώμης, τὴν ὁποία ἤλπιζε νὰ ἀκούσει ὁ Θεός, ποὺ ἤθελε νὰ τὸν συγχωρήσει καὶ νὰ τὸν κρατήσει δίπλα Του μέσα στὸν Παράδεισο, ἂν καὶ τὴν προγνώριζε. Ὁ σκοτισμένος, ὅμως, Ἀδὰμ δὲν ἅρπαξε τὴν εὐκαιρία, γιὰ νὰ πέσει μέσα στὴν ἀγκαλιὰ πάλι τοῦ Θεοῦ. Δὲν κατανοοῦσε ὁ ταλαίπωρος τότε ὅτι μόνος του μὲ τὰ λόγια του καὶ μὲ τὰ ἴδια του χέρια ἄνοιγε τὴν πόρτα τῆς ἐξόδου του ἀπὸ τὸν Παράδεισο. Δὲν ἦταν μόνο παρήκοος, ἦταν ἀμετανόητος καὶ τολμητίας ὕβρεως καὶ ἀχαριστίας πρὸς τὸν Εὐεργέτη του, ὅταν Τοῦ εἶπε:
-Ἐσύ, Θεέ μου, ποὺ λυπήθηκες τὴν μοναξιά μου καὶ ποὺ ἔδωσες σύντροφο στὴ ζωή μου, Ἐσὺ φταῖς. Ἐσὺ ποὺ ἀπὸ ἀγάπη δὲν μὲ ἄφησες μόνο, Ἐσὺ ποὺ καὶ τώρα ἀκόμη μὲ ψάχνεις, γιατὶ ἡ ἀγάπη Σου εἶναι ἀπέραντη.
. Ποιός μπορεῖ νὰ νοιώσει τὴν πικρία τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ πλάσματός Του; Τὴν ἀπογοήτευση ἀπὸ τὴν ἀνάρμοστη συμπεριφορά του; Μιά του λέξη θὰ εἶχε ἀλλάξει ὅλο το σκηνικὸ στὸν Παράδεισο ἐκεῖνο τὸ δειλινό. Ἕνας λόγος συγγνώμης καὶ μιὰ δροσοσταλίδα ἀπὸ δάκρυ θὰ ἅπλωνε τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ πάνω Του, ὅπως Αὐτὸς τὸ ἁπλώνει σὲ κάθε παιδί Του, ποὺ μὲ ἐπίγνωση τῆς ἁμαρτωλότητός του σπεύδει μετανοημένος νὰ γευθεῖ τὸ πατρικὸ χάδι καὶ νὰ χωθεῖ μέσα στὴν πλατιὰ ἀγκαλιά Του.
. Δὲν σκέφθηκε ὁ Ἀδάμ, ὅπως καὶ ἐμεῖς δὲν σκεπτόμαστε, ὅτι ὡς Θεὸς Αὐτὸς γνωρίζει τὰ πάντα! Πῶς μποροῦμε νὰ κρυφθοῦμε ἀπὸ τὴν χάρη Του; Πολὺ ὄμορφα μᾶς τὸ λέει αὐτὸ ὁ ἱερὸς Ψαλμωδός: «Ποῦ πορευθῶ ἀπὸ τοῦ πνεύματός Σου καὶ ἀπὸ τοῦ προσώπου Σου ποῦ φύγω; ἐὰν ἀναβῶ εἰς τὸν οὐρανόν, Σὺ ἐκεῖ εἶ, ἐὰν καταβῶ εἰς τὸν ᾅδην, πάρει· ἐὰν ἀναλάβοιμι τὰς πτέρυγάς μου κατ᾿ ὄρθρον καὶ κατασκηνώσω εἰς τὰ ἔσχατα τῆς θαλάσσης, καὶ γὰρ ἐκεῖ ἡ χείρ Σου ὁδηγήσει με, καὶ καθέξει με ἡ δεξιά Σου (Ψαλμ. 138 7-10).
. Ποῦ μπορῶ νὰ πορευθῶ, ὥστε νὰ εἶμαι μακριὰ ἀπὸ τὸ Πνεῦμά Σου; Καὶ ποῦ μπορῶ νὰ καταφύγω, ὥστε νὰ μὴν βρίσκομαι κάτω ἀπὸ τὸ βλέμμα Σου; Ἐὰν τολμήσω νὰ ἀνεβῶ στὸν οὐρανό, Σὺ ὑπάρχεις ἐκεῖ. Ἐὰν κατεβῶ στὸν Ἅδη, Ἐσὺ πάλι παρευρίσκεσαι ἐκεῖ. Ἐὰν ἀποκτήσω φτερὰ καὶ κατὰ τὰ χαράματα, πρὶν νὰ ἀνατείλει ὁ ἥλιος, πετάξω καὶ κατασκηνώσω στὴν ἄκρη τῆς ξηρᾶς καὶ τῆς θάλασσας, ἐκεῖ ὅπου δύει ὁ ἥλιος, ἐκεῖ ὑπάρχεις καὶ Ἐσύ.
. Αὐτὸς ὁ Ψαλμὸς ποὺ δείχνει τὴν πανταχοῦ παρουσία τοῦ Θεοῦ μας καὶ τὴν ἀνικανότητα μας νὰ κρυφθοῦμε ἀπὸ τὰ μάτια Του μᾶς προτυπώνει καὶ τὸν Τίμιο Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ μας, πάνω στὸν ὁποῖο σφραγίσθηκε ἡ σωτηρία τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων, ἡ θυσία τοῦ Πατέρα τῆς ἀγάπης, τῆς συγχωρητικότητος, γιὰ τὰ τέκνα του τὰ ἁμαρτωλά. Τὸ «ἐὰν ἀναβῶ εἰς τὸν οὐρανόν», φανερώνει τὸ ὕψος τοῦ Σταυροῦ, τὸ «ἐὰν καταβῶ εἰς τόν ᾅδην», φανερώνει τὸ βάθος του, τὸ «ἐὰν ἀναλάβοιμι τὰς πτέρυγάς μου κατ’ ὄρθρον», φανερώνει τὸ πλάτος του καὶ μάλιστα πρὸς τὴν κατεύθυνση ἐκείνη ὅπου ἀνατέλλει κατὰ τὸ πρωῒ ὁ ἥλιος , καὶ τὸ «καὶ κατασκηνώσω εἰς τὰ ἔσχατα τῆς θαλάσσης», δηλαδὴ πρὸς τὰ ἐκεῖ, ὅπου δύει ὁ ἥλιος, πρὸς τὴν δύση, μᾶς φανερώνει τό πλάτος τοῦ Σταυροῦ καὶ μάλιστα τῆς δεξιᾶς του ἀκτίνας. Ἔτσι, ἐπιβεβαιώνεται, ὅτι ὅλα τὰ ἐπιβλέπει ὁ Μέγας Δημιουργὸς καὶ τὰ πληροῖ μὲ τὴν παρουσία Του, ἐνθυμούμενοι καὶ τὸ τροπάριο τὸ σχετικὸ τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, τὸ ὁποῖο λέει ὅτι: «εὗρος καὶ μῆκος σταυροῦ οὐρανοῦ ἰσοστάσιον» δηλαδὴ οἱ ὁριζόντιες καὶ οἱ κάθετες ἀκτίνες τοῦ Σταυροῦ προεκτεινόμενες νοητὰ καλύπτουν ὅλην τὴν κτίση.
. Τὸ ὅτι ὁ Θεὸς γνωρίζει τὰ πάντα μᾶς ὠφελεῖ, γιατὶ μᾶς γεμίζει μὲ ἀσφάλεια. Αὐτὴ τὴν ὁποία αἰσθάνεται κάθε μικρὸ παιδάκι ὅταν παίζει κοντὰ στὴ μητέρα του καὶ κάτω ἀπὸ τὸ βλέμμα της. Τὸ ἴδιο καὶ ὁ πιστὸς ποὺ ἀγάπησε τὸν Θεὸ καὶ ταπεινώθηκε ἀπέναντί Του σὰν παιδί, νοιώθει τὴν καρδιά του νὰ πλημμυρίζει ἀπὸ πνευματικὴ χαρὰ καὶ ἀσφάλεια, διότι αἰσθάνεται τὸ στοργικὸ θεῖο βλέμμα ἐπάνω του, γλυκαίνεται ἀπὸ τὴν θαλπωρὴ τῆς θείας ἀγάπης. Ἀκόμη, ὅταν βαραίνει τὴν καρδιά του κάποια θλίψη, τότε, ἐπειδὴ πιστεύει ὅτι ὁ Θεὸς γνωρίζει τὴν ἐσωτερικὴ δυσκολία του, κάνει πολλὴ ὑπομονὴ καὶ παρηγορεῖται ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα.
. Ἐπίσης ὅταν κάθε πιστὸς βρίσκεται σὲ κίνδυνο, δὲν ὀλιγοψυχεῖ. Ἀκόμη κι ἂν βρεθῶ ἀντιμέτωπος μὲ τὸν θάνατο, λέει, δὲν θὰ φοβηθῶ νὰ πάθω κάποιο κακό, διότι Ἐσὺ εἶσαι μαζί μου. Ὑπάρχει μάλιστα ἕνας θαυμάσιος Ψαλμός, ὁ ὑπ᾿ ἀριθμὸν 138, ὁ ὁποῖος ξεχειλίζει ἀπὸ πίστη, ἅγιο φόβο, θαυμασμὸ καὶ εὐγνωμοσύνη γιὰ τὴ θεία παγγνωσία. «Τὸ ἀκατέργαστόν μου εἶδον οἱ ὀφθαλμοί σου», γράφει ὁ Ψαλμωδός. Μὲ εἶδαν τὰ μάτια Σου, Κύριε, ὅταν ἤμουν ἀδιαμόρφωτο ἔμβρυο στὴν κοιλιὰ τῆς μητέρας μου. Ἐσὺ γνωρίζεις ὅλες τὶς σκέψεις μου, πρὶν τὶς βάλω στὸν νοῦ μου. Πῶς νὰ κρυφθῶ ἀπὸ Ἐσένα; Ἐσὺ παντοῦ, μὲ κρατᾶς σφιχτὰ καὶ μὲ ὁδηγεῖ τὸ δεξί Σου χέρι.
. Ἐσύ, Χριστέ μου, δείχνοντας πατρικὰ σπλάχνα οἰκτιρμῶν δὲν ἄφησες τὸν Ἀδάμ, δὲν ἄφησες ὅλες τὶς ψυχὲς τῶν κεκοιμημένων στὸν Ἅδη νὰ χαθοῦν. Καὶ γι’ αὐτὲς μερίμνησες. Ἀφήνοντας τὸν Σταυρό Σου, μετὰ τὸ «τετέλεσται» (Ἰωάν. ιθ´ 30) κατέβηκες καὶ ἔψαξες στὰ βαθύτερα σημεῖα τοῦ Ἅδη νὰ βρεῖς τὸ παιδί σου τὸ πρωτότοκο, γιὰ νὰ τὸ σώσεις. «Ἀδὰμ γὰρ τῷ προτέρῳ δεύτερος ὁ ἐν ὑψίστοις οἰκῶν κατῆλθεν μέχρις Ἅδου ταμείων». Ἐσύ, λέει ἕνα πολὺ ὡραῖο τροπάριο τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, ὁ δεύτερος Ἀδάμ, κατέβηκες, γιὰ νὰ τὸν ἀναζητήσεις μέχρι τὰ κατώτατα διαμερίσματα τοῦ Ἅδη. Καὶ μὲ τὴν ἀνάστασή Σου τὸν συνανέστησας παγγενεῖ, μὲ ὅλο του τὸ γένος. «Παγγενεῖ τὸν Ἀδὰμ ἀναστήσας», μᾶς λέει ἕνα ἄλλο τροπάριο τῆς Ἀναστάσεως. Ἐδῶ τὸν Χριστό μας ὁ ὑμνωδὸς τὸν ὀνομάζει δεύτερο Ἀδάμ, γιατί, ὅπως ὁ πρῶτος Ἀδὰμ δὲν γεννήθηκε ἀπὸ σαρκικὴ μίξη, ἀλλὰ πλάσθηκε ἀπὸ τὸν Θεό, ἔτσι καὶ Χριστός μας συνελήφθηκε ἄνευ σπορᾶς καὶ γεννήθηκε ἀπὸ παρθενική μήτρα.
. Ζοῦμε σὲ μιὰ ἐποχὴ κατὰ τὴν ὁποία ὅλο καὶ περισσότερο παρακολουθεῖται ἡ ζωή μας ἀπὸ κάμερες καὶ δορυφόρους. Καὶ αὐτὸ γεμίζει μὲ ἀνησυχία τὴν ἀνθρωπότητα. Ὅμως πάνω καὶ πέρα ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη παρακολούθηση ὑπάρχει τὸ βλέμμα τοῦ Θεοῦ, ποὺ παρακολουθεῖ τὰ πάντα καὶ προνοεῖ γιὰ τὰ πάντα. Γι᾽ αὐτὴν τὴν παρακολούθηση οὔτε νοιαζόμαστε. Εἴμαστε ἀνθρωποφοβούμενοι καὶ ὄχι θεοφοβούμενοι. Αὐτὴ ἡ παρακολούθηση δὲν εἶναι κατασκοπευτική. Εἶναι παρακολούθηση ἀγάπης καὶ ἐνδιαφέροντος τοῦ Πλάστη πρὸς τὸ πλάσμα Του. Εἶναι ὁ θεϊκὸς ὀφθαλμός, «ὃς τὰ πανθ᾽ ὁρᾷ». Ἂς παρακαλοῦμε τὸν Θεό μας, νὰ μᾶς δίνει αὐτὸ τὸ μεγάλο δῶρο, τὴν αἴσθηση τῆς παρουσίας Του. Παράλληλα, ἂς προσπαθοῦμε κι ἐμεῖς νὰ τὴν θυμόμαστε καὶ νὰ τὴν συνειδητοποιοῦμε δίνοντας προσοχὴ στὶς κινήσεις τοῦ ἑαυτοῦ μας. Ἂς τὸν ἀκοῦμε κάθε στιγμὴ ποὺ μᾶς ψάχνει καὶ μᾶς φωνάζει: «Ἀδάμ, ποῦ εἶ»; Ταπεινὰ ἂς τοῦ ἀπαντήσουμε καὶ ἡ ἀπάντησή μας ἂς συνοδεύεται ἀπὸ τὸ «ἥμαρτον, Κύριε, ἐνώπιόν Σου» (Λουκ. ιε´ 18). Τότε μόνο θὰ ζοῦμε καὶ θὰ κινούμαστε πάντοτε μέσα στὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ, μέσα στὴν ὀμορφιὰ τοῦ Παραδείσου Ἀπὸ ἐμᾶς ἐξαρτᾶται νὰ τὸ θέλουμε. Μᾶς τὸ εἶπε ἄλλωστε: «ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ὑμῶν ἐστι» (Λουκ. ιζ´ 21 ).
Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας,
Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας
Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας
ΠΗΓΗ: ΚΛΙΚ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου