Ὁδηγὸς τοῦ ἀγῶνος ὁ π. Ἐπιφάνιος
Γράφει ὀ Μοναχὸς Ἀρσένιος, Σκήτη Κουτλουμουσίου, Ἅγιον Ὅρος
ΜΕΛΕΤΩΝΤΑΣ τὸ κατὰ δύναμιν τὸ βιβλίο τοῦ
μακαριστοῦ καὶ σοφοῦ γέροντος Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου «Τὰ δύο ἄκρα»,
ὁμολογῶ πὼς βρῆκα πολλὲς ἀπαντήσεις καὶ ἀνάπαυση ψυχικὴ ἀπὸ τὰ δύσκολα
ποὺ διερχόμαστε, δηλ. ἀπὸ τὸν οἰκουμενισμὸ καὶ τὸν ζηλωτισμό. Κανεὶς δὲν
ἀμφιβάλλει πὼς ἡ Ἐκκλησία μας ἔχει ταλαιπωρηθεῖ πολὺ ἀπὸ αὐτὰ τὰ δύο
ἄκρα. Ὁ οἰκουμενισμὸς μὲ σύνθημα- μᾶλλον μὲ δόλωμα- τὴν ἀγαπολογία
προελαύνει μὲ πολὺ θράσος καὶ ἀναίδεια καὶ στὸ πέρασμά του ἰσοπεδώνει τὰ
πάντα: ἁγίες Συνόδους, ἱεροὺς Κανόνες, παραδόσεις, ἀλλὰ τί λέω; Ἀκόμη
καὶ τὴν Ἁγία Τριάδα τόλμησε καὶ ὕβρισε διὰ τοῦ filioque καὶ ἀλάθητού του
Πάπα, ποὺ εἶναι τὸ ἀφεντικὸ τοῦ οἰκουμενισμοῦ. Καὶ ὅλα αὐτὰ ἔχει
ὑπεραπλουστεύσει μὲ τὴν καταραμένη ἀγαπολογία. Δὲν μποροῦμε νὰ
ἐκτιμήσουμε πόσο ἔχει ἀκριβῶς προχωρήσει στὴν Ἑλλάδα μας ὁ Οἰκουμενισμός
ἀλλὰ σίγουρά το ρεῦμα ποὺ κινεῖται εἶναι πολὺ ἀνησυχητικό.
Ἔτσι λοιπὸν τὸ ἕνα ἄκρο, ὁ
οἰκουμενισμός, μᾶς ἦρθε ἀπὸ τὴν δαιμονοκρατούμενη Δύση. Τὸ δεύτερο ἄκρο
προῆλθε μέσα ἀπὸ τὰ σπλάγχνα τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας καὶ λέγεται
ζηλωτισμός. Ὁ ζηλωτισμὸς γεννήθηκε τὸ 1924 ἀπὸ μία ἄστοχη ἐνέργεια τῶν
ἡγετῶν τῆς Ἐκκλησίας μας ποὺ ἄλλαξε τὸ ἡμερολόγιο γιὰ τὸ χατήρι τῶν
οἰκουμενιστῶν, ὡστόσο ὅμως δὲν ἐπέφερε καμία ἀλλοίωση στὸ δόγμα τῆς
Ἁγίας Τριάδος. Νὰ ποῦμε πὼς τὸ μὲν παλαιὸ ἑορτολόγιο ἦταν ἀπὸ
εἰδωλολάτρη, τὸ δὲ νέο ἀπὸ οἰκουμενιστή. Κι ἐνῶ ὅπως εἴπαμε δὲν
ζημιώθηκε ἡ Ἐκκλησία μας ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἀλλαγὴ τοῦ ἑορτολογίου, ὅμως
ζημιώθηκε ἀπὸ τὰ τέκνα της, ποὺ δυστυχῶς γιὰ χάρη τῶν 13 ἡμερῶν
δημιουργήθηκε σχίσμα ποὺ ταλαιπωρεῖ τὴν Ἐκκλησία μας ἀρκετὲς δεκαετίες,
λὲς καὶ μὲ τὸ παλιὸ ἡμερολόγιο δὲν πήγαινε κανεὶς στὴν κόλαση. Ἔτσι
λοιπὸν βάλλεται ἡ μητέρα μας Ἐκκλησία ἀπὸ αὐτὰ τὰ δύο ἐπικίνδυνα ἄκρα
καὶ ἐμεῖς ποὺ θέλουμε νὰ περπατήσουμε τὴν βασιλικὴ ὁδὸ τοῦ Χριστοῦ μας
ποὺ....
μόνον σ’ αὐτὴν
περπάτησαν ὅλοι οἱ ἅγιοί τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας, βρισκόμαστε καὶ
εἴμαστε ἀντιμέτωποι ἀνάμεσα στὰ δύο αὐτὰ πυρὰ ποὺ ἐκτοξεύονται ἀπὸ τὰ
δύο ἄκρα.
Οἱ οἰκουμενιστὲς μᾶς κοιτάζουν καχύποπτα καὶ μᾶς ὀνομάζουν
καθυστερημένους καὶ ἀνθρώπους ποὺ δὲν ἔχουμε συλλάβει τὸ «μεγάλο» νόημα
τῶν καιρῶν, οἱ δὲ ζηλωτὲς μᾶς ὀνομάζουν δειλοὺς καὶ τὸν ἀγώνα μας ποὺ
κάνουμε ἐμεῖς τῆς μέσης καὶ βασιλικῆς ὁδοῦ μᾶς τὸν ὀνομάζουν φλυαρίες
καὶ χαρτοπόλεμο! Κι ἐνῶ οἱ ζηλωτὲς ἔχουν ἀντιληφθεῖ τὴ «δειλία» καὶ
«φλυαρία» μας, ὅπως ἐσφαλμένα αὐτοὶ νομίζουν, ὅμως ἀκόμα δὲν ἔχουν
-μᾶλλον δὲν θέλουν νὰ ἀντιληφθοῦν -πόση ζημία καὶ ταλαιπωρία ἔχουν φέρει
στὸ σῶμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Κατὰ τὰ ἄλλα ὅμως ἐμφανίζονται καὶ
λένε πὼς αὐτοὶ οἱ ζηλωτὲς εἶναι ἡ γνήσια Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, οἱ δὲ
ἄλλοι ποὺ πορεύονται μὲ τὸ νέο ἑορτολόγιο ἀλλὰ καὶ ἁγιορεῖτες ποὺ
μνημονεύουμε τὸν οἰκουμενικὸ Πατριάρχη ἔχουμε ἐκπέσει κατὰ αὐτοὺς ἀπὸ
τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ, καὶ τὰ μυστήρια μας εἶναι ἄκυρα! Φυσικά τους κανόνες
τῶν ἀποστόλων καὶ τῶν ἁγίων Πατέρων μᾶς τοὺς ἔχουν κάνει κανόνια, γιὰ νὰ
βομβαρδίζουν ὅσους ἀπὸ ἐμᾶς πορευόμαστε τὴν μέση καὶ βασιλικὴ ὁδὸ τοῦ
Χριστοῦ.
Εἶναι γεγονὸς λοιπὸν πὼς ἀπὸ τὸ πέρας τῆς συνόδου τοῦ Κολυμπαρίου τῆς
Κρήτης αὐτὰ τὰ δύο ἄκρα σημειώνουν σταδιακὴ αὔξηση. Οἱ οἰκουμενιστὲς μὲ
τὶς ὑπογραφὲς τῆς Συνόδου καυχῶνται πὼς ὁ πόθος τους γιὰ τὴν παράνομη
ἕνωση βρίσκεται κοντὰ καὶ ὁ καιρὸς ἔχει ὡριμάσει ἀρκετά, ὥστε νὰ γίνει
τὸ ποθούμενό τους. Οἱ δὲ ζηλωτὲς αὔξησαν τὴν παράλογη λοιδορία πρὸς ἐμᾶς
ποὺ ἀκολουθοῦμε τὴν μέση καὶ βασιλικὴ ὁδό. Βρίζουν ἀκόμα καὶ τὸν πιὸ
σοφὸ στὰ θεία τῶν τελευταίων δεκαετιῶν, γ. Ἐπιφάνιο Θεοδωρόπουλο. Ὅταν
διαβάζει κανεὶς τὰ συγγράμματα τοῦ π. Ἐπιφανίου τὸ πρῶτο ποὺ διακρίνει ὁ
ἀναγνώστης εἶναι ἡ μεγάλη ἀρετὴ τῆς διακρίσεως τοῦ σοφοῦ γέροντα. Ἴσως
νὰ εἶναι ἀπαράμιλλος καὶ ἀναντικατάστατος τολμῶ νὰ πῶ στὸ εἶδος του.
Ἐπίσης ὅλα τα κείμενα τοῦ πατρὸς ἔχουν τὸ ἄρωμα τοῦ πόνου καὶ τῆς ἀγάπης
πρὸς τὴν ὀρθόδοξη πίστη. Ἀκόμα θὰ ἔλεγα πὼς τὰ σημερινὰ ἀδιέξοδα ποὺ
περνᾶ ἡ Ἐκκλησία μας, μόνο τα συγγράμματα τοῦ π. Ἐπιφανίου φτάνουν νὰ
φέρουν τὴν ἰσορροπία στὴν Ἐκκλησία. Τὸ Πηδάλιο κι οἱ Ἱεροὶ Κανόνες τῆς
Ἐκκλησίας μας δὲν ἑρμηνεύονται μὲ τὴν ἁπλὴ λογική του καθενός μας,
χρειάζεται ἀπαραιτήτως ὁ φωτισμὸς τοῦ Ἄγ. Πνεύματος. Κι ἕνας τέτοιος
ἄνθρωπος μὲ τὸ φωτισμὸ τοῦ ἁγίου Πνεύματος εἶναι ὁ μακαριστὸς γέροντας
Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος. Μπορεῖ νὰ μὴ ὑπάρχει ἀνάμεσά μας σωματικῶς,
ἀλλὰ ὅμως τὰ συγγράμματα ποὺ μᾶς ἄφησε νομίζω πὼς μᾶς λύνουν ὅλα τα
ἐκκλησιαστικὰ προβλήματα ποὺ μετὰ τὴν προβληματικὴ σύνοδο τῆς Κρήτης
αὐξηθήκανε.
Ἀλλὰ ἃς ἀκούσουμε λίγα ἀπὸ τὰ θεόπνευστα λόγια τοῦ σοφοῦ γέροντα
Ἐπιφανίου. Ἀπαντᾶ ὁ μακαριστὸς γέροντας σὲ ἐπιστολὴ ἑνὸς πατρὸς
Νικοδήμου ἁγιορείτου γιὰ τὴν παύση μνημοσύνου τοῦ Πατριάρχου: «Ἡ παῦσις
τοῦ μνημοσύνου τοῦ Πατριάρχου, εἰς τὴν ὁποίαν καταλήξατε, εἶναι τὸ
ἔσχατον ὅριον τὸ ὁποῖον ἐπιτρέπουν οἱ ἱεροὶ Κανόνες. Μὴ προχωρήσετε
περαιτέρω (δηλαδὴ εἰς ἀποδοχὴν μνημοσύνου ἑτέρων ἐπισκόπων), διότι τότε
προσχωρεῖτε εἰς σχίσμα! Ἐφ’ ὄσον νῦν ἀρκεῖσθε εἰς αὐτὸ καὶ συνεχίζετε
«κοινωνοῦντες μετὰ τῆς κρατούσης μητρὸς ἐκκλησίας καὶ μετὰ πασῶν των
ὀρθοδόξων ἐκκλησιῶν» ὡς γράφεις, ἵστασθε ἐπὶ ἐδάφους ἐκκλησιαστικῶς
ἀσφαλοῦς. Προσοχὴ μόνον μὴ σημειωθῆ καὶ ἕτερον βῆμα! Ἐφ’ ὅσον ἀρκεῖσθε
εἰς αὐτὸ καὶ δὲν προβαίνετε εἰς ἀποκήρυξιν τοῦ Πατριάρχου (ὅπως ἔπραξαν
ἄλλοι), δηλ. εἰς διακήρυξιν ὅτι οὗτος εἶναι πλέον ἔκπτωτος, εἶναι
καθηρημένος, ἐστερήθη τῆς χάριτος, δὲν τελεῖ ἔγκυρα μυστήρια κλπ, δὲν
εἶναι δυνατὸν νὰ κατηγορηθεῖτε ἐπὶ προτεσταντισμῶ: ὁ ΙΕ' κανὼν τῆς
πρωτοδευτέρας ἐπιτρέπει μὲν εἰς τὰ ἄτομα τὴν παῦσιν τοῦ μνημοσύνου πρὸ
«Συνοδικῆς διαγνώσεως», δὲν ἀνατίθησιν ὅμως εἰς τὰ ἄτομα τὰς δίκας καὶ
καταδίκας τῶν αἱρετικῶν ἐπισκόπων. Τοῦτο εἶναι ἔργον οὐχὶ ἀτόμων, ἀλλὰ
Συνόδου». Ποιὸς νὰ μὴ θαυμάσει λοιπὸν τὴν σοφία τοῦ Θεοῦ κατοικοῦσα μέσα
σὲ αὐτὸν τὸν μακαριστὸ γέροντα; Ποιὸς δὲν θὰ συμφωνήσει πὼς αὐτοὶ οἱ
λόγοι τοῦ πατρὸς ὅσοι τοὺς μελετοῦν καὶ τοὺς ἐνστερνίζονται δὲν θὰ
γλυτώσουν ἀπὸ τὸ βάραθρο τῆς ἀπωλείας τῶν δύο ἄκρων;
Ἀλλὰ ἃς τὸν ἀκούσουμε πάλι τὸν σοφὸ στὰ θεία νὰ χορηγεῖ τοὺς ὑγιεῖς
τρόπους τῆς ὀρθοδόξου πίστεώς μας: «Περὶ τοῦ παλαιοῦ ἡμερολογίου ἔχω
γράψει παλαιότερον ἐκτενὲς ἄρθρον, ὅπερ στέλλω σοί, ἐλπίζων ὅτι θὰ λύσει
πολλᾶς ἀπορίας σου. Ὄσας δὲν λύσει εἶμαι πρόθυμος νὰ λύσω διὰ νέας
ἐπιστολῆς μου, ἀρκεῖ βεβαίως νὰ μοὶ γνωρίσεις ταύτας». Ἐδῶ ὁ σοφὸς
γέροντας ἀπευθύνεται σὲ ἕνα πατέρα Νικόδημο ζηλωτή, καὶ θαυμάζουμε τὴν
ποιμαντικὴ ἀγάπη τοῦ πατρὸς καὶ τὸ χριστομίμητον ἐνδιαφέρον του.
Συνεχίζει ὁ ἅγιος γέροντας: «Οὐδεὶς λόγος ὑπάρχει νὰ ἐγκαταλείπητε τὸ
παλαιὸν ἡμερολόγιον. Οἱ παλαιοημερολογίται εἶναι ὑπεύθυνοι οὐχὶ διότι
διετήρησαν τὸ παλαιὸν ἡμερολόγιον, ἀλλὰ διότι ἀπεκήρυξαν ὡς σχισματικὴν
τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος καὶ διέκοψαν τὴν ἀπ’ αὐτῆς κανονικὴν
ἐξάρτησιν. Ἂν διετήρουν τὸ παλαιὸν ἡμερολόγιον, ἀλλὰ δὲν ἀπέκοπταν τὴν
μετὰ τῆς ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας κοινωνίαν, θὰ ἤσαν ἐν ἀπολύτω κανονικὴ
τάξει».
Καὶ πάλι συνεχίζει ὁ σοφὸς γέρων: «Τὰ ἡμερολόγια δὲν σώζωσιν, ἀγαπητὲ
πάτερ Νικόδημε. Ἐν μόνον σοῖ λέγω: τὸ Πάσχα τῶν Ἰουδαίων ἦτο θεόθεν
καθορισμένον μέχρι τῆς ἐσχάτης λεπτομερείας. Κατὰ τινὰ ἐποχὴν λοιπὸν
παρουσιάσθη εἰς τὸν Μωυσὴν μία ὁμὰς ἀνδρῶν καὶ εἶπον: Ἠμεῖς εἴμεθα
ἀκάθαρτοι πρὸ ἡμερῶν, ὄτε ἐτελεῖτο τὸ Πάσχα, δηλαδὴ κατὰ τὴν 14ην τοῦ
πρώτου μηνός, καὶ δὶ’ αὐτὸ δὲν ἠδυνήθημεν νὰ ἐορτάσωμεν. Θὰ στερηθῶμεν
λοιπὸν ἠμεῖς τοῦ ἑορτασμοῦ; Δὲν θὰ προσενέγκωμεν ἠμεῖς δῶρον εἰς τὸν
Κύριον; Ὁ Μωυσῆς ἐρωτᾶ περὶ τούτου τὸν Θεὸν καὶ ἀκολούθως ἀποκρίνεται:
Ὁσάκις οἱοσδήποτε Ἰσραηλίτης δὲν δυνηθεῖ, λόγω ἀκαθαρσίας ἡ λόγω
ἀπουσίας εἰς μακρινὸν ταξίδιον, νὰ ἑορτάση τὰ Πάσχα κατὰ τὴν
καθορισμένην ἡμερομηνίαν, ἤτοι κατὰ τὴν δεκάτην τετάρτην τοῦ πρώτου
μηνός, ἃς ἑορτάσει αὐτὸ κατὰ τὴν δεκάτην τετάρτην τοῦ δευτέρου
μηνός!…(Ἴδε ταῦτα ἐν τῇ Βίβλω τῶν ἀριθμῶν, κεφάλαιον ἔνατον). Ἀκούεις,
ἀγαπητὲ πάτερ Νικόδημε; Ἐν τῇ Παλαια Διαθήκη ἐν τῇ ἐποχὴ τῆς κυριαρχίας
τοῦ νομικοῦ γράμματος καὶ τῶν τελετουργικῶν τύπων ὑπῆρχε τοσαύτη
ἐλευθερία! Χρειάζονται σχόλια;…».
Ὕστερα ἀπὸ τὶς σοφὲς καὶ θείου φωτισμοῦ
ἐξηγήσεις τοῦ μακαριστοῦ γέροντος γιὰ τὸ παλαιὸ ἡμερολόγιο ποιὸς λοιπὸν
παλαιοημερολογίτης θὰ διαφωνήσει; Εἶναι φανερὸ λοιπὸν πὼς ὅποιος δὲν
θεραπευτεῖ ἀπὸ τὶς φωτισμένες τοποθετήσεις τοῦ μακαριστοῦ πατρός, αὐτὸς
λοιπόν «βαστάζει τὸ κρίμα ὅστις ἐὰν ᾖ» (Γαλ. ε 10).
Ὁμοίως καὶ πρὸς τοὺς οἰκουμενιστᾶς ἦταν καταπέλτης ἐλέγχων αὐτοὺς
«εὐκαίρως ἀκαίρως». Ποιὸς νὰ μὴ θαυμάσει τὶς δύο ἀνοιχτὲς ἐπιστολές του
πρὸς τὸν οἰκουμενικὸ πατριάρχη Ἀθηναγόρα; Καὶ τί νὰ πρωτοθαυμάσουμε μέσα
σ αὐτὲς τὶς ὁμολογιακὲς ἐπιστολές; Τὴν μεγάλη παρρησία του; Τὰ σοφά του
ἐπιχειρήματα; Ἡ τὸν μεγάλο πόνο καὶ τὴν ἀδημονία του γιὰ τὴν Ἐκκλησία
τοῦ Χριστοῦ νὰ θαυμάσουμε; Καὶ ἦταν τέτοια ἡ ἀδημονία τοῦ πατρὸς ποὺ
εἶναι σὰν νὰ ἔλεγε στὸν Πατριάρχη Ἀθηναγόρα πώς: «περίλυπος ἐστιν ἡ ψυχή
μου ἕως θανάτου γι’ αὐτὰ τὰ τολμηρά σας ἀνοίγματα μὲ τὸν Πάπα καὶ τὸν
οἰκουμενισμό». Ἀλλὰ ἃς ἀκούσουμε λίγο τὸν ἴδιο πὼς ἀπευθυνόταν πρὸς τὸν
Πατριάρχη Ἀθηναγόρα: «Παναγιότατε, ψάλλετε καὶ ὑμεῖς καὶ οἱ
ἀκολουθοῦντες ἠμίν, εἰς πάντας τους ἤχους τὸ τροπάριον τῆς «Ἀγάπης».
Ἀγάπη, ἀγάπη! «Ἀγάπη ἄνευ ὅρων καὶ ὁρίων». Ἐν ὀνόματι τῆς ἀγάπης τοῦτο,
ἐν ὀνόματι τῆς ἀγάπης ἐκεῖνο, ἐν ὀνόματι τῆς ἀγάπης τὸ ἄλλο… Περίεργον
ὅμως! Ἐφ’ ὅσον ἡ καρδία ὑμῶν ἐκχειλίζει ἐξ ἀγάπης καὶ ἐξ αὐτῆς
ἐκπηγάζουσιν πολυρροα ρεύματα, φθάνοντα μέχρι τῶν ἐσχατιῶν τῆς δύσεως
καὶ δημιουργοῦντα πελάγη, εἰς ἃ ἀνέτως καὶ μετ’ εὐφροσύνης κολυμβῶσι
πασῶν των ἀποχρεώσεων οἱ αἱρετικοί, πὼς διατίθενται ὀλίγαι σταγόνες
ἀγάπης καὶ διὰ τοὺς ταλαιπώρους ὀρθοδόξους; Δὶ’ ἐκείνους ἐκ τῶν
ὀρθοδόξων, οἵτινες σκανδαλίζονται, βλέποντες τὸν ὀρθόδοξον Πατριάρχην
Κωνσταντινουπόλεως νὰ ἀθετῆ- ἐν ὀνόματι τῆς ἀγάπης!- ἱεροὺς κανόνας, νὰ
ἀνατρέπη αἰωνοβίους παραδόσεις, νὰ κρημνίζη τείχη ἀσφαλείας, νὰ μεταίρη
ὅρια ἃ ἔθεντο ἁγιώτατοι πατέρες τῆς Ἐκκλησίας; Δι’ αὐτοὺς ἐστείρευσαν αἳ
πηγαὶ τῆς ἀγάπης ἠμῶν, Παναγιότατε; Δι’ αὐτοὺς δὲν ὑπάρχει οὔτε μόριον
στοργῆς; Οὔτε καν ἴχνος εὐσπλαγχνίας ἡ οἴκτου; Ἀγάπη λοιπὸν πρὸς τοὺς
αἱρετικούς, ἀλλ’ ἀδιαφορία καὶ περιφρόνησις πρὸς τοὺς Ὀρθοδόξους!
Ἐπιτέλους, Παναγιότατε, ποῦ ὁδηγεῖτε τὴν Ἐκκλησίαν; Ἄραγε, ὅμως ἀγαπᾶτε
πράγματι τοὺς αἱρετικούς; Ἀκούσατε, Παναγιότατε, μίαν παράδοξον
ἀλήθειαν: ΟΧΙ! Ἠμεῖς ἀγαπῶμεν πραγματικῶς καὶ εἰλικρινῶς τοὺς
αἱρετικούς, ἠμεῖς οἱ «στενοκέφαλοι» καὶ «φανατικοί», καὶ οὐχὶ ὑμεῖς καὶ
οἱ μεθ’ ὑμῶν. Ἡ ἀγάπη ὑμῶν δὲν εἶναι γνησία, ἀλλ’ ἐπιφανειακὴ καὶ
ἐπίπλαστος. Δὲν εἶναι «ἄνωθεν κατερχομένη ἀλλ’ ἐπίγειος, ψυχική,
δαιμονιώδης» (Ἰακ. γ 15).
Ἐδῶ θαυμάζουμε τὴν μεγάλη κατὰ Θεὸν παρρησία τοῦ σοφοῦ γέροντος ποὺ
πηγάζει ἀπ’ τὴν μεγάλη ἀγάπη του γιὰ τὴν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ὡστόσο ὅμως
στοὺς ζηλωτὲς δὲν ἀρέσουν τὰ συγγράμματα τοῦ σοφοῦ γέροντα γιὰ τοὺς
λόγους ποὺ μόνο οἱ ἴδιοι γνωρίζουν, διότι εἶναι σκοτεινὸ καὶ ἀνεξήγητο
νὰ ἀπαξιοῦν λόγους ποὺ περιέχουν τὴν θεία Χάρη τοῦ Χριστοῦ μας. Ἀλλὰ
προτρέπω τὴν ἀγάπη σᾶς ὅποιος ἐπιθυμεῖ περαιτέρω νὰ ἐντρυφήσει στὰ σοφὰ
λόγια τοῦ πατρὸς Ἐπιφανίου, ἃς καταφύγει στὸ βιβλίο «Τὰ δύο ἄκρα
οἰκουμενισμὸς καὶ ζηλωτισμὸς» καὶ ἐκεῖ θὰ θαυμάσει καὶ θὰ ἐννοήσει τί
σημαίνει ἀγαπῶ τὴν ὀρθοδοξία, τί σημαίνει διάκρισις, αὐτὴ ἡ μεγαλειώδης
ἀρετὴ ποὺ στὶς μέρες μας κοντεύει νὰ γίνει εἶδος πρὸς ἐξαφάνιση. Ἃς
πάψουν λοιπὸν οἱ οἰκουμενιστὲς νὰ τὰ ὑπεραπλουστεύουν ὅλα καὶ νὰ
θυσιάζουν τὰ ἱερὰ καὶ τὰ ὅσια τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας στὸν βωμὸ τῆς
καταραμένης ἀγαπολογίας. Ἃς συνέλθουν καὶ οἱ ζηλωτὲς ἀπὸ τὴν παράλογη
ἀπαίτηση ποὺ ζητοῦν μανιωδῶς «τὴν κεφαλὴν ἐπὶ πίνακι» τῆς Ὀρθοδοξίας,
μόνο καὶ μόνο νὰ ἀποδείξουν μέσα στὴν συνείδησή τους πὼς καλὰ πράξανε
ποὺ ἐπιλέξανε τὸ σχίσμα. Ἐμεῖς λοιπὸν δὲν ἔχουμε τίποτε περισσότερο ἄλλο
νὰ ποῦμε γιὰ αὐτὰ τὰ δύο ἄκρα, ἀλλὰ μᾶλλον οἱ λόγοι τοῦ μακαριστοῦ
γέροντος Ἐπιφανίου μὲ πολὺ πόνο καὶ ἀγάπη θὰ μᾶς ποῦν πώς:«Ἐλᾶτε ὅλοι
ὅσοι εἶστε κουρασμένοι καὶ φορτωμένοι ἀπὸ τὸν βαρὺ ζυγὸ τῶν δύο ἄκρων
καὶ θὰ σᾶς ἀναπαύσω. Πάρετε ἐπάνω σας τὸν ζυγὸ τῆς μέσης καὶ βασιλικῆς
ὁδοῦ καὶ θὰ μάθετε πὼς ἐκεῖ βρίσκεται ἡ πραότητα καὶ ἡ ταπεινοφροσύνη
τοῦ Χριστοῦ καὶ θὰ βρεῖτε ἀνάπαυση καὶ εἰρήνην εἰς τὰς ψυχᾶς σας. Διότι ὁ
ζυγὸς τῆς μέσης καὶ βασιλικῆς ὁδοῦ εἶναι χρηστὸς καὶ τὸ φορτίον τῆς
πολὺ ἐλαφρύ». Εὐχόμαστε ὅλοι μας ὁλοψύχως κανεὶς ὀρθόδοξος χριστιανὸς νὰ
μὴ παραμείνει ἐγκλωβισμένος σ’ αὐτὰ τὰ ἐλεεινὰ καὶ ψυχοφθόρα δύο ἄκρα,
Ἀμήν.
ΠΗΓΗ: ΚΛΙΚ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου