ΣΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου-3 [Ἁγ. Νικολ. Βελιμίροβιτς]
ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ
ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ
τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου
[Γ´]
(Λουκ. ιη´ 10-14)
ἀπὸ τὸ βιβλίο «Καιρὸς μετανοίας»,
β´ ἔκδ., Ἀθῆναι 2012,
μετάφρ. Π. Μπότση, σελ. 9-27
. Ὁ πραγματικὸς ἄνθρωπος
τῆς προσευχῆς δὲν πηγαίνει μπροστά, στὴν πρώτη θέση μέσα στὴν ἐκκλησία.
Τί ἀνάγκη ἔχει νὰ τὸ κάνει αὐτό; Ὁ Θεὸς τὸν βλέπει καὶ στὸ πίσω μέρος
τῆς ἐκκλησίας τὸ ἴδιο, ὅπως κι ἂν στεκόταν μπροστά. Ὁ ἀληθινὸς ἄνθρωπος
τῆς προσευχῆς βρίσκεται πάντα σὲ πραγματικὴ μετάνοια. «Ἡ μετάνοια τοῦ
ἀνθρώπου εἶναι πανηγύρι γιὰ τὸ Θεό», λέει ὁ ὅσιος Ἐφραὶμ ὁ Σύρος. Ὁ
ταπεινὸς ἄνθρωπος στέκεται μακριά. Νιώθει τὴ μηδαμινότητά του ἐνώπιόν
του Θεοῦ, γεμίζει μὲ ταπείνωση μπροστὰ στὴ μεγαλοσύνη Του. Ὁ ἅγιος
Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής, ὁ «μείζων ἐν γεννητοῖς γυναικῶν», ὁμολόγησε ἔμφοβος
ὅταν τὸν πλησίασε ὁ Χριστός: «Οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς κύψας λύσαι τὸν ἱμάντα
τῶν ὑποδημάτων αὐτοῦ» (Μάρκ. α´ 7). Ἡ ἁμαρτωλὴ γυναίκα ἔπλυνε τὰ πόδια
τοῦ Χριστοῦ μὲ τὰ δάκρυά της. Ὁ ἀληθινὸς ἄνθρωπος τῆς προσευχῆς εἶναι
πολὺ ταπεινός, νιώθει εὐτυχὴς μόνο ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Θεὸς τοῦ
ἐπιτρέπει νὰ πλησιάσει στὰ πόδια Του.
. Οὐκ ἤθελεν οὐδὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς τὸν οὐρανὸν ἐπᾶραι.
Γιατί; Τὰ μάτια εἶναι ὁ καθρέφτης τῆς ψυχῆς. Τὶς ψυχικὲς ἁμαρτίες
μπορεῖς νὰ τὶς διαβάσεις στὰ μάτια. Δὲν διαπιστώνεις κάθε μέρα πώς, ὅταν
ἕνας ἄνθρωπος ἁμαρτάνει, χαμηλώνει τὰ μάτια του μπροστὰ στοὺς ἄλλους;
Πῶς θὰ μποροῦσαν τὰ μάτια ἑνὸς ἁμαρτωλοῦ νὰ μὴ χαμηλώσουν ἐνώπιον τοῦ
Θεοῦ, τοῦ παντογνώστη; Κάθε ἁμαρτία ποὺ διαπράττεται μπροστὰ στοὺς
ἀνθρώπους, διαπράττεται κι ἐνώπιόν του Θεοῦ. Δὲν ὑπάρχει ἁμαρτία στὴ γῆ
ποὺ νὰ παραμείνει ἀπαρατήρητη ἀπὸ τὸ Θεό. Ὁ ἀληθινὸς ἄνθρωπος τῆς
προσευχῆς τὸ γνωρίζει αὐτὸ καὶ γι’ αὐτὸ ταπεινώνεται βαθιά, στέκεται μὲ
ντροπὴ μπροστὰ στὸν Θεό. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ παραβολὴ λέει, οὐκ ἤθελεν οὐδὲ
τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς τὸν οὐρανὸν ἐπάραι.
. Ἀλλὰ γιατί χτυποῦσε τὸ στῆθος του; Γιὰ νὰ δείξει Μ’
αὐτὸν τὸν τρόπο πὼς τὸ σῶμα εἶναι τὸ ὄργανο μὲ τὸ ὁποῖο ἁμαρτάνει ὁ
ἄνθρωπος. Οἱ σωματικὲς ἐπιθυμίες ὁδηγοῦν τὸν ἄνθρωπο στὶς μεγαλύτερες
ἁμαρτίες. Ἡ λαιμαργία ὁδηγεῖ στὴ λαγνεία. Ἡ λαγνεία ὁδηγεῖ στὴν ὀργὴ κι
αὐτὴ στὸ φόνο. Ἡ σωματικὴ ψύχωση χωρίζει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸ Θεό, τὸν
ἐξασθενίζει καὶ σκοτώνει τὸν θεϊκὸ ἡρωισμὸ ποὺ ἐνυπάρχει στὸν ἄνθρωπο.
Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ ὁ τελώνης χτυπάει τὸ σῶμα του. Ξέρει καλὰ τὴν
ἁμαρτία του, τὴν ταπείνωσή του καὶ τὴν ντροπὴ ποὺ πρέπει νὰ νιώθει
μπροστὰ στὸ Θεό.
. Γιατί ὅμως χτυπάει κυρίως τὸ στῆθος του κι ὄχι τὸ κεφάλι
του ἢ τὰ χέρια του; Ἐπειδὴ ἡ καρδιὰ βρίσκεται στὸ στῆθος. Κι ἡ καρδιὰ
εἶναι πηγὴ κάθε ἁμαρτίας καὶ κάθε ἀρετῆς. Εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος: «τὸ ἐκ
τοῦ ἀνθρώπου ἐκπορευόμενον, ἐκεῖνο κοινοὶ τὸν ἄνθρωπον, ἔσωθεν γὰρ ἐκ
τῆς καρδίας τῶν ἀνθρώπων οἱ διαλογισμοὶ οἱ κακοὶ ἐκπορεύονται, μοιχεῖαι,
πορνεῖαι, φόνοι, κλοπαί, πλεονεξίαι, πονηρίαι, δόλος, ἀσέλγεια,
ὀφθαλμὸς πονηρός, βλασφημία, ὑπερηφανία, ἀφροσύνη· πάντα ταῦτα τὰ πονηρὰ
ἔσωθεν ἐκπορεύεται καὶ κοινοῖ τὸν ἄνθρωπον» (Μάρκ. ζ´ 20-23). Γι’ αὐτὸ ὁ
τελώνης χτυποῦσε τὸ στῆθος του.
. Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ. Θεέ μου, σπλαχνίσου κι
ἐλέησέ με τὸν ἁμαρτωλό. Αὐτὰ ἔλεγε ὁ τελώνης. Δὲν ἀπαριθμοῦσε οὔτε τὰ
καλά του ἔργα οὔτε τὰ κακά. Ὁ Θεὸς τὰ γνωρίζει ὅλα. Κι ὁ Θεὸς δὲν
ἐπιθυμεῖ τὴν ἀπαρίθμηση τῶν ἁμαρτιῶν, ἀλλὰ τὴν ταπείνωση καὶ τὴ μετάνοια
γιὰ ὂλ’ αὐτά. Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ.
. Τὰ λόγια αὐτὰ τὰ λένε ὅλα. Θεέ μου, Ἐσὺ εἶσαι ὁ γιατρὸς
κι ἐγὼ ὁ ἄρρωστος. Μόνο Ἐσὺ μπορεῖς νὰ μὲ θεραπεύσεις, σὲ Σένα μόνο
ἀνήκω. Ὁ γιατρὸς εἶσαι Ἐσύ, θεραπεία εἶναι τὸ ἔλεός Σου. Λέγοντας ὁ
ἄρρωστος, ἰλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ, εἶναι σὰ νὰ λέει μὲ εἰλικρινῆ
μετάνοια: «Γιατρέ, δῶσε τὴ θεραπεία σὲ μένα τὸν ἄρρωστο. Κανένας ἄλλος
στὸν κόσμο δὲν μπορεῖ νὰ μὲ θεραπεύσει παρὰ μόνο Ἐσύ, Θεέ μου. «Σοὶ μόνῳ
ἥμαρτον καὶ τὸ πονηρὸν ἐνώπιόν σου ἐποίησα» (Ψαλμ. Ν´ 6). Ἀπὸ τοὺς
ἀνθρώπους δὲν ὑπάρχει βοήθεια γιὰ μένα, ὅσο δίκαιοι κι ἂν εἶναι αὐτοί. Μόνο
Ἐσὺ μπορεῖς νὰ μὲ βοηθήσεις. Τίποτ’ ἄλλο δὲν μπορεῖ νὰ μὲ βοηθήσει.
Οὔτε ἡ νηστεία μου, οὔτε τὸ δέκατο τῆς περιουσίας μου ποὺ δίνω οὔτε ὅλα
τὰ καλά μου ἔργα. Μόνο τὸ ἔλεός Σου μπορεῖ νὰ γειάνει τὶς πληγές μου σὰν
φάρμακο σωστικό. Ὁ ἔπαινος τῶν ἀνθρώπων δὲν μπορεῖ νὰ θεραπεύσει τὰ
τραύματά μου, μᾶλλον τὰ χειροτερεύει. Ἐσὺ μόνο γνωρίζεις τὴν ἀρρώστια
μου κι Ἐσὺ ἔχεις καὶ τὴ θεραπεία. Εἶναι ἄσκοπο γιὰ μένα νὰ πάω
ὁπουδήποτε ἀλλοῦ ἢ νὰ προσευχηθῶ σὲ ὁποιονδήποτε ἄλλον. Ἂν Ἐσὺ μὲ
ἀπορρίψεις, ὁ κόσμος ὁλόκληρος δὲν μπορεῖ νὰ μὲ συγκρατήσει ἀπὸ τὴν
καταστροφή. Ἐσύ, μόνο Ἐσύ, Κύριε, μπορεῖς, ἂν τὸ θέλεις. Θεέ μου,
συχώρεσέ με, σῶσε με. Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ.
* * *
. Τί λέει ὁ Κύριος τώρα,
πῶς ἀπαντάει σ’ αὐτοῦ του εἴδους τὴν προσευχή; «Λέγω ὑμίν, κατέβη οὗτος
δεδικαιωμένος εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ ἢ γὰρ ἐκεῖνος» (Λουκ. ιη´ 14). Σὲ
ποιὸν ἀπευθύνει τὰ λόγια αὐτὰ ὁ Κύριος; Σὲ ὅλους ἐμᾶς, ποὺ νομίζουμε πὼς
εἴμαστε δίκαιοι. Ὁ τελώνης εἶναι αὐτὸς ποὺ γύρισε στὸ σπίτι τοῦ
δικαιωμένος, ὄχι ὁ Φαρισαῖος. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ὁμολογεῖ μὲ ταπείνωση τὶς
ἁμαρτίες τοῦ γυρίζει στὸ σπίτι τοῦ δικαιωμένος, ὄχι ὁ ἄδικος καὶ
ἀλαζόνας. Ὁ ταπεινὸς καὶ μετανιωμένος ἄνθρωπος δικαιώνεται, ὄχι ὁ
αὐθάδης, ὁ ματαιόδοξος καὶ ὑπερήφανος. Ὁ γιατρὸς ἐλεεῖ καὶ θεραπεύει τὸν
ἄρρωστο ποὺ ὁμολογεῖ τὴν ἀρρώστια του κι ἀναζητᾶ θεραπεία, ἐνῶ στέλνει
ἄδειο στὸ σπίτι τοῦ ἐκεῖνον ποὺ ἐπισκέπτεται τὸ γιατρὸ γιὰ νὰ κομπάσει
πὼς εἶναι ὑγιής.
. Ὁ Κύριος τελειώνει τὴ θαυμάσια παραβολή Του μὲ τὴν ἑξῆς
διδαχή: «ὅτι πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, ὁ δὲ ταπεινῶν ἑαυτὸν
ὑψωθήσεται» (Λουκ. ιη´14). Ποιὸς εἶναι ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν καὶ ποιὸς ὁ
ταπεινῶν; Κανένας δὲν μπορεῖ νὰ ὑψωθεῖ οὔτε ὅσο τὸ φάρδος μίας τρίχας,
ἂν ὁ Θεὸς δὲν τὸν σηκώσει. Ἐδῶ ὅμως ἐννοεῖ ἐκεῖνον ποὺ νομίζει πὼς
ὑψώνεται μὲ τὸ νὰ σπεύδει νὰ καταλάβει τὴν πρώτη θέση, μπροστὰ σὲ Θεὸ
καὶ ἀνθρώπους· ἐκεῖνον ποὺ κομπάζει γιὰ τὰ καλά του ἔργα· ἐκεῖνον ποὺ
ὑπερηφανεύεται ἀκόμα καὶ μπροστὰ στὸ Θεό· αὐτὸν ποὺ ταπεινώνει καὶ
περιφρονεῖ τοὺς ἄλλους, ὥστε ὁ ἴδιος νὰ φαίνεται ἀνώτερος. Σ’ ὅλες αὐτὲς
τὶς περιπτώσεις, ἐκεῖνοι ποὺ πιστεύουν πὼς ὑψώνονται, στὴν οὐσία
ταπεινώνονται. Ὅσο ἀνώτεροι φαντάζουν στὰ δικά τους τὰ μάτια ἢ καὶ στὰ
μάτια τῶν ἄλλων, τόσο μικρότεροι φαίνονται στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ. Τέτοιους
ἀνθρώπους θὰ τοὺς ταπεινώσει ὁ Θεός. Κάποια μέρα θὰ τοὺς κάνει νὰ
νιώσουν τὴν ταπείνωση αὐτή. «Ὡσότου ὁ ἄνθρωπος ἀποκτήσει ταπείνωση, δὲν
θὰ λάβει τὴν ἀνταπόδοση τῶν ἔργων του. Ἡ ἀνταπόδοση δὲν δίδεται γιὰ τὰ
ἔργα ἀλλὰ γιὰ τὴν ταπείνωση», λέει ὁ ἀββὰς Ἰσαὰκ ὁ Σύρος (Λόγος λδ´).
. Ποιός εἶναι αὐτὸς ποῦ ταπεινώνει τὸν ἑαυτό του; Ὄχι
βέβαια ἐκεῖνος ποὺ προσπαθεῖ νὰ φαίνεται ταπεινότερος, μὰ ἐκεῖνος ποὺ
βλέπει τὴν ταπεινότητά του ἐπειδὴ εἶναι ἁμαρτωλός. Ὁ Θεὸς δὲν ἀπαιτεῖ
ἄλλη ταπείνωση ἀπό μας, παρὰ μόνο τὴν αἴσθηση καὶ τὴν ὁμολογία τῆς
ἁμαρτωλότητάς μας. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ αἰσθάνεται κι ὁμολογεῖ τὸ βάθος ὅπου
τὸν βύθισε ἡ ἁμαρτία, εἶναι ἀδύνατο νὰ βυθιστεῖ περισσότερο. Ἡ ἁμαρτία
μᾶς τραβάει πάντα χαμηλά, στὸ βάθος τῆς καταστροφῆς, πιὸ βαθιὰ ἀπ’ ὅ,τι
μποροῦμε νὰ φανταστοῦμε. Λέει ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος: «Ὁ ταπεινὸς
ἄνθρωπος δὲν πέφτει ποτέ. Ποῦ μπορεῖ νὰ πέσει, ἀφοῦ βρίσκεται πιὸ χαμηλὰ
ἀπ’ ὅλους; Ἡ ματαιότητα εἶναι μεγάλη αἰσχύνη, ἐνῶ ἡ ταπείνωση εἶναι
ὕψος μεγάλο, τιμὴ καὶ ἀξία» (Ὁμιλ. 19).
. Μὲ λίγα λόγια: Ἐκεῖνος ποὺ ἐνεργεῖ ὅπως ὁ τελώνης,
τιμᾶται. Ὁ πρῶτος (ὁ Φαρισαῖος) δὲν μπορεῖ νὰ θεραπευτεῖ, γιατί δὲ
βλέπει πὼς εἶναι ἄρρωστος. Ὁ δεύτερος (ὁ τελώνης) εἶναι ἄρρωστος, ἀλλὰ
βρίσκεται στὸ στάδιο τῆς θεραπείας ἐπειδὴ γνωρίζει τὴν ἀρρώστια του,
παρακολουθεῖται ἀπὸ τὸ γιατρὸ καὶ κάνει τὴ θεραπεία του. Ὁ πρῶτος εἶναι
σὰν τὸ λεῖο καὶ ψηλὸ δέντρο ποὺ μέσα τοῦ ὅμως εἶναι σάπιο καὶ γι’ αὐτὸ
ἄχρηστο στὸν οἰκοδεσπότη. Ὁ δεύτερος εἶναι σὰν τὸ δέντρο ποὺ ἔχει
ἀνώμαλη ἐπιφάνεια κι ὁ κορμὸς τοῦ εἶναι στραβός, μὰ ὁ οἰκοδεσπότης τὸ
κατεργάζεται, φτιάχνει δοκάρια καὶ τὰ χρησιμοποιεῖ γιὰ τὸ σπίτι του.
. Ὁ Θεὸς νὰ ἐλεήσει ὅλους τοὺς ἁμαρτωλοὺς ποὺ μετανοοῦν,
νὰ θεραπεύσει ἀπὸ τὴν ἀρρώστια τῆς ἁμαρτίας ὅλους αὐτοὺς ποὺ
προσεύχονται μὲ φόβο καὶ δοξάζουν τὸν πανεύσπλαχνο Πατέρα, τὸν μονογενῆ
Του Υἱὸ καὶ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα, τὴν ὁμοούσια καὶ ἀδιαίρετη Τριάδα, τώρα
καὶ πάντα καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου