Σάββατο 31 Μαρτίου 2018

Σάββατο 17 Μαρτίου 2018
Ἱερός Ναός Παντανάσσης Πατρῶν
Ἐκδήλωση γιά τόν π. Γεώργιο Παπασταύρου

Ὁμιλία π. Ἀμβροσίου Γκουρβέλου μέ θέμα: 
Ὁ π. Γεώργιος Παπασταύρου, ὡς πνευματικός πατέρας.

Θεοφιλέστατε, σεβαστοί πατέρες καί ἀδελφοί μου,
Εὐχαριστῶ τόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη μας κ. Χρυσόστομο γιά τήν εὐλογία νά εἶμαι ὁμιλητής στήν σημερινή ἑσπερίδα πρός τιμήν τοῦ ἀειμνήστου πνευματικοῦ μου πατέρα π. Γεωργίου Παπασταύρου. Ἡ πρόταση τοῦ ἀγαπητοῦ Παναγιώτου
Παπασταύρου, τοῦ δασκάλου μου στήν Βυζαντινή μουσική καί πρωτοτόκου υἱοῦ τοῦ π. Γεωργίου, πρός τήν ταπεινότητά μου νά συμμετάσχω ἐνεργῶς στήν σημερινή ἐκδήλωση, ἀποτελεῖ ἰδιαίτερη τιμή καί εὐλογία. Καί τό πνευματικό βάρος αὐτῆς τῆς ὁμιλίας εἶναι μεγαλύτερο, διότι τρόπον τινά ἐκπροσωπῶ τό πλῆθος τῶν πνευματικῶν παιδιῶν τοῦ Γέροντός μου. Ἄν ὁ Παναγιώτης μίλησε καί ὡς ἐξ αἵματος συγγενής, ἐγώ καλοῦμαι νά ἐκφράσω λίγες σκέψεις γιά τόν πνευματικό μου πατέρα, ὡς ἐκ πνεύματος συγγενής. Διότι οἱ πνευματικοί δεσμοί εἶναι ἰσχυρώτεροι τῶν φυσικῶν. 
Ἡ ὁμιλία μου εἶναι ἁπλή ἀλλά καρδιακή. Δέν κατάφερα νά ἔχω ἕνα σχέδιο, διότι τελικῶς εἶναι πολύ δύσκολο, νά μιλήσεις γιά ἕνα θέμα πολύ ἐκτεταμμένο καί ταυτόχρονα βαθειά προσωπικό. Ἀπό τό πλῆθος τῶν ἀναμνήσεων, τῶν συμβουλῶν, τῶν γεγονότων θά ἀνασύρω κάποιες ἀπό αὐτές, προκειμένου νά θυμηθοῦμε ἤ νά γνωρίσουμε τόν π. Γεώργιο καί νά ὡφεληθοῦμε ἀπό τήν ζωή του. 
Τόν π. Γεώργιο γνώρισα μικρό παιδί στήν Ἁγία Βαρβάρα, τό ἔτος 1973, ὅταν ἡ πατρική μου οἰκογένεια ἐγκαταστάθηκε στήν Πάτρα, μετά ἀπό τήν θητεία στήν Ἀγροτική Τράπεζα τοῦ Πύργου τοῦ ἀειμνήστου πατέρα μου. Στήν Ἠλεία τότε δέσποζε πνευματικά ἡ μορφή τοῦ Ἱεροκήρυκος π. Ἀχιλείου Παπαθανασοπούλου, ὁ ὁποῖος ἦτο ὁ Πνευματικός τῶν γονέων μου. Ὅταν ἤλθαμε στήν Πάτρα, ὁ π. Ἀχίλλειος πρότεινε στούς γονεῖς μου, νά ἀναζητήσουν ὡς Πνευματικό τόν π. Γεώργιο Παπασταύρου, πού ἦταν πνευματικό του παιδί. Ἀπό τότε ξεκίνησε μιά πνευματική σχέση, πού διαρκεῖ μποροῦμε νά ποῦμε μέχρι σήμερα, διότι οἱ πνευματικοί δεσμοί εἶναι ἀκατάλυτοι καί οἱ ψυχές τῶν κεκοιμημένων μᾶς παρακολουθοῦν μέ τίς προσευχές τους.
Δέν θυμᾶμαι πότε γιά πρώτη φορά ἐξομολογήθηκα στόν π. Γεώργιο. Παραμένει στήν μνήμη μου, κάποιο ἀπόγευμα πού μᾶς εἶχε μαζέψει μέ τά ἀδέλφια μου στό γραφεῖο τοῦ Ναοῦ τῆς Ἁγίας Βαρβάρας. Ἐκεῖ γονατισμένα τοῦ εἴπαμε τίς παιδικές μας ἁμαρτίες καί ἀφοῦ μέ ἀγάπη μᾶς συμβούλευσε, μᾶς διάβασε τήν συγχωρητική εὐχή. Ἔτσι σιγά σιγά, δίχως νά τό καταλάβω, φυσιολογικά, ἀβίαστα καί ἤρεμα μπῆκα κάτω ἀπό τό πετραχήλι του. Ἀργότερα ἄκουσα τήν φήμη, ὅτι ἦταν αὐστηρός. Ἡ γνώμη μου εἶναι, ὅτι ἦταν σωστός καί ὅτι ὅποιος τόν ἄκουγε ὡφελεῖτο. Ἤθελε συνέπεια, πρόγραμμα καί ἀγωνιστικότητα στήν πνευματική ζωή. Πρῶτα ὁ ἴδιος ζοῦσε ἔτσι. Ἧταν αὐστηρός στόν ἑαυτό του. Ἀπό νέος κληρικός εἶχε ἕνα καλογερικό πρόγραμμα. Ξυπνοῦσε πολύ πρωί γύρω στίς 5, φοροῦσε τό πετραχήλι του καί ξεκινοῦσε τίς ἀκολουθίες τίς ἡμέρας στό δωμάτιό του. Μεσονυκτικό, Ὄρθος, Ὧρες καί Παράκληση στήν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Καί αὐτά ὄρθιος μέχρι τά βαθειά του γεράματα. Στήν συνέχεια μετέβαινε στήν Ἐκκλησία γιά τά καθήκοντά του, νά λειτουργήσει καί νά κηρύξει. Νωρίς τό ἀπόγευμα διάβαζε τήν Θ ὥρα καί τόν Ἑσπερινό καί πήγαινε στήν ἐνορία γιά Ἐξομολόγηση ἤ ἄλλα καθήκοντα. Τό βράδυ διάβαζε τό Ἀπόδειπνο καί τούς Χαιρετισμούς τῆς Παναγίας καί μελετοῦσε πνευματικά βιβλία ἤ τήν Ἁγία Γραφή. Αὐτό ἦταν τό καθημερινό του πρόγραμμα μέχρι τά γεράματά του. Ἀκόμη καί στά τέλη του εὐχές καί προσευχές ψέλιζε, δεῖγμα τοῦ τί εἶχε στήν καρδιά του. Στό Νοσοκομεῖο πού τά τελευταῖα χρόνια συχνά νοσηλεύθηκε, οἱ συγγενεῖς του εἶχαν περιέλθει σέ ἀμηχανία, διότι ὁ παπούλης εὐρισκόμενος σέ σύγχυση ποῦ βρισκόταν, προσευχόταν δυνατά, ἔδινε εὐχές, συμβούλευε καί ἐκφωνοῦσε μικρά κηρύγματα, νύκτα καί μέρα. Χριστό εἶχε μέσα του καί Χριστό ἐξέφραζε.
Εἷπα νωρίτερα, ὅτι ἐπέμενε στό πρόγραμμα καί στήν ἀγωνιστικότητα στά πνευματικά του παιδιά. Ὅταν ἔβλεπε αὐτά τά στοιχεῖα, χαιρόταν. Πήγαινες γιά Ἐξομολόγηση καί σοῦ ἔλεγε στό τέλος, πότε νά ξαναπᾶς, γιά νά μήν χάσεις τήν ἐπαφή μέ τό Μυστήριο. Σοῦ ἔβαζε μέ διάκριση κάποιο κανόνα, κάτι νά κάνεις ἀπό προσευχή, νηστεία, μελέτη ἤ κάτι ἄλλο. Γενικά δέν ἔβαζε κανόνες καί μάλιστα βαρεῖς, διότι ἔλεγε ὅτι ἄν δέν τόν ἐφαρμόσεις θά γεμίσεις ἐνοχές καί ἴσως ἀπελπιστεῖς καί τά παρατήσεις. Ὅταν ξαναπήγαινες, θυμόταν τί εἴχατε πεῖ καί σέ ρωτοῦσε, πῶς πῆγες. Ἀνανέωνε τό ραντεβοῦ καί ἔκανε τίς σχετικές διορθώσεις. Μέ τόν τρόπο αὐτό βαθμιαίως εἰσερχόσουν στήν εὐλογημένη συνήθεια τῆς τακτικῆς Ἐξομολογήσεως, ἡ ὁποία φέρνει καρπούς πολλούς.
Ὁ ἴδιος ἔδινε μεγάλο βάρος καί δικαίως στήν Ἐξομολόγηση, διότι μέσα ἀπό τήν ὀρθή συμμετοχή μας σ’ αὐτή δημιουργοῦνται σωστοί, ζωντανοί χριστιανοί, οἰκοδομοῦνται καλές οἰκογένειες, καλλιεργοῦνται ἱερατικές καί μοναχικές κλήσεις. Γιά τόν Πνευματικό ἡ Ἐξομολόγηση ἔχει ἀμφίδρομο χαρακτῆρα, διότι καί ὁ ἴδιος διδάσκεται ἀπό τούς ἐξομολογουμένους, λαμβάνοντας πεῖρα. Ὁ π. Γεώργιος πάντοτε χρησιμοποιοῦσε παραδείγματα εἴτε ἀπό τήν ζωή του εἴτε ἀπό τήν ἐξομολογητική του πεῖρα, γιά νά διδάξει. Ἐπίσης χρησιμοποιοῦσε παραδείγματα ἀπό τήν καθημερινότητά μας καί τά μετέφερε στήν δική σου ζωή. Θυμᾶμαι κάποτε ἤθελε νά μέ διδάξει νά προσέχω τήν δική μου συμπεριφορά καί νά μήν ἀγανακτῶ γιά τά λάθη καί τίς ἁμαρτίες τῶν ἄλλων. Μοῦ εἶπε λοιπόν: «Ὅταν ὑπηρετοῦσα στρατιώτης μέ ἔπαιρνε κάποιες φορές μαζί του, διότι ἤμουν ψάλτης καί ἱεροκήρυκας, ὁ Στρατηγός. Ὁ σωφέρ τοῦ Στρατηγοῦ πού μᾶς πήγαινε ἀγανακτοῦσε καί μουρμούριζε μέ τίς κυκλοφοριακές παραβάσεις τῶν ἄλλων ὁδηγῶν. Καί ὁ στρατηγός τοῦ λέει. Ἄσε τούς ἄλλους καί κοίταξε ἐσύ νά προσέχεις. Νά προσέχεις ἀπό αὐτούς, γιά νά μήν πάθεις ἐσύ ἀτύχημα». Καί συμπλήρωνε «ὅταν ὁδηγεῖς καί βρεῖς μιά πέτρα στό δρόμο σου, δέν πέφτεις πάνω της ἀλλά παρακάμπτεις γιά νά μήν πάθεις ζημιά καί προχωρεῖς».
Ὁ ἴδιος ἐξομολογεῖτο μέχρι τέλους τῆς ζωῆς του στούς ἑκάστοτε Πνευματικούς του, μέ συναίσθηση καί αὐτομεμψία πολλή. Καί χρησιμοποιοῦσε τίς συμβουλές τῶν Πνευματικῶν του, γιά νά διδάξει κι ἐμᾶς. Τώρα καί ἐγώ ὡς Πνευματικός τόν θυμᾶμαι τακτικώτατα, τά σοφά του λόγια ἔρχονται στήν σκέψη καί στό στόμα μου καί τά μεταφέρω ὡς ἀπόσταγμα ἀληθινῆς ζωῆς σέ ὅσους ἐξομολογοῦνται.
Ἄλλοτε ἤθελε νά μοῦ μιλήσει γιά τήν ἀνάγκη τῆς πνευματικῆς μελέτης. Καί μοῦ διηγεῖτο, ὅτι ὅταν ἦτο νέος, διάλεγε ἕνα ἥσυχο μέρος καί μελετοῦσε. Συχνά διάβαζε φωνακτά τό κείμενο γιά νά τό ἀκούει. Ἰδιαιτέρως ἐκτιμοῦσε ὡς δῶρα ἀπό ἐμᾶς ἕνα χριστιανικό βιβλίο ἤ κάποιο ἁγίασμα ἤ εἰκονάκι ἤ λιβάνι ἤ κεράκια ἀπό κάποιο Προσκύνημα ἤ Μοναστήρι. Ὅταν τοῦ ἔκανα κάποιο βιβλίο δῶρο, παρατηροῦσα ὅτι ἀργότερα τό εἶχε διαβάσει καί μοῦ τό σχολίαζε στήν Ἐξομολόγηση.
Τόνιζε ἰδιαίτερα τό θέμα τῆς ταπείνωσης καί τῆς αὐτομεμψίας. «Ἀχρεῖοι δοῦλοι ἐσμέν» ἐπαναλάμβανε μέ τόν Ἀπόστολο Παῦλο. «Τρισάθλιο» ἀποκαλοῦσε τόν ἑαυτό του ζητώντας ἀπό ἐμᾶς ἐπιτακτικῶς τίς προσευχές, προκειμένου νά ἐλεηθεῖ ἀπό τόν Θεό. Στό ἴδιο μῆκος κύματος μέ εἶχε ἐντυπωσιάσει ἡ ἐλευθερία του στό θέμα τῆς συμβουλῆς ἀπό ἄλλο Πνευματικό. Μοῦ ἔλεγε: «ὅπου βρεθεῖς ἰδιαίτερα στό Ἅγιον Ὅρος νά ἐξομολογηθεῖς, ἄν θέλεις καί νά συμβουλευθεῖς, διότι αὐτοί γνωρίζουν περισσότερα ἀπό ἐμένα». Ἄλλες φορές μέ ρωτοῦσε, τί σοῦ εἶπαν οἱ πατέρες ἐκεῖ πού πῆγες. Ἤθελε νά ὡφεληθεῖ καί αὐτός. Βέβαια καί αὐτοί τόν ἀγαποῦσαν καί τόν ἐκτιμοῦσαν καί συχνά ἔστελναν ἀνθρώπους νά τόν συμβουλευθοῦν ἤ νά ἐξομολογηθοῦν. Εἷναι νομίζω γνωστό τό γεγονός, τό ὁποῖο διασώζεται ἠχητικῶς, ὅπου σέ κάποια ὁμιλία του ὁ μακαριστός π. Γερβάσιος Παρασκευόπουλος συνιστᾶ στούς ἀκροατές του ὡς καλό Πνευματικό, τόν π. Γεώργιο.
Ἀγαποῦσε πολύ τόν Μοναχισμό, καί πέρα ἀπό τούς δύο γιούς του ἐκλεκτούς Ἀρχιμανδρίτες, τόν π. Ἀθανάσιο καί τόν π. Τιμόθεο, ἱερά καύχηση τόν συνεῖχε γιά τά πνευματικοπαίδια του πού ἔγιναν Μοναχοί ἤ Μοναχές. Συχνά διοργάνωνε προσκυνηματικές ἐκδρομές σέ Μοναστήρια καί εἶχε γράψει καί πολλά κείμενα γι  αὐτά, ἰδιαιτέρως αὐτῶν τῆς Ἀργολίδος, κατόπιν παροτρύνσεως τοῦ φίλου του μακαριστοῦ Μητροπολίτου Ἀργολίδος Χρυσοστόμου τοῦ Δεληγιαννοπούλου.
Οἱ ἐκδρομές μέ τόν Παππούλη εἶχαν πάντοτε σκοπό τήν πνευματική ὡφέλεια καί προαγωγή τῶν συμμετεχόντων. Ξεκινούσαμε μέ ἕνα τμῆμα τοῦ Ὄρθρου ἐντός τοῦ λεωφορείου, ὁ ὁποῖος ὁλοκληρωνόταν στό Μοναστήρι πού πηγαίναμε καί στήν συνέχεια λειτουργοῦσε καί κήρυττε. Στήν ἐπιστροφή ψάλαμε ὕμνους κυρίως τά παιδιά ἤ καί τραγούδια παραδοσιακά. Καί τελειώναμε μέ τό Ἀπόδειπνο καί τούς Χαιρετισμούς στήν Παναγία ἀλλά καί εὐχαριστίες στό Θεό καί εὐχές.
Μοῦ ἔχει μείνει ἀνεξίτηλο στήν μνήμη μου ἕνα συγκινητικό περιστατικό μέ τόν προμνημονευθέντα Μητροπολίτη Χρυσόστομο. Λειτούργησε ὁ π. Γεώργιος στήν τότε ἀδελφότητα καί σημερινή Μονή τῆς Ἁγίας Μακρίνης στό Κιβέρι Ἀργολίδος. Στό τέλος τῆς Λειτουργίας ἦρθε ὁ μακαριστός Χρυσόστομος. Ἀφοῦ μᾶς μίλησε βγαίνοντας πρός τά ἔξω μᾶς ζήτησε κάτι νά τοῦ ψάλουμε. Καί ὁ Παππούλης εἶπε, νά ψάλλουμε ὅλοι μαζί τόν δοξολογικό πρός τόν Κύριό μας ὕμνο «τί ἀνταπωδώσωμεν τῶ Κυρίῳ περί πάντων ὧν ἀνταπέδωκεν ἡμῖν». Εἴχαμε σχηματίσει ἕνα ἠμικύκλιο καί στό κέντρο στεκόταν ὁ Δεσπότης ἀκουμπώντας στήν ράβδο του. Κάποια στιγμή ἀναλύθηκε σέ δάκρυα! Τέτοιους φίλους εἶχε ὁ π. Γεώργιος!
Ἧταν χαρούμενος καί αἰσιόδοξος στήν Ἐξομολόγηση. Δέν σέ ἀπέλπιζε ποτέ. Τόνιζε πάντοτε τήν ἐμπιστοσύνη στό Θεό, ὁ Ὁποῖος χωρίς ὅρια μᾶς ἀγαπᾶ καί ἔχει τόν τελευταῖο λόγο στή ζωή μας. «Οὐ μή σέ ἀνῶ, οὐδ’ οὐ μή σέ ἐγκαταλείπω» (Ἑβρ. 13,5) ἦταν μιά ἀπό τίς ἀγαπημένες του φράσεις. Παρέμενε σταθερός στήν ἀκεραιότητα τῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας ἀλλά συγκαταβατικός στήν ἀνθρώπινη ἀδυναμία καί ἐπιεικής στήν μετάνοια τοῦ ἐξομολογουμένου. Στό κήρυγμά του ἦταν παραδοσιακός χωρίς συμβιβασμούς. Ἤθελε ἀνόθευτο τόν λόγο τοῦ Ἱεροκήρυκος. Στήν Ἐξομολόγηση ὅμως προσάρμοζε τόν αἰώνιο λόγο τοῦ Θεοῦ στήν ἀνθρώπινη ἀδυναμία. Μοῦ τόνιζε συχνά τόν στῖχο τοῦ πεντηκοστοῦ ψαλμοῦ «θυσία τῷ Θεῷ πνεῦμα συντετριμμένον καρδίαν συντετριμμένην καί τεταπεινωμένην ὁ Θεός οὐκ ἐξουδενώσει». Αὐτό νά ἀποκτήσεις, μοῦ ἔλεγε, αὐτό θέλει ἀπό ἐμᾶς ὁ καλός Θεός. Σέ ἄλλη Ἐξομολόγηση, ἦταν ἀρχές τοῦ ἔτους, φώναξε δυό τρεῖς νέους πού περιμέναμε καί μᾶς εἶπε. Σᾶς εὔχομαι γιά τήν καινούργια χρονιά ἀλλά καί γιά ὅλη σας τήν ζωή, νά ζητᾶτε ἀπό τόν Θεό καί νά ἐφαρμόζεται αὐτό πού λέει ἡ εὐχή «τόν ὑπόλοιπον χρόνον τῆς ζωῆς ἡμῶν ἐν εἰρήνῃ καί μετανοίᾳ ἐκτελέσαι παρά τοῦ Κυρίου αἰτησώμεθα».
Ἦταν κατεξοχήν Ἱερέας. Τόν συνεῖχε ἀλλά καί τόν γέμιζε ἐσωτερικά ἡ ἰδιότητά του αὐτή. Δέν μπορῶ νά φαντασθῶ τόν π. Γεώργιο, χωρίς τήν Ἱερωσύνη του. Χειροτονήθηκε Κληρικός σχετικά μεγάλος, ὥριμος καί κατόπιν πολλῆς σκέψης, προσευχῆς καί συμβουλῆς πνευματικῶν ἀνθρώπων. Τήν ἐποχή ἐκείνη ἐλάχιστοι θεολόγοι χειροτονοῦνταν Κληρικοί καί μάλιστα ἔγγαμοι. Στήν Πάτρα τότε οἱ θεολόγοι ἔγγαμοι Ἱερεῖς ἦταν μετρημένοι στά δάκτυλα, ἴσως καί τῆς μιᾶς χειρός. Τήν ἱερατική του ἰδιότητα τήν τοποθετοῦσε πάνω ἀπό κάθε τί. Ἄφησε τήν ἐκπαιδευτική του σταδιοδρομία, γιά νά ἀφοσιωθεῖ στήν ἱερατική διακονία. Κάθε ἄλλη δραστηριότητα στόν Ἱερέα τήν θεωροῦσε λάθος. Ὅταν χειροτονήθηκα μοῦ συνέστησε νά ἀφήσω τήν συστηματική ἐνασχόλησή μου μέ τίς βυζαντινές χορωδίες. «Αὐτά εἶναι καλά γιά τούς λαϊκούς. Νά κρατήσεις τήν θέση σου ὡς Ἱερέας». Ἀκόμη καί στό θέμα τῆς ὁδήγησης τῶν Κληρικῶν συνιστοῦσε, δίχως νά ἐπιβάλλει, τήν ἀποφυγή της γιά λόγους ἀσφαλείας, ἀκολουθώντας τήν γραμμή τῶν παλαιῶν Πνευματικῶν. 
Χάρη στήν ἐκλεκτή του Πρεσβυτέρα Μαρία, ἡ ὁποία ἀφοσιώθηκε καί ἐκδαπανήθηκε στήν ἀνατροφή τῶν ἐννέα ἐκλεκτῶν παιδιῶν τους, δόθηκε μέ ζέση ψυχῆς στό λειτούργημά του. Τό βασικό τρίπτυχο τῆς διακονίας του ἦταν ἡ Θεία Λειτουργία καί εὑρύτερα ἡ λειτουργική ζωή, τό κήρυγμα καί ἡ Ἐξομολόγηση, πού συμπληρωνόταν ἀπό τήν μέριμνα γιά τά κτήρια τῶν Ναῶν, ὅπως ἡ ἀνέγερση τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, τήν συγγραφή βιβλίων καί ἄρθρων στόν τοπικό καί ἐκκλησιαστικό Τῦπο καί τήν φιλανθρωπία. Εἶχε δημιουργήσει μία πρωτότυπη κίνηση φιλαλληλίας μέ τήν ἐπωνυμία «Συμπαράσταση τῆς ἀγάπης». Τήν στελέχωναν πνευματικά του παιδιά καί σκοπό εἶχε ὄχι μόνο τήν ὑλική ἀλλά καί τήν ἠθική στήριξη τῶν συνανθρώπων μας. Ὑπῆρχε γιά τόν σκοπό αὐτό τηλεφωνική γραμμή, πού μποροῦσε ἀνά πᾶσα στιγμή νά ἀπευθυνθεῖ κάθε ἀναγκεμένος. Τό συνεῖχε τόσο πολύ τό καθῆκον του, ὥστε κάποιο Πάσχα μετά τήν Ἀνάσταση παρέμεινε ἐπί ἀρκετή ὥρα στόν Ναό νά ἐξομολογήσει κάποια ψυχή πού τότε τόν χρειάστηκε.
Τά ἄμφιά του λίγα ἀλλά καθαρά καί σιδερωμένα. Οἱ Σταυροί του μετρημένοι καί ἁπλοί. Μοῦ ἔλεγε σχετικῶς «Νά εἶσαι καθαρός καί εὐπρεπής. Ὅχι ὑπερβολές. Νά ντύνεσαι ὡραῖα, διότι λειτουργεῖς ἀναμέσον Ἁγίων Ἀγγέλων. Νά προσέχεις ὅμως τήν κενοδοξία καί τήν προβολή. Ἔχει σημασία, γιατί κάνεις τό κάθε τί». Στίς ἀκολουθίες καί γενικώτερα ἦταν ἱεροπρεπής, μετρημένος στίς κινήσεις του καί στά λόγια του. Μαζί μέ τούς συνεφημερίους του τόν π. Ἀνδρέα καί τόν π. Θεμιστοκλῆ παρουσίαζαν ἕνα σύνολο ἱεροπρέπειας καί σοβαρότητος ἀπό κάθε ἄποψη. Ἐκκλησιαζόμουν στήν Παντάνασσα πολύ συχνά, ἰδίως ὅταν δέν εἶχα ἱεροψαλτικές ὑποχρεώσεις. Οἱ τρεῖς αὐτοί πατέρες ἀποτελοῦσαν μιά χαριτωμένη τριάδα. Μέ λειτουργικό ζῆλο, σύνεση, συνεργασία, χαμόγελο καί ἀφοσίωση στό ἔργο τους, μᾶς δίδασκαν καί μᾶς βοηθοῦσαν. Ὁ καθένας γνώριζε τόν ρόλο του, τήν διακονία του καί τήν ἐπιτελοῦσε ἀβίαστα καί ἀρχοντικά. Τούς θυμᾶμαι ἀρκετές φορές νά ἐξομολογοῦν καί οἱ τρεῖς, ἀργότερα καί ὁ π. Κωνσταντῖνος, τίς δεκάδες τῶν ἀνθρώπων πού ζητοῦσαν ἀνάπαυση στό πετραχήλι τους. 
Τό ράσο πού ἐνδύθηκε ὁ π. Γεώργιος γιά 60 περίπου χρόνια τό λάτρευε. Τά παιδιά του δέν τόν εἶχαν δεῖ ποτέ χωρίς τό ζωστικό, τό ἀντερί, δηλαδή τό ἐσωτερικό ράσο, ἡ δέ πρεσβυτέρα τοῦ φιλοῦσε τό χέρι καί τόν ἀποκαλοῦσε πάντοτε «πάτερ ἤ π. Γεώργιε». Ὅταν εἶχε γιά πρώτη φορά εἰσαχθεῖ στό Νοσοκομεῖο τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου μέ καρδιολογικά προβλήματα, ρώτησε τόν θεράποντα ἰατρό, ἄν ἐπιτρεπόταν νά φορᾶ τό ζωστικό του. Καί ὅταν αὐτός τό ἐπέτρεψε, πέταξε ἀπό χαρά καί μόλις αἰσθάνθηκε καλύτερα πήγαινε στούς θαλάμους τῶν συνασθενῶν του καί τούς συμβούλευε καί πολλούς ἐξομολογοῦσε. Αἰσθανόταν τήν Ἱερωσύνη του, ὡς κάτι ἀναπόσπαστο μέ τήν ζωή του καί ὄχι ὡς κάτι πού κάποιες στιγμές τό ἀποβάλλεις ἀπό τήν ὕπαρξή σου. Μοῦ τόνιζε συχνά τήν «Παρακαταθήκη». Δηλαδή τό Πανάγιο Σῶμα, πού μοῦ ἔδωσε ὁ Ἐπίσκοπός μου τήν ἡμέρα τῆς Χειροτονίας μου, ἀμέσως μετά τόν καθαγιασμό μέ τά συγκλονιστικά λόγια «Λάβε τὴν παρακαταθήκην ταύτην, καὶ φύλαξον αὐτήν, ἕως τῆς δευτέρας παρουσίας τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅτε παρ' αὐτοῦ μέλλεις ἀπαιτεῖσθαι αὐτήν». «Αὐτή ἡ Παρακαταθήκη εἶναι τό μεγάλο μυστικό, πού θέλω νά σοῦ πῶ», μοῦ τόνισε μετά τήν Χειροτονία μου. Καί συνέχισε «μήν λησμονήσεις τήν Παρακαταθήκη πού σοῦ ἔδωσε ὁ Δεσπότης καί θά παραδώσεις στόν Χριστό στήν Δευτέρα Παρουσία. Νά εἶναι αὐτό σάν ἀναμμένο κάρβουνο μέσα σου». Ἀκόμη προσπαθῶ νά τό κατανοήσω, ἀδελφοί μου.
Ἔδινε μεγάλη βάση στό θέμα τῆς Θείας Κοινωνίας. Ἧταν ὑπέρ τῆς συχνῆς Θείας Κοινωνίας ἀλλά καί σωστά προετοιμασμένης. Ἐπέμενε στό θέμα τῆς αὐτοκριτικῆς καί τῆς συναίσθησης πρίν τήν θεία Μετάληψη.  «Οὐδείς ἄξιος» ἐπαναλάμβανε. «Ποτέ δέ θά γίνεις ἄξιος μοῦ ὑπογράμιζε. Καί ἐμεῖς οἱ κληρικοί εἴμαστε ἄξιοι νά λειτουργοῦμε τόσο συχνά;» Καί συνέχιζε: «ὡς Ἱερεῖς δέν λειτουργοῦμε ἀφ’ ἑαυτοῦ ἀλλά μέ παραχώρηση τοῦ Θεοῦ. Αὐτή τήν σημασία ἔχει καί ἡ Ἀκολουθία τοῦ Καιροῦ, πρίν λειτουργήσουμε». Συνιστοῦσε τήν ἀνάγνωση τῶν εὐχῶν ἀπό τήν Ἀκολουθία πρό τῆς Θείας Μεταλήψεως. «Ὅταν δέν προλαβαίνεις μοῦ ἔλεγε, διάβασε ἔστω μία εὐχή, ἀλλά μέ συναίσθηση. Ὅταν πηγαίνεις νά κοινωνήσεις, διῶξε κάθε ἄλλη σκέψη καί νά ἐπαναλαμβάνεις τόν ὕμνο «τοῦ δείπνου σου τοῦ μυστικοῦ σήμερον Υἰέ Θεοῦ κοινωνόν με παράλαβε». Ὅμως τίς εὐχαριστήριες εὐχές μετά τήν Θεία Μετάληψη πάντοτε νά τίς διαβάζεις, ἔστω καί τό ἀπογευμα ἤ τό βράδυ. Νά εὐχαριστεῖς τόν Ἅγιο Θεό». Θεωροῦσε αὐτονόητο τό νά ἑτοιμαστεῖς, γιά νά κοινωνήσεις, ὅταν πᾶς σέ ἕνα προσκύνημα ἤ σέ κάποια ἀγρυπνία ἤ ἄλλη πνευματική εὐκαιρία. Διότι ἡ Θεία Κοινωνία ὁλοκλήρωνε καί ἐπισφράγιζε τόν σκοπό τους. Τό ἴδιο ἴσχυε καί σέ χαρούμενα ἤ λυπηρά γεγονότα. Ἡ συμμετοχή στό Ποτήριο τῆς Ζωῆς ἦταν ἄρρηκτα συνδεδεμένη μέ τόν Γάμο, τήν Βάπτιση, τό Μνημόσυνο, τήν Χειροτονία ἑνός φίλου κ.λ.π.  
Στό θέμα τῆς νηστείας πρό τῆς Θείας Κοινωνίας εἶχε μιά ἐλευθερία. Ἡ γνώμη του ἦταν, ὅτι ἐφόσον ὁ χριστιανός νηστεύει τίς καθιερωμένες ἡμέρες καί περιόδους τῆς Ἐκκλησίας μας, δέν ἀπαιτεῖται ἰδιαίτερη νηστεία γιά τήν Θεία Κοινωνία. Ἀρκοῦσε ἡ νηστεία τῆς παραμονῆς καί αὐτή ἐτροποποιεῖτο ἀναλόγως τῆς ἐσωτερικῆς διαθέσεως καί τοῦ πόθου γιά τόν Χριστό, τοῦ ἐξομολογουμένου. Ἔλεγε μάλιστα στηριζόμενος στόν Μέγα Βασίλειο, ὅτι ἄν τήν ὥρα τῆς Θείας Λειτουργίας νιώσεις ἐπιτακτική τήν ἀνάγκη νά κοινωνήσεις καί δέν σέ βαραίνουν σοβαρά ἁμαρτήματα, κωλυτικά τῆς Θείας Μεταλήψεως, τότε ἔστω καί χωρίς νηστεία πρέπει νά προσέλθεις νά κοινωνήσεις. Στά παιδιά, τούς νέους καί τούς γέροντες, ὅπως καί στούς ἀσθενεῖς καθόριζε διαφορετικό τρόπο νηστείας. Γενικώτερα τοῦ ἄρεσε νά ἀναφέρει τήν διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Κασσιανοῦ τοῦ Ρωμαίου, ὅτι ἀληθινή νηστεία εἶναι νά νηστεύεις ἀπό γεύση καί χορτασμό ἀδιαλείπτως. Νά τρῶς ἀπό ὅλες τίς ἐπιτρεπόμενες τροφές ἀλλά νά σηκώνεσαι ἀπό τό τραπέζι ὄχι χορτᾶτος. Στήν Θεία Λειτουργία ἤθελε νά στέκεται ὄρθιος. Μοῦ τό συνέστησε ὅταν χειροτονήθηκα. «Μόνο στό Ἀποστολικό ἀνάγνωσμα, ἄν εἶσαι κουρασμένος νά κάθεσαι» μοῦ εἶχε τονίσει. Μοῦ διηγήθηκε κάποιος αὐτόπτης μάρτυρας, ὅτι τήν περίοδο πού ἡ Παντάνασσα ἦταν κλειστή λόγῳ τῶν σεισμῶν, λειτούργησε γιά τήν ἑορτή τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου στό Μητροπολιτικό Παρεκκλήσιο τοῦ «Ἄξιον ἐστίν». Ὅση ὥρα κοινωνοῦσε ὁ συλλειτουργός του τό πλῆθος τῶν πιστῶν καί ἦταν ἀρκετό τό χρονικό διάστημα, ὁ 87χρονος π. Γεώργιος στεκόταν ὀρθός, σιωπηλός καί προσευχόμενος. 
Ὅσο γιά τό ἱερό Θυσιαστήριο, εἶχε μεγάλο σεβασμό. Στεκόταν μέ συναίσθηση ἐνώπιόν του καί δέν ἀκουμποῦσε σ’ αὐτό χωρίς λόγο. Κάποτε ὡς λαϊκός χρειάστηκε, νά ἀκουμπήσω στήν Ἁγία Τράπεζα. Μοῦ ἔκανε παρατήρηση, ὑπενθυμίζοντας τήν παραδειγματική τιμωρία τοῦ Ὀζά, πού ἄγγιξε τήν κιβωτό τῆς διαθήκης στήν Παλαιά Διαθήκη.
Ἰδιαίτερη βαρύτητα ἔδινε στό θέμα τῆς προσευχῆς. Ἧταν καί ὁ ἴδιος ἄνθρωπος προσευχῆς, τήν ὁποία καλλιεργοῦσε συστηματικῶς καί μέ πόθο ψυχῆς. Πίστευε πολύ στήν δύναμή της καί τήν θεωροῦσε λύση γιά κάθε πρόβλημα εἴτε ὑλικό εἴτε πνευματικό. Ἡ πείρα τῆς μακρᾶς ζωῆς του τόν εἶχε διδάξει πρός τοῦτο. Καί στό θέμα αὐτό ἀπαιτοῦσε ἀπό τά πνευματικά του παιδιά πρόγραμμα καί συνέπεια. Ὅλοι μας εἴχαμε ἕνα κανόνα προσευχῆς. Ἑστίαζε κυρίως στήν πρωινή προσευχή, στήν Παράκληση καί τούς Χαιρετισμούς τῆς Παναγίας καί στό Ἀπόδειπνο. Μάλιστα ἔλεγε, ὅτι ἄν δέν προλαβαίνουμε, μποροῦμε νά μεταφέρουμε σέ ἄλλη ὥρα τίς ἀκολουθίες ἤ νά τίς λέμε στό δρόμο ἤ στό μέσο μεταφορᾶς μας. Σέ αὐτό διευκόλυνε, ὅτι μᾶς συνιστοῦσε νά τά μάθουμε ἀπέξω. Στήν προσευχή, μοῦ ἔλεγε, μᾶς ἀκοῦνε σίγουρα δύο αὐτιά, τοῦ Θεοῦ καί τοῦ διαβόλου πού καίγεται. Θεωροῦσε βασικό στόχο τῆς οἰκογενειακῆς ἀγωγῆς καί τῆς ἀνατροφῆς τῶν παιδιῶν τήν προσευχή καί μάλιστα τήν κοινή προσευχή. Δηλαδή ὅλα τά μέλη τῆς οἰκογένειας νά συμπροσεύχονται, διότι αὐτό τούς ἑνώνει μεταξύ τους καί ὅλους μέ τόν Θεό. Γι΄ αὐτό καί ἐπέμενε σ’ αὐτή τήν εὐλογημένη συνήθεια, τήν ὁποία πολλά πνευματικά του παιδιά συνεχίζουν, κατανοώντας ἐμπειρικῶς τήν πολλαπλή της ὡφέλεια.
Συχνά μοῦ ἔλεγε μετά τήν προσευχή νά συγκεντρώνομε στόν ἑαυτό μου γιά λίγα λεπτά καί νά προσεύχομαι ἀπό καρδίας, εἴτε μέ τήν εὐχή τοῦ Ἰησοῦ «Κύριε ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν» εἴτε μέ δικά μου λόγια. Τήν εὐχή τοῦ Ἰησοῦ τήν ἀγαποῦσε ἰδιαιτέρως καί τήν συνιστοῦσε σέ κάθε περίσταση, στούς πειρασμούς, στά διλήμματα, στούς φόβους καί τίς φοβίες, «ἐν παντί καιρῷ καί πάσῃ ὥρᾳ». 
Καλός οἰκογενειάρχης ὁ ἴδιος, πίστευε ὅτι ὁ καθένας πρέπει ἐγκαίρως νά λάβει τίς ἀποφάσεις του καί νά ἀκολουθήσει τόν δρόμο πρός τήν σωτηρία, εἴτε ἀπό τήν ὁδό τῆς κατά Θεόν ἀγαμίας εἴτε ἀπό τόν τίμιο Γάμο. Ἡ φιλοτεκνία του καί ἡ λύπη του γιά τήν ἐθνική πληγή τῶν ἐκτρώσεων καί τῆς ὑπογεννητικότητος, τόν ἔκαναν νά ἐκφράζεται μερικές φορές μέ αὐστηρότητα γιά τά θέματα αὐτά. Κίνητρό του ἦταν ἡ ἀγάπη γιά τούς ἀνθρώπους, γιά τήν σωτηρία τους, ἡ φροντίδα γιά τό μέλλον τῆς κοινωνίας καί τῆς πατρίδος μας. Ἧταν ἀπό τούς πρωτεργάτες στόν σύλλογο προστασίας τοῦ ἀγέννητου παιδιοῦ καί γενικώτερα ἀγαποῦσε καί φρόντιζε ὅσο μποροῦσε τίς πολύτεκνες οἰκογένειες. Μοῦ ἔλεγε κάποτε: «Ὁ Γάμος εἶναι πιό δύσκολος δρόμος, ἰδίως ἄν θές νά εἶσαι ἐντάξει μέ τίς ἀρχές σου. Καί πιό δύσκολος ἄν δέν συμφωνεῖς μέ τήν σύζυγό σου. Ὅμως καί ὁ ἄγαμος ἔχει δυσκολία. Ὅμως κάθε μέρα ὁ Χριστός μᾶς δίνει χαρά μέ κάτι πού θά κάνουμε καί ἔτσι περνάει ἡ ζωή αὐτή μέχρι τό τέλος της».
Δέν ἤθελε μέ κανένα τρόπο νά ἐπηρεάσει τίς ἀποφάσεις τῶν ἐξομολογουμένων, πού ἀφοροῦσαν στήν ἐπιλογή τοῦ Γάμου ἤ τῆς ἐν Χριστῷ ἀγαμίας. Ἤθελε ἡ ἀπόφαση αὐτή νά εἶναι ἐλεύθερη, ἐκούσια, ἀπό καρδίας καί καρπός ὥριμης σκέψης, συμβουλῆς καί προσευχῆς. Ὅταν βρισκόμουν καί ἐγώ στό σχετικό σταυροδρόμι καί τοῦ ζήτησα τήν γνώμη του, μοῦ ἀπήντησε κατηγορηματικά: «ἐγώ δέ θά σοῦ πῶ ποτέ, σήκω τώρα καί πήγαινε νά φτιάξεις τά χαρτιά σου γιά Χειροτονία, Θέλω ἀπό μόνος σου νά προχωρήσεις, μέ ἀπόφαση καί ζῆλο, ὅπως οἱ Ἀπόστολοι, οἱ ὁποῖοι στό κάλεσμα τοῦ Κυρίου «εὐθέως ἀφέντες τά δίχτυα ἠκολούθησαν Αὐτῷ».
Δέν τοῦ ἄρεσαν τά κουτσομπολιά καί οἱ κατακρίσεις. Δέν τόν ἄκουσα ποτέ νά κατακρίνει, ἐνῶ γνώριζα, ὅτι ξέρει γιά κάποια πρόσωπα τίς ἀδυναμίες τους καί μάλιστα ἦταν κραυγαλαῖες. Στήν Ἐξομολόγηση δέν μᾶς ἄφηνε νά σχολιάζουμε ἀνθρώπους. Μᾶς διέκοπτε λέγοντας «μήν μολύνεις τό Μυστήριο»! Οὔτε ἐπέτρεπε νά τοῦ ποῦμε ὀνόματα συνανθρώπων μας καί μάλιστα Ἱερέων πού μᾶς σκανδάλισαν ἤ στενοχώρησαν. Δέν συμφωνοῦσε μέ τήν παρρησία, δηλαδή μέ τήν κακή οἰκειότητα καί δῆθεν ἄνεση στίς διαπροσωπικές μας σχέσεις. Ἔλεγε συχνά «ἀπόκοσμος δέ θά γίνεις. Θά μετέχεις σέ ὅ,τι ὡφέλιμο, στήν κοινωνική ζωή ἀλλά πάντοτε περιχαρακωμένος μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ὅπως κάποιος πού βγαίνει στό κρύο, ντύνεται γιά νά μήν ἀρρωστήσει. Θά εἶσαι ἐντός, ἐκτός καί ἐπί τά αὐτά». Καί σέ ἄλλη εὐκαιρία: «Ἄν γίνεις Κληρικός, πρέπει νά εἶσαι παντοῦ. Νά θεραπεύεις τίς πληγές τῶν ἀνθρώπων, ὅπου σοῦ ζητεῖται. Μήν κόβεις γέφυρες».
Θεοφιλέστατε, πατέρες καί ἀδελφοί μου.
Νομίζω, ὅτι πρέπει νά τελειώσω τόν λόγο μου, διότι ὁ χρόνος πού μοῦ ἀναλογεῖ εἶναι συγκεκριμένος. Εἶχα τήν καλή συνήθεια, μᾶλλον φώτιση ἀπό τόν Θεό νά κρατῶ σημειώσεις ἀπό τίς Ἐξομολογήσεις καί συνομιλίες μου μέ τόν Πνευματικό μου π. Γεώργιο. Αὐτές τίς ἡμέρες μέ ἀφορμή τήν ὁμιλία αὐτή ἀνέτρεξα σέ αὐτές. Θαύμασα τήν σοφία, τήν σύνεση, τήν πείρα καί τήν ἀγάπη τοῦ Πνευματικοῦ μου. Στό τέλος γράφοντας τίς λέξεις αὐτές, δέν μποροῦσα νά συγκρατήσω τά δάκρυά μου. Δάκρυα εὐγνωμοσύνης ἀλλά καί μεταμέλειας, διότι δέν ἀξιοποίησα τίς πολλές πνευματικές εὐκαιρίες καί εὐεργεσίες, πού μοῦ ἔδωσε ὁ ἄνθρωπος αὐτός. Μεγαλώνοντας ἡλικιακά καί ἐνῶ οἱ γονεῖς καί οἱ μεγαλύτεροι φεύγουν αἰσθάνεσαι ἔντονα τά λόγια τοῦ Ἀποστόλου Παύλου «ἐάν γάρ μυρίους παιδαγωγούς ἔχητε ἐν Χριστῷ ἀλλ’ οὐ πολλούς πατέρας· ἐν γάρ Χριστῷ Ἰησοῦ διά τοῦ Εὐαγγελίου ἐγώ ὑμᾶς ἐγέννησα» (Α’ Κορ. 4.15). Ὁ ἄνθρωπος πάντοτε, ὅσο καί νά μεγαλώσει, ἔχει τήν ἀνάγκη τῆς πατρικῆς παρουσίας. Μᾶλλον γι’ αὐτό ὁ Θεός μας ὀνομάζει τόν Ἑαυτό Του Πατέρα μας. Καί ἐμᾶς παιδιά Του. Πολλοί μᾶς διδάσκουν ἀλλά λίγοι μᾶς ἀγαποῦν! 
Θά κλείσω μέ μερικά λόγια τοῦ Πνευματικοῦ μου. Συγχωρέστε με γιά τό προσωπικό τους χαρακτῆρα. Τά πρῶτα μοῦ τά εἶπε, ὅταν μοῦ ἔδωσε τήν συμμαρτυρία, σ’ αὐτήν ἐδῶ τήν Ἐκκλησία, προκειμένου νά χειροτονηθῶ. Ζήτησε ἀπό τόν Μακαριστό Μητροπολίτη Νικόδημο ἡ Χειροτονία νά γίνει ἐδῶ στήν Παντάνασσα, ὅπως καί ἔγινε. «Νά συνειδητοποιήσεις τήν εὐλογία αὐτή τοῦ Θεοῦ. Καί ὅταν θά λένε «ἄξιος» ἐσύ κλαίγοντας νά παρακαλεῖς τόν Θεό νά σέ ἀξιώνει. Παιδί μου, μήν ξεχάσεις ποτέ, ὅτι ὁ Πνευματικός σου εἶναι ἄμεσα συνδεδεμένος μέ τήν Ἱερωσύνη σου. Νά μέ μνημονεύεις πάντοτε. Κι ἐγώ θά σέ μνημονεύω πάντοτε κι ἄν βρῶ ἔλεος καί μετά θάνατον θά συνεχίσω».  
Τά ὑπόλοιπα εἶναι ἀπό τίς τελευταῖες Ἐξομολογήσεις καί τίς εὐχές του γιά τήν γιορτή μου. «Μή ταρασσέσθω ὑμῶν ἡ καρδία…». Μήν ἀφήνεις τό διάβολο νά σέ λυπεῖ. Τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ θά σέ συνοδεύει πάντοτε μέχρι τέλους. Πειρασμοί, καί δυνατότεροι θά ἔρθουν. Ὅμως «μείζων ἐστίν ὁ ἐν ὑμῖν ἤ ὁ ἐν τῷ κόσμῳ» (Α΄ Ἰω.4,4). Μέ Ἐξομολόγηση καί Θεία Κοινωνία, πνευματική ζωή καί προσευχή θά νικήσουμε, γιατί ἐκεῖ, στό Θεό ἀνήκουμε παρά τίς ἁμαρτίες μας.
Νά ἔχεις μετάνοια καί ἀγάπη πολλή στούς ἄλλους, ἀπό τήν οἰκογένειά σου καί τά πνευματικά σου παιδιά καί σέ ὅλους. Μήν παρεξηγεῖς κανένα, ὅτι καί νά σοῦ ποῦν εἴτε στήν Ἐξομολόγηση εἴτε ἀλλοῦ. Νά ἔχεις ἀγάπη. Μήν βαρυγκομήσεις ποτέ. Πολλά θά δεῖς στή ζωή σου. Ταπείνωση, μετάνοια, συντριβή. Νά μοιάσεις στόν Ἅγιό σου. Νά μήν μέ ξεχνᾶς στήν προσευχή σου.
Σοῦ εὔχομαι νά εἶσαι κατά πάντα χαριτωμένος. Σᾶς ἀγαπῶ μέ ὅλη μου τήν ψυχή. Σᾶς ἀγάπησα πολύ»!
Σᾶς εὐχαριστῶ πολύ! Τήν ἁγία εὐχή του νά ἔχουμε!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου