ΣΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου-1 [Ἁγ. Νικολ. Βελιμίροβιτς]
ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ
ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ
τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου
[Α´]
(Λουκ. ιη´ 10-14)
ἀπὸ τὸ βιβλίο «Καιρὸς μετανοίας», β´ ἔκδ., Ἀθῆναι 2012, μετάφρ. Π. Μπότση, σελ. 9-27
. Ἕνας ἄνθρωπος βάδιζε στὸ
δάσος. Ἤθελε νὰ διαλέξει ἕνα καλὸ δέντρο, ἀπ’ ὅπου θὰ ἔβγαζε δοκάρια
γιὰ τὴ σκεπὴ τοῦ σπιτιοῦ του. Ἐκεῖ εἶδε δύο δέντρα, τὸ ἕνα δίπλα στὸ
ἄλλο. Τὸ ἕνα ἦταν ἴσιο, λεῖο καὶ ψηλό, ἀλλὰ τὸ ἐσωτερικό του, ὁ πυρήνας
του, ἦταν σάπιο. Τὸ ἄλλο εἶχε ἀνώμαλη ἐπιφάνεια κι ὁ κορμός του ἔδειχνε
ἄσχημος. Τὸ ἐσωτερικό του ὅμως ἦταν γερό. Ὁ ἄνθρωπος ἀναστέναξε καὶ
εἶπε: «Σὲ τί μπορεῖ νὰ μοῦ χρησιμέψει τὸ ψηλὸ καὶ ἴσιο αὐτὸ δέντρο, ἀφοῦ
τὸ μέσα του εἶναι σάπιο κι ἀκατάλληλο γιὰ δοκάρια; Τὸ ἄλλο μοιάζει
ἀνώμαλο, ἄσχημο, ἀλλὰ τουλάχιστο τὸ μέσα του εἶναι γερό. Ἔτσι, ἂν
καταβάλω λίγο μεγαλύτερη προσπάθεια, μπορῶ νὰ τὸ διαμορφώσω καὶ νὰ τὸ
χρησιμοποιήσω γιὰ δοκάρια στὸ σπίτι μου». Καὶ χωρὶς νὰ τὸ σκεφτεῖ
περισσότερο, διάλεξε τὸ δέντρο ἐκεῖνο, τὸ γερό. Τὸ ἴδιο θὰ κάνει κι ὁ
Θεὸς γιὰ νὰ ξεχωρίσει δύο ἀνθρώπους ποὺ βρίσκονται μέσα στὸ ναό Του. Δὲν
θὰ διαλέξει ἐκεῖνον ποὺ φαίνεται ἐπιφανειακὰ δίκαιος, ἀλλὰ τὸν ἄλλον,
ἐκεῖνον ποὺ ἡ καρδιά του εἶναι γεμάτη μὲ τὴν ἀληθινὴ δικαιοσύνη τοῦ
Θεοῦ.
. Οἱ ὑπερήφανοι ἔχουν τὰ μάτια τους διαρκῶς ὑψωμένα πρὸς
τὸν Θεό. Οἱ καρδιές τους ὅμως εἶναι κολλημένες στὴ γῆ. Αὐτοὶ δὲν
εὐαρεστοῦν στὸν Θεό. Εὐάρεστοι στὸν Θεὸ εἶναι οἱ ταπεινοὶ ἄνθρωποι, οἱ
πράοι, ποὺ ἔχουν τὰ μάτια τους χαμηλωμένα στὴ γῆ, μὰ οἱ καρδιές τους
εἶναι γεμάτες οὐρανό. Ὁ Δημιουργὸς προτιμᾶ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ὁμολογοῦν στὸν Θεὸ τὶς ἁμαρτίες τους, ὄχι τὰ καλά τους ἔργα.
. Ὁ Θεὸς εἶναι γιατρός. Πλησιάζει στὸ κρεβάτι ὅπου
κείτεται ὁ καθένας μας καὶ ρωτάει: «Ποῦ πονᾶς;» Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀξιοποιεῖ
τὴν παρουσία τοῦ γιατροῦ κοντά του καὶ τοῦ φανερώνει ὅλους τοὺς πόνους
καὶ τὶς ἀδυναμίες του, εἶναι σοφός. Ἐκεῖνος ποὺ κρύβει τὶς ἁμαρτίες του
καὶ καυχιέται μπροστὰ στὸ γιατρὸ πὼς εἶναι ὑγιής, εἶναι ἀνόητος. Λὲς κι ὁ
γιατρὸς ἐπισκέπτεται τὸν ἄνθρωπο γιὰ νὰ δεῖ πόσο καλὰ εἶναι κι ὄχι ἀπὸ
τί πάσχει. Λέει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος: «Τὸ ν’ ἁμαρτάνεις εἶναι κακό, ὅταν
ὅμως τὸ ὁμολογεῖς, μπορεῖς νὰ λάβεις βοήθεια. Ὅταν ὅμως ἁμαρτάνεις καὶ
δὲν τὸ παραδέχεσαι, δὲν ὑπάρχει ἐλπίδα νὰ βοηθηθεῖς».
. Γι’ αὐτὸ ἂς γίνουμε σοφοί, συνετοί. Ὅταν στεκόμαστε γιὰ νὰ
προσευχηθοῦμε μπροστὰ στὸν Θεό, πρέπει νὰ νιώθουμε πὼς βρισκόμαστε
μπροστὰ στὸν πιὸ καλὸ καὶ πιὸ ἐλεήμονα γιατρό. Ἐκεῖνος ρωτάει τὸν καθένα
μας μὲ ἀγάπη καὶ μέριμνα: «Ποῦ πονᾶς;» Ἐμεῖς ἂς μὴν ἀμελήσουμε καθόλου
νὰ τοῦ ἀποκαλύψουμε τὴν ἀρρώστια μας, νὰ τοῦ φανερώσουμε τὶς πληγὲς καὶ
τὶς ἁμαρτίες μας.
* * *
. Ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς μᾶς
μιλάει γι’ αὐτὰ τὰ πράγματα στὴν παραβολὴ τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου.
Στὸ εὐαγγέλιο διαβάζουμε πὼς ὁ Χριστὸς εἶπε τὴν παραβολὴ αὐτὴ «πρός
τινας πεποιθότας ἐφ’ ἑαυτοῖς ὅτι εἰσὶ δίκαιοι, καὶ ἐξουθενοῦντας τοὺς
λοιπούς», πρὸς ἐκείνους ποὺ εἶχαν τὴν ἀλαζονικὴ αὐτοπεποίθηση πὼς εἶναι
δίκαιοι καὶ περιφρονοῦσαν τοὺς ἄλλους. Μήπως κι ἐμεῖς συγκαταλεγόμαστε
ἀνάμεσα σ’ ἐκείνους ποὺ ὁ Κύριος τοὺς ἀπηύθυνε τὴν παραβολὴ αὐτή;
. Μὴν ἀντιδρᾶς σ’ αὐτὰ πού σοῦ λέω. Ὁμολόγησε καλύτερα τὴν
ἀρρώστια σου, ταπεινώσου γι’ αὐτὴν καὶ πάρε τὸ φάρμακο ποὺ σοῦ δίνει ὁ
πανεύσπλαχνος γιατρός. Σ’ ἕνα νοσοκομεῖο βρίσκονταν πολλοὶ ἄρρωστοι
κρεβατωμένοι. Μερικοὶ εἶχαν πυρετὸ κι ἀνυπομονοῦσαν, περίμεναν μὲ ἀγωνία
πότε θὰ ‘ρθεῖ ὁ γιατρός. Ἄλλοι ἔκοβαν βόλτες, γιατί νόμιζαν πὼς ἦταν
ὑγιεῖς καὶ δὲν εἶχαν ἀνάγκη τὸ γιατρό. Ἕνα πρωινὸ ὁ γιατρὸς ἔκανε
ἐπίσκεψη στοὺς ἀρρώστους. Μαζί του ἦταν κι ἕνας φίλος του, ποὺ κρατοῦσε
δῶρα γιὰ νὰ τοὺς δώσει. Ὁ φίλος τοῦ γιατροῦ εἶδε ἐκείνους ποὺ ὑπέφεραν
ἀπὸ πυρετὸ καὶ τοὺς λυπήθηκε.
– Θὰ γίνουν καλά; ρώτησε τὸ γιατρό.
Ἐκεῖνος τοῦ ψιθύρισε στὸ αὐτί:
– Αὐτοὶ ἐδῶ οἱ ἐμπύρετοι, ναί, μποροῦν νὰ γίνουν καλά. Τὸ ἴδιο κι οἱ
ἄλλοι ποὺ κείτονται στὰ κρεβάτια τους. Αὐτοὶ ποὺ κόβουν βόλτες ὅμως,
ὄχι, δὲν γίνονται καλά. Αὐτοὶ ὑποφέρουν ἀπὸ ἀνίατες ἀρρώστιες, ἔχει
προχωρήσει ἡ σήψη μέσα τους.
. Ὁ φίλος τοῦ γιατροῦ ἔμεινε κατάπληκτος. Ἡ ἔκπληξή του
στρεφόταν πρὸς δύο κατευθύνσεις: πρὸς τὸ μυστήριο ποὺ κρύβουν οἱ
ἀρρώστιες καὶ πρὸς τὴν ὀφθαλμαπάτη τῶν ἀνθρώπων.
. Φαντάσου τώρα πὼς εἴμαστε ἄρρωστοι στὸ νοσοκομεῖο τοῦ
κόσμου. Ἡ ἀρρώστια ποὺ ἔχει προσβάλει ὅλους μας ἔχει τὸ ἴδιο ὄνομα:
ἀδικία. Ἡ λέξη αὐτὴ καλύπτει ὅλα τὰ πάθη, ὅλες τὶς ἐπιθυμίες, ὅλες τὶς
ἁμαρτίες καὶ τὶς ἀδυναμίες ποὺ ἀγγίζουν τὴν καρδιά, τὴν ψυχὴ καὶ τὸ νοῦ
μας. Οἱ ἄρρωστοι χωρίζονται σὲ κατηγορίες. Μερικοὶ μόλις προσβλήθηκαν
ἀπὸ τὴν ἀρρώστια, ἄλλοι βρίσκονται σὲ προχωρημένη κατάσταση κι ὑπάρχουν
κι αὐτοὶ ποὺ βρίσκονται στὸ στάδιο τῆς ἀνάρρωσης. Τὰ χαρακτηριστικὰ τῶν
ἀσθενειῶν αὐτῶν στὸν ἐσωτερικὸ ἄνθρωπο ὅμως εἶναι τέτοια, ὥστε μόνο ὅσοι
θεραπεύτηκαν μποροῦν νὰ κατανοήσουν πόσο σοβαρὴ ἦταν ἡ ἀσθένεια, ἀπὸ
τὴν ὁποία εἶχαν προσβληθεῖ. Οἱ πιὸ σοβαρὰ ἄρρωστοι εἶναι κι αὐτοὶ ποὺ
ἔχουν λιγότερη ἐπίγνωση τῆς κατάστασής τους. Στὶς σωματικὲς ἀρρώστιες ὁ
ἄνθρωπος, ποὺ ὑποφέρει ἀπὸ ψηλὸ πυρετό, δὲν ξέρει τίποτα γιὰ τὸν ἑαυτό
του ἢ γιὰ τὴν ἀρρώστια του. Οὔτε ὁ τρελὸς καταλαβαίνει τὴν τρέλα του.
. Ἐκεῖνοι ποὺ ἀρχίζουν νὰ διαπράττουν ἀνομίες, γιὰ λίγο
καιρὸ ντρέπονται γι’ αὐτές. Ὅταν τὸ κακὸ ὅμως συνεχίζεται, ὁ ἄνθρωπος
συνηθίζει στὴν ἁμαρτία, ποὺ τοῦ γίνεται ἕξη καὶ σιγὰ σιγὰ ὁδηγεῖται σὲ
παραλήρημα καὶ μέθη, φτάνει σὲ τέτοια κατάσταση, ὥστε ἡ ψυχή του γίνεται
ἀναίσθητη καὶ δὲν καταλαβαίνει τὴν ἀρρώστια της.
. Φαντάσου τώρα ἕνα γιατρὸ νὰ πηγαίνει σὲ νοσοκομεῖο καὶ
νὰ ρωτάει: «Τί ἔχετε; Ἀπὸ τί ὑποφέρετε;» Ἐκεῖνοι ποὺ ἡ ἀρρώστια τους
βρίσκεται στὸ πρῶτο στάδιο ντρέπονται νὰ παραδεχτοῦν πὼς εἶναι ἄρρωστοι
κι ἀπαντοῦν: «Τίποτα». Οἱ ἄλλοι, ποὺ ἡ ἀρρώστια τους βρίσκεται σὲ
προχωρημένο στάδιο, ἐκνευρίζονται μὲ τὴν ἐρώτηση κι ὄχι μόνο ἀπαντοῦν
«δὲν ἔχουμε τίποτα», ἀλλ’ ἀρχίζουν καὶ νὰ καυχιοῦνται πὼς εἶναι ὑγιεῖς.
Μόνο αὐτοὶ ποὺ βρίσκονται στὸ στάδιο τῆς θεραπείας ἀναστενάζουν κι
ἀπαντοῦν στὸ γιατρό: «Ἀπ’ ὅλα ὑποφέρουμε. Λυπήσου μας καὶ βοήθησέ μας».
. Γράφει ὁ Τερτυλλιανὸς σὲ μία ὁμιλία του «Περὶ
μετανοίας»: «Ἂν ντρέπεσαι νὰ ὁμολογήσεις τὶς ἁμαρτίες σου, σκέψου τὴ
φωτιὰ τῆς κόλασης, ποὺ μόνο ἡ ἐξομολόγηση μπορεῖ νὰ σβήσει».
. Ἀναλογίσου ὅλ’ αὐτὰ λοιπόν, ἄκουσε τὴν παραβολὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ σκέψου πόσο ἀφορᾶ καὶ σένα. Ἂν κραυγάσεις μὲ ἔκπληξη πὼς «ἡ παραβολὴ αὐτὴ δὲν μὲ ἀφορᾶ», σημαίνει πὼς ἔχεις προσβληθεῖ ἀπὸ τὴν (πνευματικὴ) ἀσθένεια ποὺ ὀνομάζεται ἀνομία ἢ ἀδικία. Ἂν διαμαρτυρηθεῖς καὶ πεῖς πὼς «ἐγὼ εἶμαι δίκαιος, ἡ παραβολὴ αὐτὴ ἀφορᾶ τοὺς ἁμαρτωλοὺς γύρω μου», σημαίνει πὼς ἡ ἀρρώστια ἔχει προχωρήσει πολύ. Ἂν ὅμως χτυπήσεις τὸ στῆθος σου μὲ μετάνοια καὶ πεῖς «ἀλήθεια εἶναι. Εἶμαι ἄρρωστος, ἔχω ἀνάγκη ἀπὸ γιατρό», σημαίνει πὼς βρίσκεσαι σὲ καλὸ δρόμο γιὰ νὰ θεραπευτεῖς. Τότε μὴ φοβᾶσαι. Θὰ γίνεις καλά.
* * *
. «Ἄνθρωποι δύο ἀνέβησαν εἰς τὸ ἱερὸν προσεύξασθαι, ὁ εἷς Φαρισαῖος καὶ ὁ ἕτερος τελώνης». Δύο ἄνθρωποι, δύο ἁμαρτωλοί, ἀνέβηκαν στὸ ἱερὸ γιὰ νὰ προσευχηθοῦν. Ὁ ἕνας ἦταν Φαρισαῖος καὶ ὁ ἄλλος τελώνης. Δύο ἄνθρωποι, δύο ἁμαρτωλοί, μὲ τὴ διαφορὰ πὼς ὁ Φαρισαῖος δὲν ἔβλεπε τὸν ἑαυτό του σὰν ἁμαρτωλό, ἐνῶ ὁ τελώνης τὸ παραδεχόταν. Ὁ Φαρισαῖος ἀνῆκε στὴν ὑψηλότερη κοινωνικὴ τάξη τῆς ἐποχῆς, ὁ τελώνης στὴν πιὸ περιφρονημένη.
«Ὁ Φαρισαῖος σταθεὶς πρὸς ἑαυτὸν ταῦτα
προσηύχετο· Ὁ Θεός, εὐχαριστῶ σοι ὅτι οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν
ἀνθρώπων, ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί, ἢ καὶ ὡς οὗτος ὁ τελώνης· νηστεύω δὶς
τοῦ Σαββάτου, ἀποδεκατῶ πάντα ὅσα κτῶμαι». Ὁ Φαρισαῖος στάθηκε
ἐπιδεικτικά, γιὰ νὰ προκαλεῖ ἐντύπωση, κι ἔλεγε τὰ ἑξῆς λόγια στὴν
προσευχή του: Θεέ μου, σ’ εὐχαριστῶ γιατί δὲν εἶμαι σὰν τοὺς ἄλλους
ἀνθρώπους ποὺ εἶναι ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοὶ ἢ καὶ σὰν αὐτὸν ἐδῶ τὸν
τελώνη. Ἐγὼ τηρῶ κατὰ γράμμα τὸ νόμο, νηστεύω δύο φορὲς τὴν ἑβδομάδα καὶ
δίνω ἐλεημοσύνη τὸ ἕνα δέκατο ἀπ’ ὅλα ὅσα κερδίζω.
. Ὁ Φαρισαῖος στάθηκε μπροστὰ ἀκριβῶς ἀπὸ τὸ ἱερό. Ἦταν
συνήθεια τῶν Φαρισαίων νὰ κάθονται στὴν πρώτη θέση. Τὸ ὅτι ὁ Φαρισαῖος
καθόταν στὴν πρώτη θέση, φαίνεται κι ἀπὸ τὸ γεγονὸς πὼς ὁ τελώνης ἔστεκε
«μακρόθεν». Ἡ ὑπερηφάνεια τοῦ Φαρισαίου κι ἡ σιγουριά του πὼς ἦταν
δίκαιος, δηλαδὴ πνευματικὰ ὑγιής, ἦταν τέτοια, ὥστε δὲν ἀπαίτησε τὴν
πρώτη θέση μόνο ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, γιὰ νὰ τὸν βλέπουν ὅλοι, ἀλλὰ κι ἀπὸ
τὸν Θεό. Τὴν ἀπαιτοῦσε, ὄχι μόνο ὅταν συμμετεῖχε σὲ γεύματα καὶ σὲ
συναθροίσεις, μὰ ἀκόμα καὶ στὸ ναό, τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς. Αὐτὸ ἀπὸ μόνο
του εἶναι ἀρκετὸ γιὰ νὰ δείξει πόσο ἄρρωστος ἦταν πνευματικὰ ὁ
Φαρισαῖος, πόσο ἡ ἀρρώστια τῆς ἀδικίας καὶ τῆς ἀλαζονείας τὸν εἶχαν
διαφθείρει.
. Γιατί λέει πρὸς ἑαυτὸν ταῦτα προσηύχετο; Γιατί δὲν
προσευχόταν δυνατά; Ἐπειδὴ ὁ Θεὸς ἀκούει πιὸ προσεχτικὰ αὐτὰ ποὺ ἡ
καρδιὰ λέει, ὄχι ὅσα προφέρουν τὰ χείλη. Αὐτὰ ποὺ σκέφτεται κι αὐτὰ ποὺ
αἰσθάνεται ὁ ἄνθρωπος τὴν ὥρα ποὺ προσεύχεται ἔχουν περισσότερη σημασία
γιὰ τὸν Θεὸ ἀπὸ τὰ λόγια ποὺ προφέρει ἡ γλῶσσα. Ἡ γλῶσσα μπορεῖ νὰ
ἐξαπατήσει, ἡ καρδιὰ ὅμως ὄχι. Αὐτὴ φανερώνει καθαρὰ πῶς εἶναι ὁ
ἄνθρωπος μέσα του, ἂν εἶναι μαῦρος ἢ ἄσπρος, ἂν εἶναι εἰλικρινὴς ἢ
ὑποκριτής.
Πηγὴ ἠλ. κειμ.: «Η ΑΛΛΗ ΟΨΙΣ»
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
ΠΗΓΗ: ΚΛΙΚ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου