Ο ρόλος του Επισκόπου Ρώμης στήν κοινωνία των Εκκλησιών της α΄ χιλιετίας
Πρωτοπρεσβύτερος
π. Ἀναστάσιος K. Γκοτσόπουλος
Ἐφημέριος Ἱ. Ν. Ἁγ. Νικολάου Πατρῶν
τηλ. 6945-377621, agotsopo@gmail.com
π. Ἀναστάσιος K. Γκοτσόπουλος
Ἐφημέριος Ἱ. Ν. Ἁγ. Νικολάου Πατρῶν
τηλ. 6945-377621, agotsopo@gmail.com
«Ὁ ρόλος τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης στήν κοινωνία τῶν Ἐκκλησιῶν τῆς α΄ χιλιετίας»*
[Ἐν ὄψει τῆς ΙΔ΄ συναντήσεως τῆς Μικτῆς Διεθνοῦς Ἐπιτροπῆς τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου Ὀρθοδόξων-Ρωμαιοκαθολικῶν στό Chieti τῆς Ἰταλίας (15-22.9.2016)]
Ἀπὸ
τὴ μελέτη τῶν πρακτικῶν καὶ τῶν ἀποφάσεων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων
μποροῦμε μὲ βεβαιότητα νὰ καθορίσουμε
τὴ θέση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης
καὶ τοῦ ἐπισκόπου της στὴν κοινωνία τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν κατὰ τὴν ἐποχὴ
τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων:Α. Ἡ Ἐκκλησία καὶ ὁ ἐπίσκοπος Ρώμης.
1.
Εἶναι σαφὲς τὸ αὐξημένο κῦρος καὶ ἡ ἐξαιρετικὴ τιμὴ ποὺ ἀπονεμόταν στὴν
Ἐκκλησία τῆς Ρώμης. Συνακόλουθα, στὸν ἐπίσκοπό της ἡ Ἐκκλησία εἶχε
ἀναγνωρίσει πρωτεῖο τιμῆς καὶ προκαθεδρίας στὴν τάξη τῶν τιμηθέντων μὲ
πρεσβεῖα Πατριαρχικῶν Θρόνων. Οἱ λόγοι εἶναι σαφεῖς: α) ἦταν ἡ Ἐκκλησία
τῆς «μεγαλωνύμου Ρώμης», τῆς πρωτεύουσας τῆς αὐτοκρατορίας, β)
ἦταν δραστήρια στὴν πνευματικὴ ζωὴ καὶ στὴν συναντίληψη ἄλλων
ἐμπεριστάτων τοπικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ γ) ἦταν ἡ μοναδικὴ πόλη στὸ
δυτικὸ-λατινικὸ κόσμο ποὺ δέχθηκε τὴν παρουσία καὶ τὸ κήρυγμα τῶν
Πρωτοκορυφαίων Ἀποστόλων, οἱ ὁποῖοι ἐκεῖ μαρτύρησαν καὶ ἡ ὁποία
διατηροῦσε τοὺς Τάφους τους.
2.
Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης ἐκαυχάτο ἰδιαίτερα γιὰ τὴν ἀποστολικὴ καταγωγή
της ἀπὸ τοὺς Πρωτοκορυφαίους, τὴν ὁποία, προϊόντος τοῦ χρόνου,
περιόρισε καὶ διαμόρφωσε σὲ «πέτρειο». Θὰ πρέπει ὅμως νὰ σημειωθεῖ ὅτι
σὲ κανένα κανόνα Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἡ ἀπόδοση πρεσβείων τιμῆς στὴν
Ἐκκλησία τῆς Ρώμης δὲν συνδέεται μὲ τὴν ἀποστολικὴ προέλευσή της, ἡ
ὁποία κατὰ τὰ ἄλλα θεωρεῖται δεδομένη.
3.
Στὴν Ἀνατολὴ ἡ ἔννοια τῆς ἀποστολικότητος νοηματοδοτήθηκε διαφορετικὰ
καὶ ὡς ἐκ τούτου ἀπέκτησε ἄλλη βαρύτητα. Ταυτόχρονα ὅμως σύνολη ἡ
Ἐκκλησία ἀποδεχόταν ὅτι ἡ ἀποστολικότητα δὲν ἦταν ἀποκλειστικὸ προνόμιο
τῆς Ρώμης, ἀλλὰ ἀφοροῦσε καὶ στοὺς τιμηθέντες μὲ ἐξαιρετικὰ προνόμια
θρόνους τῆς Ἀνατολῆς.
4.
Ἡ ἀρχαία Ἐκκλησία - σὲ Ἀνατολὴ καὶ Δύση - εἶχε ἀναγνωρίσει στὸν
ἐπίσκοπο Ρώμης πρωτεῖο τιμῆς καὶ πρωτοκαθεδρίας· ὄχι ὅμως πρωτεῖο
ἐξουσίας (ὑπεροχικῆς δικαιοδοσίας) ἐφ’ ὅλης τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ κατὰ
καιροὺς προσπάθεια ρωμαίων παραγόντων νὰ δώσουν στὰ πρεσβεῖα τιμῆς τὴ
διάσταση πρωτείου ἐξουσίας, «πέτρειας» μάλιστα προελεύσεως, δὲν
ἀφοροῦσε στὸ σύνολο τῶν ἐπισκόπων Ρώμης καὶ φυσικὰ δὲν ἦταν ἡ πάγια καὶ
σταθερὴ ἐκκλησιολογικὴ θέση σύνολης τῆς Δυτικῆς-Λατινικῆς Ἐκκλησίας
τῆς ἐποχῆς τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων.
5. Ὅταν προέκυπτε μεῖζον θέμα πίστεως καὶ ἐκκλησιαστικῆς τάξεως, κάθε ἐπίσκοπος, πολλῷ μᾶλλον ὁ τῆς «μεγαλωνύμου Ρώμης»,
εἶχε ὄχι μόνο τὸ ἀναφαίρετο δικαίωμα, ἀλλὰ καὶ τό ἐπιτακτικὸ καθῆκον
ἐπεμβάσεως ἀκόμα καὶ σὲ ἄλλη τοπικὴ Ἐκκλησία. Ἡ πρακτικὴ αὐτὴ ἦταν
ἀπολύτως ἀποδεκτὴ κατὰ τοὺς ὀκτὼ πρώτους αἰῶνες τοῦ Χριστιανισμοῦ.
Μάλιστα σὲ ἐξαιρετικὲς περιπτώσεις ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἑνότητα δὲν ὑφίστατο
ὑποχρεωτικὰ στὴν κοινωνία μὲ τὸν ἔχοντα τὴν προκαθεδρία ἢ τὰ πρεσβεῖα
τιμῆς θρόνο, ἀλλὰ μὲ αὐτὸν ὁ ὁποῖος στὴν συγκεκριμένη περίπτωση ἐξέφραζε
τὴν ἀληθῆ πίστη καί διέθετε τὸ «πρωτεῖο ἀληθείας». Αὐτὸ
συνέβη μὲ τὸν Ἅγ. Κύριλλο στὴν Γ΄ ἢ τὸν πάπα Ἅγ. Λέοντα στὴν Δ΄
Οἰκουμενική. Ἀπὸ τὴν ἀντίθετη πλευρά, ὅταν ὁ ἐπίσκοπος Ρώμης δὲν
ἀποδεικνυόταν ἀντάξιος τῆς ἐπισκοπικῆς του διακονίας ἡ κοινωνία μὲ αὐτὸν
διακοπτόταν ὄχι μὸνο ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴ, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τοπικὲς Ἐκκλησίες
τῆς Δύσεως.
Β. Ὁ ἐπίσκοπος Ρώμης καὶ οἱ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι.
1.
Οἱ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι ἀπετέλεσαν γιὰ τὴν ἀρχαία Ἐκκλησία κορυφαῖες
στιγμὲς φανερώσεως τῆς ἐν τῇ Ἀληθείᾳ ἑνότητός Της. Παράλληλα, ἡ ἀρχαία
Ἐκκλησία κατέστησε ἀπολύτως σαφὲς ὅτι ὑπέρτατη Ἀρχὴ καὶ Αὐθεντία στήν
Ἐκκλησία δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἕνα πρόσωπο, ἀλλὰ ἡ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος,
τὶς ἀποφάσεις τῆς ὁποίας ὑποχρεοῦνται ὅλοι νὰ σέβονται.
2. Ἡ
εὐθύνη τῆς συγκλήσεως τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἀνῆκε ἀποκλειστικὰ στὸν
αὐτοκράτορα, ὁ ὁποῖος καθόριζε καὶ τὶς σχετικὲς διαδικασίες. Ἀσφαλῶς, ἡ
συνεννόηση μὲ τοὺς ἐπισκόπους τῶν πρωτοθρόνων Ἐκκλησιῶν καὶ κυρίως μὲ
τὸν Ρώμης καὶ τὸν Κωνσταντινουπόλεως ἦταν ἐπιβεβλημένη. Ὅμως ἡ
προκαθεδρία τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης δὲν τοῦ παρεῖχε τὸ δικαίωμα τοῦ
καθορισμοῦ τῶν διαδικαστικῶν θεμάτων τῶν Συνόδων, οὔτε δικαίωμα
ἀρνησικυρίας.
3.
Σὲ καμία Οἰκουμενικὴ Σύνοδο δὲν παρέστη προσωπικὰ ὁ ἴδιος ὁ πάπας,
ἀλλὰ στὶς περισσότερες ἐκπροσωπήθηκε. Ἐπίσης, σὲ καμία Σύνοδο δὲν
προήδρευσαν οἱ τοποτηρητές του. Ἰδιαίτερη σημασία γιὰ τὸ ρόλο τοῦ πάπα
Ρώμης στὴ κοινωνία τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν ἔχει ἡ Ε΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ἡ
ὁποία, ἐκτός τοῦ θεολογικοῦ ζητήματος τῶν Τριῶν Κεφαλαίων, ἀπεφάνθη καὶ
ἐπὶ τοῦ ζητήματος αὐτοῦ καταδικάζοντας τὸν πάπα Βιγίλιο μετὰ τὴν
ἀδικαιολόγητη ἄρνησή του νὰ συνεδρεύσει μὲ τοὺς ἄλλους Πατριάρχες. Γιὰ
τὴν ἀρχαία Ἐκκλησία – στὴν Ἀνατολὴ καὶ τὴ Δύση – ὁ πάπας ὑπόκειται στὴ
συνοδικὴ δικαστικὴ κρίση καὶ ἐξουσία σὲ θέματα ὄχι μόνο πίστεως ἀλλὰ καὶ
κανονικῆς τάξεως.
4.
Τὸ κύριο ἔργο τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης στὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους ὡς
πρωτοθρόνου τῶν Πατριαρχῶν ἦταν νὰ διατυπώσει στὴ δογματική του
ἐπιστολή, ποὺ τρόπον τινὰ ἐπεῖχε θέση κεντρικῆς εἰσηγήσεως στὴ Σύνοδο,
τὴν ὀρθόδοξη πίστη καὶ ἐκκλησιαστικὴ παράδοση ἐπὶ τοῦ ἀνακύψαντος
θεολογικοῦ ζητήματος βάσει τῆς ὁποίας ἐπιστολῆς διεξάγονταν καί οἱ
συνοδικὲς συζητήσεις. Συνεπῶς, ἡ θέση τοῦ πάπα Ρώμης κατὰ τὴν ἐποχὴ τῶν
Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἦταν ἐντὸς τῶν Συνόδων καὶ ὄχι ὑπεράνω αὐτῶν. Μόνο
ὑπὸ τὴν προϋπόθεση τῆς συμμετοχῆς στὶς συνοδικὲς διαδικασίες ὁ πάπας
ἀναγνωριζόταν ὡς «κεφαλὴ καὶ πατέρας καὶ πρῶτος» τῶν συνεδρευόντων αὐτῷ ἐπισκόπων καὶ πατριαρχῶν . δὲν ἀποφαινόταν αὐτὸς καὶ οἱ ἄλλοι ὑπήκουαν, ἀλλὰ «διασκέπτεται … μαζὶ μὲ ὅλους».
Γ΄ Ὁ ἐπίσκοπος Ρώμης στὶς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων.
1.
Ἡ Ἐκκλησία ἐπεδίωκε μέσῳ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων νὰ ἀντιμετωπίσει τὴν
ἀλλοίωση τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καὶ τὴ διασάλευση τῆς ἐκκλησιαστικῆς
ἑνότητος ποὺ προκαλοῦσε ἡ δράση τῶν αἱρέσεων. Εἶναι προφανὲς ὅτι ἡ
συμμετοχή, ἡ συμφωνία καὶ ἡ συμπόρευση τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης καὶ
συνακόλουθα τῆς «μέχρι τῶν κλιμάτων τοῦ ὠκεανοῦ» Ἐκκλησίας του
στὶς συνοδικὲς ἀποφάσεις ἦταν ἀπαραίτητη, κυρίως γιὰ τὴ διατήρηση τῆς
ἑνότητος μὲ τὴν ἀποτροπὴ τῆς δημιουργίας σχίσματος. Ἔτσι, ὅταν αὐτὸ
ἐπιτυγχανόταν, ἦταν ἰδιαίτερα ἔκδηλη ἡ χαρὰ καὶ ὁ ἐνθουσιασμὸς τῶν
συνοδικῶν Πατέρων τά ὁποῖα ἐκφράζονταν μὲ ἔντονο τρόπο.
2.
Ἡ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἀποφαίνεται ὡς ἀπόλυτη ἐξουσία ἔχουσα χωρὶς νὰ
ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴ βούληση ἢ τὶς ἀποφάσεις μεμονωμένων προσώπων. Καὶ ἡ
πράξη αὐτὴ ἦταν ἀπολύτως ἀποδεκτὴ ἀπὸ τὸ σύνολο τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας σὲ
Ἀνατολὴ καὶ Δύση. Ἔτσι, λήφθηκαν ἀποφάσεις ἀπόντος τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης ἢ
ἀκόμα καὶ παρὰ τὴν κατηγορηματικὴ ἀντίθεσή του. Ἐπιπλέον, ἀκόμα καὶ
στὶς περιπτώσεις πού γίνονταν ἀποδεκτὲς οἱ προτάσεις του, εἶχε προηγηθεῖ
ἡ βάσανος τοῦ συνοδικοῦ ἐλέγχου μὲ βάσει τὴν μέχρι τότε ἐκκλησιαστικὴ
παράδοση καὶ, ἐφ’ ὅσον ἐξασφαλιζόταν ἡ συνοδικὴ συμφωνία, τότε γίνονταν
οἱ προτάσεις τοῦ Ρώμης ἀποδεκτὲς.
Στὴ «συνοδικὴ ψῆφο», τὸν Ὅρο τῆς Ε΄ Οἰκουμενικῆς, ἔχει καταγραφεῖ μὲ τὸν πλέον ἐπίσημο καὶ κατηγορηματικὸ τρόπο ἡ θέση τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας : «κατὰ
τὰς κοινάς συνδιασκέψεις τὸ φῶς τῆς ἀληθείας διαλύει τὰ σκότη τοῦ
ψεύδους, ἀφοῦ ἐκεῖ τίθενται ὑπὸ κρίσιν τὰ ἐξ ἑκατέρου μέρους
προτεινόμενα πρὸς συζήτησιν. Διότι εἰς τὰ ζητήματα πίστεως κανεὶς δὲν
ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ προδικάσει κάτι διὰ λογαρισμὸ τοῦ συνόλου τῆς
Ἐκκλησίας καθ’ ὅσον ὅλοι μας ἔχομεν τὴν ἀνάγκη τοῦ πλησίον μας».
Δὲν θὰ ἦταν ὑπερβολικὸ νὰ λέγαμε ὅτι ἡ Ε΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἐν Ἁγίῳ
Πνεύματι προεῖδε τὴν ἐξέλιξη τῆς Δύσεως καὶ δογμάτισε καταδικάζοντας
ρητῶς καὶ ἀπεριφράστως τὸ περὶ ἀλαθήτου δόγμα τῆς Α΄ Βατικανῆς: Γιὰ τὴ
Σύνοδο ὁ πάπας δὲ μπορεῖ νὰ εἶναι ἀλάθητος οὔτε ex sese, οὔτε ex
consensu Ecclesiae.
3.
Ἡ προκαθεδρία τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης, ἀλλὰ παράλληλα καὶ ἡ ἰσότητα τῶν
πέντε Πατριαρχῶν ἐπιμαρτυρεῖται καὶ ἀπὸ τοὺς «τύπους ὑπογραφῆς» τῶν
συνοδικῶν ἀποφάσεων. Ὅλοι οἱ πατριάρχες καθὼς καὶ οἱ ἐπίσκοποι
ὑπογράφουν στὸν αὐτὸ «τόπο» καὶ μὲ ἑνιαῖο τρόπο σύμφωνα μὲ τὰ πρεσβεῖα
τιμῆς τῶν πατριαρχικῶν Θρόνων. Ἀσφαλῶς ὡς πρωτόθρονος ὑπογράφει πρῶτος ὁ
ἐπίσκοπος Ρώμης. Ὁ πάπας οὐδέποτε διεκδίκησε, καὶ οὔτε θὰ μποροῦσαν νὰ
τοῦ χορηγήσουν ἰδιαίτερο τύπο ὑπογραφῆς.
Δ. Ὁ ἐπίσκοπος Ρώμης καὶ οἱ Ἱεροὶ Κανόνες.
1.
Οἱ ἱεροὶ Κανόνες ὡς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἀπηχοῦν ἀλλὰ
ταυτόχρονα καὶ διαμορφώνουν τὸ ἦθος καὶ τὴν πράξη τῆς Καθολικῆς
Ἐκκλησίας. Συνεπῶς, δὲν μπορεῖ νὰ γίνει ἀποδεκτὴ ἡ περιφρόνηση τοῦ
οἰκουμενικοῦ κύρους καὶ τῆς ἰσχύος τῶν κανόνων.
2. Βασικοὶ κανόνες ποὺ ἀναφέρονται στὰ πρεσβεῖα τιμῆς τῶν πρωτοθρόνων πατριαρχικῶν Ἐκκλησιῶν εἶναι οἱ A-6, A-7, Β-3, Δ-28 καὶ Στ-36.
Ὁ πλέον καθοριστικὸς γιὰ τὴ θέση τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης στὴν ἀρχαία
Ἐκκλησία, εἶναι ὁ Δ-28, ὁ ὁποῖος ἑρμηνεύει τὸν Β-3 καὶ ἀποτελεῖ τὴ βάση
τοῦ Στ-36. Ἡ σπουδαιότητα τοῦ Δ-28 ἔγκειται στὸ περιεχόμενό του ἀλλὰ καὶ στὴ διαδικασία ἐκδόσεως.
α) Ἀναφορικὰ μὲ τὸ περιεχόμενο : περιβάλλει μεν μὲ κανονικὸ κῦρος τὰ πρεσβεῖα τιμῆς τῆς Ρώμης, χορηγώντας στὸν Κωνσταντινουπόλεως «τὰ ἴσα πρεσβεῖα»
μὲ αὐτὰ τοῦ Ρώμης, ἀλλὰ παράλληλα προσβάλλει τὸ καιριότερο σημεῖο ἐπὶ
τοῦ ὁποίου στηρίζεται ἡ – κατὰ τὴ Ρώμη – ὑπεροχὴ τοῦ παπικοῦ θρόνου
ἔναντι τῶν ἄλλων πατριαρχικῶν θρόνων: τὴν «πέτρεια» ἀποστολικότητα καὶ
τὴν «θείῳ δικαίῳ» χορήγηση τοῦ πρωτείου ἐξουσίας ἐφ’ ὁλοκλήρου τῆς
Ἐκκλησίας.
β) Ὡς πρὸς τὴ διαδικασία ἐκδόσεως:
Ἡ ὑπὸ τὸν Μ. Λέοντα κατηγορηματικὴ ἀντίθεση καὶ οἱ ἔντονες ἀντιδράσεις
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης ὄχι μόνο δὲν ἀκύρωσαν τὸν Δ-28, ἀλλὰ οὔτε καὶ
μείωσαν τὸ κῦρος, τὴν ἰσχὺ καὶ τὴν οἰκουμενικότητά του. Καὶ αὐτὸ ἦταν
αὐτονόητο γιὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ τάξη, διότι ἦταν ἀδιανόητη γιὰ τὴν
ἀρχαία Ἐκκλησία ἀκύρωση συνοδικῆς ἀποφάσεως καὶ μάλιστα Οἰκουμενικῆς
Συνόδου ἀπὸ μία Τοπικὴ Ἐκκλησία ἢ ἕνα πρόσωπο. Δὲν ἀναγνωριζόταν οὔτε
στὸν πάπα τῆς Ρώμης κάποιο δικαίωμα ἐγκρίσεως ἢ ἀπορρίψεως τῶν Συνοδικῶν
ἀποφάσεων . ἀντιθέτως αὐτὸς ὑποχρεωνόταν σὲ συμμόρφωση.
3. Οἱ ρωμαϊκὲς ἀντιλήψεις πού μὲ ἰδιαίτερο σθένος ὑποστήριξε ὁ πάπας Μ. Λέων περὶ «πετρείου»
ἀποστολικότητος τῶν Ἐκκλησιῶν Ρώμης, Ἀλεξανδρείας καὶ Ἀντιοχείας καὶ
τῆς, λόγῳ αὐτῆς τῆς ἀποστολικότητος, χορηγήσεως σέ αὐτές πρεσβείων δὲν
ἀπέκτησαν κανένα κανονικὸ ἔρεισμα καὶ οὔτε ἄσκησαν κάποια ἐπίδραση στὴ
ζωὴ τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας. Ἀκόμα καὶ ἡ ἴδια ἡ Ρώμη δὲν τὶς ἀποδέχθηκε ἐν
τῇ πράξει καὶ σύντομα τὶς ἐγκατέλειψε.
4. Ἡ
Στ΄ ἐν Τρούλλῳ (Πενθέκτη) Οἰκουμενικὴ Σύνοδος σὲ πέντε κανόνες
καταδικάζει ἔθιμα ποὺ εἶχαν ἐπικρατήσει στὴν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης.
Ε. Ὁ ἐπίσκοπος Ρώμης στὴν Ἀνατολὴ καὶ τὴ Δύση· «ἡ ἀρχὴ τῆς ποικιλίας ἐν τῇ ἑνότητι».
Ε. Ὁ ἐπίσκοπος Ρώμης στὴν Ἀνατολὴ καὶ τὴ Δύση· «ἡ ἀρχὴ τῆς ποικιλίας ἐν τῇ ἑνότητι».
Στὸν
ἐπίσημο Θεολογικὸ Διάλογο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μὲ τὴ Ρώμη ἔχει
κατατεθεῖ ὡς πρόταση γιὰ τὴν ὑπέρβαση τοῦ ἀδιεξόδου ποὺ δημιουργοῦν τὰ
παπικὰ δόγματα στὴν ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν ἡ περίφημη «ἀρχὴ τῆς ποικιλίας ἐν τῇ ἑνότητι». Ἡ πρόταση αὐτὴ, κατά τοὺς εἰσηγητές της, βασίζεται στὴν ἀπόφαση τῆς Συνόδου τῆς Κωνσταντινουπόλεως 879-880(1), ἀλλὰ μέ τόν τρόπο πού προτείνεται, οὐσιαστικὰ ὑλοποιεῖ τὸ «περὶ Οἰκουμενισμοῦ»(2) Διάταγμα τῆς Β΄ Βατικανῆς(3)
καὶ ἀναζητεῖ τὴν ἑνότητα τῶν Ἐκκλησιῶν ἐν τῇ ποικιλομορφίᾳ τῶν
δογμάτων. Δηλαδή, οἱ μὲν Δυτικοὶ νὰ ἀποδέχονται τὸ περὶ τοῦ Ἀπ. Πέτρου
δόγμα καὶ τὰ δόγματα τοῦ παπικοῦ πρωτείου καὶ ἀλαθήτου, ὅπως ἔχουν
διατυπωθεῖ στὶς Α΄ καὶ Β΄ Βατικανὲς Συνόδους, χωρὶς ὅμως τὴν ἀπαίτηση νὰ
τὰ ἐπιβάλουν στὴν Ἀνατολή, οἱ δὲ Ὀρθόδοξοι νὰ μποροῦν νὰ μὴν τὰ
ἀποδέχονται, ἀλλὰ καὶ νὰ μὴν τὰ χαρακτηρίζουν ὡς αἱρετικὴ ἐκτροπὴ ἀπὸ
τὴν ἀρχαία πίστη καὶ πράξη τῆς Ἐκκλησίας, κατὰ τή διατύπωση τοῦ τότε
Καρδιναλίου J. Ratzinger καὶ μετέπειτα πάπα Βενεδίκτου XVI(4)!
Σύμφωνα μέ τήν πρόταση αὐτή καὶ ἡ ἀρχαία Ἐκκλησία ἔτσι πολιτεύτηκε: ἡ
μὲν Δύση ἀποδεχόταν τὸ παπικὸ πρωτεῖο ἐξουσίας χωρὶς νὰ τὸ ἐπιβάλει
στὴν Ἀνατολὴ καὶ ἡ Ἀνατολὴ ἀνεχόταν τὴ διαφοροποίηση αὐτὴ τῆς Δύσεως
χωρὶς νὰ τὴν καταδικάζει ὡς ἐκκλησιολογικὴ ἐκτροπὴ· διαφορετικὰ πίστευε ἡ
Ἀνατολὴ καὶ ἡ Δύση καὶ παρ’ ὅλα αὐτὰ εἴμαστε σὲ πλήρη ἐκκλησιαστικὴ
κοινωνία(5)· ἢ μὲ ἄλλα λόγια «ἡ νόμιμη διαφορὰ δὲν
εἶναι καθόλου ἀντίθετη στὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, μάλιστα αὐξάνει τὸ
κόσμημά της καὶ συντελεῖ ὄχι λίγο στὴν ἐκπλήρωση τῆς ἀποστολῆς της»(6).
Πρὶν
προβοῦμε στὴν ἀπαραίτητη σύντομη κριτικὴ στὴν πρόταση αὐτὴ εἶναι
ἀπαραίτητο νὰ ἀποκρυπτογραφήσουμε τὴν πραγματικὴ διάστασή της. Ἰδιαίτερα
ἀποκαλυπτικὸς ὡς πρὸς τὸ σημεῖο αὐτὸ ἦταν ὁ λόγος τοῦ πάπα Ἰωάννη
Παύλου Β΄ στοὺς Καθολικοὺς Ἀνατολικοὺς Πατριάρχες (Οὐνίτες) τὴν
29.9.1998.
Εἶπε μεταξὺ ἄλλων ὁ πάπας στοὺς Οὐνίτες Πατριάρχες: «Σᾶς
ζητῶ νὰ παράσχετε τὴ βοήθειά σας στὸν πάπα ἐν ὀνόματι τῆς ὑπευθυνότητας
στὴν ἐπανασύσταση τῆς πλήρους κοινωνίας μὲ τὶς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες (OL §
24). Εἶσθε ὑπεύθυνοι διότι εἶσθε οἱ Πατριάρχες τῶν Ἐκκλησιῶν, οἱ ὁποῖες
μοιράζονται μὲ τὴν Ὀρθοδοξία ἕνα μεγάλο μέρος τῆς θεολογικῆς,
λειτουργικῆς, πνευματικῆς καὶ κανονικῆς παραδόσεως. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ
ἐπιθυμῶ οἱ Ἐκκλησίες σας νὰ εἶναι καθ’ ὁλοκληρίαν συνεργάτες στὸν
οἰκουμενικὸ διάλογο τῆς ἀγάπης καὶ στὸν θεολογικὸ διάλογο, εἴτε σὲ
τοπικὸ εἴτε σὲ παγκόσμιο ἐπίπεδο» καὶ συνέχισε ὁ πάπας «Ὁ ἰδιαίτερος ρόλος τῶν Καθολικῶν Ἀνατολικῶν Ἐκκλησιῶν (σημ. συντ: Οὐνιτῶν) ἀντιστοιχεῖ σὲ αὐτὸν πού παραμένει κενὸς λόγῳ τῆς ἐλλείψεως πλήρους κοινωνίας μετὰ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν.
Τόσο τὸ διάταγμα Orientalium Εcclesiarum τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου, ὅσο
καὶ ἡ Ἀποστολικὴ Διάταξη Sacri Canones (σ. ΙΧ-Χ) μὲ τὴν ὁποία
δημοσιεύθηκε ὁ CCEO κατέστησαν σαφὲς πόσο ἡ ὑφιστάμενη κατάστασις καὶ οἱ
κανόνες οἱ ὁποῖοι τὴν διέπουν εἶναι προσανατολισμένοι πρὸς τὴν πλήρη
κοινωνία τὴν τόσο ἐπιθυμητὴ μεταξύ τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν
Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Ἡ συνεργασία σας μὲ τὸν πάπα θὰ ἀποδείξει στὶς
Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ὅτι ἡ παράδοση τῆς ‘’συνεργείας’’ μεταξὺ Ρώμης καὶ
τῶν Πατριαρχείων συνεχίζει νὰ ὑφίσταται – ἂν καὶ περιορισμένη καὶ
τετρωμένη – καὶ μπορεῖ ἀκόμη νὰ ἀναπτυχθεῖ γιὰ τὸ καλό τῆς μιᾶς
Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἐκτείνεται σὲ ὁλόκληρη τὴ γῆ»(7).
Τὰ ἀνωτέρω καθιστοῦν σαφὲς ὅτι ἡ Ρώμη ἐπιθυμεῖ καὶ ἐπιδιώκει – παρὰ τὶς περὶ τοῦ ἀντιθέτου διαβεβαιώσεις(8) – ἡ πλήρης κοινωνία μὲ τὴν Ὀρθοδοξία νὰ ἐπιτευχθεῖ βάσει μιᾶς βελτιωμένης ἐκδόσεως τῆς Οὐνίας(9) πού νὰ μπορεῖ νὰ περιλαμβάνει καὶ τοὺς Ὀρθοδόξους(10). Πρὸς αὐτὴ τὴ στόχευση ἡ συμβολὴ τῆς ἀρχῆς τῆς «ποικιλίας ἐν τῇ ἑνότητι» εἶναι καθοριστική(11), παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι οὔτε ἱστορικὰ ἐπιβεβαιώνεται, οὔτε θεολογικὰ μπορεῖ νὰ γίνει ἀποδεκτή, ὅπως παρουσιάζεται.
Ἡ
μελέτη τῶν πρακτικῶν καὶ τῶν ἀποφάσεων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων
καταδεικνύει ὡς ἱστορικὰ ἀνεπέρειστο τὸν ἰσχυρισμὸ ὅτι στὴν ἀρχαία
Ἐκκλησία τῆς α΄ χιλιετίας διαφορετικὰ πίστευε ἡ Ἀνατολὴ καὶ ἡ Δύση
ἀναφορικὰ μὲ τὴ θέση τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης. Ἀντίθετα προκύπτει μὲ σαφήνεια
ὅτι παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ἀναγνωριζόταν στὴν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης ἡ ἐκ τοῦ
Ἀπ. Πέτρου καταγωγή, ἐν τούτοις ἀκόμη καὶ στὴν ἴδια τὴ Δυτικὴ-Λατινικὴ
Ἐκκλησία δὲν ἦταν ἀποδεκτὴ καμία μορφὴ παπικῆς ὑπεροχικῆς δικαιοδοσίας
(πρωτεῖο ἐξουσίας) ἐφ’ ὁλοκλήρου τῆς Ἐκκλησίας, οὔτε ἀναγνωριζόταν στὸν
πάπα ἀποκλειστικὸ δικαίωμα στὴν ἔκφραση τῆς πίστεως, καὶ μάλιστα
ἀλάθητο. Ὑπενθυμίζουμε ἐπιγραμματικὰ :
1.
Τὴν ἀποδοχὴ ἐκ μέρους καὶ τῶν παπικῶν λεγάτων τοῦ συνοδικοῦ ἐλέγχου
τῶν δογματικῶν ἐπιστολῶν τῶν παπῶν Μ. Λέοντος, Ἁγ. Ἀγάθωνος καὶ Ἁγ.
Ἀδριανοῦ μὲ τὸ ἐρώτημα ἂν εἶναι σύμφωνες μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση.
2.
Τὶς ἀπόψεις τοῦ πάπα Ἁγ. Λέοντος τοῦ Μεγάλου ἐναντίον τοῦ Δ-28, οἱ
ὁποῖες δὲν ἔγιναν ἀποδεκτὲς οὔτε ἀπὸ διαδόχους του καὶ σύντομα
ἐγκαταλή-φθηκαν καὶ στὴ Δύση μέχρι τήν ἐποχή τοῦ Σχίσματος.
3.
Τὴν ἄρνηση κατ’ ἀρχήν τῶν δυτικῶν λατίνων ἐπισκόπων νὰ ἀποδεχθοῦν
τὶς περὶ πίστεως ἀποφάσεις τοῦ πάπα Ρώμης Βιγιλίου καὶ συνακόλουθα τὶς
κατ’ ἐπανάληψιν καταδικαστικὲς ἀποφάσεις Δυτικῶν Συνόδων (πρὸ καὶ μετὰ
τὴν Ε΄ Οἰκουμενικὴ) ἐναντίον τοῦ συγκεκριμένου πάπα.
4.
Τὴν κατ’ ἐπανάληψιν ἐκφρασθεῖσα αὐτοσυνειδησία τοῦ ἰδίου τοῦ πάπα
Βιγιλίου, ὁ ὁποῖος ποτὲ δὲν διεκδίκησε κάποια, δῆθεν θείῳ δικαίῳ,
ὑπερέχουσα ἐξουσία ἢ «πέτρειο» αὐθεντία βάσει τῆς ὁποίας
ὑπεχρεοῦτο ἡ Ἐκκλησία καὶ οἱ λοιποὶ Πατριάρχες νὰ πειθαρχήσουν σ’ αὐτόν.
Ἐπίσης, ὁ πάπας Βιγίλιος δὲν ἔθεσε θέμα ἀντικανονικότητος ἢ ἀκυρότητος
τῆς Ε΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου λόγῳ τῆς διαφωνίας καὶ ἀπουσίας του.
Ἀντίθετα, ὑποσχέθηκε ρητῶς ὅτι θὰ συμμορφωθεῖ στὴν ὅποια περὶ πίστεως
ἀπόφαση τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ θεώρησε δίκαιη τὴν κατ’ αὐτοῦ
καταδικαστικὴ ἀπόφασή της.
5.
Τό ὅτι ἡ σύγκληση ὑπὸ τὴν προεδρία τοῦ πάπα Ἁγ. Ἀγάθωνα τῆς Συνόδου
τῶν 125 ἐπισκόπων ἀπὸ ὅλες τὶς περιοχὲς δικαιοδοσίας τοῦ Πατριαρχείου
τῆς Ρώμης γιὰ τὴ συνοδικὴ ἀντιμετώπιση καὶ ἀπόφανση ἐπὶ τῆς αἱρέσεως τοῦ
μονοθελητισμοῦ δείχνει τὴν πράξη καὶ τὸ στέρεο ἐκκλησιολογικὸ ἦθος τῆς
ἀρχαίας Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης. Ἐνδεικτικὴ εἶναι καὶ ἡ ἀναφορὰ τῆς Συνόδου
τῆς Ρώμης ὅτι «ἐμεῖς μὲ πολὺ κόπο συγκεντρωθήκαμε» ἀπὸ «τῶν κλιμάτων τοῦ ὠκεανοῦ» μὲ σκοπὸ νὰ συνδιασκεφθοῦμε ἐν Συνόδῳ «ἵνα
ἐξ ὅλης τῆς κοινότητος τῆς δουλικῆς ἡμῶν συνόδου ἡ ἡμετέρα ἀναφορὰ
γενήσoιτο. μήπως ἐὰν μονομερῶς τὸ πραττόμενον γνωσθήσηται, τὸ μέρος
λάθῃ».
6. Τὴ σύμπραξη τῆς Ρώμης στὴν καταδίκη τοῦ πάπα Ὁνωρίου στὴν Στ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο.
7.
Ὅτι ἡ Δύση ἀποδέχονταν τὸν καθοριστικό ρόλο τοῦ αὐτοκράτορα στὸ
διαδικαστικὸ μέρος τῆς Συνόδου καὶ ποτέ δέν ἐπέμεινε στὴ ἀνάληψη τῆς
προεδρίας τῶν Οἰκουμενικῶν ἀλλὰ καὶ τῶν τοπικῶν Συνόδων τῆς Δύσεως ἀπὸ
τοὺς παπικοὺς ἀποκρισαρίους.
8.
Ὅτι μία σειρὰ κανόνων τοπικῶν Συνόδων καὶ Ἁγ. Πατέρων ἐπικυρωμένων
ἀπὸ τὸν Στ-2 καὶ Ζ-1 ἐπιμαρτυροῦν ὅτι στὴν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης καὶ στὸν
ἐπίσκοπό της καὶ ἡ ἀρχαία Δυτικὴ-Λατινικὴ Ἐκκλησία ἀναγνώριζε, ὅπως καὶ ἡ
Ἀνατολή, μεγάλο σεβασμὸ καὶ πρωτεῖο τιμῆς, ἀλλὰ ὄχι πρωτεῖο
δικαιοδοσίας ἢ καὶ ἀλαθήτου καθορισμοῦ τῆς πίστεως . τὰ πρακτικὰ τῶν ἐν
Καρθαγένῃ Συνόδων τῆς λατινικῆς βορειοαφρικανικῆς Ἐκκλησίας καὶ οἱ
ἀποφάσεις τους γιὰ ἀπαγόρευση τῆς ἐκκλήτου προσφυγῆς στὴ Ρώμη ἢ ἡ
διένεξη μεταξύ τοῦ πάπα Ἁγ. Στεφάνου καί τοῦ Ἁγ. Κυπριανοῦ Καρχηδόνος
γιὰ τὸ βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν αὐτὸ ὑποδηλώνουν.
9.
Τέλος, ὁ ἐπίλογος τῆς ἐπιστολῆς τῆς Συνόδου τῆς Καρθαγένης εἶναι ὁ
πλέον ἐκφραστικός τοῦ κινδύνου πού διέβλεπαν οἱ λατῖνοι Πατέρες τῆς Β.
Ἀφρικῆς κάτω ἀπὸ τὴν, ἐν τῇ γενέσει της, ἀπαίτηση τῆς Ρώμης γιὰ
ἐπέκταση τῆς δικαιοδοσίας της στὴν κρίση τῶν ἐπισκόπων τῆς Ἀφρικῆς: «Ἐκβιβαστάς
τοίνυν κληρικοὺς ὑμῶν τινῶν αἰτούντων μὴ θέλετε ἀποστέλλειν, μήτε
παραχωρεῖν, ἵνα μὴ τὸν καπνώδη τῦφον τοῦ κόσμου δόξωμεν εἰσάγειν τῇ τοῦ
Χριστοῦ ἐκκλησίᾳ, ἣτις τὸ φῶς τῆς ἁπλότητος καὶ τῆς ταπεινοφροσύνης τὴν
ἡμέραν τοῖς τὸν Θεὸν ἰδεῖν ἐπιθυμοῦσι προσφέρει».
Τὰ
ἀνωτέρω ἐπιβεβαιώνουν ὅτι καί στή Δυτικὴ Ἐκκλησία κατὰ τὴν ἐποχὴ τῶν
Οἰκουμενικῶν Συνόδων δὲν ἀναγνωριζόταν στὸν ἐπίσκοπο Ρώμης «πέτρειο πρωτεῖο» ἢ «πέτρειο λειτούργημα ἑνότητος»,
οὔτε κάποια ὑπερέχουσα ἐξουσία ἐφ’ ὅλης τῆς Ἐκκλησίας ἢ τὸ δικαίωμα
τῆς ἀλαθήτου ἐκφράσεως τῆς πίστεως. Ἔτσι, οἱ σποραδικὲς ἐκφράσεις
παπικῶν ἀντιπροσώπων ἢ ὁρισμένων ἐπιστολῶν καὶ ἂν ἀκόμα ἑρμηνευθοῦν ὡς
δηλωτικὲς ἀπαιτήσεως κάποιου πρωτείου ἐξουσίας δὲν ἐξέφραζαν σύνολη τὴ
Δυτικὴ Ἐκκλησία, οὔτε ἀπηχοῦσαν τὴ δυτικὴ θεολογία σὲ ὅλη τὴν ἔκταση
δικαιοδοσίας τοῦ Πατριαρχείου τῆς Ρώμης κατὰ τὴν ἐποχὴ τῶν Οἰκουμενικῶν
Συνόδων. Συνεπῶς, κατά τοὺς ὀκτὼ πρώτους αἰῶνες τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας
στὶς βασικὲς ἐκκλησιολογικὲς ἀρχὲς γιὰ τὸν ρόλο τῶν ἐπισκόπων τῶν
πρωτοθρόνων Ἐκκλησιῶν συμπεριλαμβανομένου καὶ τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης ὑπῆρχε ταυτότητα ἀπόψεων μεταξὺ Ἀνατολῆς καί Δύσεως.
Ἐπὶ
πλέον δέ, καὶ ἂν ἀκόμα θεωρήσουμε ὅτι ὑπῆρχε σημαντικὴ διάσταση ἀπόψεων
Ἀνατολῆς - Δύσεως κατὰ τοὺς ὀκτὼ πρώτους αἰῶνες, ἀναφορικὰ μὲ τὴν οὐσία
καὶ τὸ ρόλο τοῦ τιμητικοῦ πρωτείου τοῦ Ρώμης – γεγονὸς ποὺ ὅπως
καταδείξαμε δέν ἐπιβεβαιώνεται ἀπὸ τὰ πρακτικὰ καὶ τὶς ἀποφάσεις τῶν
Οἰκουμενικῶν Συνόδων – θὰ πρέπει νὰ ἐπισημάνουμε ὅτι ἡ διαφορὰ μὲ τὴ
σημερινὴ πραγματικότητα εἶναι ἀβυσσαλέα μετὰ τὴ δογματοποίηση τῆς δῆθεν
ὑπεροχικῆς ἐξουσίας τοῦ Ἀπ. Πέτρου ἐπὶ τῶν ἄλλων Ἀποστόλων καὶ τοῦ
παπικοῦ πρωτείου καὶ ἀλαθήτου στὶς Α΄ καὶ Β΄ Βατικανὲς Συνόδους! Τότε
εἴχαμε ἀντιμέτωπες ἁπλὲς δηλώσεις ἢ ἑρμηνεῖες· σήμερα, μετὰ τίς δύο
αὐτές Βατικανές Συνόδους, ἔχουμε – κατά τή Ρώμη – κεφαλαιώδη δόγματα
πίστεως πού ἀνήκουν στὴν «οὐσιαστικὴ καὶ ἀμετάκλητο δομὴ τῆς Ἐκκλησίας»
καὶ ἡ ἄρνηση τῶν ὁποίων, ὡς ἐκ τούτου, ἐπισύρει ἀναθεματισμοὺς τῆς
«οἰκουμενικῆς» Α΄ Βατικανῆς, ποὺ παραμένουν σὲ ἰσχὺ καὶ μέ τὴ Β΄
Βατικανὴ «οἰκουμενικὴ» Σύνοδο.
Κατά
συνέπεια, ἡ προσπάθεια κύκλων τινῶν νὰ παρουσιάσουν τὰ παπικὰ δόγματα
τῆς Α΄ Βατικανῆς ὡς τῆς αὐτῆς βαρύτητος μὲ κάποιες ἀπὸ τὶς δηλώσεις τῶν
παπικῶν λεγάτων ἢ τῶν παπικῶν ἐπιστολῶν τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας εἶναι
σαφῶς παραπειστική.
Ἐπίσης, ἡ ἐφαρμογὴ τῆς «ἀρχῆς τῆς ποικιλίας ἐν τῇ ἑνότητι»
ὄχι σὲ ἥσσονος σημασίας ἐκκλησιαστικὰ ἔθιμα, ἀλλὰ σὲ βασικὰ
ἐκκλησιολογικὰ δόγματα ποὺ ἅπτονται τῆς ἴδιας τῆς δομῆς καὶ ὑποστάσεως
τῆς Ἐκκλησίας(12) εἶναι καὶ ἀπὸ ἐκκλησιολογικῆς ἀπόψεως
ἀπαράδεκτη. Ἐάν, σύμφωνα μὲ τὴν παπικὴ ἐκκλησιολογία τῆς Β΄ Βατικανῆς, ἡ
ἄρνηση τῶν παπικῶν δογμάτων καταδεικνύει σοβαρὸ ἐκκλησιολογικὸ ἔλλειμμα(13)
τότε δὲν ἔχουμε Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, διότι εἶναι ἐντελῶς ἀδιανόητη ἡ
ὕπαρξη Ἐκκλησίας μὲ ἐκκλησιολογικὲς ἐλλείψεις! Ἐπιπλέον, εἶναι ἀδιανόητο
τὸ δυτικὸ μέρος τῆς ὑπὸ σύσταση(;) νέας «ἑνωμένης Ἐκκλησίας» νὰ θεωρεῖ
ὡς ἐκκλησιολογικῶς θεμελιώδη δόγματα τὰ περὶ τοῦ Ἀπ. Πέτρου καὶ τοῦ
παπικοῦ πρωτείου καὶ ἀλαθήτου (σύμφωνα μέ τήν Α΄ καί τή Β΄ Βατικανή)
καὶ τὸ ἀνατολικὸ τμῆμα νὰ τὰ ἀρνεῖται. Οὐδέποτε στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας
τοῦ Χριστοῦ τὰ δόγματα πίστεως ἦσαν ὑποχρεωτικά γιὰ ὅλους τούς πιστοὺς
μόνο μιᾶς συγκεκριμένης ἐδαφικῆς περιοχῆς (ἢ ρυθμοῦ!), ἐνῶ σὲ ἄλλη
περιοχή ὑπῆρχε ἡ δυνατότητά μὴ ἀποδοχῆς τους. Δὲν νοεῖται νὰ ἀνήκουμε
στὴν ἴδια «ἑνωμένη Ἐκκλησία» καὶ οἱ μὲν Δυτικοί νὰ δέχονται ὡς δόγμα
πίστεως ἀναγκαῖο γιὰ τὴ σωτηρία ὅτι ὁ πάπας εἶναι ἀλάθητος, ὅταν
ἀποφαίνεται ex cathedra, οἱ δὲ λοιποί κατηγορηματικὰ νὰ τὸ ἀρνοῦνται.
Καθίσταται λοιπόν προφανὲς ὅτι εἶναι ἀδιανόητη γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἡ ἀρχὴ τῆς «ποικιλίας ἐν τῇ ἑνότητι», ὅπως ἐσχάτως ἔχει νοηματοδοθεῖ, καὶ ἡ ἐξ αὐτῆς ἀπορρέουσα πρόταση τοῦ καρδιναλίου, τότε, καὶ μετέπειτα πάπα Βενεδίκτου ΧVI.
Ἂν λοιπὸν ἡ «ἀρχὴ τῆς ποικιλίας ἐν τῇ ἑνότητι»,
ὅπως παρουσιάζεται τελευταῖα, δὲ μπορεῖ νὰ ἐφαρμοστεῖ γιὰ τὴν
πολυπόθητη ἕνωση Ἀνατολῆς-Δύσεως, ποιὰ θὰ ἦταν ἡ ἐνδεδειγμένη πρόταση
γιὰ τὴν ὑπέρβαση τῆς διαιρέσεως μεταξὺ τῶν Χριστιανῶν; Νομίζω πώς
μοναδική ἐλπίδα γιὰ τὴν ἀποκατάσταση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας
ἀποτελεῖ ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο ἡ εἰλικρινὴς μετάνοια, ἡ ὁποία
προϋποθέτει - καὶ ταυτόχρονα πραγματώνεται μὲ - τὴν ἐν ταπεινώσει
ἐπιστροφὴ στὶς βασικὲς θεολογικὲς ἀρχὲς καὶ προϋποθέσεις μὲ τὶς ὁποῖες
ἔζησε ἡ Ἐκκλησία τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Ἡ ταπείνωση θὰ ἑλκύσει τὴ
θεία Χάρη και τότε θὰ πραγματοποιηθεῖ ὄχι ἕνας ἀδόκιμος διπλωματικὸς
συμβιβασμὸς μὲ ἀμφίσημες διατυπώσεις, ὁ ὁποῖος θὰ προσθέσει μόνο πικρία
καὶ προβλήματα, ἀλλὰ ἡ πραγματικὴ καὶ γνήσια «ἑνότητα πίστεως καὶ κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».
Πάτρα 1 . 9 . 2016
____________________________________________________________
* Τό παρόν ἄρθρο εἶναι τά ἐπιλεγόμενα τῆς διπλωματικῆς ἐργασίας (master) τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου Ἀναστασίου Γκοτσοπούλου, Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης καί ὁ ἐπίσκοπός της στά πρακτικά καί στίς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, 2016, σ.σ. 400. Γιά τήν ἀπαραίτητη τεκμηρίωση στίς πηγές παραπέμπουμε στήν ἔκδοση.
(1) MANSI 17, 489B : «Ἡ
ἁγία σύνοδος εἶπεν· ἕκαστος θρόνος ἔχει ἀρχαῖά τινα παραδεδομένα ἔθη.
καὶ οὐ χρὴ περὶ τούτων πρὸς ἀλλήλους διαφιλονικεῖν καὶ ἐρίζειν.
φυλάττει μὲν γὰρ ἡ τῶν Ρωμαίων ἐκκλησία τά ἔθη αὐτῆς καὶ προσῆκον ἐστι.
φυλάττει δὲ καὶ ἡ Κωνσταντινοπολιτῶν ἐκκλησία ἴδιά τινα ἔθη ἄνωθεν
παραλαβοῦσα· ὡσαύτως καὶ οἱ τῆς Ἀνατολῆς θρόνοι». Ἡ Σύνοδος ὅμως,
ὅπως στὴ συνέχεια ἀναφέρεται, ὁμιλεῖ γιὰ τὴν ἀθρόον χειροτονία καὶ ὄχι
γιὰ κεφαλαιώδους σημασίας θεολογικὰ ζητήματα τὰ ὁποῖα ἅπτονται τῆς ἴδια
τῆς δομῆς καὶ τῆς οὐσίας τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς πίστεως ὅπως εἶναι τὰ
παπικὰ δόγματα γιὰ τὴ Ρώμη.
(2) Ἀναλυτικότερα γιά τήν ἐκκλησιολογία τοῦ UR ἀπό Ὀρθοδόξου πλευρᾶς, βλ. Π. Χίρς, Ἡ ἐκκλησιολογικὴ ἀναθεώρηση τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου, Uncut Mountain Press, Πετροκέρασα Θεσσαλονίκης 2014.
(3) «Μποροῦμε
ἀνεπιφύλακτα νὰ ποῦμε ὅτι στὴν “καρδιὰ” τοῦ Διατάγματος συναντοῦμε τὸ
θέμα τῆς ἑνότητας καὶ τῆς διαφορετικότητας. Καὶ παρόλο ποὺ τὸ θέμα αὐτὸ
δὲν ἐκτίθεται ἔκδηλα στὰ τρία κεφάλαια τοῦ κειμένου, ὡστόσο αὐτὸ
διαφαίνεται ὡς τρόπος ἀναγνώσεως καὶ συνοχῆς ὅλου τοῦ κειμένου», βλ. W. Henn, «At the Heart of Unitatis Redintegratio. Unity in Diversity», Gregorianum 88(2007) 2, 330 κἑ. «Διάταγμα γιὰ τὸν Οἰκουμενισμό», §16-18, στὸ Ἡ Β΄ Βατικανὴ Σύνοδος. Διατάξεις-Διατάγματα-Δηλώσεις-Μηνύματα,
ἐπιμ. Ἰω. Ἀσημάκης - Λ. Κισκινής, Analecta Theologica 8, ἔκδ.
Ἀποστολικὸν Βικαριᾶτον Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 2012, σ. 483: «Ἤδη
ἀπὸ τὶς ἀπαρχές, οἱ Ἐκκλησίες τῆς Ἀνατολῆς ἀκολουθοῦσαν δική τους
κανονικὴ τάξη, ἐπικυρωμένη ἀπὸ τοὺς ἁγίους Πατέρες καὶ ἀπὸ τὶς Συνόδους,
ἀκόμα καὶ τὶς Οἰκουμενικές. Μία κάποια διαφορετικότητα ἐθίμων καὶ
συνηθειῶν, ὅπως προείπαμε, δὲν ἀντιβαίνει στὸ ἐλάχιστο στὴν ἑνότητα τῆς
Ἐκκλησίας, μάλιστα αὐξάνει τὴν ὡραιότητά της καὶ ἀποτελεῖ ἀνεκτίμητη
βοήθεια στὴν ἐκπλήρωση τῆς ἀποστολῆς της. Γι’ αὐτὸ ἡ ἱερὴ Σύνοδος, γιὰ
νά ἐκλείψει κάθε ἀμφιβολία, δηλώνει ὅτι οἱ Ἐκκλησίες τῆς Ἀνατολῆς, μὲ
ἐπίγνωση τῆς ἀναγκαίας ἑνότητας ὅλης τῆς Ἐκκλησίας, ἔχουν τὴν ἐξουσία νὰ
ρυθμίζουν τὴ δική τους κανονικὴ τάξη, ὡς περισσότερο ἁρμόζουσα στὸν
χαρακτήρα τῶν πιστῶν τους καὶ καταλληλότερη γιὰ νὰ προάγει τὸ καλὸ τῶν
ψυχῶν. Ἡ τέλεια τήρηση αὐτῆς τῆς παραδοσιακῆς ἀρχῆς, ἡ ὁποία εἶναι
ἀλήθεια δὲν τηρήθηκε πάντοτε, ἀνήκει σὲ ἐκεῖνα τὰ πράγματα ποὺ
ἀπαιτοῦνται ἀπολύτως ὡς προϋπόθεση γιὰ τὴν ἀποκατάσταση τῆς ἑνότητας.
Αὐτὸ ποὺ εἰπώθηκε πρὶν γιὰ τὴ νόμιμη διαφορετικότητα πρέπει νὰ
ἐφαρμοστεῖ καὶ στὴ διαφορετικὴ διατύπωση τῶν θεολογικῶν διδασκαλιῶν»,
βλ. καί Παπικὴ Ἐγκύκλιος Ἐπιστολὴ «Ἵνα πάντες ἓν ὦσιν» («Ut unum sint»)
τοῦ Ἁγίου Πατρὸς Ἰωάννου Παύλου Β΄ γιὰ τὸ οἰκουμενικὸ καθῆκον, 25 Μαΐου
1995, Libreria Editrice Vaticana, Πόλη τοῦ Βατικανοῦ, § 57. Ἡ πρόταση
τῆς «ἑνότητος ἐν τῇ ποικιλίᾳ» ἐτέθη ὡς βάση γιά τὴν ἕνωση τῶν
Χριστιανῶν ἀπὸ τὸν πάπα Λέοντα ΙΓ΄, στόν ὁποῖο ἀπάντησε ἡ Σύνοδος τῆς
Κωνσταντινουπόλεως τοῦ 1895, στό Ἰ. Καρμίρη, Τὰ δογματικὰ καὶ συμβολικὰ μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας,
τ. 2, ἐν Ἀθήναις 1953, σ. 934 κἑ. Στὸ ἴδιο πλαίσιο κινεῖται καὶ τὸ
«Διάταγμα γιά τίς Ἀνατολικές Καθολικές Ἐκκλησίες» (Orientalium
Ecclesiarum), βλ. Ἡ Β΄ Βατικανὴ Σύνοδος. Διατάξεις-Διατάγματα-Δηλώσεις-Μηνύματα, ἐπιμ. Ἰω. Ἀσημάκης - Λ. Κισκινής, Analecta Theologica 8, ἔκδ. Ἀποστολικὸν Βικαριᾶτον Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 2012, σ. 491.
(4) Κατά τον J. Ratzinger: «Ἀναφορικὰ
μὲ τὴν περὶ πρωτείου διδασκαλία, ἡ Ρώμη δὲν πρέπει νὰ ἀπαιτεῖ ἀπὸ τὴν
Ἀνατολὴ κάτι περισσότερο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ εἶχε καθοριστεῖ καὶ εἶχε βιωθεῖ
κατὰ τὴν πρώτη χιλιετία… Ἡ ἐπανένωση μπορεῖ νὰ ἐπιτευχθεῖ πάνω στὴ βάση
ὅτι ἡ Ἀνατολὴ θὰ παρῃτεῖτο ἀπὸ τὸ νὰ πολεμᾶ τὴ δυτικὴ ἐξέλιξη τῆς
β΄χιλιετίας ὡς αἱρετικὴ καὶ θὰ ἀναγνώριζε τὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία μὲ
ἐκείνη τὴ μορφὴ ὡς νόμιμη καὶ ὀρθὴ ἀπὸ ἄποψη πίστης, στὴν ὁποία ἡ
Καθολικὴ Ἐκκλησία βρέθηκε μέσα ἀπὸ τὴν ἐξέλιξη τῆς β΄χιλιετίας, ἐνῶ
ἀντίστροφα ἡ Δύση θὰ ἀναγνώριζε τὴν Ἀνατολὴ ὡς νόμιμη καὶ ὀρθὴ στὴν
πίστη σὲ ἐκείνη τὴ μορφὴ τὴν ὁποία αὐτὴ διατήρησε στὴν ἱστορία της» (J. Ratzinger, Theologische Prinzipienehre : Bausteine zur Fundamentaltheologie,
Munich 1982, σ. 209). Στὸ ἴδιο πνεῦμα κινεῖται καὶ ἡ πρόταση τοῦ
Μητροπολίτου (τότε) Ἐλβετίας κ. Δαμασκηνοῦ («Τί τὸ μόνιμον καὶ τί τὸ
μεταβλητὸν εἰς τὴν πετρίνειον διακονίαν. Σκέψεις ἐξ Ὀρθοδόξου ἐπόψεως»,
Στάχυς, 52-67(1977-1981) 508, D. Papandreou, “Ein Beitrag zur
Uberwindung der Trennung zwischen der romisch-katholischen und der
orthdoxen Kirche” στὸ Vasilios von Aristi, Das Papsamt: Dienst oder Hindernis für die Ökumene ? Regensburg 1985, σ. 162, 166-167), τοῦ H. Scutte, στὸ Χρ. Σαββᾶτος (νῦν Μητρ. Μεσσηνίας), Τὸ παπικὸ πρωτεῖο στὸ διάλογο μεταξὺ Ὀρθοδόξων καὶ Ρωμαιοκαθολικῶν,
Ἀθήνα 2006, σ. 14 καὶ τοῦ E. Lanne, στό Δαμασκηνοῦ, «Τί τὸ μόνιμον καὶ
τί τὸ μεταβλητὸν εἰς τὴν πετρίνειον διακονίαν. Σκέψεις ἐξ Ὀρθοδόξου
ἐπόψεως», Στάχυς, 52-67(1977-1981) 516-517.
Ἂς
ἐπιτραπεῖ μία διαπίστωση μὲ πολὺ πόνο στὰ ὑπὸ τοῦ Ratzinger λεχθέντα:
εἶναι ἰδιαίτερα τραγικὸ μία ὁλόκληρη τοπικὴ Ἐκκλησία, ἡ μεγαλύτερη, ἡ
ἐνδοξότερη καὶ εὐκλεέστερη τῆς α΄ χιλιετίας νὰ ἔχει περιέλθει σὲ τέτοια
σύγχυση, ὥστε:
• νὰ θεωρεῖ θετικὴ θεολογικὴ ἐξέλιξη καὶ πρόοδο τὰ ὅσα ἔχουν συντελεστεῖ στὴ β΄ χιλιετία ἀναφορικὰ μὲ τὸ παπικὸ πρωτεῖο!
• νὰ θεωρεῖ ὡς θεολογικὴ πρόοδο τὴν ἄρνηση τῆς θεόπνευστης, κανονικῆς, ἐκκλησιαστικῆς τάξεως καὶ παραδόσεως τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων!
• νὰ θεωρεῖ ὡς θεολογικὴ πρόοδο τὸ θεμελιωμένο πάνω στὶς πλαστογραφίες τοῦ ζοφεροῦ Μεσαίωνα (τὴν ψευδο-Κωνσταντίνειο Δωρεὰ καὶ τὶς ψευδο-Ἰσιδώρειες Διατάξεις) παπικὸ θεσμὸ (Προσχέδιο Κρήτης, § 15)!
Παρακαλῶ ἂς μὴν ἐκληφθεῖ ἡ διαπίστωση αὐτὴ ὡς ἐχθρικὴ ἢ πολεμικὴ κατὰ τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν, ἀλλὰ μόνο ὡς ἔκφραση θλίψεως καὶ πόνου καί ταυτόχρονα καὶ ἀνησυχίας καὶ ἐγρηγόρσεως γιὰ ἐμᾶς τοὺς Ὀρθοδόξους!
• νὰ θεωρεῖ θετικὴ θεολογικὴ ἐξέλιξη καὶ πρόοδο τὰ ὅσα ἔχουν συντελεστεῖ στὴ β΄ χιλιετία ἀναφορικὰ μὲ τὸ παπικὸ πρωτεῖο!
• νὰ θεωρεῖ ὡς θεολογικὴ πρόοδο τὴν ἄρνηση τῆς θεόπνευστης, κανονικῆς, ἐκκλησιαστικῆς τάξεως καὶ παραδόσεως τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων!
• νὰ θεωρεῖ ὡς θεολογικὴ πρόοδο τὸ θεμελιωμένο πάνω στὶς πλαστογραφίες τοῦ ζοφεροῦ Μεσαίωνα (τὴν ψευδο-Κωνσταντίνειο Δωρεὰ καὶ τὶς ψευδο-Ἰσιδώρειες Διατάξεις) παπικὸ θεσμὸ (Προσχέδιο Κρήτης, § 15)!
Παρακαλῶ ἂς μὴν ἐκληφθεῖ ἡ διαπίστωση αὐτὴ ὡς ἐχθρικὴ ἢ πολεμικὴ κατὰ τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν, ἀλλὰ μόνο ὡς ἔκφραση θλίψεως καὶ πόνου καί ταυτόχρονα καὶ ἀνησυχίας καὶ ἐγρηγόρσεως γιὰ ἐμᾶς τοὺς Ὀρθοδόξους!
(5) Ἡ θέση αὐτὴ ρητὰ ἔχει διατυπωθεῖ στὸ «Προσχέδιο τῆς Κρήτης» στὶς §§ 15, 22 καὶ ἰδιαιτέρως στὴν τελευταία § 32 : «Ἡ
ἐμπειρία τῆς πρώτης χιλιετίας ἐπηρέασε βαθειὰ τὴν πορεία τῶν σχέσεων
μεταξὺ τῶν Ἐκ-κλησιῶν τῆς Ἀνατολῆς καὶ τῆς Δύσεως. Παρὰ τὴν
ἀναπτυσσόμενη διάσταση καὶ τὰ προσωρινὰ σχίσματα κα-τὰ τὴ διάρκεια αὐτῆς
τῆς περιόδου, ἡ κοινωνία ἀκόμη διατηρεῖτο μεταξὺ Δύσεως καὶ Ἀνατολῆς. Ἡ
ἀρχὴ τῆς ποικιλίας ἐν τῇ ἑνότητι, ἡ ὁποία ἔγινε κατηγορηματικὰ δεκτὴ
στὴ Σύνοδο τῆς Κωνσταντινουπόλεως ποὺ ἔγινε τὸ 879-80, ἔχει ἰδιαίτερη
σημασία γιὰ τὸ θέμα στὸ παρὸν αὐτὸ στάδιο τοῦ διαλόγου μας. Σαφεῖς
διαστάσεις στὴν ἀντίληψη καὶ ἑρμηνεία δὲν ἐμπόδισαν Ἀνατολὴ καὶ Δύση νὰ
παραμείνουν σὲ κοινωνία. Ὑπῆρχε δυνατὴ αἴσθηση ὅτι ὑπάρχει μία Ἐκκλησία,
καὶ ἀποφασιστικότητα νὰ παραμένουμε σὲ ἑνότητα ὡς ἕνα ποίμνιο μὲ ἕνα
ποιμένα (Ἰωάν. 10, 16). Ἡ πρώτη χιλιετία ἡ ὁποία ἔχει ἐξετασθεῖ σ’ αὐτὸ
τὸ στάδιο τοῦ διαλόγου μας, εἶναι ἡ κοινὴ παράδοση ἀμφοτέρων τῶν
Ἐκκλησιῶν μας. Στὶς βασικὲς θεολογικὲς καὶ ἐκκλησιολογικὲς ἀρχὲς οἱ
ὁποῖες ἔχουν συνταυτισθεῖ ἐδῶ, αὐτὴ ἡ κοινὴ παράδοση θὰ πρέπει νὰ
ὑπηρετεῖ ὡς πρότυπο γιὰ τὴν ἀποκατάσταση τῆς πλήρους κοινωνίας».
Παρόμοια ἔχει ὑποστηρίξει καὶ ὁ Δαμασκηνὸς Τρανουπόλεως, «Τί τὸ μόνιμον
καὶ τί τὸ μεταβλητὸν εἰς τὴν πετρίνειον διακονίαν. Σκέψεις ἐξ Ὀρθοδόξου
ἐπόψεως», Στάχυς, 52-67(1977-1981) 508.
(6) Ἐγκύκλιος Ἐπιστολὴ «ἵνα πάντες ἓν ὦσιν»
(ut unum sint) τοῦ Ἁγίου Πατρὸς Ἰωάννου Παύλου Β΄ γιὰ τὸ Οἰκουμενικὸ
καθῆκον, 25 Μαΐου 1995, § 50, Liberia editrice Vaticana, Πόλη τοῦ
Βατικανοῦ, σ. 62.
(7) «Le
rôle particulier des Églises orientales catholiques correspond à celui
qui est resté vacant à cause du manque de communion complète avec les
Églises orthodoxes. Aussi bien le Décret Orientalium Ecclesiarum du
Concile Vatican II que la Constitution apostolique Sacri canones (p.
IX-X) qui a accompagné la publication du Code des canons des Églises
orientales, ont mis en évidence combien la situation présente, et les
règles qui la régissent, sont dirigées vers la pleine communion tant
souhaitée entre l'Église catholique et les Églises orthodoxes. Votre
collaboration avec le Pape et entre vous pourra montrer aux Églises
orthodoxes que la tradition de la «synergie» entre Rome et les
Patriarcats s'est maintenue - bien que limitée et blessée -, qu'elle
s'est peut-être même développée pour le bien de l'unique Église de Dieu,
répandue par toute la terre», La documentation catholique, no
2192, 15.11.1998. σ. 951-953 καί στό διαδικτυακό τόπο :
www.la-croix.com/Urbi-et-Orbi/Documents/
Actes-du-Pape/Aidez-l-eveque-de-Rome-dans-sa-reflexion-sur-son-ministere-d-unite-2013-04-09-935467
(8) «Ἡ
Ἁγία (Β΄ Βατικανὴ) Σύνοδος πολὺ χαίρεται γιὰ τὴν καρποφόρα καὶ
δραστήρια συνεργασία τῶν Καθολικῶν Ἐκκλησιῶν Ἀνατολῆς καὶ Δύσης καὶ
ταυτόχρονα δηλώνει : ὅλες αὐτὲς οἱ κανονικὲς διατάξεις καθορίστηκαν γιὰ
τὶς παροῦσες συνθῆκες, ἕως ὅτου ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία καὶ οἱ διαιρεμένες
Ἀνατολικὲς Ἐκκλησίες ἑνωθοῦν στὴν πληρότητα τῆς κοινωνίας» (ΟΕ § 30, στὸ B΄ Βατικανῆς, Κείμενα, σ. 504. Πάντως ἡ Σύνοδος «πολύ χαίρεται» γιὰ τὸ μέχρι τώρα ἔργο τῆς Οὐνίας …
(9) Γιὰ τὴν Οὐνία στὸ θεολογικὸ διάλογο μὲ τὴ Ρώμη βλ. Θ. Ζήση, Οὐνία, Ἡ καταδίκη καὶ ἡ ἀθώωση, ἔκδ. Βρυέννιος, Θεσσαλονίκη 2002, Γ. Καψάνη, «Οὐνία, Ἡ μέθοδος τοῦ παποκεντρικοῦ Οἰκουμενισμοῦ», Παρακαταθήκη,
60(2008), 3-10. Ἱστορικὴ προσέγγιση τῆς Οὐνίας, βλ. Γ. Μεταλληνός, Δ.
Γόνης, Η. Φρατσέας, Εὐ. Μοράρου, Ἐπισκ. Βανάτου Ἀθανάσιος (Γιέβτιτς), Ἡ Οὐνία, χθὲς καὶ σήμερα, ἔκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα 1992. Ἐκτενέστερη βιβλιογραφία γιὰ τὴν Οὐνία, βλ. Κ. Κωτσιόπουλος, Ἡ Οὐνία στὴν Ἑλληνικὴ θεολογικὴ βιβλιογραφία, ἔκδ. Βρυέννιος, Θεσσαλονίκη 1993.
(10) Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ἡ Ρώμη προβάλει τίς διατάξεις τοῦ «Διατάγματος γιὰ τὶς Ἀνατολικὲς Καθολικὲς Ἐκκλησίες» ὡς «ἕνα
εἶδος “ἐγγύησης” ὅτι ἡ ἐπανεύρεση τῆς κοινωνίας μὲ τὴ Ρώμη δὲν
συνεπάγεται καμιὰ ἀποποίηση τῶν ἴδιων στοιχείων τῶν μὴ λατινικῶν
ἐκκλησιαστικῶν παραδόσεων»! (B΄ Βατικανῆς, Κείμενα, σ. 491.
(11) Θ. Ζήση, «Ἡ οὐνία ὡς πρότυπο ψευδοῦς ἑνότητος. Τὰ ὅρια τῆς ποικιλομορφίας ἐν σχέσει πρὸς τὴν ἑνότητα», - «Πρωτεῖον» Συνοδικότης καὶ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας, Πρακτικὰ Θεολογικῆς Ἡμερίδος, ἔκδ. Ἱ. Μητρόπολις Πειραιῶς, Πειραιεύς 2011, σ. 107-114.
(12)
Congregatio pro Doctrina Fidei, Letter Communionis notio, § 17. 3
(28.5.1992), στή διαδυκτιακή τοποθεσία
www.vatican.va/roman_curia/congregations/cfaith/documents/rc_con_cfaith_doc_28051992_communionis-notio_en.html.
(13) «Unitatis Redintegratio» («Διάταγμα γιὰ τὸν Οἰκουμενισμὸ»)
Διάταγμα τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου § 3, στὸ B΄ Βατικανῆς, Κείμενα, σ.
471. Ἰ. Μαραγκοῦ, Οἰκουμενικὰ Α΄, Ἀθήνα 1986, σ. 33, καὶ ἡ ἀπὸ
29.6.2007 ἀπάντηση τῆς Ἐπιτροπῆς γιὰ τὴ Διδασκαλία τῆς Πίστεως
(Congregatio pro Doctrina Fidei) τῆς Ρωμαϊκῆς Κουρίας, στή διαδικτυακή
τοποθεσία www.vatican.va/roman_curia/congregations/
cfaith/documents/rc_con_cfaith_doc_200
70629_responsa-quaestiones_en.html.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου